Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Γράφει ο Γιώργος Χατζηνάσιος στο εσώφυλλο του δίσκου: Ο κύκλος τραγουδιών Τα συναξάρια είναι μια «πορεία» μέσα απ’ την καθημερινότητα την απλή και τόσο ανθρώπινη που γίνεται τραγούδι. Η αυθεντικά λαϊκή φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου πραγματοποίησε το αποτέλεσμα που είχα φανταστεί. Με αυτά τα τραγούδια θέλω να υπογραμμίσω την προσπάθεια που κάνει ο συνθέτης για να ξεφύγει απ’ την τυποποίηση και τους χαρακτηρισμούς όπως λαϊκός, ελαφρός, δυτικός, στρατευμένος κλπ. Που στιγματίζουν τη δουλειά του και περιορίζουν το έργο του. Αυτές τις σκέψεις τις εμπιστεύομαι σ’ αυτούς που θα ασχοληθούν με οποιοδήποτε τρόπο μ’ αυτόν τον δίσκο, έχοντας υπ’ όψη μου ότι πάντοτε βαραίνει το αποτέλεσμα. [πηγή: περιοδικό Όγδοο]
Δυο χρόνια σ’ ένα σπίτι
δεν άναψ’ ένα φως
τον πήρανε μια Τρίτη
δεκάξι του μηνός
Μαυραγορίτης μάγκας
τσιράκι του βαλέ
τέτοιος λεβέντης άντρας
μες στο Γεντί Κουλέ
Φτωχιά Θεσσαλονίκη
Καλαμαριά πικρή
ο βίος καταδίκη
κι η φτώχεια φυλακή
Δυο τρεις χωροφυλάκοι
τον σέρναν από μπρος
κι ο Χάρος με σακάκι
πιο πίσω σαν γαμπρός
Μαυραγορίτης μάγκας
τσιράκι του βαλέ
τέτοιος λεβέντης άντρας
μες στο Γεντί Κουλέ
Φτωχιά Θεσσαλονίκη
Καλαμαριά πικρή
ο βίος καταδίκη
κι η φτώχεια φυλακή
Γράφει ο Γιώργος Χατζηνάσιος στο εσώφυλλο του δίσκου: Ο κύκλος τραγουδιών Τα συναξάρια είναι μια «πορεία» μέσα απ’ την καθημερινότητα την απλή και τόσο ανθρώπινη που γίνεται τραγούδι. Η αυθεντικά λαϊκή φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου πραγματοποίησε το αποτέλεσμα που είχα φανταστεί. Με αυτά τα τραγούδια θέλω να υπογραμμίσω την προσπάθεια που κάνει ο συνθέτης για να ξεφύγει απ’ την τυποποίηση και τους χαρακτηρισμούς όπως λαϊκός, ελαφρός, δυτικός, στρατευμένος κλπ. Που στιγματίζουν τη δουλειά του και περιορίζουν το έργο του. Αυτές τις σκέψεις τις εμπιστεύομαι σ’ αυτούς που θα ασχοληθούν με οποιοδήποτε τρόπο μ’ αυτόν τον δίσκο, έχοντας υπ’ όψη μου ότι πάντοτε βαραίνει το αποτέλεσμα.
Τι λέει ο Μιχάλης Μπουρμπούλης για το τραγούδι «Μαυραγορίτης μάγκας»: Το 1961 υπηρετούσα στρατιώτης στην Θεσσαλονίκη ως Ασυρματιστής στο 478 Τάγμα Διαβιβάσεων. Ήξερα καλά από τις ερασιτεχνικές αναγνώσεις μου την ιστορία της πόλης. Εκείνο που με έθλιβε όμως ήταν η ταχύτατη ανοικοδόμηση και τα αποτελέσματα αυτής: Το γκρέμισμα θαυμάσιων σπιτιών του παρελθόντος, καθώς και η εγκατάλειψη των υπαρχόντων μνημείων. Συντήρηση σχεδόν καμία. Μέρα με την ημέρα περίμενα να γκρεμίσουν και τον Λευκό Πύργο. Την διάθεση την είχαν οι εργολάβοι, αλλά δεν το τόλμησαν ευτυχώς γιατί φοβήθηκαν τα κεφάλια τους. Τότε άρχισα και τις επισκέψεις σε ό,τι είχε διασωθεί. Απόρησα γιατί οι γερμανοί δεν ισοπέδωσαν το Εβραϊκό Νεκροταφείο. Η απορία μου μένει ακόμη αναπάντητη. Όταν τελείωσα με τις εκκλησίες και ό,τι άλλο έκρυβε για μένα μυστήριο και ενδιαφέρον, άρχισα τις επισκέψεις στην Άνω Πόλη και ειδικά στο Επταπύργιο. Εκεί βρήκα αρκετά διασωσμένα σπίτια που έδιναν κάπως τον παλαιικό χαρακτήρα της συνοικίας. Μέσα στο Κάστρο υπήρχαν πολλοί φτωχοί που ζούσαν σε σχεδόν εγκαταλελειμμένα οικήματα. Ρωτούσα να μου εξηγήσουν το κάθε τι που έβλεπα. Γυναίκες με φτωχικά ρούχα, παιδιά αδύνατα μέσα στις λάσπες να παίζουν ανυποψίαστα. Άντρες κατσούφηδες, με εργαλεία στα χέρια, να πηγαινοέρχονται λες και ήταν επιστρατευμένοι. Εκεί είδα και γνώρισα, μιαν άλλη Θεσσαλονίκη. «Αλήθεια», σκέφτηκα, «ποια από τις δύο “Θεσσαλονίκες” είναι η πραγματική;». Το Γεντί Κουλέ και η ιστορία που έκρυβε στα σπλάχνα του, μου τράνταξαν τα σωθικά. Ρώταγα, ρώταγα, κάποιοι μου είπαν ότι υπήρχαν ακόμη εν ζωή μερικοί που βίωσαν την φυλακή και πλησίασαν τον θάνατο. Μου τόνισαν πως δεν ήταν όλοι ήρωες, υπήρχαν και κάτι “καλόπαιδα” που κανονικά πλήρωσαν τις πράξεις τους. Μετά ακολούθησε σιωπή, λες και μεταξύ τους συνεννοήθηκαν να μην με εμπιστεύονται. Ίσως για τον λόγο αυτό να έφταιγε η ύποπτη, κατ’ εκείνους, επιμονή μου και τα στρατιωτικά ρούχα που φορούσα. Μπήκα σε κάνα-δυο ταβερνεία, αλλά και εκεί άρχων Νόμος η σιωπή. Δεν σταμάτησα. Όταν το μυαλό μου φορτώθηκε και δεν άντεχε άλλο, δεν ξαναπήγα. Έμεινα με την σκιώδη ανάμνηση. Να γιατί, όταν ο Γ. Χατζηνάσιος δημιουργούσε τα «Συναξάρια» με τον Δ. Μητροπάνο και ζήτησε την συμμετοχή μου, έγραψα το «Μαυραγορίτης μάγκας». Το θεωρούσα σαν μια συμβολική προσφορά για τα χρόνια, τους ανθρώπους και μιαν άλλη “φυλή” που στριμώχτηκε, έζησε ή πέθανε στα σκοτεινά μπουντρούμια εκείνης της κόλασης, για διάφορους λόγους, είτε ηθικούς, είτε εγκληματικούς. Το να προσπαθήσεις να ξεδιαλύνεις τους μεν από τους δε, είναι άλυτο πρόβλημα που επιμένει να ζει στον χώρο του μυστηρίου.
