Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Δίπλα στο μεγάλο δρόμο
Στήσαν τη μεγάλη εξέδρα
Για τη μεγάλη παρέλαση
Πάνω στην εξέδρα
Οι μεγάλοι επίσημοι
Και κάτω απ’ αυτήν
Ο μεγάλος υπόνομος
Της πόλης
Από τη συλλογή Ο υπόνομος (1976) του Αργύρη Μαρνέρου
Κάποτε ζούσε μια Χιονάτη
Και τη φρόντιζαν
Επτά Νάνοι
Αυτό είναι το παραμύθι
Κάποτε υπήρχε μια Ελλάδα
Που την καβάλησαν
Εφτά χρόνια
Αυτό είναι η Ιστορία
Τα παραμύθια υπάρχουν
Όταν λείπει η Ιστορία
Κι όταν γράφει η Ιστορία
Δεν είναι καιρός για παραμύθια
Ας μιλούμε λοιπόν στα παιδιά μας
Όχι για τους επτά Νάνους
Μα για τα επτά χρόνια
Που ήταν γεμάτα
Με Νάνους.
Από τη συλλογή Σκοτεινός θάλαμος (1975) του Αργύρη Μαρνέρου
Μάνος Ξυδούς, Τ’ αστέρια θα ’ναι πάντα μακριά (δίσκος: Τ’ αστέρια θα ’ναι πάντα μακριά (2008))
100
Τα κάστανα μου λέγανε
Τα κάστανα βγάλε
Απ’ τη φωτιά
Το σίδηρο είναι καλός αγωγός
Και όμως το κρατάμε
Στη χούφτα μας σφιχτά
Ο δαμασμός είναι μια τέχνη
Με θαυμαστά αποτελέσματα
Τα κάστανα φωνάζανε
Βγάλ’ τα να καούνε
Το ξύλο είναι κακός αγωγός
Ανοίγει όμως την όρεξη
Στη φλόγα της φωτιάς
Τα κάστανα φωνάζανε
Η πείνα αλέθει τα πάντα
Η ευημερία κάνει διάκριση
Τα κάστανα φωνάξανε
Το (Κ) Ένας τόνος τραυλός
Το (Α) Μια αυγή
Το (Σ) Ένα εμπόδιο
Το (Τ) Ένα σάλπισμα
Το (Α) Μια ιαχή
Το (Ν) Μια καμπάνα
Το (Α) Θρίαμβος
Και ο καπνός μού γέμιζε τη μύτη
Ήταν σάπια
Τα δέντρα είναι ευγνώμονες φίλοι
Έτσι τους είπα
Θα τα ψήσουμε του χρόνου
Μια καινούργια σοδειά
Έχει πάντα μια δικιά της
Γοητεία
Dmitri Shostakovich: Symphony No.7, Op.60 («Leningrad») / 1. Allegretto
Επί της ουσίας (15)
Α, οι κοινοτοπίες! Α, τα όρια
και οι κοινοτοπίες των ορίων!
Τα κατοικίδιά σου που τα στείρωσες
για ν’ αποφύγεις πόνους τοκετού κι επιμειξίες.
Όλο σου το βασίλειο για μια μείζονα!
Γι’ αυτό μιλάμε.
Για την Εβδόμη των Νεκρών του Shostakovich,
το πεισματάρικο κρεσέντο του αλεγκρέτο της,
για τα πνευστά που παίρνουνε πνοή
απ’ την ανάσα του χιονιού,
τα θυμωμένα κύμβαλα των άστρων.
Α, η επικράτειά σου για μια γένεση
που αδράχνει από τον γιακά τον γεννητή της.
Πολύς, πολύς ο άνθρωπος
για ένα άπειρο που μόλις και χωρά το μακελειό του.
Κι όσο κι αν ψάχνεις στον καθρέφτη σου να δεις
την αναγκαία θλίψη του παλιάτσου,
αυτό που κρύβει επιμελώς η ψιμυθίωση
είναι η βουβή συμμετοχή
στα χάπενινγκ που στήνονται
στους φράχτες των συνόρων∙
είναι η γκριμάτσα σου κόντρα στην αντηλιά
της θάλασσας – ποιαν αντηλιά;
Μάτια κλειστά
και να σου βγάζει απέναντι τη γλώσσα του ο ήλιος.
Motti στην αρχή του βιβλίου: Το πρόβλημα με τον Άιχμαν ήταν ότι υπήρχαν πολλοί σαν κι αυτόν, και οι περισσότεροί τους δεν ήταν διεστραμμένοι ούτε σαδιστές, αλλά ήταν, και εξακολουθούν να είναι, φοβερά και τρομερά φυσιολογικοί. Από την άποψη των νομικών θεσμών μας και των ηθικών εξομολογήσεων, το γεγονός ότι είναι φυσιολογικοί είναι ακόμη πιο τρομακτικό από όλες τις θηριωδίες, γιατί υποδείκνυε ότι αυτός ο εγκληματίας νέου τύπου διαπράττει τα εγκλήματά του σε συνθήκες στις οποίες αδυνατεί να ξέρει και να νιώθει πως κάνει κάτι κακό.
Hannah Arendt, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ
Μια έκθεση για την κοινοτοπία του κακού(1)
Γιατί άραγε ο Βαν Γκογκ επιδόθηκε σε τέτοιες κοινοτοπίες της τρέλας; Γιατί ζωγράφισε το πρόσωπό του με κομμένο το δεξί του αυτί και δεν ζωγράφισε το αυτί του το ίδιο;(2)
Αυτά που ανακαλύπτουμε στη φιλοσοφία είναι όλα κοινοτοπίες. Η φιλοσοφία δεν μας διδάσκει καινούρια γεγονότα, μόνο η επιστήμη το κάνει αυτό. Αλλά η σωστή σύνοψη αυτών των κοινοτοπιών είναι εξαιρετικά δύσκολη και έχει τεράστια σημασία. Στην πραγματικότητα, η φιλοσοφία είναι μια σύνοψη κοινοτοπιών.
Ludwig Wittgenstein
1. Εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2009 (μτφρ. Βασίλης Τομανάς)
2. Αδέσποτη σημείωση που πλέον δεν θυμάμαι την προέλευσή της. Αν δεν είναι εξ ολοκλήρου σκέψη κάποιου άλλου, πιθανότατα απηχεί τη σκέψη κάποιου άλλου.
Από το ποιητικό βιβλίο Αυτοάνοσο (ένα μελόδραμα) (2017) του Σταύρου Ζαφειρίου
Τις νύχτες όμως άκουγες Lou Reed
και τα πειρατικά του Tom Waits.
Και γιατί όχι!
Μέχρι να φτάσουν οι κοπτήρες ως το κόκαλο
έχεις καιρό να αναρωτηθείς
αν η καταφυγή στην avant-garde εκτέλεση του ρόγχου
είναι το ιδεολόγημα
που απαιτεί μερίδιο απ’ τα φαντάσματά σου.
Α, το ιδεολόγημα! Α, τα φαντάσματά σου!
Οργή πλανόδιου ιεροεξεταστή που κατακεραυνώνει
την τελετή του πόνου σου,
ομοιάζοντάς την με την ώρα του φιδιού καθώς αλλάζει
αδιάντροπα το δέρμα του καταμεσής του δρόμου.
(Τι πλήξη η γνώση του καλού και του κακού,
τ’ αγγέλματα των Χερουβείμ,
τα θριαμβικά σημαίνοντα των θόλων!
Τι αγγαρεία παλαίμαχων θεών
το ξεχορτάριασμα του δίστρατου που ενώνει
την άγνοια της φύσης σου με τη συνείδησή σου!)
Πόσες φορές, με πλάι σου τους παρακλητικούς,
δεν υποτάχτηκες στο αιρετικό θηρίο,
στην πολυκέφαλη εποχή που δικαιώνεται
απ’ την εφαρμοσμένη Αποκάλυψη!
Και πόσες δεν μετάνιωσες
που όποτε διάλεξες την αναρρωτική
από την έξαψη των επιθυμιών σου,
βρέθηκες ανερμάτιστος πάνω στο εύθραυστο κλαδί
που ροκανίζουν με απόλαυση οι τερμίτες!
