Γιάννης Τζανής: Μην κλαις, Μαρία

Γιώργος Χατζηνάσιος & Μιχάλης Μπουρμπούλης, Μια παρέα είμαστε
(με τον Κώστα Παπαδόπουλο, τον Αλέξη Βάκη και τον Ανδρέα Καρακότα /
από τη μουσική παράσταση «Η φωνή του τρίχορδου κι εμείς» το 2014)

Μην κλαις, Μαρία

Άγιε Βασίλη, άγγελε της προσμονής, και φέτος σκάλωσε στα σύννεφα το αστέρι της Ανατολής, η Σμύρνη κι η Βαγδάτη πάλι στο γιανγκίνι, πώς θα φύγεις από την Καισάρεια δίχως την άδεια του σουλτάνου;
«Θάλαττα! Θάλαττα!..» κραυγάζουν οι τρισμύριοι κι ορμούν σε βάρκες φουσκωτές: Kάτι μαυραγορίτες, πράκτορες του Χάροντα τους μπατικώνουν για τις όχθες της Αχερουσίας. «Κατάρατε, απόδος τα πορθμεία!…» Ύπουλη Μεσόγειος, πόσους θα καταπιείς ακόμη να χορτάσεις; Και η Ιθάκη με τον αποθρώσκοντα καπνόν απόμακρη στη Βαλτική κι η Χίος με τη Λέσβο βουλιαγμένες.
Στου κόσμου τις πολύβουες καρδιές ο πανικός, ύπουλο φίδι σέρνεται, παγώνει τα αθώα όνειρα, δαγκώνει και γεμίζουν αίμα οι πλατείες και τα στέκια της χαράς.
Άσπονδοι σύμμαχοι ζητούν τα συμπεφωνημένα: γην και ύδωρ, σμύρναν και χρυσόν, πετρέλαιο, μισθούς, συντάξεις, σπίτια και λιμάνια, όλα στο σφυρί κι εμείς χτυπάμε τις καμπάνες της απελευθέρωσης.
Οι επιχώριοι Καίσαρες, Ρωμαίοι και Βυζαντινοί διάφορων χρωμάτων και προσανατολισμών, με μισοάδεια τα πουγκιά μοιράζουν οβολούς και τυχερά λαχεία από τα μπαλκόνια και τα γυάλινα παράθυρα και υπόσχονται νέο Παράδεισο με δανεικά απ’ τους χρηματιστές της οικουμένης… «Ευοί, ευάν!» Υψώστε στο καράβι του Θησέα άσπρα τα πανιά, το σκάφος της Ελλάδας μόλις πέρασε σε ήρεμα νερά, οι πεινασμένοι έκοψαν στη μέση τις μπουκιές και τις αυγάτισαν, οι άνεργοι μοιράσανε τις ώρες κι έτσι στις καρτέλες όλο λιγοστεύουν, οι επαίτες βρήκαν στέκι μόνιμο στα σταυροδρόμια και στις εκκλησιές, φέτα ψωμί και μια σαλάτα στα συσσίτια και ο Αινείας με τον σεβαστό γονιό στους ώμους βρήκε διαβατήριο πλαστό και ψάχνει για το Λάτιο της θεϊκής επαγγελίας, οι κοπέλες και τα παλικάρια μας, αποδημητικοί καημοί, έρχονται για Χριστούγεννα και φεύγουν κι οι βαλίτσες με τα άπραγα όνειρα στοιβάζονται στ’ αεροδρόμια. «Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος». Όχι πια νέα τάξη τρισκατάρατη, αλλά νέος Παράδεισος με ήρεμα νερά, νέα κανονικότητα με όραμα τα τριακόσια αργύρια για κάθε τέρμινο… στ’ αλώνια με τον τελικό λογαριασμό. Πού αποξεχαστήκατε τριακόσιοι του Λεωνίδα;
