Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Διώξε με, λοιπόν, μην κάνεις πίσω σε παρακαλώ, μη λυπηθείς ήτανε γραφτό να σ’ αγαπήσω ήτανε γραφτό να μ’ αρνηθείς
Πες πως μ’ αντάμωσες μια νύχτα σ’ ένα όνειρο πες πως με ξέχασες σαν ήρθε το πρωί και μη σκεφτείς ότι για με δεν ήσουν όνειρο και μη νοιαστείς τι θ’ απογίνω στη ζωή
Άσε με, λοιπόν, να σε σκεπάσω κάνει απόψε τόση παγωνιά και τα μάτια κλείσε να περάσω σαν σκιά στη μαύρη λησμονιά
Πες πως μ’ αντάμωσες μια νύχτα σ’ ένα όνειρο πες πως με ξέχασες σαν ήρθε το πρωί και μη σκεφτείς ότι για με δεν ήσουν όνειρο και μη νοιαστείς τι θ’ απογίνω στη ζωή
Μια Κυριακή
ποιος το περίμενε πως θα ’ταν Κυριακή μια Κυριακή
ήρθες με τσίπουρο πιωμένος και ρακί μπήκες και πήρες το παιδί μου
μια Κυριακή βγήκες και πήρες την ψυχή μου
μια Κυριακή
Δεν το μπορώ
το προσκεφάλι του το άδειο να θωρώ δεν το βαστώ
να ’ναι το στόμα του γαρίφαλο κλειστό κι έλα ξερίζωσ’ την καρδιά μου
σαν τον ανθό να μπω κι εγώ απ’ το χώμα χάμω
να κοιμηθώ