Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Γιώργος Θέμελης & Σταύρος Κουγιουμτζής, Αυτός που θα φανερωθεί
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: Ηλιοσκόπιο (1973))
[Ενότητα Μελέτη ψυχής]
Μην είδατε την ψυχή μου; Δενδρόκηπος
III
Ποιος είμαι τέλος εγώ,
Ο μόνος, ο αληθινός.
Αυτός που θα φανερωθεί
Μες σε μια λάμψη και θα υπάρξει.
Ο απόλυτος, ο ανεπανάληπτος.
Αυτός που θα υποδεχτεί τον θάνατο και θα πεθάνει.
Μ’ αυτά τα βλέφαρα πάνω στα μάτια,
Μ’ αυτά τα χέρια πάνω στο στήθος.
Τ’ όνομα χαραγμένο στο μέτωπο.
Ποιος θα πεθάνει, ποιος θ’ αναστηθεί.
Απ’ όλους όσοι κείτονται
Μέσα μου, κοιμούνται στη σιωπή
Μες σ’ ένα θανάσιμο μισοξύπνι,
Και μου γυρεύουν ύπνο στερνό, μου γυρεύουν ανάσταση,
Απ’ όσες ψυχές μες στην ψυχή μου.
Η θλίψη μου είναι πολλαπλή κι ατέλειωτη καθώς η μουσική.
Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965) του Γιώργου Θέμελη
Όταν γυρεύεις την όψη σου σε κάποια διαφάνεια,
Όταν στο διάβα μιας καμπής σε συναντά ένας ξένος,
Είναι ένα άλλο πρόσωπο που εμφανίζεται.
Ανοίγοντας μια κάμαρη κλεισμένη από καιρό,
Με κάποια ανυπομονησία που τρέμει στο χέρι σου,
(Μέσα η καρδιά χτυπά γοργότερα για να προλάβει)
Με νευρικότητα, που σ’ έχει κάνει, αγγίζοντας
Τις μυστικές χορδές σου, όργανο μουσικής —
Ακούς, καθώς γυρίζεις το κλειδί, κάποιαν αντήχηση,
Σάμπως να ξεκλειδώνονται όλα μεμιάς τα ιδιαίτερα διαμερίσματά σου.
Μπαίνοντας σε παίρνει η ανάσα μιας ερημίας.
Θόρυβοι από γυμνά πόδια, από χειρονομίες επάνω στα πράγματα.
Κάποιος πρέπει να ’ναι κει μέσα και σπεύδει να εξαφανιστεί,
(Τον πέτυχες ίσως σε ώρα ύπνου ή απογύμνωσης…)
Σαν από αίσθημα ενοχής πίσω από κάποια αμφίεση.
(Το ένδυμα είναι η επινόηση μιας αμαρτίας,
Όταν η ενοχή εξάνθισε στο πρόσωπο σαν ένα ερύθημα,
Για να κρυβόμαστε απ’ τα βλέμματα και να γινόμαστε άφαντοι,
Παίζοντας ένα παιχνίδι: παρουσίας – απουσίας.)
Περπατώντας σε δρόμο πολυσύχναστο μιας πολιτείας,
(Σε βραδινές ιδίως ώρες ημέρας φθινοπωρινής
Με μια απόχρωση αποκαλυπτική στον πράον ορίζοντα)
Κοιτάζοντας τα πρόσωπα που συμπιέζονται μέσα στο πλήθος,
Δεν πέφτουν στο βλέμμα σου παρά κομμάτια, σπασμένοι καθρεφτισμοί,
Σαν από κάποιο άλλο πρόσωπο πίσω από τα πρόσωπα.
Μπορείς να προλάβεις το αντιφέγγισμά του
Στο βλέμμα ενός παιδιού που σε κοιτάζει σωπαίνοντας,
Στο πέρασμα ενός κοριτσιού μέσα στο φως.
Στον γυρισμό του ξενιτεμένου που καρτερούσες.
Στην όψη ενός ανθρώπου που σε κοιτάζει
Ψάχνοντας μέσα στη μνήμη του για να σε βρει.
(Κάπου τον έχεις δει — κάπου συναντηθήκατε).
Από συνάντηση σε συνάντηση, από χειρονομία σε χειρονομία.
Κινεί τα χείλη των εραστών και τα κάνει να τρέμουν.
Είναι παρόν στις νύχτιες συναντήσεις των.
Προβάλλει στα πρόσωπά τους και τα κάνει να φέγγουν.
