Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Σ’ αυτόν τον τόπο
ο άνεμος δεν κουράστηκε
τρεις χιλιάδες χρόνια∙
— η Ιστορία
τραυλίζει την ταυτότητά της∙
τα πράγματα
γίνονται πρόσωπα
— ματώνουν,
καθώς ενσαρκώνονται…
Σιωπή,
«Εσύ που ψιθυρίζεις όλη νύκτα
μέσα μου την ροή σου»
—μυστικό αηδόνι μου—
δυο φορές και χίλιες
κελάρι
μιας αγάπης πεθαμένης…
Goran Bregovic & αδελφοί Κατσιμίχα, Ένα τραγούδι για την Ελένη
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: Θεσσαλονίκη-Γιάννενα με δυο παπούτσια πάνινα (1997))
Λέξεις…
Είναι κάποιες λέξεις που μ’ ακολουθούν
σχεδόν με καταδιώκουν
ζητούν να τις συναντήσω
στα θρυμματισμένα μου φώτα
στα θρυμματισμένα μου όνειρα
στα θρυμματισμένα υπολείμματα γυαλιού
που επένδυσα τα τελευταία μου χρώματα
στις άδειες σελίδες
που δεν άφησα να σκονιστούν
και κατέθεσα τις τελευταίες μου σκέψεις
ελλειμματικές όπως πάντα…
Άραγε υπήρχε σημείο διαφυγής
ή μήπως εγώ προκαλούσα τη μοίρα
για να συναντηθούμε;
Μήπως επίτηδες
άφηνα ανοιχτά τα παράθυρα του νου
για να καρφώνονται στα μαλλιά αστέρια
βουτηγμένα πριν
στα μελανοδοχεία της λύπης;
Ήδη ανυπάκουα
χορεύουν τον χορό τ’ ανέμου…
Από τη συλλογή Ψυχής αγγίγματα (2010) της Σοφίας Στρέζου
Μάνος Λοΐζος & Λευτέρης Παπαδόπουλος: Ήλιε μου, σε παρακαλώ
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: Να ’χαμε τι να ’χαμε (1972))
Ήλιος με χάπια
Όταν στην Ανατολή το μεγαλόπρεπο φως
Υψώνει το φλεγόμενο κεφάλι του […] Ουίλιαμ Σαίξπηρ
Στοιχειωμένοι στίχοι
τη νύχτα χτυπούν την πόρτα
Ήχοι παράξενοι ακούγονται
αναστεναγμοί, κραυγές
και λέξεις ακατανόητες
Ο ύπνος σε καταρρακώνει
χάπια κοιμίζουν το πνεύμα σου
και χάπια σε ξυπνάνε, Ήλιε μου
Μικρός ανίσχυρος άνεμος
περνάει απ’ τα κλειστά σου
βλέφαρα που πεταρίζουν
πλάθεις το μέλλον με φωτιά
που αναβλύζει από την ψυχή
Να επινοήσουμε
έναν όμορφο κόσμο
τώρα που η μέρα
δείχνει τα δόντια της
και το μικρό ιστιοφόρο
φεύγει μακριά.
Φτιαγμένοι από μουσική
περιφερόμαστε
μοναχικοί πλανήτες
στο αδέκαστο σύμπαν
Πού ήσουν όταν σε χρειάστηκα
Σε άλλον κόσμο μακριά
Πού ήμουν όταν με ζητούσες
κλεισμένη σε δωμάτιο σκοτεινό
που ήταν ολόκληρη η γη
Κάποτε το φως σου
έγινε μαύρο σημάδι
πάνω από τα κάστρα
κι έπεσε σαν μέδουσα
μαβιά στην παραλία
Είσαι ο μόνος ευγνώμων
για τη ζωή σου, Ήλιε μου
θα ήθελα να με διδάξεις
τη γαλήνη που εκπέμπεις
κι ας έχεις άρρωστη καρδιά
Τυφλή είμαι όταν μένεις
κλεισμένος πεισματικά
πίσω από τα τείχη
και ζυγίζεις τη μέρα
με τη νύχτα
ποια έδωσε περισσότερο πόνο
και ποια αποκήρυξε
μετά βδελυγμίας
τις κρυφές χαρές
Στοιχειώνεις τις νύχτες
στα κάστρα
Τη μέρα χάνεσαι στην ομίχλη
όπως κι εγώ στην ταράτσα
με τα λευκά περιστέρια
Γίνομαι μια μελωδία
θλιβερή
ένα τραγούδι ατονάλ
Είναι σκληρή η ζωή
χωρίς φως
θα ήταν αβάσταχτη
χωρίς τις λέξεις
Ο σκελετός μας φωτίζει
πίσω από τις ακτινογραφίες
Ας υποκριθούμε
πως δεν τον βλέπουμε
Ας παίξει η μουσική
κι οι λέξεις ας χαθούν
για λίγο μόνο
όσο να βγουν
οι πρώτες ακτίνες
να εξορκίσουν το κακό
Από τη συλλογή Η αποκαθήλωση της σκιάς (2012) της Μαρίας Καρδάτου
Δεν ήμασταν εμείς που φεύγαμε, μα η ακτογραμμή απέναντί μας: το πλοίον «Πελοπόννησος» έμενε σταθερό ενώ όλοι ατενίζαμε ανεβασμένοι στο άλμπουρο τση πλώρης, πώς μια πατρίδα χάνεται, πώς κρύβεται μες στους καπνούς και ξεθωριάζει η Αγια-Φωτεινή, πώς τα τραγούδια γίνονται βουβές κραυγές κι οι γλάροι της Σμύρνης περιστρέφονται ακολουθώντας τους αφρούς τής έλικας για λίγο κι ύστερα επιστρέφουνε στο Quais τους, πώς σβήνουνε στις στάχτες τα αρώματα από τις τριανταφυλλιές, πώς οι αυλές και οι ταράτσες όπου γλεντήσαμε ανέμελα μια κούφια προσωρινή ελευθερία, γίνονται ίσκιοι, στίγματα και ίχνη, φανταστικά οράματα στην καταχνιά…
Την ίδια ώρα πίσω από τα βουνά, σε ατέλειωτη πορεία ο θείος Αναστάσης για πάντα αιχμάλωτος αμίλητος να τρώει τα χιλιόμετρα της πέτρας, να υπομένει σιωπηλός τη μεγάλη των αιωνίων εχθρών εκδίκηση και να πορεύεται στα βάθη της Ανατολής, δίχως καμιά ελπίδα επιστροφής, με μόνη βεβαιότητα εκείνη του τέλους.
Στην άλλη άκρη της θάλασσας πια, στην άλλη Ελλάδα, στις νέες πόλεις που χτίστηκαν πάνω σε έρημα χωράφια, στη Νέα Σμύρνη, στη Νέα Φιλαδέλφεια, στη Νέα Μενεμένη, στο Νέο Κορδελιό, κάθε σπίτι είχε έναν θείο Αναστάση που τον σταύρωναν κάθε πρωί και κάθε βράδυ οι γιαγιές με τα μαύρα τσεμπέρια μες σ’ ένα σύννεφο καπνών του λιβανιού κάτω απ’ το εικονοστάσι, μπας και γυρίσει, μπας και τες φανερώσει κάποιο σημείο ζωής… μα οι Αναστάσηδες αφανέρωτοι.
Δεκάδες χρόνια αργότερα διοργανώνονται εκδρομές με πούλμαν πολυτελή στα «μέρη μας», τα σύνορα ανοιχτά για κάθε «ξένο» με δολάρια, ξενοδοχεία πέντε αστέρων θεμελιωμένα πάνω στα χωνεμένα κόκαλα των Αναστάσηδων, δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας πατάνε στα παλιά τους κουρασμένα βήματα και οι γιαγιές εκείνες οι μαυρομαντιλούσες χους ήσαν και εις χουν απήλθον, προ πολλού.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Πηγαίος κώδικας (2009) του Γιάννη Καρατζόγλου
Σταύρος Κουγιουμτζής & Μάνος Ελευθερίου, Τώρα που θα φύγεις
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: Μικρές πολιτείες (1974))
Τώρα
Τώρα που μονάχα το δικό μου όνομα
δεν είναι στο στόμα σου
πρόσεξε τη νύχτα να μην ξεσκεπάζεσαι,
η κουρτίνα ανεμίζει σ’ όλους τους καιρούς
μα και η νύχτα είναι κρυφή∙
να θυμάσαι το χέρι μου όταν
μάζευε τις κουβέρτες από χάμω
μα πιο πολύ να θυμάσαι τ’ όνομά μου
για να μην ξεσκεπάζεσαι τη νύχτα.
*
Τώρα που το χνούδι φύτρωσε
στο μάγουλό σου
μην πεις πως ξεροκλαδιάζεται η ζωή κι ασχημαίνει
η πολιτεία έχει όνομα
και νόημα ο δρόμος∙
πότε πότε γύρνα το κεφάλι πίσω
καθώς θα πορεύεσαι.
Πότε πότε γύρνα το κεφάλι πίσω, παιδί
θα μικραίνεις την απόσταση που μεγαλώνει.
*
Όταν θα γυρίσεις θα μας εύρεις στην ίδια θέση
να καρτεράμε το αύριο,
πού και πού θα λέμε καμιά κουβέντα
για να θυμόμαστε πόσο είμαστε μεις
όσα αύριο κι αν περάσουν θ’ αναγνωρίσουμε το βήμα σου
μόνο που η καρδιά μας
μπορεί να μην έχει πια δύναμη να σκιρτήσει.
Από τη συλλογή Οι αποσταμένοι (1964) της Νίνας Κοκκαλίδου-Ναχμία
Χρήστος Γκάρτζος & Λάκης Τεάζης, Η φτώχεια μου καθρέφτης
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: Οι Μάηδες οι ήλιοι μου (1978)) (1975))
Οικοδομικές απόψεις
στ’ αδέρφια μου
Μην ξαστοχιέσαι πως μπορείς να χτίσεις ένα σπίτι
με πέτρα και λάσπη,
της αγκαλιάς σου το πλάτος αν δεν δώσεις
ένα πιθάρι απύθμενο θα στήσεις
που τη φωτογραφία του κανένα παιδί
στον κόρφο δεν θα ’χει
για να πορεύεται με σιγουριά
στους παγιδεμένους δρόμους.
Εκείνα τα σαπισμένα σκαλοπάτια
ακόμα κρατάνε το βάρος μας.
Το κούφωμα του τοίχου τα κρυμμένα μυστικά μας
κι ο ίσκιος της αγριελιάς που φύτρωσε
στο τέταρτο, θαρρώ, σκαλοπάτι
μας γιομίζει παιδική ηλικία.
Αν θέλεις να χτίσεις ένα σπίτι
ζύμωσε τη λάσπη με το γαλάχτωμα
απ’ το παλιό σκαφίδι
για να μην χρειαστεί να ξεφορτώσεις τα χρόνια σου
σε χέρια που πυρετικά θα μετράνε το μάκρος τους.
Εκείνο το καντούνι που το φεγγάρι κι εμείς σεργιανούσαμε
μπροστά στο καλοκαιρινό παραθύρι
έγινε μέσα μας ένας δρόμος
που τη γη όλη την πιάνει,
κι απ’ το πρωινό μας ανακλάδισμα πάνω απ’ την μπουγαρινιά
έμεινε η ευωδιά στις αμασχάλες μας.
Μάθαμε ν’ αγαπάμε μ’ ανοιχτά μάτια,
να γράφουμε το «σέβας» με σέβας,
μάθαμε να βγάζουμε στο τσιμεντένιο μπαλκόνι
τα χωματόβαζα με τα κυκλάμινα,
και στην κορνίζα της δίφυλλης πόρτας
γλιτώναμε απ’ τη λαχτάρα του σεισμού
γιατί ήταν με αγάπη χτισμένο το σπίτι.
Αν θέλεις να χτίσεις ένα σπίτι
ξέρεις πού θα βρεις το υλικό.
Με τη σειρά σου πάρε το πρώτο σου βήμα πάνω στο σκαλί
και παράδωσε στη γενιά σου μια σκλήθρα για το αιώνιο.
Από τη συλλογή Οι αποσταμένοι (1964) της Νίνας Κοκκαλίδου-Ναχμία
Την ψυχή σου μην την αναζητάς
στης γης τα πλήθη.
Το όνειρο δε θα το βρεις
στις όχθες των ανθρώπων.
Εκεί υπάρχουν τα τέρατα
κρυμμένα στις σκιές της αδικίας.
Τα τέρατα που κάνουν το μέλλον
καθημερινή πληγή.
Σήκωσε την ασπίδα σου
αυτή που έφτιαχνες χιλιάδες χρόνια
λέξη λέξη, στίχο στίχο
και κοίταξε ψηλά
σ’ έναν πλανήτη άλλο,
τον πλανήτη του πρώτου ποιητή.
Κλείσε τα μάτια να δεις τη λάμψη του
το φως του ορίζοντά του.
Άκουσε τη μουσική της σιωπής του.
Νιώσε την έκρηξη της ψυχής σου
την έκρηξη που θα εξαφανίσει τα τέρατα
και χαμογέλα στο αύριο
χωρίς υποκρισία
Έρχεται ξημέρωμα Σαββάτου…
Από τη συλλογή Πνοή της άνοιξης (2007) του Ανδρέα Καρακόκκινου