[Εντελώς μεταξύ μας: Παρότι ο Freud θεωρούσε ότι η τέχνη δημιουργείται από την «εξειδίκευση» της ανικανοποίητης λίμπιντο, ήταν ανοησία σου –σε οντολογικό επίπεδο, εννοώ– να δραπετεύσεις από τη συγκυρία μιας αχαλίνωτης ερωτικής στιγμής στο κεφαλόσκαλο∙ πολύ δε μάλιστα που είχε προηγηθεί εκείνη η απροσδόκητη ομίχλη από τη θάλασσα, που με μανία κυνηγούν οι σκηνοθέτες. Κατά τη γνώμη μου, μπορεί ο τόσος στοχασμός να ενεργεί ως αποφόρτιση των δυσλειτουργιών σου, όμως το αντίτιμό του είναι τρομερό.]
Τι βγαίνει εντέλει, από αυτήν την απομάγευση;
Μισή αλήθεια, ενώ των στίχων ο διασκελισμός
λιώνει με τις πατούσες του τα μέτρα
(χάρη χρωστάς στον κουρνιαχτό που αφήνει πίσω του
και κρύβει από τα μάτια σου το τέρας),
τον αποχρώντα λόγο τού ανοίκειου.
(Freud και πάλι, μα κι η υπόλοιπη αλήθεια.)
Εξ ού και ο ισχυρισμός πως ο έρωτας
είναι η θέση που κρατάμε για τον φόβο
– το ζωντανό που ακολουθεί τη μυρωδιά των ούρων,
το σάλιο του οίστρου που εμφανίζει φωσφορίζοντας
την έξοδο κινδύνου.
Motti στην αρχή του βιβλίου: Το πρόβλημα με τον Άιχμαν ήταν ότι υπήρχαν πολλοί σαν κι αυτόν, και οι περισσότεροί τους δεν ήταν διεστραμμένοι ούτε σαδιστές, αλλά ήταν, και εξακολουθούν να είναι, φοβερά και τρομερά φυσιολογικοί. Από την άποψη των νομικών θεσμών μας και των ηθικών εξομολογήσεων, το γεγονός ότι είναι φυσιολογικοί είναι ακόμη πιο τρομακτικό από όλες τις θηριωδίες, γιατί υποδείκνυε ότι αυτός ο εγκληματίας νέου τύπου διαπράττει τα εγκλήματά του σε συνθήκες στις οποίες αδυνατεί να ξέρει και να νιώθει πως κάνει κάτι κακό.
Hannah Arendt, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ
Μια έκθεση για την κοινοτοπία του κακού(1)
Γιατί άραγε ο Βαν Γκογκ επιδόθηκε σε τέτοιες κοινοτοπίες της τρέλας; Γιατί ζωγράφισε το πρόσωπό του με κομμένο το δεξί του αυτί και δεν ζωγράφισε το αυτί του το ίδιο;(2)
Αυτά που ανακαλύπτουμε στη φιλοσοφία είναι όλα κοινοτοπίες. Η φιλοσοφία δεν μας διδάσκει καινούρια γεγονότα, μόνο η επιστήμη το κάνει αυτό. Αλλά η σωστή σύνοψη αυτών των κοινοτοπιών είναι εξαιρετικά δύσκολη και έχει τεράστια σημασία. Στην πραγματικότητα, η φιλοσοφία είναι μια σύνοψη κοινοτοπιών.
Ludwig Wittgenstein
1. Εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2009 (μτφρ. Βασίλης Τομανάς)
2. Αδέσποτη σημείωση που πλέον δεν θυμάμαι την προέλευσή της. Αν δεν είναι εξ ολοκλήρου σκέψη κάποιου άλλου, πιθανότατα απηχεί τη σκέψη κάποιου άλλου.
Από το ποιητικό βιβλίο Αυτοάνοσο (ένα μελόδραμα) (2017) του Σταύρου Ζαφειρίου
Μισοφωτισμένο καθιστικό. Επίπλωση, διακόσμηση, μικροαντικείμενα του συρμού. Απαραίτητα: το ανοιχτό παράθυρο, ο υπολογιστής, ένα σταχτοδοχείο∙ και όσα προκύψουν φυσικά σαν αναγκαία μέσα από το κείμενο.