Σκύβει επάνω μας, μας προσπερνά, μπαίνει στον ύπνο
κάνοντας την ψυχή μας ν’ αναριγεί και να θυμάται,
Εισβολή εκπλήσσουσα ομορφιάς, ρωγμή από φως.
Κάποτε θα εμφανιστεί πρόσωπο με πρόσωπο,
Θα σκύψει επάνω στα πετρωμένα χείλη μας να μας φιλήσει.
(Να φυλάτε τους παλαιούς καθρέφτες που κράτησαν τη μορφή σας.
Να προσεύχεστε στα σκοτεινά και ν’ αγαπάτε τη μουσική.)
Από τη συλλογή Συνομιλίες (1953) του Γιώργου Θέμελη
Δίπλα στο μεγάλο δρόμο
Στήσαν τη μεγάλη εξέδρα
Για τη μεγάλη παρέλαση
Πάνω στην εξέδρα
Οι μεγάλοι επίσημοι
Και κάτω απ’ αυτήν
Ο μεγάλος υπόνομος
Της πόλης
Από τη συλλογή Ο υπόνομος (1976) του Αργύρη Μαρνέρου
Κάποτε ζούσε μια Χιονάτη
Και τη φρόντιζαν
Επτά Νάνοι
Αυτό είναι το παραμύθι
Κάποτε υπήρχε μια Ελλάδα
Που την καβάλησαν
Εφτά χρόνια
Αυτό είναι η Ιστορία
Τα παραμύθια υπάρχουν
Όταν λείπει η Ιστορία
Κι όταν γράφει η Ιστορία
Δεν είναι καιρός για παραμύθια
Ας μιλούμε λοιπόν στα παιδιά μας
Όχι για τους επτά Νάνους
Μα για τα επτά χρόνια
Που ήταν γεμάτα
Με Νάνους.
Από τη συλλογή Σκοτεινός θάλαμος (1975) του Αργύρη Μαρνέρου
Μάνος Ξυδούς, Τ’ αστέρια θα ’ναι πάντα μακριά (δίσκος: Τ’ αστέρια θα ’ναι πάντα μακριά (2008))
100
Τα κάστανα μου λέγανε
Τα κάστανα βγάλε
Απ’ τη φωτιά
Το σίδηρο είναι καλός αγωγός
Και όμως το κρατάμε
Στη χούφτα μας σφιχτά
Ο δαμασμός είναι μια τέχνη
Με θαυμαστά αποτελέσματα
Τα κάστανα φωνάζανε
Βγάλ’ τα να καούνε
Το ξύλο είναι κακός αγωγός
Ανοίγει όμως την όρεξη
Στη φλόγα της φωτιάς
Τα κάστανα φωνάζανε
Η πείνα αλέθει τα πάντα
Η ευημερία κάνει διάκριση
Τα κάστανα φωνάξανε
Το (Κ) Ένας τόνος τραυλός
Το (Α) Μια αυγή
Το (Σ) Ένα εμπόδιο
Το (Τ) Ένα σάλπισμα
Το (Α) Μια ιαχή
Το (Ν) Μια καμπάνα
Το (Α) Θρίαμβος
Και ο καπνός μού γέμιζε τη μύτη
Ήταν σάπια
Τα δέντρα είναι ευγνώμονες φίλοι
Έτσι τους είπα
Θα τα ψήσουμε του χρόνου
Μια καινούργια σοδειά
Έχει πάντα μια δικιά της
Γοητεία
Νίκος Καββαδίας & Θάνος Μικρούτσικος, Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί
(τραγούδι: Βασίλης Παπακωνσταντίνου / έργο: Ο Σταυρός του Νότου (1979))
[Ενότητα Ηλικία στη γλώσσα]
ε’
Τώρα κοιτάζω τον ύπνο της γης και τα όνειρα.
Έι, Μόμπι Ντικ, αδιάκοπο άσπρο φάντασμα!
μες στα σαγόνια σου στραγγίζουν τα κρανία των ναυτών.
Στ’ απάνεμα σαπίζουν τα κατάρτια
και το κοράκι διακορεύει τις σκιές.
Έι, Γουίλι, μαύρε Τρίτωνα από το Τζιμπουτί!
ποιες ιστορίες να σου πω και ποια ναυάγια·
κι η αναδυομένη
μωρά γεροντοκόρη δίχως φύση.
Ω καπετάνιε, καπετάνιε μου,
το ξύλινο ποδάρι σου κουτσαίνει στον βυθό.
