Γιώργος Μαρκόπουλος, Παλιός καθρέφτης

Παλιός καθρέφτης

Και έπειτα όλα οδηγούν στην απόγνωση.
Στην τρέλα ή στον αυτόχειρα.
Όταν μια μέρα διαπιστώσεις
πως παρά τις τόσες σου προσπάθειες
έμεινες πάντα μόνος.

Οι άνθρωποι είναι πάντα μόνοι και φοβούνται
Και κάθε ένας τους κρύβει έναν κόσμο
ή μια πολιτεία ή μια φυλακή.

Φοβούνται.

Το βλέπεις καθαρά στις πόρτες των ματιών τους
όπως όταν μετά από χρόνια
βλέπεις τον πιο καλό παλιό συμμαθητή
και δεν ξέρεις τι να πείτε.

Όλοι είναι «τρίτοι», έλεγε ο φίλος μου Χρηστάκης.

Όταν τους ερευνάς.

Όταν ζητάς από αυτούς
αυτό που δεν σου έδωσε ποτέ η μάνα όταν ήσουν παιδί
ή έστω ο αδελφός σου όταν ήσουν νέος
που σκέφτηκε κι αυτός με τη σειρά του
αλήθεια, τι μου έδωσε εμένα ο αδελφός μου;

– Στην παραλία μένουν οι πέτρες των πνιγμένων
και οι μνήμες από τα φωταγωγημένα καράβια που έφυγαν.

Από τη συλλογή Οχτώ συν ένα εύκολα κομμάτια και η κλεφτουριά του κάτω κόσμου (1980) του Γιώργου Μαρκόπουλου

Γιώργος Μαρκόπουλος, Ο πατέρας μου ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι

Ο πατέρας μου ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι

Ο πατέρας μου έφαγε μια ζωή για να φτιάξει ένα σπίτι.
Απογεύματα, