Ρίτα Μπούμη-Παπά & αδελφοί Κατσιμίχα, Υπόγειο

Υπόγειο

Μουσική: Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας
Ποίηση: Ρίτα Μπούμη-Παπά
Τραγούδι: Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας
Δίσκος: Ζεστά ποτά (1985)

Τους ήλιους δεν εμέτρησες
που σε ζητήσαν τόσα χρόνια
πού ’σαι γυναίκα
με τα γαλάζια τσίνορα
σ’ έκρυψε στο φουστάνι της
η μαραμένη κοπέλα
πέντε χειμώνες σ’ έθαψαν
σε χιόνι λασπερό

Μεγάλη νυχτερίδα τρέφεται
απ’ τη νιότη σου
γι’ αυτό νωρίς βραδιάζει
πριν χορτάσεις
το μεσημέρι καίει
στα ψηλά τα δώματα
το κύμα του ξανθό
λούζει τους δρόμους

Πεθαίνεις με τους ποιητές
κάθε ηλιοβασίλεμα
τα χέρια σου μυρίζουν
απ’ τα μαλλιά τους
χτυπάει η καμπάνα
που δεν πιστεύεις πια
σε ξένη αυλή συνομιλείς
με το φεγγάρι

Σου ’φερε ο Μιλόζ
φέτος την άνοιξη
την πείνα σου ποιος άλλος μπορούσε να νοιαστεί
φουρτούνιασε τη γειτονιά
το φιλντισένιο αμάξι του
γίνου όμορφη, γίνου όμορφη
στα περιβόλια θα σε δείξει

Έχεις ένα χαμόγελο
από μαργαριτάρια
ψαράδες Σικελοί
στο ταίριασαν να το φοράς
ψάξε και βρες το
πριν σε κλείσει η νύχτα
σ’ ένα υπόγειο βαθύτερο
από τούτο

Ρίτα Μπούμη-Παπά, Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες

Ρίτα Μπούμη-Παππά & Ανδρέας Α. Αρτέμης, Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
(τραγούδι: Αθηνά Χαραλαμπίδου / δίσκος: Fontana Amorosa (2001))

Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες

Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα πλημμυρίσει η πόλη με βουβά κορίτσια
ο αέρας με στυφή ευωδιά θανάτου
τα φρούρια θα σηκώσουν άσπρες σημαίες
τα οχήματα θα σταματήσουν –
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.

Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα δείτε χίλια κορίτσια με τρυπημένα στήθη
ακάλυπτα, να σας φωνάζουν
«γιατί μας στείλατε έτσι νωρίς να κοιμηθούμε
σε τόσο χιόνι, αχτένιστες, κλαμένες;» –
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.

Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα ιδούν κατάπληκτα τα πλήθη
πως φάλαγγα πιο ανάλαφρη δεν πάτησε τη γη
πως λιτανεία πιο ιερή δεν έχει παρελάσει
ανάσταση πιο ένδοξη και ματωμένη –
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.

Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
γαμήλιο άνθος η πανσέληνος θα υψωθεί να τις στολίσει
μέσα στα κούφια μάτια τους θα κλαίνε ορχήστρες
οι μπούκλες τους, οι επίδεσμοι θα κυματίζουν
ω τότε, πολλοί από τύψεις θα πεθάνουν –
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.

