Ανδρέας Εμπειρίκος, Η μνήμη των αναμνήσεων

Η μνήμη των αναμνήσεων

[Ενότητα Α’]

Η ανύψωσις του χεριού σου
Έχει τη χάρη ζαρκαδιού που τρέχει
Σε χλόη γαλάζια σαν τα φύλλα της καρδιάς σου
Το στεφάνι που έριξες στο λαιμό του αλόγου
Είναι από άνθη λεπτότερα και από πτερά εντόμων
Η συλλογή των λουλουδιών αυτών είναι πολύτιμη
Δεν είναι συλλογή κολεοπτέρων
Δεν είναι συλλογή αγαλμάτων εξ ελεφαντοστού
Είναι μια συλλογή ενθυμημάτων
Που η διαφάνειά των ξεπερνά τα πέρατα του κόσμου
Οι πληθυσμοί της οικουμένης σε λατρεύουν
Οι σκέψεις σου είναι διάφανες όπως εσύ η ίδια
Στην επιφάνειά των πλέκουν χίλιες μικρές πομφόλυγες
Περιέχουν το πεντάσταγμα της απαλής καρδιάς σου
Κάθε παλμός της αυξάνει την ζωή μου
Κάθε παλμός της αυξάνει την ζωή μας
Είμαι στην άκρη του δάσους και συγκρατώ τους χθεσινούς ψιθύρους
Μπροστά μου το λιβάδι απλώνεται όπως χθες
Στην χλωρασιά του έφθασε το άλογο που αγάπησες
Όμως εσύ δεν ήλθες
Τα βήματα του αλόγου είναι ο βηματισμός του ονείρου μας
Είναι οι θάλασσες που διαβήκαμε
Τα τρεχαντήρια που χρωματίσαμε μαζί
Το άλογο αυτό κρατά στο στόμα του μια ημισέληνο
Χωρίς να την αφήση χλιμιντρίζει
Το άλογο αυτό και εγώ μαζί του
Στεκόμαστε στην άκρη του δάσους και σε περιμένουμε
Το άλογο αυτό και εγώ
Είμεθα πλάσμα εν και αδιαίρετο
Είμεθα κένταυρος που σε αγαπά
Είμεθα κένταυρος που ξέρει
Ότι δεν είναι δυνατόν να μη ξανάρθεις.

Από τη συλλογή Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες (1984) του Ανδρέα Εμπειρίκου

Ανδρέας Εμπειρίκος, Καρπός ελαίου

Καρπός ελαίου

Επάνω από τη δοσοληψία των μιασματικών υδάτων μιας νόσου που κατεδικάσθη οριστικώς
Η άχνα της υγείας μεσουρανεί και μέλπει
Η πίστις της περιπετείας δε χαλαρώθηκε.
Τα μάτια της είναι πράσινα και κατοπτρίζονται μες στα νερά της νεότητος
Ένας νέος συναντά μια νέα και τη φιλεί
Από τα χείλη της αναπηδούν οι λέξεις μεθυσμένες
Όλη η ζωή τους μοιάζει με λιβάδι
Επαύλεις εδώ κι εκεί κοσμούν την πρασιά του
Νεότης νεότης τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου
Τα χαϊμαλιά σου τα στολίζουν άνθη μυγδαλιάς που ανθεί σε χώρα πεδινή
Οι θρίαμβοι των καισάρων περνούν καμιά φορά απ’ αυτή τη χώρα και παρασύρουν τα νερά των κήπων
Οι γυναίκες των κηπουρών γυμνώνουν τα στήθη τους και τους παρακαλούν
Μια σειρά μαργαριταριών στάζει σε μια χοάνη
Κάθε μαργαριτάρι είναι μια σταγών και κάθε σταγών είναι ένας δράκος
Το κάστρο του κατέρρευσε και τώρα παίζουν τα παιδάκια μες στους ίσκιους
Τα θρύψαλα του καθρέφτη της πυργοδέσποινας είναι κι αυτά πετράδια
Που ρίχνουν στον πετροπόλεμο τα παλικάρια.

Από τη συλλογή Ενδοχώρα (1945) του Ανδρέα Εμπειρίκου

Ανδρέας Εμπειρίκος, Έαρ σαν πάντα

Διαβάζει ο ποιητής.