Μπαίνω, κοιτάζω σε κάποιο σημείο ψηλά, φωνάζω: Φώτα!
Έντονο φως καλοκαιριάτικου μεσημεριού με αποκαλύπτει. Καπνίζω.
Μιλάω
(η φωνητική έκφραση και η κίνηση σαν ασκήσεις στον χρόνο και τον χώρο. Οι παύσεις σαν να χάνονται στιγμές και οι θόρυβοι του δρόμου δεδομένοι):
Αυτό που διαβάζετε είναι ένα χαμένο χειρόγραφο. Ή, για να γίνω περισσότερο ακριβής, είναι λίγες χαμένες, εκτυπωμένες σελίδες∙ λίγα φύλλα χαρτιού μεγέθους A4 που ανεξήγητα έπαψαν πια να βρίσκονται μες στα υπάρχοντά μου.
Παίρνω βαθιές ανάσες ανακούφισης όταν φαντάζομαι πως το γραπτό μου ίσως και να μην έχει απολεσθεί οριστικά, πως ακόμη και τούτη ακριβώς τη στιγμή κάποιος μπορεί να το κρατά στα χέρια του και να το ξεφυλλίζει.
Όταν φαντάζομαι κάποιον ν’ αφοπλίζει
μία προς μία τις φράσεις μου,
αλώνοντας τα χαρακώματά τους.
Μου είναι δύσκολο ωστόσο να προβλέψω πόσο ενδιαφέρουσες ενδέχεται να υπάρξουν για κάποιον αυτές οι λίγες εκτυπωμένες σελίδες, όπου δεν συντελείται το παραμικρό.
Όπου ο χώρος παραείναι ασφυκτικός
για να συμβούν οι πράξεις
ή να ειπωθούν τα λόγια
που τις πράξεις περιγράφουν.
Ήταν η εποχή των μικρών μου μετακομίσεων από ένα τοπίο σε άλλο, και εκείνη ακριβώς η περίοδος που σκόπιμα έμενα μόνος σ’ ένα μικρό παράγωνο ανώγειο όχι μακριά από τον σταθμό των τρένων –χιλιάδες όμως μίλια μακριά από τις λίμνες όπου ήθελα να ζω κι απ’ τα ζαρκάδια– και εργαζόμουν ως εποχικός, μετατοπίζοντας διαρκώς τα όριά μου. Θ’ αναφερθώ όμως αργότερα σ’ αυτά διεξοδικότερα.
Κυκλοφορούσα μονίμως με τ’ αστικά λεωφορεία, διατρέχοντας οριζόντια τις αποστάσεις της πόλης, χωρίς να χρησιμοποιώ τις καθέτους, που σχεδόν όλες τους οδηγούσαν στη δημοφιλή παραλία. Απέφευγα, κατά το δυνατόν, τις καθέτους, και κατά συνέπεια απέφευγα, κατά το δυνατόν, τη δημοφιλή παραλία,
τα πέντε πλακοστρωμένα χιλιόμετρα που ξεκινούσαν από την ανατολική πλευρά του λιμανιού και έφταναν μέχρι το ογκώδες και κενόδοξο Μέγαρο Μουσικής∙ εκείνα τα πέντε και λίγο παραπάνω χιλιόμετρα που γενικεύουν την κακομούτσουνη θέα μιας άτακτης και εργολαβικού ρυθμού αρχιτεκτονικής.
Κρατούσα τότε επιμελώς σημειώσεις στο περιθώριο των κειμένων του Κάφκα, λεηλατώντας με ζήλο τα Μπλε του Τετράδια και όσα σαν σύντομες σκέψεις, ή σαν προσχέδια, κατέγραφε στα Ημερολόγιά του. Ανακάλυπτα αράδα αράδα την Αποικία των Τιμωρημένων και ανεβοκατέβαινα λαχανιάζοντας τα σκοτεινά σκαλοπάτια των αλληλέγκλειστων, ταλμουδικών του κτισμάτων, ακούγοντας παράλληλα, σε ενστικτώδεις εντάσεις, τα πιανιστικά πρελούδια του Ντεμπισί.