Από τη συλλογή Χίλια σκοτωμένα κορίτσια (1963) της Ρίτας Μπούμη-Παπά

Ρίτα Μπούμη-Παπά, Στοιχεία για μια ταυτότητα

Στοιχεία για μια ταυτότητα

Δεν εγεννήθηκα σε πέτρινο κρεβάτι
γι’ αυτό κι από παιδί ήμουν εχθρός των όπλων
και συμμαχίες σύναψα με ωδικά πουλιά.
Πόσο ήμουν ευαίσθητη
το γνώρισαν οι συριανοί ψαράδες
σαν έριχνα στα δίχτυα τους
από αβάσταγη λαχτάρα
το ασημένιο ψάρι της καρδιάς μου.
Δεν πρόδωσα το πελαγίσιο αίμα μου
μ’ έναν αγρό
την πρώτη μου τη δίψα
με μια τυχαία κρήνη,
μελέτησα τη θάλασσα που δεν μιλά
μα σκέπτεται κι οργίζεται καθώς εμένα
δανείστηκα στον κίνδυνο τη δύναμή της.
Αν κρύφτηκα νωρίς μες στα φυλλώματα των στίχων
τόκανα για να κλαίω αθέατη
για τη δυσαρμονία της εγκόσμιας τάξης
τη δυστυχία των καλών και των αθώων.
Εσπούδασα κοιτάζοντας με προσοχή τις εποχές
τις λεωφόρους τ’ ουρανού τη νύχτα
υπολογίζοντας τις αποστάσεις με κοινά μέτρα∙
ας έλεγε η μητέρα μου ότι
του Ιακώβ η σκάλα δεν στήνεται με λογαρίθμους.
Ερμήνευσα τον ψίθυρο του δάσους
στην ενδοχώρα του εισχωρώντας
λεπτές πρασινωπές σκιές εσήκωσα στους ώμους μου
κουβέντιασα με πέτρες∙
και σε ανώνυμα σκόρπια οστά
του χρόνου εψηλάφισα τις διαστάσεις.
Πολλές ώρες επέρασα κοιτώντας τα μυρμήγκια:
το μαύρο όλο φρόνηση κεφάλι τους
τ’ αδύναμα τα πόδια τους, η προκοπή τους
μου δίδαξαν πολλά.
Ό,τι επρόσεξα ως τώρα το ανακάλυψα
κι απ’ το χαμό ζήτησα να το σώσω
γιατί και το μηδαμινό
στην τέχνη μου υλικό προσφέρει, όταν
το ποίημα έρχεται ορμητικό σαν το γεράκι
και φεύγει αφού βοσκήσει μες στα σπλάχνα μου,
τότε που γίνομαι γλυκιά επίμονη σταγόνα
και μεταβάλλω βράχους σε αγάλματα.
Η οδύνη με πολέμησε δίχως να με νικήσει
ήπια όλους τους λυγμούς μου
και σύγκορμη εκάηκα μες στη φωτιά
που η μοίρα μού εμπιστεύθηκε,
μόνη
με αδρόσιστα τα εγκαύματά μου.
Μια λεπτομέρεια ακόμα
για τα δακτυλικά μου αποτυπώματα:
τα χέρια μου είναι ελαφρά
για δεν κράτησαν ποτέ χρυσάφι.

Από τη συλλογή Ανθοφορία στην έρημο (1962) της Ρίτας Μπούμη-Παπά

Ρίτα Μπούμη-Παπά, Μια ζωγραφιά με έξι πρόσωπα

Μια ζωγραφιά με έξι πρόσωπα

Στο Μάνο Χατζιδάκι

Σιωπή. Το θέμα αρχίζει:
Στο βάθος της σκηνής η νύχτα με την ίδια θάλασσα
στην πρώτη φάση του το ίδιο υπάκουο φεγγάρι.
Το σκηνικό, ένα σπίτι δαρμένο από τις τρικυμίες
γεμάτο σχέδια καραβιών
υποθαλάσσιους θάμνους, όστρακα κι εγκαταλείψεις.
Χέρι μικρού παιδιού που μέσα μας κοιμάται
πιέζοντας το στήθος μας σαν βαριά λύπη
οδήγησε το σκηνοθέτη. Ένα παράθυρο μονάχα.
Ίδιο με της ψυχής. Κι από τη σκοτεινή κορνίζα
παρέλαση σιωπηλή προσώπων.
Μια στιγμή μόνο. Αμέσως ύστερα
τα καταπίνει η νύχτα
και δεν τα ξαναβλέπει πια κανείς.
Οι ηθοποιοί αδίδακτοι εντελώς
μα γεννημένοι όλοι τους να παίξουν ένα ρόλο.
Στου τραπεζιού τη μέση η λάμπα
καρτερική και σίγουρη σαν φάρος
και γύρω από το δείπνο το λιτό
ένα σφιχτό βραχιόλι αδέρφια
με την κλιμακωτή ηλικία. Το πιο μικρό
μ’ ένα ροδάκινο ρομαντικό στο χέρι.
Δίχως πατέρα. Εκείνος
με μια κιθάρα γυρίζει έξω αλλοπαρμένος
ν’ ανακαλύψει κάτι άλλο
πιο ανάλαφρο απ’ τη χαμοζωή.
Η μητέρα με τα θυμάρια αγκαλιά
τα εξωκλήσια στην καρδιά της
τις ζύμες μες στα νύχια της
απ’ το ψωμί που ζύμωσε πριν ξημερώσει.
Κύκλος αγνός, χαρούμενος μέσα σε τόση νύχτα.
Μόνο στην άδεια θέση του πατέρα
ένας καημός—
ένα μπουκέτο αμάραντα ερωτικά τραγούδια.
Πρόσωπα αγγελικά, μάτια λαμπρά, περίεργα
στην πρώτη κιόλας τη σελίδα του έργου
προφίλ ευγενικά από καθάριο φίλντισι
παιδικά γέλια—κύματος αφρός.
Του ρολογιού ο επίμονος ρυθμός
διδάσκει υπομονή και καρτερία.
Λίγα παλιά βιβλία στο ράφι, ένα καντηλέρι
και των επίπλων οι πιστές σκιές.
Και πάλι η εποπτεία της μητέρας
με τ’ άσπρα χέρια της πάνω σε όλους
και τ’ άνθος το εύγλωττο της σιωπής της.
Αν ο πατέρας δεν είχε το πάθος
της περιπλάνησης μέσα στη νύχτα
θάταν πληρέστερη η εικόνα
και πιο γλυκιά των γρύλων η ορχήστρα
στου παραθύρου το περβάζι.
Μα κι έτσι, η ζωγραφιά
απ’ τον καιρό ξεθωριασμένη
πιάνει ολόκληρο το παλκοσένικο.
Κι αν την προσέξετε
μπορεί απ’ το χαμό και να σωθεί.
Δεν είναι λίγο…
Η αυλαία κλείνει.
Ευχαριστώ.

