Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Νίκος Καββαδίας & Θάνος Μικρούτσικος, Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί
(τραγούδι: Βασίλης Παπακωνσταντίνου / έργο: Ο Σταυρός του Νότου (1979))
[Ενότητα Ηλικία στη γλώσσα]
ε’
Τώρα κοιτάζω τον ύπνο της γης και τα όνειρα.
Έι, Μόμπι Ντικ, αδιάκοπο άσπρο φάντασμα!
μες στα σαγόνια σου στραγγίζουν τα κρανία των ναυτών.
Στ’ απάνεμα σαπίζουν τα κατάρτια
και το κοράκι διακορεύει τις σκιές.
Έι, Γουίλι, μαύρε Τρίτωνα από το Τζιμπουτί!
ποιες ιστορίες να σου πω και ποια ναυάγια·
κι η αναδυομένη
μωρά γεροντοκόρη δίχως φύση.
Ω καπετάνιε, καπετάνιε μου,
το ξύλινο ποδάρι σου κουτσαίνει στον βυθό.
Σημείωση του ποιητή:
Στίχ. 10: Walt Whitman «Leaves of grass»
Από τη συλλογή Η άτροπος των ημερών (1998) του Σταύρου Ζαφειρίου
Βασίλης Παπακωνσταντίνου & Οδυσσέας Ιωάννου, Σαν ναυαγός
(τραγούδι: Δημήτρης Μητροπάνος & Βασίλης Παπακωνσταντίνου / δίσκος: Το παιχνίδι παίζεται (2010))
Β’ Υπάρχει, σου είπα, κάποιος άλλος δρόμος…
Υπάρχει, σου είπα, κάποιος άλλος δρόμος
πέρα απ’ αυτόν που οι χάρτες σημαδεύουν,
μα να γυρίσεις πρέπει τα πανιά.
Κι ο γλάρος πέταξε με τα φτερά των γλάρων.
Και ο τρελός τραγούδησε
το αστόχαστο τραγούδι των τρελών.
Κι ο ναυαγός ξενύχτησε
ν’ αδειάζει με τις χούφτες του τη βάρκα.
Μόνο ο τυφλός,
που δεν μπορούσε αποστάσεις να μετρήσει
ούτε όρια,
έμεινε ν’ αφουγκράζεται τ’ ανήσυχα νερά.
Επάνδρωσα καράβια επιστροφής.
Στο μεσιανό κατάρτι ζήτησα να με δέσουν
κι άκουσα των σειρήνων την κραυγή.
«Τρία κορίτσια βγαίνουνε περίπατο στο Σόχο,
απ’ τ’ ανοιχτά πουκαμισάκια τους γυμνά
τα δεκαέξι χρόνια τους αφρίζουν.
Τρεις έφηβοι στου Τίβερη τις όχθες ψάχνουν στόχο,
παίζουν στα χέρια τους φαλτσέτες και φτερά.
Μοίρα καμιά σιμά τους δεν γνωρίζουν.
Τρία κορίτσια απόψε ζωγραφίζονται στη Βρέστη,
κρατούν ομπρέλες να ξορκίσουν τον καιρό.
Τρία αγόρια ξεμυαλίζονται στο Βουκουρέστι,
ούτε στιγμή δεν πάει ο νους τους στο κακό.
Ευχή καμιά να κάνουν δεν γνωρίζουν.
Τρία κορίτσια βάζουνε νωρίς τα νυχτικά τους,
άπλετος έρωτας τους πλέκει τα μαλλιά.
Τρεις έφηβοι μαζεύονται αργά στην κάμαρά τους,
παίζουν τα χείλη που στραγγίζουν τη φωτιά.
Σε ποιον παράλληλο είναι η Βιέννη τάχα,
ποια πυρκαγιά παράφορη στη Ρώμη εξαγνίζεται,
ποια σάρκα είναι η νύχτα που ερημώνει το πρωί».
Από τη συλλογή Η άτροπος των ημερών (1998) του Σταύρου Ζαφειρίου
Μίκης Θεοδωράκης & Ιάκωβος Καμπανέλλης, Ο εχθρός λαός
(τραγούδι: Βασίλης Παπακωνσταντίνου / έργο: Ο εχθρός λαός (1975))
Άθωνες
Εσύ να μην κοιτάς τους Άθωνες
που τρώνε ζωντανά τα ψάρια
Αυτοί σ’ εχθρούς και φίλους
με το ίδιο μένος φέρονται
τους κόβουν χέρια και πόδια
άμα τους προδώσουν
Εσύ που μες στο μέλι ψάρευες τα μύδια
και με τις φτερωτές γοργόνες
ξενυχτούσες κάθε βράδυ
Πρέπει να είσαι μαλακός
με τους εχθρούς σου.
Το συγκεκριμένο ποίημα της Μαρίας Κουγιουμτζή δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πάροδος (τεύχος 14, Ιούνιος 2007).
Αντώνης Βαρδής & Πάνος Φαλάρας, Με τον Μπομπ Ντίλαν
(τραγούδι: Βασίλης Παπακωνσταντίνου / δίσκος: Βασίλης Παπακωνσταντίνου (1978))
Γενιά του ’80
Βρεθήκαμε ανάμεσα,
λίγο μετά την επανάσταση των ψυχών,
λίγο πριν τη κυριαρχία των υπολογιστών,
ακούσιοι γευσιγνώστες της δράσης.
Αμήχανοι, ακούγαμε ροκ
ακολουθούσαμε τη δίνη των αλλαγών,
μέσα στο στρόβιλο
αλλά ποτέ στο κινητήριο πνεύμα,
κάτω απ’ τις σημαίες άλλων
βολευτήκαμε,
χαθήκαμε με ξένο όνομα
στο «περνάω καλά»
μιας δανεικής ευημερίας,
κανένα τίτλο δεν αναρτήσαμε στην ιστορία.