Είχα μόλις ξεμπερδέψει από μια δύσκολη άνοιξη, με όλο το δίκαιο να είναι με το μέρος μου. Ίσως είναι εντιμότερο να πω ότι τα έβγαλα πέρα με τον πιο πρέποντα τρόπο εκείνη την άνοιξη, ότι αντιστάθηκα, και εν τέλει αντέδρασα, με τον πιο πρέποντα τρόπο στην αβάσταχτη κορδέλα των πόθων της, με μια βαθιά οδυνηρή αποφασιστικότητα που άφησε έκπληκτο κι εμένα τον ίδιο.
Ήμουν καλά.
Οι επιθυμίες μου περνούσαν για ζωή∙
ευχόμουν, όποια στιγμή
και ν’ άνοιγα την πόρτα μου,
ν’ αντικρίζω τα πράγματα για πρώτη φορά,
σαν να ήταν η πρώτη φορά
που έχουν έρθει στον κόσμο.
Όλα εκεί∙ το καθένα να υπάρχει καινούριο
στην ουσία της φύσης του,
μέσα στις συλλαβές του ονόματός του.
Ο χρόνος μου επιζούσε των ενδείξεων∙
το αίμα είχε σχεδόν ξεθυμάνει στις φλέβες μου
και των δαιμόνων μου το βλέμμα
περιγελούσε τα μέλλοντα.
Ανελλιπώς τα κυριακάτικα πρωινά
έριχνα κι έριχνα σπόρους καλαμποκιού
στα λαίμαργα περιστέρια των δημόσιων κήπων
με την πλάτη στραμμένη στη θάλασσα∙
στο υγρό, χλιαρό αεράκι του νότου.
Νωρίς το απόγευμα επισκεπτόμουν το νεκροταφείο.
Οι μοβ ιβίσκοι έγερναν νωθρά
τα πληκτικά τους φύλλα∙
μια κίνηση τόσο απόλυτα πειστική,
όσο το υπαγόρευαν οι συμβάσεις του βίου τους.
Αντέγραφα με ακρίβεια απ’ τις ταφόπλακες
χρονολογίες γεννήσεων και θανάτων
και υπολόγιζα ψύχραιμα
το ενδιάμεσο γεγονός.
Τα βράδια τροφοδοτούσα σχολαστικά
αυτές τις στατιστικές εμμονές μου.
Θα μου αρκούσε να επέστρεφα
με έστω και μία λιγότερη,
αρκεί να μην έπαυα να είμαι
ο επικείμενος άνθρωπος:
διαιρετός, μεταβλητός και αεικίνητος.
Σαν πλήθος.
Μετά τα μεσάνυχτα, ο φωτεινός
σηματοδότης του δρόμου
–έξω ακριβώς απ’ το παράθυρό μου–
παλλόταν και παλλόταν μονότονα
στο πορτοκαλί,
σαν άγρυπνη εικόνα πειθαρχημένη
στον ωφέλιμο ρόλο της,
δίνοντας προεκτάσεις μηχανικές
στις αισθήσεις μου∙
περιμένοντας ανυπόμονα τη στιγμή
που το αυτάρεσκο σώμα μου,
όμοιο με παραβολή,
θα επιλέξει την ακόμη πιο αυτάρεσκη
στάση του.
Σημείωση του ποιητή:
Παρά την επισήμανση φίλων νομικών ότι το Ενοχικό (Δίκαιο) ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις με βάση τις οποίες ένα πρόσωπο οφείλει να προβεί σε μια πράξη ή σε μια παροχή προς ένα άλλο και δεν καλύπτει την έννοια της ενοχής ως αποτέλεσμα άνομης πράξης, πολύ περισσότερο δε ως συναίσθημα, προτίμησα εντούτοις να διατηρήσω τον τίτλο «Ενοχικόν», σαν μια επιπλέον αυθαιρεσία μεταξύ των άλλων μου αυθαιρεσιών.