[πηγή: περιοδικό Όγδοο]
Είμαι φτωχός και ντρέπομαι
να ’ρθω να σου μιλήσω
αν ήξερα να τραγουδώ
θα ’χα έναν τρόπο να σου πω
«θέλω να σε φιλήσω»
Πάει η ζωή μου άδικα
και απ’ τ’ άδικο στο κρίμα
βουλιάζω στα ουζάδικα
σα ναυαγός στο κύμα
Τον έρωτά μου σου ’γραψα
κι απάντηση καμία
είσαι αγέρας που περνά
και τις ημέρες μου σκορπά
στα τέσσερα σημεία
Πάει η ζωή μου άδικα
και απ’ τ’ άδικο στο κρίμα
βουλιάζω στα ουζάδικα
σα ναυαγός στο κύμα
Γράφει ο Γιώργος Χατζηνάσιος στο εσώφυλλο του δίσκου: Ο κύκλος τραγουδιών Τα συναξάρια είναι μια «πορεία» μέσα απ’ την καθημερινότητα την απλή και τόσο ανθρώπινη που γίνεται τραγούδι. Η αυθεντικά λαϊκή φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου πραγματοποίησε το αποτέλεσμα που είχα φανταστεί. Με αυτά τα τραγούδια θέλω να υπογραμμίσω την προσπάθεια που κάνει ο συνθέτης για να ξεφύγει απ’ την τυποποίηση και τους χαρακτηρισμούς όπως λαϊκός, ελαφρός, δυτικός, στρατευμένος κλπ. Που στιγματίζουν τη δουλειά του και περιορίζουν το έργο του. Αυτές τις σκέψεις τις εμπιστεύομαι σ’ αυτούς που θα ασχοληθούν με οποιοδήποτε τρόπο μ’ αυτόν τον δίσκο, έχοντας υπ’ όψη μου ότι πάντοτε βαραίνει το αποτέλεσμα. [πηγή: περιοδικό Όγδοο]
Θεσσαλονίκη, Σαββατόβραδο κι Απρίλης
και να μου δίνεις τον καημό μ’ απλοχεριά
σε κάποια απόμερη γωνιά της Νέας Κρήνης
με το τζουκ μποξ να με γυρίζεις στα παλιά
Σ’ ένα ρεμπέτικο θα ρίξω την ψυχή μου
να ξεγελάσω το χαμένο τον καιρό
ήτανε κάποτε η άνοιξη δική μου
ήμουνα κάποτε Απρίλης σου εγώ
Θεσσαλονίκη κι απ’ το Κάστρο το βραδάκι
να σ’ αγναντεύω και να λιώνω σαν κερί
δεκαοχτώ χρονώ τρελό παλικαράκι
με το μεράκι σου να βγαίνω στη ζωή
Γράφει ο Γιώργος Χατζηνάσιος στο εσώφυλλο του δίσκου: Ο κύκλος τραγουδιών Τα συναξάρια είναι μια «πορεία» μέσα απ’ την καθημερινότητα την απλή και τόσο ανθρώπινη που γίνεται τραγούδι. Η αυθεντικά λαϊκή φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου πραγματοποίησε το αποτέλεσμα που είχα φανταστεί. Με αυτά τα τραγούδια θέλω να υπογραμμίσω την προσπάθεια που κάνει ο συνθέτης για να ξεφύγει απ’ την τυποποίηση και τους χαρακτηρισμούς όπως λαϊκός, ελαφρός, δυτικός, στρατευμένος κλπ. Που στιγματίζουν τη δουλειά του και περιορίζουν το έργο του. Αυτές τις σκέψεις τις εμπιστεύομαι σ’ αυτούς που θα ασχοληθούν με οποιοδήποτε τρόπο μ’ αυτόν τον δίσκο, έχοντας υπ’ όψη μου ότι πάντοτε βαραίνει το αποτέλεσμα. [πηγή: περιοδικό Όγδοο]
Θέλει άλλαγμα η βελόνα
το τραγούδι είναι βραχνό
το παλιό γραμμόφωνό σου
παίζει άπονο σκοπό
Σαν κουρέλι πάνω στ’ άλλο
μπαλωμένη μια ζωή
πες μου ποιο σκοπό να βάλω
να μην κλαις τόσο πολύ
Το παλτό σου έχει λιώσει
κι έχουν σπάσει τα κουμπιά
όλα τα ’χεις πια σκοτώσει
κι ούτε που σε νοιάζει πια
Σαν κουρέλι πάνω στ’ άλλο
μπαλωμένη μια ζωή
πες μου ποιο σκοπό να βάλω
να μην κλαις τόσο πολύ
Γράφει ο Γιώργος Χατζηνάσιος στο εσώφυλλο του δίσκου: Ο κύκλος τραγουδιών Τα συναξάρια είναι μια «πορεία» μέσα απ’ την καθημερινότητα την απλή και τόσο ανθρώπινη που γίνεται τραγούδι. Η αυθεντικά λαϊκή φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου πραγματοποίησε το αποτέλεσμα που είχα φανταστεί. Με αυτά τα τραγούδια θέλω να υπογραμμίσω την προσπάθεια που κάνει ο συνθέτης για να ξεφύγει απ’ την τυποποίηση και τους χαρακτηρισμούς όπως λαϊκός, ελαφρός, δυτικός, στρατευμένος κλπ. Που στιγματίζουν τη δουλειά του και περιορίζουν το έργο του. Αυτές τις σκέψεις τις εμπιστεύομαι σ’ αυτούς που θα ασχοληθούν με οποιοδήποτε τρόπο μ’ αυτόν τον δίσκο, έχοντας υπ’ όψη μου ότι πάντοτε βαραίνει το αποτέλεσμα. [πηγή: περιοδικό Όγδοο]
Μια φορά κι ακόμα μία
χελιδόνι μου, πετάς
βγήκες στην παρανομία
και τις νύχτες περπατάς
Κι η φωνή σου ξεχασμένη
σ’ έναν μπαγλαμά κλεισμένη
Σ’ είχα δει στα συναξάρια
τα σβησμένα και παλιά
δάκρυ μέσα στα νταμάρια
να κυλάς Πρωτομαγιά
Και θυμήθηκα τα χρόνια
που ’χανε φωνή τ’ αηδόνια
Στα μεγάλα τα βαγόνια
η ζωή σου εδώ κι εκεί
χάλασες ωραία χρόνια
Βέλγιο κι Αμερική
Τώρα μέσα στο φλιτζάνι
βγάζεις τους καημούς σεργιάνι
Γράφει ο Γιώργος Χατζηνάσιος στο εσώφυλλο του δίσκου: Ο κύκλος τραγουδιών Τα συναξάρια είναι μια «πορεία» μέσα απ’ την καθημερινότητα την απλή και τόσο ανθρώπινη που γίνεται τραγούδι. Η αυθεντικά λαϊκή φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου πραγματοποίησε το αποτέλεσμα που είχα φανταστεί. Με αυτά τα τραγούδια θέλω να υπογραμμίσω την προσπάθεια που κάνει ο συνθέτης για να ξεφύγει απ’ την τυποποίηση και τους χαρακτηρισμούς όπως λαϊκός, ελαφρός, δυτικός, στρατευμένος κλπ. Που στιγματίζουν τη δουλειά του και περιορίζουν το έργο του. Αυτές τις σκέψεις τις εμπιστεύομαι σ’ αυτούς που θα ασχοληθούν με οποιοδήποτε τρόπο μ’ αυτόν τον δίσκο, έχοντας υπ’ όψη μου ότι πάντοτε βαραίνει το αποτέλεσμα. [πηγή: περιοδικό Όγδοο]
Κλείσανε τα κέντρα τα σινεμά και τα καφενεία
μια παρέα είμαστε που χωρίζει σε μια γωνία
Αύριο σκορπίζουμε σαν πουλιά στην κοσμοπλημμύρα
σαν τους πρόσφυγες που δεν έχουνε μες στον ήλιο μοίρα
Τρένα θα μας πάρουνε την αυγή και λεωφορεία
Γεια σου Στέλλα, γεια σου Αγγελική και μην κλαις, Μαρία
και μην κλαις, Μαρία
Είχαμ’ όνειρα όπως τα παιδιά όπως οι ανθρώποι
τώρα ένας φεύγει γι’ Αμερική κι άλλος για Ευρώπη
Αύριο σκορπίζουμε σαν πουλιά στην κοσμοπλημμύρα
