Σταύρος Βαβούρης, Η δεύτερη μεταμόρφωση

Η δεύτερη μεταμόρφωση

Το μονοπάτι που έλπιζες να μην το λησμονήσεις.
Την Αγάπη δεν την λένε θάνατο.
(Μάθε πιο καλά τη γλώσσα των Ανθρώπων.)
Αγάπη να την ονομάζεις.
Αγάπη να τηνε ζητάς
τον Θάνατο τον λένε Θάνατο.

Φόρεσε μόνο πράσινα ξανά
και σβήσε τα κεριά
και μην εκπλήττεσαι,
που αλλάζω φως και χρώματα
σαν φαντασμαγορικό βεγγαλικό,
και μη νομίζεις λιμασμένα τα όνειρά μου.

Μη λησμονάς το φλογισμένο μονοπάτι
και το φλεγόμενο ταπέτο του.
Ό,τι μας καίει δε μας πεθαίνει
όχι, πώς να σου το πω;
Την Αγάπη δεν την λένε Θάνατο

την Αγάπη τηνε λένε Αγάπη.
Έτσι θα το βρεις παντού.
Ο δρόμος της
δε βγάζει όπως νομίζαμε στην άβυσσο.

Αγάπη μου
τελειώνοντας σ’ το γράφω πάλι:
Το μονοπάτι που έλπιζες
να μην το λησμονήσεις.

Πηγή: Η ελληνική ποίηση ανθολογημένη από τον Ρήγα έως σήμερα (από τον Βασίλη Βασιλικό), εκδ. Πλειάς (1993)

Σταύρος Βαβούρης, Μέσ’ απ’ τις αναμνήσεις μου

Μέσ’ απ’ τις αναμνήσεις μου

Μέσ’ απ’ τις αναμνήσεις μου προβάλλει
διακριτική μα εμφαντική
και τόσο επίμονη η μορφή του
γεμάτη τραγωδία κι έπαρση∙
επίμονη
και τώρα που δεν μπορεί πια να επιμένει
που δεν χτυπάει τραπέζια
που δεν γυρίζει και ξαναγυρίζει απελπισμένος κι έξαλλος
επιμένει τώρα περισσότερο
να είναι βασιλιάς στη μνήμη μας
επιμένει
τόσο βαριά να πλημμυρίζει τις καρδιές μας.

Και τώρα πια που δεν φωνάζει
ξαναχυμάει σα θύελλα ανεπαίσθητα
μας ξεκουφαίνει η σιωπή π’ άφησαν φεύγοντας
τ’ απέραντα πελώρια μάτια του

μας αφανίζει η απορία
π’ άφησαν φεύγοντας τα μάτια αυτά
που λησμονούσαμε όταν ολολύζανε παρόντα
και τώρα τόσο ανώφελα θυμόμαστε.

Πηγή: Η ελληνική ποίηση ανθολογημένη από τον Ρήγα έως σήμερα (από τον Βασίλη Βασιλικό), εκδ. Πλειάς (1993)

Σταύρος Βαβούρης: [Φυγόκεντρό μου ποίημα…]

Άτιτλο (Φυγόκεντρό μου ποίημα…)

[Ενότητα Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα](1)

Φυγόκεντρό μου ποίημα
Κάνεις να ξεφύγεις προς τα δω
Κάνεις προς τα κει
Σου ’χω αποκλείσει όλα σου τα διέξοδα
— Αέρα, λίγο αέρα
Κάνε λίγο πέρα, δήμιε κορωμένε
— Εκεί —φρενιάζω— εκεί
Γράψου πρώτα κι ύστερα τα λέμε.

Δήθεν πειθαρχείς, παύεις να καλπάζεις
Λίγο δε λακτίζουν μέσα μου οι οπλές σου
Μαζεύεσαι έντρομο στο κέντρο
όπως οι φλόγες της φωτιάς τής περιφέρειας
που έχω ανάψει όλο και πλησιάζουνε
— Θα σε καρφώσω — μαίνομαι
— Μην ελπίζεις στη φυγόκεντρη φορά σου
Κει που ’σαι θα πλαντάξεις,

θα γίνεις στάχτη, παρανάλωμα μαζί μου
αν δω πως δε μπορώ
πόσο και πώς μπορώ να σε ημερώσω, να σε σώσω.

Η μοίρα σου είμαστε η φωτιά κι εγώ
φυγόκεντρο, αφηνιασμένο ποίημά μου.

Σχόλια-παραπομπές του ποιητή σε δάνειους στίχους
(1) Βλέπε το στίχο του Μάρκου Μέσκου:
Πού πάει, πού με πάει αυτός ο άνεμος;

Από τη συλλογή Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα (1985) του Σταύρου Βαβούρη

Σταύρος Βαβούρης: [Δύσκαμπτο ποίημα, δύστροπο…]

Άτιτλο (Δύσκαμπτο ποίημα, δύστροπο…)

[Ενότητα Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα](1)

Δύσκαμπτο ποίημα, δύστροπο
Τσινάει: «δε γράφομαι,
δε γράφονται τα ποιήματα».
Εσύ επιμένεις φυσικά,
και κάπου βρίσκεις, τέλος, την αρχή του.
Πας να το ξετυλίξεις
μα μουλαρώνει ξάφνου στρίβεται
τυλίγεται, τυλίγεται
κουβάρι σκούρο μες στο στήθος σου
σου φράζει για καλά τον οισοφάγο.

