Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Μη μου μιλήσεις πάλι για ταξίδια
το νου μου μη γυρνάς όλο στα ίδια
γιατί αν φύγουμε ξανά
θα πάμε πέρα μακριά
εκεί που τρένο δεν περνά
ό,τι γυρίσαμε ήταν αυτό
δεν έχει άλλο
Μη μου μιλήσεις πάλι για ταξίδια
το νου μου μη γυρνάς όλο στα ίδια
τώρα που φτάσαμε ως εδώ
σε δρόμο δίχως γυρισμό
τέρμα εσύ τέρμα κι εγώ
ό,τι γυρίσαμε ήταν αυτό
δεν έχει άλλο
Κλείσε την πόρτα, κλείσε την πόρτα
κλείσε την πόρτα να φύγει το κρύο
μη με ρωτήσεις, μη με ρωτήσεις γιατί δε μιλάω
μη με φιλήσεις, μη με φιλήσεις, μα βάλε να φάω
Φεύγει το παιδί, πάει τ’ αγοράκι
μέρα για δυο, μέρα φαρμάκι
Κλείσε τα μάτια, κλείσε τα μάτια
κλείσε τα μάτια και γείρε στην άκρη
μη μου μιλήσεις, μη μου μιλήσεις, μονάχα κοιμήσου
είμαι κοντά σου, είμαι κοντά σου, είμαι μαζί σου
Φεύγει το παιδί, πάει τ’ αγοράκι
νύχτα για δυο, νύχτα φαρμάκι
Εδώ στην ξένη χώρα
αχ τι στενοχώρια
Τι θα φάω τι θα πιω
τι θα στείλω στο χωριό
οι γυναίκες είναι χύμα
καίγομαι σαν τις κοιτώ
δε με θέλουν κι είναι κρίμα
Εδώ στην ξένη χώρα
αχ τι στεναχώρια
Κάθε βράδυ στο σταθμό
τριγυρίζω για να πω
μια κουβέντα σ’ ένα φίλο
κι αν μια νύχτα δεν τον βρω
μοιάζω με χαμένο σκύλο
Εδώ στην ξένη χώρα
αχ τι στεναχώρια
Θα γυρίσω στο χωριό
δεν αντέχω δε βαστώ
τι κορμί βασανισμένο
ψάχνω νάβρω αδερφό
κι όλοι με φωνάζουν ξένο
Η Αντάρα, το Λενάκι κι η Ρηνιώ
φύγαν μια νύχτα απ’ το χωριό
κρατούσανε για χρόνια δυο
συμβόλαιο συλλογικό
Η Αντάρα, το Λενάκι κι η Ρηνιώ
μπήκαν αμέσως στο χορό
κομμάτια βγάζουν εκατό
να πάρουνε καλό μισθό
Στην Αντάρα, στο Λενάκι, στη Ρηνιώ
βάζουνε δίπλα τη Φωφώ
κι αυτή δουλεύει όσο δυο
χτυπάει διπλό το εκατό
Κι η Αντάρα, το Λενάκι κι η Ρηνιώ
όλο φωνάζουν στη Φωφώ
«Σιγά, Φωφώ, σκέψου κι εμάς
σιγά, Φωφώ, μας τυραννάς»
όλο της φωνάζουν
η Αντάρα, το Λενάκι κι η γριά Ρηνιώ