Έαρ σαν πάντα

Καλύπτουσα τα κύματα του δορυάλωτου χωριού με το κόκκινό της φόρεμα
Πρώτα μικρή κι έπειτα μεγάλη
Ανεβαίνει στην κορφή του πύργου
Και πιάνει τα σύννεφα και τα συνθλίβει επί του στήθους της
Ίσως ποτέ να μην υπήρξε μεγαλύτερος καημός από το δικό της
Ίσως ποτέ να μην έπεσαν ψίθυροι πιο πεπυρακτωμένοι στην επιφάνεια ενός προσώπου
Ίσως ποτέ δεν εξετέθη στην κατανόηση ανθρώπου έκθεσις πιο εκτεταμένη
Έκθεσις πιο ποικίλη πιο περιεκτική από την ιστορία που λεν τα νέφη αυτής της εξομολογήσεως
Εδώ κι εκεί τα κόβουν λαιμητόμοι
Θερμές σταγόνες πέφτουνε στη γη
Ο γήλοφος που σχηματίσθηκε στο κυριότερο σημείο της πτώσεως
Φουσκώνει και ανεβαίνει ακόμη
Κανείς δασμός δεν είναι βαρύτερος από μια τέτοια σταγόνα
Κανένα διαμάντι πιο βαρύ
Κανείς μνηστήρ πιο πλήρης πάθους
Στιλπνά τα κράσπεδα του λόφου και γυαλίζουνε στον ήλιο
Στην κορυφή του περιμένει μια λεκάνη
Είναι γιομάτη ως επάνω
Κι απ’ τα νερά της αναδύεται μια πολύ μικρή παιδίσκη ωραιοτάτη.
Ελπίδα μας αυριανή.

Από τη συλλογή Ενδοχώρα (1945) του Ανδρέα Εμπειρίκου

Ανδρέας Εμπειρίκος, Ηχώ

Ηχώ

Τα βήματά μας αντηχούν ακόμη
Μέσα στο δάσος με το βόμβο των εντόμων
Και τις βαριές σταγόνες απ’ τ’ αγιάζι
Που στάζει στα φυλλώματα των δένδρων
Κι ιδού που σκάζει μέσα στις σπηλιές
Η δόνησις κάθε κτυπήματος των υλοτόμων
Καθώς αραιώνουν με πελέκια τους κορμούς
Κρατώντας μες στο στόμα τους τραγούδια
Που μάθαν όταν ήτανε παιδιά
Και παίζανε κρυφτούλι μες στο δάσος.

Από τη συλλογή Ενδοχώρα (1945) του Ανδρέα Εμπειρίκου

Ανδρέας Εμπειρίκος, Αφρός

Αφρός

Είναι οι πόθοι μιναρέδες στυλωμένοι
Λάμψεις του μουεζίνη στην κορφή τους
Φωτοβολίδες των κραυγών της οικουμένης
Πυγολαμπίδες σε συρτάρια κορασίδων
Που κατοικούν σε ακρογιαλιές μέσα σ’ επαύλεις
Και τρέχουν με ποδήλατα σε κήπους
Άλλες γυμνές άλλες ημίγυμνες κι άλλες φορώντας
Φορέματα με φραμπαλάδες και ποτίνια
Που στίλβουν την ημέρα και τη νύχτα
Όπως τα στήθη τους την ώρα που βουτάνε
Μες στον αφρό της θάλασσας.

Από τη συλλογή Ενδοχώρα (1945) του Ανδρέα Εμπειρίκου

Ανδρέας Εμπειρίκος, Ισπαχάν

Διαβάζει ο ποιητής.