Από τη συλλογή Ανθοφορία στην έρημο (1962) της Ρίτας Μπούμη-Παπά

Ρίτα Μπούμη-Παπά, Κάποτε

Κάποτε

Κάποτε θα σταματήσει στη μέση το χειρόγραφο
το βήμα, η πάλη, το ρολόι, η ασχολία
ο ισόβιος διάλογος με τα πιστά αντικείμενα.
Κάποτε θα πάψει ν’ αναβρύζει
η μυστική πηγή που πλημμυρίζει το σπίτι
τα εξαίσια νούφαρα που με κοιτούν κατάπληκτα
καθώς τα μάτια του χιονιού στη σιωπή.
Δεν θα υπάρχω πια στο φεστιβάλ των λέξεων
για να χορέψω ευλύγιστα
με όσους κρατούν από μια πέννα στο χέρι
για να μεθύσω με ξανθό κρασί της Αττικής.
Με μια πανσέληνο αλλόφρονη ριγμένη στα ποτάμια
θα έχω φύγει φορτωμένη από χαμένα πράγματα
νωπά χειρόγραφα ακριβά
μια στερνή λέξη ανθρώπινη στ’ αυτιά μου.
Θάχω ριχτεί παρά τη θέλησή μου
γυμνή στο χώμα για να γίνω φύκι
μια παπαρούνα με το χρώμα που αγαπώ
ένα κοχύλι, νεύρο στο φύλλο της σημύδας
άνθος της παγωνιάς που ανθεί
απ’ την πνοή μικρού αγοριού στο τζάμι
γλάρος στο πατρικό αρχιπέλαγος
κοράκι του κοιμητηρίου
βρύο.
Κανείς δεν ξέρει από πού άρχισε
από ποιες φράσεις θα περάσει
πού θα τελειώσει:
σε αχτίδες, σε χαλίκια, σε φτερά…

Από τη συλλογή Ανθοφορία στην έρημο (1962) της Ρίτας Μπούμη-Παπά

Ρίτα Μπούμη-Παπά, Όνειρο

Όνειρο

Είχε προηγηθεί μια σιωπή
ίδια με κείνη που απλώνεται
λίγες στιγμές προτού χιονίσει.
Και ξαφνικά
σάλπιγγες, σάλπιγγες
έφιπποι κήρυκες
και πλήθη.
Και πάλι σιωπή.
Θα έλεγε κανείς πως αναγγέλλονταν
η άφιξη ηγεμόνα
από τις πύλες. Όχι.
Στον ουρανό ένα ποίημα
ξετυλιγόταν σε περγαμηνή
κι όλο κατέβαινε κατέβαινε
πάνω απ’ τα πλήθη.
Και η μεμβράνη του χαρτιού όλο και άπλωνε
μέχρι που έγινε πελώρια σαν χώρα.
Τότε τα ιδεογράμματα των τελευταίων στίχων
αρχίσανε να στάζουνε και να κυλούν σαν δάκρυα
πάνω σε μυριάδες ανοιχτές παλάμες
σε χείλη, σε ώμους, σε μαλλιά
που δίψαγαν να κοινωνήσουν…