Άγιε Βασίλη, φρόντισε να δραπετεύσεις και να ’ρθεις! Φέτος μας ζήτησαν να υπογράψουμε και δήλωση πενίας τα αδέρφια, «που ξαπλώσαμε στην ίδια χλαίνη τον χειμώνα» και το ίδιο εμβατήριο μας σήκωσε το χάραμα, αίτηση για το μέρισμα του ουρανού που κουβαλάμε όλοι στους ισχνούς μας ώμους, ένα κομμάτι ξαστεριάς ίσα για πρόφθαση. Σε περιμένουμε για να μοιράσεις ένα πιάτο σούπα στα πουλιά μες στις πλατείες, ένα ψίχουλο χαμόγελου στα θορυβώδικα σπουργίτια της αυλής…
Φέτος τα γράμματα απ’ τα παιδιά βουνό μα τα πακέτα σου δεν έφθασαν ακόμη… Οι προσευχές χτυπάνε απευθείας στου Θεού τα κουρασμένα τύμπανα. Εδώ στη γειτονιά του ήλιου και της γελαστής υπομονής, στέγνωσε η δύναμη και το κομπόδεμα, οι δέκα ανοιχτές πληγές του Φαραώ όλο αυξάνουν κι ας ανέβηκε η αγορά τρεις πόντους απ’ το φιλοδώρημα κι ελάχιστοι πιστεύουν πως θα πάμε στο καλύτερο. Το λεν οι κούκοι στα έρημα βουνά, οι πέρδικες στα συνοφρυωμένα πλάγια κι οι ερευνητές προφήτες στα βαρύθυμα λεκανοπέδια… «Απέσβετο και λάλον ύδωρ» μες στα βουερά τα καφενεία.
Περνοδιαβαίνουν οι σωτήρες, άρχοντες και ταγοί, γραμματείς και φαρισαίοι, καρεκλούχοι και τιτλούχοι, μα η σωτηρία, τρομαγμένη απ’ το πλήθος και το πάθος της αγάπης, κρύφτηκε στις δίπλες του καιρού… Κι εμείς, φτωχοί σώματι και ψυχή, μαζεύουμε, έστω και ρόγες, όρθιοι χειροκροτούμε στα συνέδρια της ρουτίνας και στις συναυλίες της παρηγοριάς, αλλά κρατάμε την οργή γροθιά για τους Αργείους και χειροβομβίδα για τους Δαναούς «και δώρα φέροντας»…
Μην κλαις, Μαρία, για το δέμα που δεν πήρες! του παππού και της γιαγιάς η σύνταξη, ξεψυχισμένη από κόφτες και ψαλίδια, φόρους, εισφορές, και ό,τι άλλο μέλλεται, κρατάει ακόμη για το γέλιο και την ξενοιασιά σου, το ψωμί και τ’ όνειρο όλης της νιότης: Κόκκαλο γερό η γενιά μας άντεξε πολύ χειρότερα με παξιμάδι και νερό, χωρίς να γλείψει εκεί που έφτυνε.
Έλα να ψάξουμε μαζί των Χριστουγέννων το αστέρι κι ύστερα, πρίμα μπαλαρίνα, να χορέψεις με τη Συμφωνία της Χαράς, την Εποχή της Άνοιξης και τον Καρυοθραύστη για να σπάσεις τη σκληράδα του κακού. Σπάσε το ρόδι να σκορπίσεις θρύψαλα τις δύσκολες στιγμές και κοίταξε στο απέναντι βουνό με τα χλωρά πράσινα έλατα τον ήλιο να ροδίζει την κορφή του κόσμου με το χρώμα που αγαπάς…

