Βαγγέλης Τασιόπουλος, Το νέον της οδού

Το νέον της οδού

στον Γιάννη Τζανετάκη

Σπάσαν κάτι τζάμια τα παιδιά
της Ελπινίκης
κρυφά με τις αρβύλες του
Βαρνάβα

απόδειπνο τραβούσαν
βιαστικά για τον προφήτη
κλωτσούσαν τις φλέβες
των λασπόνερων
κι υγίαιναν
ώσπου τα διάλεξε
η σκιά των κωνοφόρων

χόρεψαν ζεϊμπέκικο
μια σπιθαμή
απ’ τα σύννεφα
και γλίστρησαν
το ρίγος των δεκάξι
ως… την κλαγγή
και το πρησμένο νύχι
του στρατιώτη

— Κλείσε το φως και βγες
προτού να φέξει
η νικοτίνη σου ’χει νίψει
την προβιά
ηρέμησε μικρέ μου αποσπερίτη
κυλούν από το μάτι του προφήτη
τα παιδιά

Η πόρτα δείχνει δώδεκα
γίνε το μαύρο τώρα
κι αύριο ξανά

κι έπειτα
έχυσε τη μέρα στα ερπετά
κάποιος που ορκιζόταν τρέφοντας
τους ίσκιους στα σπουργίτια

κι εκείνα μες στον ίλιγγο
βροχή ξεθύμαναν στο πόδι
της Ευτέρπης
το μεθυσμένο όνειρο

έγινε νύχτα
πληγή ανηφόριζε το ίσιο πέλαγο
ψηλά
δυο παραμύθια νότια
σκόνη στο κλέος του Ευρώτα.

Από τη συλλογή Το νέον της οδού (1987) του Βαγγέλη Τασιόπουλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Βαγγέλης Τασιόπουλος

Βαγγέλης Τασιόπουλος, Φεγγαροσυμβάντα

Φεγγαροσυμβάντα

Η σελήνη θα ξαπλώσει το βράδυ
πάνω στην ξανθή αμμουδιά
θα ’χουνε σβηστεί τα αρχικά, οι καρδιές
τα παλάτια

Τα χόρτα
του τοπίου φύλακας
Θα ησυχάσουν
θα χύσουνε το νυχτερινό τους δάκρυ
και ξανά για το τοπίο κόσμημα

Όταν ξαπλώσει το βράδυ η σελήνη
θα κατηφορίσουν οι άνθρωποι
να πάρουν ένα κομμάτι φως
να κάνουν έρωτα
κι ύστερα να δώσουν ένα τέλος στη φωνή που τους ακολουθεί
Δε θέλουμε προστάτες, δε θέλουμε οδηγούς.

Από τη συλλογή Η εποχή της Άνοιξης (1983) του Βαγγέλη Τασιόπουλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Βαγγέλης Τασιόπουλος

Βαγγέλης Τασιόπουλος, Το κλήμα του παππού

Το κλήμα του παππού

Όταν σβήνει το φως
κρατά έναν θόρυβο το κλήμα του παππού
κι έρχεται η σελήνη πλέκοντας
μες στου κισσού το χάραμα
τις πόρτες.
Ανάβουν τα δάχτυλα και
προσπερνούν οι μέλισσες
σφίγγοντας των βατράχων
τις αμφίβιες εκκλήσεις.
Στου ασβέστη τη γαλήνη
το γιασεμί και ο Ταΰγετος
πυρώνουν τη μοναξιά τού
μαντολίνου.
Σέρνουν χορό ενάντιο
τ’ ανθάκια της πορτοκαλιάς
και η σκιά του ανεμοδείχτη.

Φρέσκος καφές αχνίζει
από τις φλέβες μας
ο Τζακ αιμορραγεί
αλυχτώντας στο βαρέλι.

Έξω
η αμμουδιά των ελαιώνων
σπέρνει την ιαχή του τελευταίου
τρένου.
Βαδίζει με του ορεσίβιου
τη σκιά
μια τούφα χαμομήλι.

Έχει κι ο πυρετός την ώρα του
βάλσαμο κι ασήμι.

Όμως ο θόρυβος απλώνει
σαν Κυριακή ανεβαίνει στους φεγγίτες
στις στέγες ύστερα
κρεμιέται από τις χελιδονοφωλιές
και τους εσπερινούς
γέρνει αποσταμένος
κάπου κάπου στα μισάνοιχτα παράθυρα
αδειάζει στη στέρνα τούς αγγέλους του
πηδώντας μ’ ένα σύννεφο σπουργίτια
αλαφιασμένα.

Όλη νύχτα περιφέρεται υγρός
και σαν χαράξει
επιμένει
μες στο σακούλι του παπά
ν’ αναζητά όρθρους.

Όταν σβήνει το φως
πάντα θυμάμαι…

Από τη συλλογή Το νέον της οδού (1987) του Βαγγέλη Τασιόπουλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Βαγγέλης Τασιόπουλος

Βαγγέλης Τασιόπουλος, Οι γάτοι

Οι γάτοι

Οι γάτοι των πόλεων
δεν ψάχνουν ξέρετε στους δρόμους
για νομίσματα
ούτε δηλώνουν νηστικοί ή ευδαίμονες

ιχνηλατούν τα οχήματα
διογκωμένοι εκτελούν τα σπέρματα
του ψύχους
έχουν μιαν έλλειψη αδιαφορίας
που σκορπάει στον καθένα μας.

Από τη συλλογή Το νέον της οδού (1987) του Βαγγέλη Τασιόπουλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Βαγγέλης Τασιόπουλος

Βαγγέλης Τασιόπουλος, Μ’ ένα τραγούδι

Μ’ ένα τραγούδι

Μ’ ένα παλιό τραγούδι στα δυο χείλια
αραχνιασμένο στο ύψος της ψυχής
σαν την ευχή που αδίκησε και έρπει
Έτσι κι εμείς
αδιάκοπα σερνόμαστε στο χώμα
την τύχη επιθυμώντας των πτηνών.

Από τη συλλογή Η εποχή της Άνοιξης (1983) του Βαγγέλη Τασιόπουλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Βαγγέλης Τασιόπουλος