Από τη συλλογή Ανθοφορία στην έρημο (1962) της Ρίτας Μπούμη-Παπά

Ρίτα Μπούμη-Παπά, Εκεί υπάρχω

Εκεί υπάρχω

Δεν είμαι ούτε στη σάρκα που εξατμίζεται
ούτε στα έργα τα καθημερινά και στα φορέματά μου
ούτε και στις ανώνυμες σελίδες που πουλώ
για να κερδίσω το ψωμί μου.
Κι αυτή η μορφή που αποτυπώθηκε
στην αστυνομική ταυτότητά μου
δεν είναι παρά προσωρινή απεικόνιση
μάσκα ισόβια
που μου τη φόρεσαν χωρίς να το ζητήσω
και που μπορεί χτες νάταν φοίνικας
και αύριο μαύρο κοράκι.
Κι όλα θα μεταμορφωθούν σαν λιώσουν
στων φάσεων το χωνευτήρι
σάρκα, οστά, χαμόγελο και βλέμμα.
Μονάχα το τραγούδι μου ανέπαφο θα παραμείνει
στο πύρινο περίβλημά του
κι όπως ακλόνητα πιστεύω
θάναι το όπλο που θα μου χαρίσει
τη νίκη την οριστική, κι ακόμα
η δύναμη που γρήγορα θα μ’ αναστήσει.
Εκεί, μες στο τραγούδι, υπάρχω
και κει θα συναντιόμαστε κάθε φορά που θα διψάτε
για μιαν αληθινή επαφή
σεις που δεν γεννηθήκατε ακόμα.
Κει θα με ψαύετε γυμνή και θα ριγάτε
κι εγώ από κει θα σας χαμογελώ
και τις αισθήσεις σας θα ευφραίνω
αιώνια νέα
σαν ανοιξιάτικο τοπίο.

Από τη συλλογή Ανθοφορία στην έρημο (1962) της Ρίτας Μπούμη-Παπά

Ρίτα Μπούμη-Παπά, Ο αιώνιος δρόμος

Ο αιώνιος δρόμος

Δεν έχασα το δρόμο που οδηγεί σε κείνον,
όμως δεν μπορώ να φτάσω κοντά του
παρά σαν ένας ήχος δίχως όνομα
σαν μια αιώνια παρουσία
που κατεργάζεται ο χρόνος
κι εγώ με δέος από τώρα ψηλαφώ
στα απολιθωμένα όστρακα
στα προϊστορικά οστά και χαλίκια
στις ρίζες τις βαθιές της γης μου.
Και είμαι εντελώς ήσυχη
γιατί δεν θα χαθεί η ιστορία μου
ύστερα απ’ την ταφή μου
στα ευκολοσύντριφτα χαρτιά, στις πέτρες των κοιμητηρίων
αλλά, όπως της πρέπει,
για πάντα θα τη διηγούνται
οι φλοίσβοι στις ακτές
στα δάση τα θροΐσματα
η στριγκή φωνή των επίπλων στη νύχτα
κι ακόμα
ο απαρηγόρητος λυγμός ποιητών εφήβων
που μ’ αγάπησαν σαν μητέρα

Δεν έχασα το δρόμο που οδηγεί σε κείνον
αντίθετα τον άνοιξα σε μια παλίρροια σιωπής
όταν εξερευνούσα
τοπία εκπληκτικά απ’ τις αισθήσεις μου πλασμένα
ερήμους που δεν λέρωσαν πολιτισμοί
τη γη που έπινε το αίμα των παιδιών της
και μου ζητούσε να της δείξω τους ενόχους
κρατήρες σκεπασμένους από χιόνια
τριαντάφυλλα με την καρδιά τους αξεσφράγιστη.
Και προχωρούσα ασυμβίβαστη σ’ αυτό το δρόμο
(που η αξίνα μου άνοιξε σε μέγα μέρος)
σηκώνοντας αποσκευές με μυστικά εκρηκτικά
με πένθη, με ήττες αλλά και με νίκες
καπνισμένη από φωτιές κι επαναστάσεις, μεθυσμένη από κλάμα
ανεβαίνοντας, κατεβαίνοντας, φεύγοντας πάντα
σαν βέλος που δεν πέφτει αν δεν βρει το στόχο.
Και ξέρω, όπως και κείνος που με περιμένει,
πως το δρόμο αυτό δεν τον περνώ για τελευταία φορά:
Πάλι απ’ αυτόν θα επιστρέψω
να κατοικήσω στο βράχο είτε στο δάσος
να γίνω ρόδο, λύχνος, περιστέρι
μαχαίρι από πυρίτη λίθο…