Πάλι δηλαδή τα ίδια απ’ την αρχή
κι έτσι εξαγριωμένος
το ξετυλίγεις άτσαλα∙
(πρέπει να τελειώνεις πια μαζί του, τι να κάνεις;)

Τότ’ ακατάσχετο
γεμίζει νήματα το σπίτι
Νήματα, ποιήματα-κλωστές
τυλίγονται στα πόδια σου
στο στήθος στους λαγόνες
φτάνουν ανεπαίσθητες θηλιές
γύρω από το λαιμό σου
και τότε τι να κάνεις;
Πάλι το τυλίγεις, το τυλίγεις
—Σκασμένο, ποίημα αγκυλωμένο τι γυρεύεις;
Νερό; νεράκι του θεού;
Ντερλίκωσε, ρουπώσου—
Τ’ αποποιείται δύστροπο — δε θέλει, δεν το θέλει
Αίμα θα θέλει υποψιάζομαι
κι έτσι χορτάτο κι εύκαμπτο
να βγει, να ξεχυθεί σα λογοδιάρροια στο χαρτί.

Δύσκαμπτο ποίημα
σαδιστικά στριμμένο τυλιγμένο με παιδεύει

Δεν το μπορώ, δεν το μπορώ
αυτό το τελευταίο μου ίσως ποίημα.

Σχόλια-παραπομπές του ποιητή σε δάνειους στίχους
(1) Βλέπε το στίχο του Μάρκου Μέσκου:
Πού πάει, πού με πάει αυτός ο άνεμος;

Από τη συλλογή Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα (1985) του Σταύρου Βαβούρη

Σταύρος Βαβούρης: Από κει κάτω…

Από κει κάτω…

Από κει κάτω θα ’ρθει
το σκοτεινό πουλί της συμφοράς∙
Θ’ ανέβει
σίγουρα ζυγιάζοντας τ’ ατσάλινα φτερά του
για να ραμφίσει με το ράμφος του τη νηνεμία αυτή.
Θά ’ρθει και θα ξανάρθει, για να σκίσει στα δυο τις ήσυχες ημέρες
που θα ’χω ξεπληρώσει μ’ αίμα

Αλλά κι εγώ, θα είμαι ακονισμένος πια.
Θάχω ένα φίδι μες στα μάτια
για να δαγκώνει στην καρδιά το θάνατο
Θα έχω αυτή τη μυστική πληγή
που αιμορραγεί, χωρίς ποτέ να μ’ εξαντλεί,
να με τινάζει, πάντοτε σαν έλασμα απ’ ατσάλι
σα λόγχη που ανασύρεται απ’ τη θήκη της μ’ οργή

Να ’ρθει λοιπόν, να ’ρθει ο γύπας τ’ ουρανού
αν θέλει ακόμα το αίμα μου.
Μια του και μια μου ως το τέλος.
Να ’ρθει.
Εδώ ’μαι.

Πηγή: ελληνική ανθολογία της νέας ποιήσεως, εκδ. Άγκυρα (1974)

Σταύρος Βαβούρης: Περίεργο, βρέχει στους χωρισμούς

Περίεργο, βρέχει στους χωρισμούς

Περίεργο, βρέχει στους χωρισμούς,
πάντοτε βρέχει.

Όλα τα βλέπεις να τρεμίζουν δυσδιάκριτα
πίσω από ’να τζάμι
που το χτυπάει ανήλεη η βροχή.
Κάνεις να το σκουπίσεις
μα το νερό,
αμέσως πάνω απ’ τ’ άλλο το νερό
όλο και το θαμπώνει πιο πολύ
καθώς απομακρύνεται στο δρόμο
έν’ απολύτως ακαθόριστο περίγραμμα
και να! θολό, που κοντοστέκει λίγο
πριν διαλυθεί μες στη βροχή.

Βρέχει στους χωρισμούς.
Ακόμα και ν’ αστράφτει, κάτω από το φως,
ο κόσμος όλος
Περίεργο! Βρέχει,
πάντοτε βρέχει.