Αδημοσίευτο γραπτό του Γιάννη Τζανή (Πρωτοχρονιά 2018)

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιάννης Τζανής

Γιάννης Τζανής, Στον ελαιώνα της Γερακινής

Στον ελαιώνα της Γερακινής

Στον ελαιώνα της Γερακινής
Χορεύοντας οι ελιές κατέβηκαν στη θάλασσα
Σκαλίζουν τα χαλίκια και μαζεύουν όμορφα
Κογχύλια στην ακρογιαλιά
Ενθύμια λαμπερά
Στης μνήμης τον πλημμυρισμένο Γαλαξία…

Ήπιαμε δροσερό νερό
από της Γερακίνας το πηγάδι,
Ρουφήξαμε από τα φλογισμένα χείλια
Μπρούσκο νέκταρ δυνατό
Κι αναζητήσαμε το πιο πολύχρωμο χαλί
Με παπαρούνες ανυπόμονες
Και χαμομήλια ντροπαλά…

Έσκυψαν οι ελιές να ευλογήσουν το
μυστήριο,
Να κρύψουν τις γυμνές χειρονομίες,
Τις σταγόνες της σπονδής
Τα δάκρυα της ευτυχίας
Να σκεπάσουν με το θρόισμα
τις άναρθρες κραυγές
Τις σφυριχτές ανάσες,
Της καρδιάς το φτεροκόπημα
Να στάζουν στάλα στάλα της αγάπης το
έλεος…

Πηγή: Πολύγυρος

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιάννης Τζανής

Γιάννης Τζανής, Εμείς

Εμείς

[Ενότητα Α. Η Πτώση]

Βάλαμε στ’ άλμπουρο σημαία
Δύο σταυρωτά χαμόγελα,
Είπαμε «Ευτυχία» το σκαρί μας
Και βγήκαμε για τ’ ανοιχτά
Με μια γυμνόστηθη γοργόνα
Προτεταμένη χειραψία στ’ όνειρο.

Παλιό άσβηστο μίσος,
Ο ύφαλος
Περίμενε υπομονετικά
Την ώρα της αδυναμίας μας…

Τώρα σ’ αυτό το βράχο
Πέταξαν ρίζες τα γυμνά μας πόδια
Προσμένοντας καράβι της άγονης γραμμής
Να ταξιδέψουν τα παιδιά μας…

Από τη συλλογή Σήμερον κρεμάται (1989) του Γιάννη Τζανή

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιάννης Τζανής

Γιάννης Τζανής, Ποιητές

Ποιητές

[Ενότητα Α’. Φονικά μέσα]

Τώρα ξυπνάτε
Τις ναρκωμένες τύψεις.
Θα σας κρεμάσουν!…

Από τη συλλογή Φονικά μέσα (1974) του Γιάννη Τζανή

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιάννης Τζανής

Γιάννης Τζανής, Δεν είναι που γιορτάζεις και σου γράφω στίχους

Δεν είναι που γιορτάζεις και σου γράφω στίχους

Στη γυναίκα μου Μαρία

Δεν είναι που γιορτάζεις και σου γράφω στίχους.
Οι στίχοι είναι πουλιά
Που κάνουν εφορμήσεις κάθετες,
Συνήθως το πρωί
Που τους ξυπνάει το όνειρο
Και τους φωτίζει με έμπνευση ο ήλιος.
Είναι που η αγάπη, θάλασσα ανοιχτή κι απέραντη,
Έχει ρυτίδες μόνο πάνω πάνω στον αφρό.
Πιο κάτω είναι βαθιά κι ακύμαντη
Με σταθερή θερμοκρασία και μια δύναμη εκρηκτική
Που κάνει θρύψαλα τους βράχους
Και τρυφεράδα απέραντη
Να ψιθυρίζει μέρα νύχτα στα χαλίκια.

Δεν είναι που γιορτάζεις και σου στέλνω «έπεα πτερόεντα»
Να ζωγραφίσεις κύκλους γελαστούς στον ουρανό σου.
Τα λόγια έχουν χρώματα
Που δεν αντέχουν στον καιρό
Και ξεθωριάζουν τα νοήματα.