σαν τους πρόσφυγες που δεν έχουνε μες στον ήλιο μοίρα
Τρένα θα μας πάρουνε την αυγή και λεωφορεία
Γεια σου Στέλλα, γεια σου Αγγελική και μην κλαις, Μαρία
και μην κλαις, Μαρία
Σύννεφα σκεπάσαν τον ουρανό, φεύγει η λιακάδα
ένας κρύος και έρημος σταθμός μοιάζει η Ελλάδα
Αύριο σκορπίζουμε σαν πουλιά στην κοσμοπλημμύρα
σαν τους πρόσφυγες που δεν έχουνε μες στον ήλιο μοίρα
Τρένα θα μας πάρουνε την αυγή και λεωφορεία
Γεια σου Στέλλα, γεια σου Αγγελική και μην κλαις, Μαρία
και μην κλαις, Μαρία
Γράφει ο Γιώργος Χατζηνάσιος στο εσώφυλλο του δίσκου: Ο κύκλος τραγουδιών Τα συναξάρια είναι μια «πορεία» μέσα απ’ την καθημερινότητα την απλή και τόσο ανθρώπινη που γίνεται τραγούδι. Η αυθεντικά λαϊκή φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου πραγματοποίησε το αποτέλεσμα που είχα φανταστεί. Με αυτά τα τραγούδια θέλω να υπογραμμίσω την προσπάθεια που κάνει ο συνθέτης για να ξεφύγει απ’ την τυποποίηση και τους χαρακτηρισμούς όπως λαϊκός, ελαφρός, δυτικός, στρατευμένος κλπ. Που στιγματίζουν τη δουλειά του και περιορίζουν το έργο του. Αυτές τις σκέψεις τις εμπιστεύομαι σ’ αυτούς που θα ασχοληθούν με οποιοδήποτε τρόπο μ’ αυτόν τον δίσκο, έχοντας υπ’ όψη μου ότι πάντοτε βαραίνει το αποτέλεσμα. [πηγή: περιοδικό Όγδοο]
Νύχτα, χαρακώνει τη νύχτα
κάποιου τρένου η σφυρίχτρα
και του κόσμου η βουή
στάζει, το παράπονο στάζει
και τους δυο μας χαράζει
με σπασμένο γυαλί
Τα ωραία μας χρόνια και οι όμορφες μέρες
μας γαζώνουν σαν σφαίρες σ’ έναν τοίχο μπροστά
Νύχτα, θα ξανάρθει η νύχτα
και του τρένου η σφυρίχτρα θα μας βρει χωριστά
Πίκρα, πόση ήπιαμε πίκρα
ούτε εγώ δεν το βρήκα
ούτε εσύ δεν το λες
Βρέχει, μες στα μάτια σου βρέχει
κι η καρδιά δεν αντέχει να σε βλέπει να κλαις
Τα ωραία μας χρόνια και οι όμορφες μέρες
μας γαζώνουν σαν σφαίρες σ’ έναν τοίχο μπροστά
Νύχτα, θα ξανάρθει η νύχτα
και του τρένου η σφυρίχτρα θα μας βρει χωριστά
Γράφει ο Γιώργος Χατζηνάσιος στο εσώφυλλο του δίσκου: Ο κύκλος τραγουδιών Τα συναξάρια είναι μια «πορεία» μέσα απ’ την καθημερινότητα την απλή και τόσο ανθρώπινη που γίνεται τραγούδι. Η αυθεντικά λαϊκή φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου πραγματοποίησε το αποτέλεσμα που είχα φανταστεί. Με αυτά τα τραγούδια θέλω να υπογραμμίσω την προσπάθεια που κάνει ο συνθέτης για να ξεφύγει απ’ την τυποποίηση και τους χαρακτηρισμούς όπως λαϊκός, ελαφρός, δυτικός, στρατευμένος κλπ. Που στιγματίζουν τη δουλειά του και περιορίζουν το έργο του. Αυτές τις σκέψεις τις εμπιστεύομαι σ’ αυτούς που θα ασχοληθούν με οποιοδήποτε τρόπο μ’ αυτόν τον δίσκο, έχοντας υπ’ όψη μου ότι πάντοτε βαραίνει το αποτέλεσμα. [πηγή: περιοδικό Όγδοο]