Οι τίτλοι των ενοτήτων προέρχονται από λατινικές φράσεις που έγιναν παροιμιώδεις ή απέκτησαν ισχύ γνωμικών ή αποφθεγματικών διατυπώσεων. Παραθέτω τη μετάφρασή τους:
I. corpus delicti: το σώμα του εγκλήματος.
II. vae victis: ουαί τοις ηττημένοις.
III. guarda e passa: βλέπε και πέρνα.
IV. desinit in piscem: απολήγει σε ιχθύ.
V. ita res est: έτσι έχει το πράγμα.
VI. homo homini lupus: ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο.
VII. difficiles nugae: δύσκολες φλυαρίες.
VIII. medice, curate ipsum: ιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου.
IX. ubi solitudinem faciunt, pacem appellant: όπου δημιουργούν έρημο, εκεί λένε ότι έδωσαν ειρήνη.
X. scribitur ad narrandum: γράφεται χάριν διηγήσεως.
XI. dehemur morti nos nostraque: χρεωστούμεθα στον θάνατο και εμείς και τα δικά μας.
XII. non Oedipus: όχι Οιδίπους.
XIII. ne adsum qui feci: εγώ είμαι ο δράστης.
XIV. res, non verba: έργα, όχι λόγια.
XV. finis coronat opus: το τέλος στεφανώνει το έργο.
Από το ποιητικό βιβλίο Ενοχικόν / ο μονόλογος ενός δράστη (2010) του Σταύρου Ζαφειρίου
Νίκος Καββαδίας & Θάνος Μικρούτσικος, Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί
(τραγούδι: Βασίλης Παπακωνσταντίνου / έργο: Ο Σταυρός του Νότου (1979))
[Ενότητα Ηλικία στη γλώσσα]
ε’
Τώρα κοιτάζω τον ύπνο της γης και τα όνειρα.
Έι, Μόμπι Ντικ, αδιάκοπο άσπρο φάντασμα!
μες στα σαγόνια σου στραγγίζουν τα κρανία των ναυτών.
Στ’ απάνεμα σαπίζουν τα κατάρτια
και το κοράκι διακορεύει τις σκιές.
Έι, Γουίλι, μαύρε Τρίτωνα από το Τζιμπουτί!
ποιες ιστορίες να σου πω και ποια ναυάγια·
κι η αναδυομένη
μωρά γεροντοκόρη δίχως φύση.
Ω καπετάνιε, καπετάνιε μου,
το ξύλινο ποδάρι σου κουτσαίνει στον βυθό.
Σημείωση του ποιητή:
Στίχ. 10: Walt Whitman «Leaves of grass»
Από τη συλλογή Η άτροπος των ημερών (1998) του Σταύρου Ζαφειρίου
Βασίλης Παπακωνσταντίνου & Οδυσσέας Ιωάννου, Σαν ναυαγός
(τραγούδι: Δημήτρης Μητροπάνος & Βασίλης Παπακωνσταντίνου / δίσκος: Το παιχνίδι παίζεται (2010))
Β’ Υπάρχει, σου είπα, κάποιος άλλος δρόμος…
Υπάρχει, σου είπα, κάποιος άλλος δρόμος
πέρα απ’ αυτόν που οι χάρτες σημαδεύουν,
μα να γυρίσεις πρέπει τα πανιά.
Κι ο γλάρος πέταξε με τα φτερά των γλάρων.
Και ο τρελός τραγούδησε
το αστόχαστο τραγούδι των τρελών.
Κι ο ναυαγός ξενύχτησε
ν’ αδειάζει με τις χούφτες του τη βάρκα.
Μόνο ο τυφλός,
που δεν μπορούσε αποστάσεις να μετρήσει
ούτε όρια,
έμεινε ν’ αφουγκράζεται τ’ ανήσυχα νερά.
Επάνδρωσα καράβια επιστροφής.
Στο μεσιανό κατάρτι ζήτησα να με δέσουν
κι άκουσα των σειρήνων την κραυγή.
«Τρία κορίτσια βγαίνουνε περίπατο στο Σόχο,
απ’ τ’ ανοιχτά πουκαμισάκια τους γυμνά
τα δεκαέξι χρόνια τους αφρίζουν.
Τρεις έφηβοι στου Τίβερη τις όχθες ψάχνουν στόχο,
παίζουν στα χέρια τους φαλτσέτες και φτερά.
Μοίρα καμιά σιμά τους δεν γνωρίζουν.