Είναι που η θάλασσα
Έχει ένα Θήτα με δυο ίσα ενωμένα ημισφαίρια
Και τρία Άλφα σαν τραγούδι ρυθμικά
Και δύο Σίγμα όλη νύχτα αγκαλιασμένα…

Ανέκδοτο ποίημα (14 Φεβρουαρίου 2007) του Γιάννη Τζανή, δημοσιευμένο στην ανθολογία μου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιάννης Τζανής

Γιάννης Τζανής, Πρωτοχρονιά

Πρωτοχρονιά

Άλλο ένα κιτρινισμένο φύλλο σκόρπισε στο άπειρο,
Άλλη μια θαμπή σκιά πέρασε αθόρυβα στο σκοτεινό ημισφαίριο,
Άλλη μια τούφα βαμβάκι στο κεφάλι,
Άλλη μια χούφτα άλατα στις αρτηρίες, στις αρθρώσεις…

Αποβραδίς η τηλεόραση βομβάρδισε τ’ αυτιά μας
με λογής-λογής σεισμούς, λιμούς, πολέμους, καταποντισμούς
Και το πρωί η εφημερίδα μάς πυροβόλησε κατάστηθα
Με φόνους, βιασμούς, ληστείες, εκατόμβες της ασφάλτου.

Στο αδειανό καινούριο μου τετράδιο
Κάνω τον απολογισμό του κόσμου:
Φοβερά τα ελλείμματα, απώλειες τρομερές∙
Απώλειες σε ψυχές, σ’ αισθήματα, σε ομορφιά.

Φυλλομετρώ το ημερολόγιο να μετρήσω τα επιτεύγματά μου:
Ακόμα βρίσκομαι στο «παραλίγο»
Κι η κούραση σωρεύεται, οι ευθύνες βαραίνουν, οι τύψεις κοχλάζουν…

Κι όμως
Σήμερα είμαι χαρούμενος,
Πολύ χαρούμενος,
Ευτυχισμένος.
Στο γιορταστικό τραπέζι
Τα μάτια των παιδιών
Κεριά αναμμένα
Φέγγουν τα μελλοντικά μου σχέδια,
Σχέδια ολοκληρωμένα δίχως «παραλίγο».
Το χαμόγελο της καλής μου
Ζεσταίνει τα παγωμένα μάτια μου,
Η θύμησή μου γεμίζει από τη γεύση μιας άλλης ομορφιάς.
Δεν έχει απόψε θέση για τις τύψεις και τους προβληματισμούς.

Αγαπημένοι μου,
Απόψε φορτίσατε την ψυχή μου με το πιο υψηλό ρεύμα της γης,
Κόψτε την καρδιά μου βασιλόπιτα
Τα μάτια μου φανάρια της ελπίδας
Που φωτίζουν τους δρόμους όλης της οικουμένης.
Και μοιράστε τη σ’ όσους πεινούν από αγάπη∙
Θαρρώ πως πάλι απόψε θα συντελεστεί το θαύμα:
Με μια καρδιά αγάπη να χορτάσουν «πεντακισχίλιοι»,
Πεντάκις μύριοι, μυριάδες πεντάκις μύριοι…

Ας πέσει το φλουρί σ’ εμένα, καλή μου,
Το κέντρο της καρδιάς, το πιο ιερό κομμάτι.
Να το φυλάξεις στης ψυχής το εικόνισμα μπροστά
Μέχρι την τελευταία δόση.

Στα δυο αγγελούδια ας πέσουν οι φτερούγες,
Οι δυνατές φτερούγες τής αγάπης μου,
Για ν’ ανεβούν ψηλά-πολύ ψηλά,
Κει που τους θέλει η πατρική μου περηφάνια…

Πρωτοχρονιά απόψε,
Στις Πρωτοχρονιές πρωτοχρονιά!
Κλείνω την πόρτα στις φοβέρες και τις τύψεις.
Οι φλόγες που χοροπηδούν στο τζάκι
Έκαψαν και την τελευταία αμφιταλάντευση.

Αδειάζω το πολύτιμο σεντούκι μου σ’ ένα σακούλι
Και βγαίνω Αϊ-Βασίλης
Να μοιράσω την κατάκοπη
Μοναχική γριούλα γη μας
Ό,τι της λείπει πιο πολύ:
Την ελπίδα, τη στοργή, την Ειρήνη…

Από τη συλλογή Αιθίοπες έσχατοι ανδρών (1985) του Γιάννη Τζανή

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιάννης Τζανής