Πάνω-πάνω και πιο πάνω και πολύ πιο παραπάνω σ’ είχα από μένανε Κάτω-κάτω και πιο κάτω ξέπεσες πιο παρακάτω κρίμα, βρε, σ’ εσένανε
Μην παραπονιέσαι τώρα, μη μιλάς φταις που τυραννιέσαι και παρακαλάς
Πάνω-πάνω και πιο πάνω και πολύ πιο παραπάνω σ’ είχα από μένανε Κάτω-κάτω και πιο κάτω ξέπεσες πιο παρακάτω κρίμα, βρε, σ’ εσένανε
Ένα-ένα κι άλλο ένα δίχως τελειωμό κανένα μέτραγα τα λάθη σου Πέρα-πέρα και πιο πέρα δυο στενά πιο παραπέρα ας πονάς μονάχη σου
Μην παραπονιέσαι τώρα, μη μιλάς φταις που τυραννιέσαι και παρακαλάς
Ένα-ένα κι άλλο ένα δίχως τελειωμό κανένα μέτραγα τα λάθη σου Πέρα-πέρα και πιο πέρα δυο στενά πιο παραπέρα ας πονάς μονάχη σου
Μην παραπονιέσαι τώρα, μη μιλάς φταις που τυραννιέσαι και παρακαλάς
Πάνω-πάνω και πιο πάνω και πολύ πιο παραπάνω σ’ είχα από μένανε Κάτω-κάτω και πιο κάτω ξέπεσες πιο παρακάτω κρίμα, βρε, σ’ εσένανε
Γράφει ο Γιώργος Χατζηνάσιος στο εσώφυλλο του δίσκου: Ο κύκλος τραγουδιών Τα συναξάρια είναι μια «πορεία» μέσα απ’ την καθημερινότητα την απλή και τόσο ανθρώπινη που γίνεται τραγούδι. Η αυθεντικά λαϊκή φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου πραγματοποίησε το αποτέλεσμα που είχα φανταστεί. Με αυτά τα τραγούδια θέλω να υπογραμμίσω την προσπάθεια που κάνει ο συνθέτης για να ξεφύγει απ’ την τυποποίηση και τους χαρακτηρισμούς όπως λαϊκός, ελαφρός, δυτικός, στρατευμένος κλπ. Που στιγματίζουν τη δουλειά του και περιορίζουν το έργο του. Αυτές τις σκέψεις τις εμπιστεύομαι σ’ αυτούς που θα ασχοληθούν με οποιοδήποτε τρόπο μ’ αυτόν τον δίσκο, έχοντας υπ’ όψη μου ότι πάντοτε βαραίνει το αποτέλεσμα. [πηγή: περιοδικό Όγδοο]
Στην πόρτα μου φυσάει βοριάς
κι εσύ καημούς φυλλομετράς
Γύρνα το φύλλο, γύρνα το
κι είμαι παιδάκι αδύνατο
Στο δρόμο μ’ ηύρες τ’ ουρανού
μαζί μ’ εκείνους που πονούν
Γύρνα το φύλλο, γύρνα το
κι είμαι παιδάκι αδύνατο
Και πέτρα-πέτρα έχτισες
τα βάσανα και μ’ έκλεισες
Γύρνα το φύλλο, γύρνα το
κι είμαι παιδάκι αδύνατο
Γράφει ο Γιώργος Χατζηνάσιος στο εσώφυλλο του δίσκου: Ο κύκλος τραγουδιών Τα συναξάρια είναι μια «πορεία» μέσα απ’ την καθημερινότητα την απλή και τόσο ανθρώπινη που γίνεται τραγούδι. Η αυθεντικά λαϊκή φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου πραγματοποίησε το αποτέλεσμα που είχα φανταστεί. Με αυτά τα τραγούδια θέλω να υπογραμμίσω την προσπάθεια που κάνει ο συνθέτης για να ξεφύγει απ’ την τυποποίηση και τους χαρακτηρισμούς όπως λαϊκός, ελαφρός, δυτικός, στρατευμένος κλπ. Που στιγματίζουν τη δουλειά του και περιορίζουν το έργο του. Αυτές τις σκέψεις τις εμπιστεύομαι σ’ αυτούς που θα ασχοληθούν με οποιοδήποτε τρόπο μ’ αυτόν τον δίσκο, έχοντας υπ’ όψη μου ότι πάντοτε βαραίνει το αποτέλεσμα. [πηγή: περιοδικό Όγδοο]