Πηγή: ελληνική ανθολογία της νέας ποιήσεως, εκδ. Άγκυρα (1974)

Σταύρος Βαβούρης, Θ’ ανοίξω πάλι την πόρτα…

Θ’ ανοίξω πάλι την πόρτα…

Θ’ ανοίξω πάλι την πόρτα μου στα σκληρά όνειρα,
στους κυκλώνες που με ψάχνει ο στρόβιλός τους
και θα δεχθώ να βγω γυμνός
στις κοφτερές μεταλλικές αυγές
που πάλλουν λυσσαλέες έξω από τα τζάμια μου
σα σπαθιά χιλιάδες μες στο φως

Θ’ αφεθώ λέγοντας «ναι» στ’ ανήλεα άστρα τους
στην ηδονή τους που εξοντώνει
θα διαλυθώ στη μέθη τους, θα τρελαθώ ξανά.
Και μ’ άγριες, σκληρές, πελώριες κινήσεις
μ’ αδίστακτα μεγάλα βήματα γελώντας
θα κατακρεουργηθώ την Άρνηση διασχίζοντας
μ’ αν φτάσω στην απέναντι μεριά κι υπάρχω ακόμα
θα ’χω διασωθεί από την Απολίθωση
που ανεβαίνει ήδη ακάθεκτη απ’ τα νύχια μου
προχωρώντας σταθερά προς την καρδιά.

Πηγή: ελληνική ανθολογία της νέας ποιήσεως, εκδ. Άγκυρα (1974)

Σταύρος Βαβούρης, Μόνο στα όνειρά μου

Μόνο στα όνειρά μου

Μόνο στα όνειρά μου θα ξανάρθεις πια.
Πάντα σιωπηλά και διφορούμενα
κι ακόμα βέβαια τότε περισσότερο
δεδομένου ότι δεν έχουν ήχους τα όνειρα
και φέρνουν τόσ’ αόριστα ό,τι φέρνουν.

Θα μου μιλάς και δε θα ξεχωρίζω τι μου λες
«Ορκίσου» θα ικετεύω
δίχως να μπορώ ν’ αρθρώσω λέξη
μα εσύ θα φεύγεις
θα διαλύεσαι στο χώρο του ύπνου
κινώντας σιωπηλά και διφορούμενα τα χείλη
όπως πάντα
και τότε ακόμη βέβαια περισσότερο
αφού πραγματικά δεν θα ’χεις έρθει
αφού ποτέ πια δεν θα ξανάρθεις
παρά μονάχα στα όνειρά μου πια.

Πηγή: ελληνική ανθολογία της νέας ποιήσεως, εκδ. Άγκυρα (1974)

Σταύρος Βαβούρης, Υπό δυσμένειαν

Υπό δυσμένειαν

Ω, δεν θα μάθετε ποτέ το τι υποφέραμε
από τον ένα σεισμογενή χώρο στον άλλο
από τη μια γη
που υποχωρούσε κάτω από τα πόδια μας
στην άλλη που απειλούσε
κι ανάσαινε σαν άνθρωπος μ’ οργή

Ποτέ, ποτέ σας δεν θα μάθετε το τι υποφέραμε
με τον μαγνήτη αυτό της κάθε συμφοράς στα μάτια
μια ολόκληρη ζωή πλάι στο μπαρούτι
και τη φωτιά να τρέχει μες στις φλέβες
με το αίμα μας μαζί ασθμαίνοντας.

Ποτέ σας δεν θα μάθετε, ποτέ.

Πηγή: ελληνική ανθολογία της νέας ποιήσεως, εκδ. Άγκυρα (1974)

Σταύρος Βαβούρης: Για τη Μεσσαλίνα, ακολασία και άρνηση

Για τη Μεσσαλίνα, ακολασία και άρνηση

Σε κάθε σιωπηλή πτυχή των ημερών μου
ελλόχευε ένα ποίημα∙
όχι απ’ αυτά που γράφουν στο χαρτί
αλλά από κείνα που ’ναι διάχυτα στον άνεμο
ή που κυλούν με το αίμα μας στις φλέβες
και που ’ναι αυτό καθ’ εαυτό το αίμα πιθανόν
μεθυσμένο από το χρώμα, το ρυθμό και την ιδέα
μιας ακολασίας μουσικής.

Η κάθε νύχτα μού μιλούσε μ’ ένα ποίημα
πούσπρωχνε και φούσκωνε τα τζάμια
σαν ιστία πλοίου επειγόμενου να φύγη
κι η κάμαρά μου τότε ναυαγούσε σε κυκλώνες
πυρετού και φαντασίας εξημμένης
απ’ το χρώμα, το ρυθμό και την ιδέα
μιας ακολασίας μουσικής.

Στα μπρούτζινα κορμιά των μονομάχων
στα διψασμένα μάτια των φρουρών
ελλόχευε παντού, με τόσο λυσσαλέα επιμονή
αυτό το διψασμένο κι αδηφάγο ποίημα
ώστε μ’ άναψε και μ’ έκαψε και μ’ έκανε
ολόκληρη και μένα ένα ποίημα που αναπτύχθηκε
και τέλειωσε στο χρώμα, το ρυθμό και την ιδέα
μιας ακολασίας μουσικής.

Από τη συλλογή Τρία ποιήματα (1954) του Σταύρου Βαβούρη