Σημείωση του ποιητή:
Στίχ. 10: Walt Whitman «Leaves of grass»
Από τη συλλογή Η άτροπος των ημερών (1998) του Σταύρου Ζαφειρίου
Βασίλης Παπακωνσταντίνου & Οδυσσέας Ιωάννου, Σαν ναυαγός
(τραγούδι: Δημήτρης Μητροπάνος & Βασίλης Παπακωνσταντίνου / δίσκος: Το παιχνίδι παίζεται (2010))
Β’ Υπάρχει, σου είπα, κάποιος άλλος δρόμος…
Υπάρχει, σου είπα, κάποιος άλλος δρόμος
πέρα απ’ αυτόν που οι χάρτες σημαδεύουν,
μα να γυρίσεις πρέπει τα πανιά.
Κι ο γλάρος πέταξε με τα φτερά των γλάρων.
Και ο τρελός τραγούδησε
το αστόχαστο τραγούδι των τρελών.
Κι ο ναυαγός ξενύχτησε
ν’ αδειάζει με τις χούφτες του τη βάρκα.
Μόνο ο τυφλός,
που δεν μπορούσε αποστάσεις να μετρήσει
ούτε όρια,
έμεινε ν’ αφουγκράζεται τ’ ανήσυχα νερά.
Επάνδρωσα καράβια επιστροφής.
Στο μεσιανό κατάρτι ζήτησα να με δέσουν
κι άκουσα των σειρήνων την κραυγή.
«Τρία κορίτσια βγαίνουνε περίπατο στο Σόχο,
απ’ τ’ ανοιχτά πουκαμισάκια τους γυμνά
τα δεκαέξι χρόνια τους αφρίζουν.
Τρεις έφηβοι στου Τίβερη τις όχθες ψάχνουν στόχο,
παίζουν στα χέρια τους φαλτσέτες και φτερά.
Μοίρα καμιά σιμά τους δεν γνωρίζουν.
Τρία κορίτσια απόψε ζωγραφίζονται στη Βρέστη,
κρατούν ομπρέλες να ξορκίσουν τον καιρό.
Τρία αγόρια ξεμυαλίζονται στο Βουκουρέστι,
ούτε στιγμή δεν πάει ο νους τους στο κακό.
Ευχή καμιά να κάνουν δεν γνωρίζουν.
Τρία κορίτσια βάζουνε νωρίς τα νυχτικά τους,
άπλετος έρωτας τους πλέκει τα μαλλιά.
Τρεις έφηβοι μαζεύονται αργά στην κάμαρά τους,
παίζουν τα χείλη που στραγγίζουν τη φωτιά.
Σε ποιον παράλληλο είναι η Βιέννη τάχα,
ποια πυρκαγιά παράφορη στη Ρώμη εξαγνίζεται,
ποια σάρκα είναι η νύχτα που ερημώνει το πρωί».
Από τη συλλογή Η άτροπος των ημερών (1998) του Σταύρου Ζαφειρίου
Γιώργος Μητσάκης, Τα μεράκια (ορχηστρικό, ηχογράφηση το 1964)
Μεράκια
Μετά το τέλος της πολιτιστικής εκδήλωσης
ακολούθησε μουσικό πρόγραμμα.
Παλιά σμυρναίικα τραγούδια,
μελωδίες, μεράκια που λαγγεύουν
και ρεμπέτικα
περιελάμβανε το ρεπερτόριο της ορχήστρας.
Στο διάλειμμα ο τραγουδιστής
–έμπειρος επαγγελματίας και φίλος από παλιά–
μου ψιθύρισε:
«Για να είμαι σε κατάλληλη φόρμα
και να φτάσω στο φόρτε μου
για τα έξοχα μεράκια που θα τραγουδήσω,
πριν αρχίσουμε, διάβασα τα ποιήματά σου
για να παρασυρθώ, να διαποτιστώ
από τον ερωτισμό τους.»
Δεν ήταν από κείνους που κολακεύουν ο τραγουδιστής,
ούτε είχε τίποτα να κερδίσει –
μέσα στη μοναχική πορεία της ποίησής μου
απρόσμενη ενθάρρυνση μου έδωσε.