Απαίδευτοι στη μοιρασιά,
χέρια δεν απλώσαμε να ενώσουμε κόσμους,
επαναστάτες μαϊμού
καταδυθήκαμε εντός
σε αμφισβήτηση του ίδιου μας του προσώπου,
μεσήλικες πια
κατεβαίνουμε ακόμα,
πάτο δε πιάσαμε,
ακόμα ρωτάμε;
Από την προς έκδοση συλλογή Άλλη ζωή (2008) της Μαρίας Ψωμά
Μουσική:Θάνος Μικρούτσικος Στίχοι:Οδυσσέας Ιωάννου Τραγούδι:Βασίλης Παπακωνσταντίνου Δίσκος:Θάλασσα στη σκάλα(1999)
Ένα ελάφι έσκυψε σε δροσερή πηγή
κι ένα κορίτσι ξάπλωνε σε κρύα πεζοδρόμια
το ελάφι το σκοτώσανε δυο ξένοι κυνηγοί
και στο κορίτσι χίμηξαν αγέλες από χρόνια
Ξέρω καλά τι πέρασες
βλέπω σκιές στο σώμα
ξέρω νιώθεις πως γέρασες
μα κράτα λίγο ακόμα
Μία γοργόνα πέταγε στα κύματα γυμνή
κι ένα κορίτσι πήγαινε ελιές σ’ ένα μαντίλι
την πρώτη την καρφώσανε σε πλώρη με σπαθί
και οικοδόμοι χτίσανε την κόρη σε γεφύρι
Ξέρω καλά τι πέρασες
βλέπω σκιές στο σώμα
ξέρω νιώθεις πως γέρασες
μα κράτα λίγο ακόμα
Μία νεράιδα έπλενε ρούχα σε φυλακή
κι ένα κορίτσι ήτανε λίμνη σ’ αρχαίους χάρτες
η πρώτη έβγαλε φτερά και γύρισε τη γη
και το κορίτσι έγινε θεά σε μετανάστες
Ξέρω καλά τι πέρασες
βλέπω σκιές στο σώμα
ξέρω νιώθεις πως γέρασες
μα κράτα λίγο ακόμα
Πάλι μέτρησα τ’ αστέρια κι όμως κάποια λείπουνε
μόνο τα δικά σου χέρια δεν μ’ εγκαταλείπουνε
πώς μ’ αρέσουν τα μαλλιά σου στη βροχή να βρέχονται
τα φεγγάρια στο κορμί σου να πηγαινοέρχονται
Να κοιμηθούμε αγκαλιά, να μπερδευτούν τα όνειρά μας
και στων φιλιών τη μουσική ρυθμό να δίνει η καρδιά μας
να κοιμηθούμε αγκαλιά, να μπερδευτούν τα όνειρά μας
για μια ολόκληρη ζωή να είναι η βραδιά δικιά μας
Τα φιλιά σου στον λαιμό μου μοιάζουνε με θαύματα
σαν τριαντάφυλλα που ανοίγουν πριν απ’ τα χαράματα
στων ματιών σου το γαλάζιο έριξα τα δίχτυα μου
στις δικές σου παραλίες θέλω τα ξενύχτια μου
Να κοιμηθούμε αγκαλιά, να μπερδευτούν τα όνειρά μας
και στων φιλιών τη μουσική ρυθμό να δίνει η καρδιά μας
να κοιμηθούμε αγκαλιά, να μπερδευτούν τα όνειρά μας
για μια ολόκληρη ζωή να είναι η βραδιά δικιά μας
Μουσική:Θάνος Μικρούτσικος Στίχοι:Οδυσσέας Ιωάννου Τραγούδι:Βασίλης Παπακωνσταντίνου Δίσκος:Θάλασσα στη σκάλα(1999)
Ποτέ του δεν κατάφερε να βγει σε μια λιακάδα
και ζει με ό,τι περίσσεψε από ένα σκάρτο ποίημα
τα πρωινά σηκώνεται με μια βαριά ζαλάδα
και λέει πως τον ξύπνησε ένα μεγάλο κύμα
Κρεμάει τις αφίσες του στα παράθυρά του
κρύβει το φως μα κρύβει κι όλα τ’ άλλα
γιατί το μόνο που λαχτάρησε ως λάφυρά του
είναι μια θάλασσα να φτάνει ως τη σκάλα
Βάζει σημάδια με στιλό πάνω στον τοίχο του
μετράει το ύψος του που πόντο-πόντο χάνει
μα κάθε βράδυ όταν βγαίνει απ’ τον ύπνο του
στέκεται όρθιος και τρυπάει το ταβάνι
Είναι που ονειρεύεται πως φεύγει για ταξίδια
πως μπαίνει μέσα σε παλιές φωτογραφίες
ξέρει αν μπορούσε θα ’κανε μία απ’ τα ίδια
αλλά τι νόημα έχει το όνειρο χωρίς μικρές νοθείες
Κώστας Καρυωτάκης & Μίκης Θεοδωράκης, Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων
(τραγούδι: Βασίλης Παπακωνσταντίνου / δίσκος: Καρυωτάκης (1984))
Επίλογος
Κι όχι αυταπάτες προπαντός.
Το πολύ-πολύ να τους εκλάβεις σα δυο θαμπούς προβολείς μες στην ομίχλη
Σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν με τη μοναδική λέξη: ζω.
«Γιατί», όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος μου ο Τίτος,
«Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες
Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα.»
Έστω.
Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς.
Από τη συλλογή Ο στόχος (1970) του Μανόλη Αναγνωστάκη