Από τη συλλογή Ανθοφορία στην έρημο (1962) της Ρίτας Μπούμη-Παπά

Ρίτα Μπούμη-Παπά, Το φίδι

Το φίδι

Σαν έφτασα στα μισά του δρόμου
και ζύγισα το βάρος που σηκώνω πενήντα χρόνια
για να μπορείς πιο ελαφρά να περπατάς
είδα πόσο ήμουνα μόνη.

Πού είσαι; Ως χτες επροχωρούσαμε μαζί
ξαφνικά τώρα δε σε βρίσκω
έχει κακοτοπιές, είμαι τυφλή
φυσάει δυνατός αέρας.

Ίσως να σε παρέσυρε η άνοιξη,
στα μάτια μιας ξένης γυναίκας
να είδες πάλι
τον εαυτό σου έφηβο ξανθό.

Η εφετινή χαρά σου σε προδίδει
έρχεσαι από κει που δεν πηγαίνω πια
σε μέθυσαν οι μυρωδιές του δρόμου
δεν ευκαιρείς να ιδείς το φίδι
που ’χει τυλίξει το λαιμό μου.

Από τη συλλογή Το ρόδο της Υπαπαντής (1960) της Ρίτας Μπούμη-Παπά

Ρίτα Μπούμη-Παπά, Πλάσματα αϋπνίας

Πλάσματα αϋπνίας

Από πού αναδύεστε
πρόσωπα, πρόσωπα, πρόσωπα
πίσω ακριβώς από το φράγμα του ύπνου
όταν απλώνω τα χέρια να πιαστώ
στην κόχη ενός ουρανοξύστη
στο παραπέτο μιας γέφυρας
στο χείλος μιας αβύσσου
με τον κίνδυνο στην καρδιά μου
το κενό κάτω απ’ τις φτέρνες μου.
Από πού αναδύεστε τόσες μάσκες
με κινηματογραφική διάταξη
στη σκοτεινή κρεβατοκάμαρα
όταν ο υπερβολικός κόπος της μέρας
των νεύρων η ένταση
ο πανικός της ψυχής
φυγαδεύουν τον ύπνο;

Πρόσωπα γνωστά και όμως άγνωστα
πού σας έχω γνωρίσει;
Σε ποια εποχή συμβαδίσαμε σε πορείες;
Δε θυμάμαι είτε δε βλέπω με την ίδια όραση
παλιά και καινούργια πρόσωπα, δάσος,
εωσφορικά, πονεμένα, αγγελικά, θεία
καταδικαστικές στυγνές γκριμάτσες
τρυφερά παιδικά χαμόγελα
πεθαμένα από σαράντα χρόνια
της αδελφής μου το φιλντισένιο προφίλ
του πατέρα το σκεπτικό πρόσωπο
γεμάτο πόθο να με αναγνωρίσει
της πρώτης μου δασκάλας το γυμνό κρανίο
που θέλει και τώρα να μου δείξει το σωστό δρόμο
πρόσωπα, πρόσωπα, πρόσωπα
με κοιτούν, μ’ ερευνούν, μ’ εξετάζουν
με ψηλαφίζουν τα δύσπιστα βλέμματά τους
γουρλωμένα τα μάτια τους αμφιβάλλουν
Εσύ;…
Ένα πρόσωπο σαρκάζει
άλλο κλαίει πικρά γιατί γέρασα
άλλο με φτύνει με αηδία
άλλο μ’ επιδοκιμάζει με μορφασμούς
άλλο καγχάζει δίχως ν’ ακούγεται
άλλο μου γνέφει να βιαστώ
κι όλα μ’ εκλιπαρούν
να μη στρίψω το διακόπτη
να μην ανάψω ένα σπίρτο
τα σκοτώνει ένα προς ένα
το φως.

Πούθ’ έρχεστε κάθε άυπνη νύχτα
πώς μπαίνετε πλήθος στην κάμαρά μου
δίχως τον παραμικρό θόρυβο
δίχως να τρίξει η πόρτα
πλάσματα που πεθαίνετε την αυγή;

Από τη συλλογή Λαμπρό φθινόπωρο (1961) της Ρίτας Μπούμη-Παπά