Τρία κορίτσια απόψε ζωγραφίζονται στη Βρέστη,
κρατούν ομπρέλες να ξορκίσουν τον καιρό.
Τρία αγόρια ξεμυαλίζονται στο Βουκουρέστι,
ούτε στιγμή δεν πάει ο νους τους στο κακό.
Ευχή καμιά να κάνουν δεν γνωρίζουν.
Τρία κορίτσια βάζουνε νωρίς τα νυχτικά τους,
άπλετος έρωτας τους πλέκει τα μαλλιά.
Τρεις έφηβοι μαζεύονται αργά στην κάμαρά τους,
παίζουν τα χείλη που στραγγίζουν τη φωτιά.
Σε ποιον παράλληλο είναι η Βιέννη τάχα,
ποια πυρκαγιά παράφορη στη Ρώμη εξαγνίζεται,
ποια σάρκα είναι η νύχτα που ερημώνει το πρωί».
Από τη συλλογή Η άτροπος των ημερών (1998) του Σταύρου Ζαφειρίου
Ivan Larionov, Kalinka
Δίσκος: 12 ρούσικα λαϊκά τραγούδια (1977 / απόδοση στα Ελληνικά: Γιάννης Ρίτσος)
Ακορντεονίστας του δρόμου
Στο δρόμο κάθομαι μονάχος
με την Καλίνκα στ’ ακορντεόν
κόσμος με προσπερνά γάτος αδέσποτος στο φράχτη
Κρεμασμένος Ποιος άνεμος μ’ έριξ’ εδώ
–άι, ξαπλώστε με μες στο πευκόδασο
ύπνο σμαραγδένιο να κοιμηθώ(1) – Δελφίνια αγέλη
κυνηγημένα στοίβα
στεγνά φιλιά απορημένα σ’ ακτή του πουθενά
Αναριγώ Ρείκι σε πεζοδρόμιο ριγμένο δελφίνια
πεθαμένα στ’ ακρογιάλι
–Καλίνκα, ζωή μου ζωή ξένη
έι, βατόμουρο και ρόιδο ζωή μου τρελή–
Kiki Lesendric & Λίνα Νικολακοπούλου, Το πάρτι
(τραγούδι: Μανώλης Μητσιάς / δίσκος: Στο δρόμο με τα χάλκινα (1996))
Νύχτα
Κατά μήκος του στενού δρόμου
μπαρ και καφετέριες.
Καθώς πίνει το ποτό της
διακρίνει στο απέναντι μπαρ την αγάπη της.
Η ψηλόλιγνη κορμοστασιά του
μετακινείται ανάμεσα σε υπαίθρια τραπέζια
για να μιλήσει με φίλους του.
Μέσα στο πλήθος εκείνος δεν τη βλέπει.
Σαν το κεράκι φλέγεται από τον πόθο,
όμως δεν θα πάει κοντά του,
πριν από ένα χρόνο την παράτησε.
Στον πανέμορφο πεζόδρομο
με τα φώτα, τις σκιές και τους θαμώνες
μένει καθηλωμένη στη μοναξιά της.
Από τη συλλογή το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων (2012) της Αλεξάνδρας Μπακονίκα
Γιώργος Μητσάκης, Τα μεράκια (ορχηστρικό, ηχογράφηση το 1964)
Μεράκια
Μετά το τέλος της πολιτιστικής εκδήλωσης
ακολούθησε μουσικό πρόγραμμα.
Παλιά σμυρναίικα τραγούδια,
μελωδίες, μεράκια που λαγγεύουν
και ρεμπέτικα
περιελάμβανε το ρεπερτόριο της ορχήστρας.
Στο διάλειμμα ο τραγουδιστής
–έμπειρος επαγγελματίας και φίλος από παλιά–
μου ψιθύρισε:
«Για να είμαι σε κατάλληλη φόρμα
και να φτάσω στο φόρτε μου
για τα έξοχα μεράκια που θα τραγουδήσω,
πριν αρχίσουμε, διάβασα τα ποιήματά σου
για να παρασυρθώ, να διαποτιστώ
από τον ερωτισμό τους.»
