Μίλτος Σαχτούρης, Κοιτάμε με τα δόντια

Κοιτάμε με τα δόντια

Δε φταίει το φεγγάρι για την πίκρα μας
καθώς στριφογυρνάει δαιμονισμένα μέσα στο φωσφόρο
σκορπώντας δεξιά κι αριστερά τα κόκαλά του
καθώς και μεις στριφογυρνάμε στο σκοτάδι μας
σκορπώντας δεξιά κι αριστερά τα κόκαλά μας
δε φταίει το φεγγάρι για τους λεμονανθούς
δε φταίει το φεγγάρι για τα χελιδόνια
δε φταίει το φεγγάρι για την Άνοιξη και τους σταυρούς
δε φταίει αν πάνω στα μάτια μας φύτρωσαν δόντια

Από τη συλλογή Σφραγίδα ή Η όγδοη σελήνη (1964) του Μίλτου Σαχτούρη

Μίλτος Σαχτούρης, Η νοσταλγία γυρίζει

Η νοσταλγία γυρίζει

Η γυναίκα γδύθηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι
ένα φιλί ανοιγόκλεινε πάνω στο πάτωμα
οι άγριες μορφές με τα μαχαίρια αρχίσαν να ξεπροβάλλουν στο ταβάνι
στον τοίχο κρεμασμένο ένα πουλί πνίγηκε κι έσβησε
ένα κερί έγειρε κι έπεσε απ’ το καντηλέρι
έξω ακουγόνταν κλάματα και ποδοβολητά

Άνοιξαν τα παράθυρα μπήκε ένα χέρι
έπειτα μπήκε το φεγγάρι
αγκάλιασε τη γυναίκα και κοιμήθηκαν μαζί

Όλο το βράδυ ακουγόταν μια φωνή:

Οι μέρες περνούν
το χιόνι μένει

Από τη συλλογή Με το πρόσωπο στον τοίχο (1952) του Μίλτου Σαχτούρη

Μίλτος Σαχτούρης, Τα δώρα

Τα δώρα

Σήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα
σήμερα οι άνθρωποι μ’ αγαπούν
μια γυναίκα μου χαμογέλασε
ένα κορίτσι μου χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μου χάρισε ένα σφυρί

Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά άσπρα ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό

Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής

Από τη συλλογή Παραλογαίς (1948) του Μίλτου Σαχτούρη

Μίλτος Σαχτούρης, Ο βοριάς

Ο βοριάς

Τα νύχια αυτού του πιανιστή
φτάνουν έως το πάτωμα
μόνο ο βοριάς γνωρίζει τ’ όνομά του
αυτός δεν παίζει πιάνο πια
δεν τρώει
δεν αγαπάει
δεν κοιμάται

Είναι βασιλιάς

Κάτω καρφώνει ξύλα ο μαραγκός
και να που πάλι ακούγεται το πιάνο
κόρη του μαραγκού είναι η πεντάμορφη
στη σκιά ενός μεγάλου παγωμένου ήλιου
πλένει τις πλάκες του βοριά
που αυτός μονάχα ξέρει
αυτός μονάχα ξέρει ν’ αγαπάει
τους ποιητές τους
αληθινούς

Από τη συλλογή Παραλογαίς (1948) του Μίλτου Σαχτούρη

Μίλτος Σαχτούρης, Τρία δάκρυα του θεού

Τρία δάκρυα του θεού

I

Σ’ αυτό το σπίτι βγάζουν τα παράθυρα
σπάζουν τις πόρτες σε χίλια κομμάτια
από τις πόρτες τρεις άντρες μπήκανε χαρούμενοι
πέντε γυναίκες βγήκαν δακρυσμένες
απ’ τα παράθυρα πετούν πολύχρωμα πουλιά
μιλούνε – φίλοι μου – μιλούνε σαν ανθρώποι
κι έπειτα ήσυχα-ήσυχα πεθαίνουν
τότε τα κάδρα γίνονται αυτά πουλιά
και μία-μία ανοίγουν τα φτερά
οι σκυθρωπές μορφές
ενός χαμένου κόσμου

II

Αυτό το βουνό τόσο κοντά μου
απλώνω το χέρι ξεριζώνω
τα δέντρα και τους θάμνους του
τους στύλους τους ηλεχτρικούς
αυτά τα πονεμένα δόντια
μιας απελπιστικά μοναχικής ζωής

Πάνω του τρέχουν πρόβατα πονηρά
είναι ποτέ τους πονηρά τα πρόβατα;
Μα αυτά δωπέρα πόνεσαν πολύ
κι έχουν απάνθρωπα βελάσματα

Οι άνθρωποι εδώ γενήκαν ένα με την πέτρα
χτυπούν την πέτρα και σκίζουνε τα σπλάχνα τους
απορούν κι ούτε που ξέρουνε να κλάψουν

Σήμερα
κοιτάξτε καλά αυτό βουνό
κοιτάξτε καλά αυτό το δάκρυ του θεού
γιατί αύριο θα στεγνώσει

Αύριο δε θα βλέπετε πια τίποτα

III

Μπρος μου ψηλά σ’ αυτό το βουνό
ένας λευκός άνθρωπος κόβει μαργαρίτες
σωριάζει πέτρες μέσα σ’ αυτό το σάκο του θεού
κάπου κάπου γυρίζει και με κοιτάζει λυπημένος
μου ρίχνει ένα λουλούδι ξακολουθεί το δρόμο του

Στο στήθος μου φυτρώσαν κοπάδια μαργαρίτες
αυτός ο άνθρωπος είμαι εγώ

Από τη συλλογή Η λησμονημένη (1945) του Μίλτου Σαχτούρη