Από τη συλλογή το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων (2012) της Αλεξάνδρας Μπακονίκα
Σταύρος Ξαρχάκος (μουσική) & Βασίλης Ανδρεόπουλος-Βαγγέλης Γκούφας (στίχοι): Τα τρένα που φύγαν
(τραγούδι: Βίκη Μοσχολιού / δίσκος 45 στροφών (1965))
Θα ζήσω
«Θα ζήσω» έγραφε στους τοίχους
«στο εξής θέλω περισσότερο σεβασμό εδώ μέσα»
ο αταίριαστος
η γυναίκα της διπλανής πόρτας
δυο ξένοι στην ίδια πόλη
«Θα ζήσω» έγραφε στους τοίχους
έκλαιγαν οι θεατρίνοι, έκλαιγε κι αυτός
δάκρυζε η φωτογραφία του πατέρα
και ξεκινούσε «τα τρένα που φύγαν»
γιατί πάντα οι νικητές γράφουν την ιστορία
κι οι χαμένοι τα τραγούδια
Από τη συλλογή για το Άλφα της στέρησης (2019) του Γιώργου Λ. Οικονόμου
Η Μαρία Σουλτάτου τραγουδά και η Εύα Κοταμανίδου απαγγέλλει το ποιητικό σκέλος του τραγουδιού «Και να αδερφέ μου» από το μουσικό έργο «Καπνισμένο τσουκάλι» του Χρήστου Λεοντή σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου.
Το ηχητικό απόσπασμα στο βίντεο είναι από μια παράσταση στη μουσική σκηνή Χαμάμ της Αθήνας γύρω στο 2006 και λόγω της συγκλονιστικής συμμετοχής της Εύας Κοταμανίδου (που ερμηνεύει το ποίημα και τραγουδιστικά) μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ντοκουμέντο. Η φίλη μου Μαρία Σουλτάτου λέει πως ήταν μια μοναδική εμπειρία αυτή η μουσική παράσταση και, πρωτίστως, η συνεύρεσή της στη σκηνή με την Εύα Κοταμανίδου.
Στη μνήμη της σπουδαίας ηθοποιού Εύας Κοταμανίδου που πέθανε χτες (26 Νοεμβρίου 2020)
Χασάπικο Μουσική & στίχοι:Βασίλης Τσιτσάνης Τραγούδι:Νταίζη Σταυροπούλου & Βασίλης Τσιτσάνης Πρώτη φωνογράφηση:1940[HMV AO 2645]
Τα λέν’ Παντρεμενάδικα,
γιατί έχει κοριτσάκια,
που σαν περάσεις και τα δεις
σε βάζουν σε μεράκια.
Στο Βύρωνα, στη γέφυρα,
κι εκεί στον Άγιο Γιώργη,
είναι το νυφοπάζαρο
που το ζηλεύουν όλοι.
Το πώς κι εγώ μπερδεύτηκα
στο νου μου δεν το βάζω,
και παντρεμένος βρέθηκα
χωρίς να καταλάβω.
Και πάλι ένα προπολεμικό τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη που γράφτηκε στην περίοδο της διαμονής του στη Θεσσαλονίκη (1938-1946). Τα Παντρεμενάδικα ήταν συνοικία της προπολεμικής Αθήνας, κοντά στο Α’ Νεκροταφείο.
Προπολεμικό ζεϊμπέκικο της περιόδου της Θεσσαλονίκης Μουσική & στίχοι:Βασίλης Τσιτσάνης Τραγούδι:Στράτος Παγιουμτζής & Βασίλης Τσιτσάνης Πρώτη φωνογράφηση:1940[HMV 7PG 2667]
Είπες πως σου έκανα απόψε ματσαράγκα.
Κατάλαβες τη μηχανή που σου ’στησα, βρε μάγκα,
τη μηχανή που σου ’στησα στου Αλευρά τη μάντρα.
Τρελές κοπέλες, πεταχτές, με χίλια δυο μεράκια,
μαζί σου θέλαν να βρεθούν, να σπάσουνε κεφάκια.
Πολλές φορές σου είπα εγώ δεν πρέπει να καυχιέσαι.
Αφού κορόιδο πιάνεσαι, τι θέλεις και τραβιέσαι;
Έτσι είναι τώρα, φίλε μου, και μην παραξηγιέσαι.
Και δεν σου πέφτει λόγος πια να μας παραπονιέσαι.
Τραγουδιούνται δύο φορές ο πρώτος και ο δεύτερος στίχος κάθε στροφής (σχ. 1, 1, 2, 2), εκτός από την πρώτη στροφή, όπου προστέθηκε ένας τρίτος στίχος, προφανώς για να δοθεί η ευκαιρία να προσδιοριστεί ο τόπος που έγινε το περιστατικό (σχ. 1, 1, 2, 3).
Στην άλλη πλευρά του δίσκου βρίσκεται το τραγούδι «Καμαριέρα» του Βασίλη Τσιτσάνη.
[Πηγή για τους στίχους: Θεόφιλος Αναστασίου, «Βασίλης Τσιτσάνης, Άπαντα», σελ. 85]