Δεν ήταν από κείνους που κολακεύουν ο τραγουδιστής,
ούτε είχε τίποτα να κερδίσει –
μέσα στη μοναχική πορεία της ποίησής μου
απρόσμενη ενθάρρυνση μου έδωσε.
Από τη συλλογή το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων (2012) της Αλεξάνδρας Μπακονίκα
Σταύρος Ξαρχάκος (μουσική) & Βασίλης Ανδρεόπουλος-Βαγγέλης Γκούφας (στίχοι): Τα τρένα που φύγαν
(τραγούδι: Βίκη Μοσχολιού / δίσκος 45 στροφών (1965))
Θα ζήσω
«Θα ζήσω» έγραφε στους τοίχους
«στο εξής θέλω περισσότερο σεβασμό εδώ μέσα»
ο αταίριαστος
η γυναίκα της διπλανής πόρτας
δυο ξένοι στην ίδια πόλη
«Θα ζήσω» έγραφε στους τοίχους
έκλαιγαν οι θεατρίνοι, έκλαιγε κι αυτός
δάκρυζε η φωτογραφία του πατέρα
και ξεκινούσε «τα τρένα που φύγαν»
γιατί πάντα οι νικητές γράφουν την ιστορία
κι οι χαμένοι τα τραγούδια
Από τη συλλογή για το Άλφα της στέρησης (2019) του Γιώργου Λ. Οικονόμου
Jimmy Page & Robert Plant, That’s the way (by Led Zeppelin / album: Led Zeppelin III (1970))
Το φάντασμα της φυλακής
Έρχεται πάλι
και ξανάρχεται,
ώρες βραδινές,
τότε που οι αντιστάσεις
και τα ευτελή προσχήματα λυγίζουν,
σαν θρόισμα, σαν χάδι,
μέσ’ απ’ τα πέτσικα καραγάτσια της φυλακής,
και στοιχειώνει τη σκέψη μου.
Με μεθάει,
με τον αποσταγμένο
γλυκασμό της ιστορίας μας,
κι ακροβατώ
πάνω σε μύριες υποθέσεις,
τα «εάν» σειρές αμέτρητες,
τα «μήπως» σαν τα «ίσως» άπειρα,
κι αναζητώ στα φυλαγμένα μου βινύλια
παρηγοριά του Robert Plant κολορατούρα,
να μου θυμίζει, να με πείθει, ενδεχομένως,
με κείνο το ουράνιο «That’s the way»,
πώς έτσι κάπως έπρεπε να γίνει…
Δοκιμασμένο κόλπο, ξέρεις,
απλώς για να ζυγιάζονται
ο Χρόνος με τα Αισθήματα
(ανάγκη βασική των κρατουμένων),
οι ελπίδες ν’ αβγατίζουν
και τα χρόνια να κυλούν.
Αλλά τα κόλπα μισερά
αντέχουν λίγες μέρες.
Κι εκείνη, η αθεόφοβη,
σαν δεν νογάει από τέτοια,
έρχεται πάλι
και ξανάρχεται
και φτου κι απ’ την αρχή το πανηγύρι.
Από τη συλλογή Γενιά του Νοέμβρη (2010) του Νίκου Δόικου
Η Μαρία Σουλτάτου τραγουδά και η Εύα Κοταμανίδου απαγγέλλει το ποιητικό σκέλος του τραγουδιού «Και να αδερφέ μου» από το μουσικό έργο «Καπνισμένο τσουκάλι» του Χρήστου Λεοντή σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου.
Το ηχητικό απόσπασμα στο βίντεο είναι από μια παράσταση στη μουσική σκηνή Χαμάμ της Αθήνας γύρω στο 2006 και λόγω της συγκλονιστικής συμμετοχής της Εύας Κοταμανίδου (που ερμηνεύει το ποίημα και τραγουδιστικά) μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ντοκουμέντο. Η φίλη μου Μαρία Σουλτάτου λέει πως ήταν μια μοναδική εμπειρία αυτή η μουσική παράσταση και, πρωτίστως, η συνεύρεσή της στη σκηνή με την Εύα Κοταμανίδου.
Στη μνήμη της σπουδαίας ηθοποιού Εύας Κοταμανίδου που πέθανε χτες (26 Νοεμβρίου 2020)