Εγώ δεν είμαι ήρωας
δε με πονάει κανείς
μικρός είμαι κι ασήμαντος
και όχι Διγενής
Με ξέρουν Σταύρο μοναχά
ο Σταύρος με τα άσπρα
κι ούτε καρδιές κατάκτησα
ούτε και πήρα κάστρα
Ούτε και συ μ’ αγάπησες
και ούτε με πονείς
για σένα είμαι ασήμαντος
και όχι Διγενής
Με ξέρουν Σταύρο μοναχά
ο Σταύρος με τα άσπρα
κι ούτε καρδιές κατάκτησα
ούτε και πήρα κάστρα
Γράφει ο Γιώργος Χατζηνάσιος στο εσώφυλλο του δίσκου: Ο κύκλος τραγουδιών Τα συναξάρια είναι μια «πορεία» μέσα απ’ την καθημερινότητα την απλή και τόσο ανθρώπινη που γίνεται τραγούδι. Η αυθεντικά λαϊκή φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου πραγματοποίησε το αποτέλεσμα που είχα φανταστεί. Με αυτά τα τραγούδια θέλω να υπογραμμίσω την προσπάθεια που κάνει ο συνθέτης για να ξεφύγει απ’ την τυποποίηση και τους χαρακτηρισμούς όπως λαϊκός, ελαφρός, δυτικός, στρατευμένος κλπ. Που στιγματίζουν τη δουλειά του και περιορίζουν το έργο του. Αυτές τις σκέψεις τις εμπιστεύομαι σ’ αυτούς που θα ασχοληθούν με οποιοδήποτε τρόπο μ’ αυτόν τον δίσκο, έχοντας υπ’ όψη μου ότι πάντοτε βαραίνει το αποτέλεσμα. [πηγή: περιοδικό Όγδοο]
Πες μου ποιος μας κυνηγάει
πες μου ποιος παλιός εχθρός
κι η αγάπη σου έχει γίνει
μια μικρή φωτιά που σβήνει
και λυπάμαι εγώ για σένα
και για μένα ο Θεός
Η αγάπη χάθηκε σαν ένα καράβι
ψάχνοντας για νάβρει κάπου μια στεριά
Η ζωή μας κύλησε κι έφτασε στο τέρμα
όπως ένα κέρμα στην κατηφοριά
Το απέναντι φεγγάρι
σαν ανθός λουλούδισε
Στόμα ήμουνα κλεισμένο
σ’ έναν κόσμο ξεχασμένο
στόμα ήμουνα κλεισμένο
που για σε τραγούδησε
Η αγάπη χάθηκε σαν ένα καράβι
ψάχνοντας για νάβρει κάπου μια στεριά
Η ζωή μας κύλησε κι έφτασε στο τέρμα
όπως ένα κέρμα στην κατηφοριά
Γράφει ο Γιώργος Χατζηνάσιος στο εσώφυλλο του δίσκου: Ο κύκλος τραγουδιών Τα συναξάρια είναι μια «πορεία» μέσα απ’ την καθημερινότητα την απλή και τόσο ανθρώπινη που γίνεται τραγούδι. Η αυθεντικά λαϊκή φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου πραγματοποίησε το αποτέλεσμα που είχα φανταστεί. Με αυτά τα τραγούδια θέλω να υπογραμμίσω την προσπάθεια που κάνει ο συνθέτης για να ξεφύγει απ’ την τυποποίηση και τους χαρακτηρισμούς όπως λαϊκός, ελαφρός, δυτικός, στρατευμένος κλπ. Που στιγματίζουν τη δουλειά του και περιορίζουν το έργο του. Αυτές τις σκέψεις τις εμπιστεύομαι σ’ αυτούς που θα ασχοληθούν με οποιοδήποτε τρόπο μ’ αυτόν τον δίσκο, έχοντας υπ’ όψη μου ότι πάντοτε βαραίνει το αποτέλεσμα. [πηγή: περιοδικό Όγδοο]