Ισπαχάν

Καταιγίς οξυτάτης μορφής εσκέπασε τη χώρα. Βράχοι ωρυόμενοι επέπεσαν κατά των πλατυγύρων λιμνών και το πονεμένο ψάρι σύρθηκε ως το σταθμό των αναχωρητών. Εκεί δε βρέθηκε καμιά βοήθεια γιατί το βέλασμα των μεγαλοσαύρων εσκόρπισε τα φτερουγίσματά του κι από δω κι από κει και τα μανιτάρια παρεσιώπησαν τα πραγματικά γεγονότα στην περιιπτάμενη γαμήλιο πομπή των στεναγμών ενός νέου πλανήτου. Κατόπι δεν είχε τίποτε την ίδια σημασία. Η ησυχία δεν υπήρχε ως οντότης πραγματική. Ο όλεθρος εχαλιναγωγείτο από καμήλους. Οι κρόταφοι των νεκρών ανθούσαν. Τα λίγα περιστέρια εκοπίαζαν γιατί ο πολτός της λίμνης είχε σχηματίσει διώρυγα στο στενότατο σημείο του περάσματός τους από χιλιόστομες ύβρεις καταπατημένες με γδούπο αλλοφροσύνης μανάδων και μικρών παιδιών ισχνοτέρων και από τα κόκαλα μιας νυχτερίδος.

Από τη συλλογή Υψικάμινος (1935) του Ανδρέα Εμπειρίκου

Ανδρέας Εμπειρίκος, Τα πούπουλα της ευδαιμονίας

Τα πούπουλα της ευδαιμονίας

Η πολίχνη της ρουμανικής πεδιάδος θα ακμάσει. Μια μέρα θα φυτρώσουν στα μέγαρά της πλατανοφόρα δέντρα που θα κρατούν στα χέρια τους ρομφαίες ή λόγχες πεπυρακτωμένες. Το άρρωστο κριάρι που στεγάζεται σήμερα στο μητροπολιτικό ναό της θα αντικατασταθεί με μια γυναίκα διαρκώς συνουσιαζόμενη και γύρω από την κεντρική οδό θα παίζουν οι πολιτικοί κατάδικοι το θείον δράμα της αναστάσεως ενός κομμένου κεφαλιού με μουσικήν υπόκρουση σελέστας.

Από τη συλλογή Υψικάμινος (1935) του Ανδρέα Εμπειρίκου

Ανδρέας Εμπειρίκος, Ένα ωραίο πρωί

Ένα ωραίο πρωί

Σαν θάλασσα που φιλεί το χέρι μιας δεσποινίδος πετάχτηκε η φωνή του ονείρου μας. Τριακόσιοι νάνοι περιεκύκλωσαν την μυσταγωγία μας. Μερικοί παρεφρόνησαν μα οι περισσότεροι έστυψαν την καρδιά τους και την έφαγαν. Τα φύλλα της χθεσινής εσπέρας πέφτουν και όλες οι δεσποινίδες που γνώρισαν τον έρωτα χτυπούν τα χέρια τους και τα μέτωπά τους από λατρεία για την λατρεία μας και ολοένα μας μοιάζουν περισσότερο όπως εμείς ολοένα μοιάζουμε περισσότερο με τους γαλανούς μαστούς και τις πόρπες του στήθους των.

Από τη συλλογή Υψικάμινος (1935) του Ανδρέα Εμπειρίκου

Ανδρέας Εμπειρίκος, Τριαντάφυλλα στο παράθυρο

Διαβάζει ο ποιητής.

Τριαντάφυλλα στο παράθυρο

Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπῳ εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.

Από τη συλλογή Υψικάμινος (1935) του Ανδρέα Εμπειρίκου

Ανδρέας Εμπειρίκος, Χειμερινά σταφύλια

Διαβάζει ο ποιητής.

Χειμερινά σταφύλια

Της πήραν τα παιχνίδια και τον εραστή της. Έσκυψε λοιπόν το κεφάλι και παρ’ ολίγον να πεθάνει. Μα τα δεκατρία ριζικά της σαν τα δεκατέσσερά της χρόνια εσπάθισαν τη φευγαλέα συμφορά. Κανείς δε μίλησε. Κανείς δεν έτρεξε να την προστατεύσει κατά των υπερποντίων καρχαριών που την είχαν ήδη ματιάξει όπως ματιάζει η μύγα ένα διαμάντι μια χώρα μαγεμένη. Κι έτσι ξεχάστηκε ανηλεώς αυτή η ιστορία όπως συμβαίνει κάθε φορά που ξεχνιέται από το δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος.

Από τη συλλογή Υψικάμινος (1935) του Ανδρέα Εμπειρίκου