Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Σταύρος Ξαρχάκος (μουσική) & Βασίλης Ανδρεόπουλος-Βαγγέλης Γκούφας (στίχοι): Τα τρένα που φύγαν
(τραγούδι: Βίκη Μοσχολιού / δίσκος 45 στροφών (1965))
Θα ζήσω
«Θα ζήσω» έγραφε στους τοίχους
«στο εξής θέλω περισσότερο σεβασμό εδώ μέσα»
ο αταίριαστος
η γυναίκα της διπλανής πόρτας
δυο ξένοι στην ίδια πόλη
«Θα ζήσω» έγραφε στους τοίχους
έκλαιγαν οι θεατρίνοι, έκλαιγε κι αυτός
δάκρυζε η φωτογραφία του πατέρα
και ξεκινούσε «τα τρένα που φύγαν»
γιατί πάντα οι νικητές γράφουν την ιστορία
κι οι χαμένοι τα τραγούδια
Από τη συλλογή για το Άλφα της στέρησης (2019) του Γιώργου Λ. Οικονόμου
Ο βίος του λευκά σεντόνια,
θαρρείς δεν κουλουριάστηκαν κουρασμένα σώματα,
δεν αιμορράγησαν όνειρα,
ούτε κλάψανε ουτοπίες,
αλώβητη διατηρεί την αφέλεια ποιητή,
ενώ αποπνέει τραχύτητα πλάσματος
που ’σφιξε γερά το χέρι του θανάτου.
Άνθρωπος;
Μόνος
Από την προς έκδοση συλλογή Άλλη ζωή (2008) της Μαρίας Ψωμά
Ντίνος Χριστιανόπουλος & Σταύρος Κουγιουμτζής, Έλα ν’ ανταλλάξουμε
(τραγούδι: Βίκη Μοσχολιού / δίσκος: Όταν σε περιμένω (1979))
Με κατάνυξη
Έλα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά.
Να σου δώσω απόγνωση, να μην είσαι ζώο,
να μου δώσεις δύναμη, να μην είμαι ράκος∙
να σου δώσω συντριβή, να μην είσαι μούτρο,
να μου δώσεις χόβολη, να μην ξεπαγιάσω.
Κι ύστερα να πέσω με κατάνυξη στα πόδια σου,
για να μάθεις πια να μην κλοτσάς.
Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960) του Ντίνου Χριστιανόπουλου
Πώς έφυγες απ’ τη ζωή μου έτσι
και ούτε κλαίω ούτε καν σε συζητώ
σ’ έχω αποκλείσει και από τη μνήμη μου σ’ έχω σβήσει για πάντα
και ό,τι αγάπησα από σένα τώρα το πετώ
Μόνο που τα βράδια σαν τον τρελό
μες στα μπαρ κυκλοφορώ και απορώ
το πρόσωπό σου δεν μπορώ να θυμηθώ και θέλω
όλα αυτά τα βράδια να σ’ αγαπήσω πάλι απ’ την αρχή, μωρό μου
μα δεν έχω άλλη αντοχή
Πώς έγινε και δεν μ’ ενδιαφέρει
σε ποιες αγάπες την αγάπη μου ξοφλάς
σ’ έχω διαγράψει κι άλλη πορεία έχω χαράξει, καρδιά μου
και ό,τι τράβηξα από σένα τώρα το τραβάς
Μόνο που τα βράδια σαν τον τρελό
μες στα μπαρ κυκλοφορώ και απορώ
το πρόσωπό σου δεν μπορώ να θυμηθώ και θέλω
όλα αυτά τα βράδια να σ’ αγαπήσω πάλι απ’ την αρχή, μωρό μου
μα δεν έχω άλλη αντοχή
Μικρός, έξω απ’ τα ακραία σπίτια του χωριού,
συνήθιζε να κολλάει τ’ αυτί του
δίπλα στις ρίζες της οξιάς
για ν’ ακούσει το προμήνυμα
του μοναδικού λεωφορείου,
που έφερνε τους επιβάτες,
κάθε απόγευμα,
από τη «σκάλα» στο χωριό,
τις εφημερίδες, τον πάγο,
την ασετιλίνη… Έφυγε μετανάστης
για το Βέλγιο. Παλιότερα
είχε φύγει ο πατέρας του, με το Δημοκρατικό Στρατό,
στο δεύτερο αντάρτικο,
κι εγκαταστάθηκε στην Τασκένδη.
Χρόνια πέρασαν ώσπου ν’ ανταμώσουν
πατέρας και γιος. Κάποτε βρέθηκαν
στο Έσεν, στη Δυτική Γερμανία.
Ο γέρος του τον ρώτησε τι έκανε, πώς ζούσε.
Όσο και να άλλαζε σταθμούς,
του είπε, στο τρανζίστορ, η βελόνα του
κολλούσε στην πατρίδα, καθώς μικρός
συνήθιζε να κολλάει τ’ αυτί του
στο χωματόδρομο, να δει αν έρχεται το λεωφορείο.
Είκοσι δύο χρόνια είχαν ν’ αγκαλιαστούν.
Πριν χωρίσουν, «υποσχόμενοι αμοιβαίως
ν’ αλληλογραφούν, γιατί τώρα που πιάσαν επαφή
δεν έπρεπε, βεβαίως, να τη χάσουν»,
ο πρώην αντάρτης ρώτησε: «Και το χωριό;»
«Όπως τ’ άφησες. Μόνο που ασφαλτόστρωσαν
τη δημοσιά και δεν ακούγεται πια
ο θόρυβος του λεωφορείου». Αυτό του έφτανε.
Έμαθε επιτέλους μια λεπτομέρεια συγκεκριμένη.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Βασίλης Βασιλικός: Τα Ποιήματα (2006)
Γιώργος Ζαμπέτας & Δημήτρης Χριστοδούλου, Ο χωρισμός
(ερμηνεία: Βίκη Μοσχολιού / δίσκος 45 στροφών του 1965)
Χωρισμός
Ήρθες και τίποτα δεν άντεξε πλάι σου
Έφυγες και τίποτα δε χάθηκε μαζί σου
Στα χέρια μου κρατώ και την ελπίδα και τη μνήμη σου
Το αίμα μου περνάει μέσ’ από σένα
Μοίρασα τον ίσκιο μου με σένα
Τίποτα δε μου λείπει∙ γιατί τίποτα δε χάθηκε μαζί σου.
Από τη συλλογή Δίχως κιβωτό (1951) του Πάνου Θασίτη
Σύνθεση:Σταύρος Ξαρχάκος Στίχοι:Λευτέρης Παπαδόπουλος Μπουζούκι:Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης Τραγούδι:Βίκη Μοσχολιού & Μιχάλης Ιωαννίδης Δίσκος:45 στροφών [Columbia SCDG 3466] του 1964 (στην άλλη πλευρά του δίσκου βρίσκεται το τραγούδι «Δε σου χρωστάω τίποτα» (Στ. Ξαρχάκου & Λευτ. Παπαδόπουλου))
Παλικαράκι που ’λιωσα
στο συναπάντημά σου
να ’ταν και να ’πιανε η ευχή
να διάβαζε η καρδιά σου
στ’ αχείλι μου τ’ αφίλητο
κάθε καημό μου αμίλητο
Να ’ταν κοντά σου νά ’ρχομουν
δούλα με θες, κυρά σου
να σου ’τοιμάζω το ψωμί
να πας για τη δουλειά σου
και να ρωτώ στην έννοια σου
στα μάτια τα μελένια σου
Να καρτερώ στην πόρτα μας
βραδιές και μεσημέρια
για μια δροσιά στο στόμα σου
στα κουρασμένα χέρια
πώς θα κρυφοκαμάρωνα
και θα σε γλυκομάλωνα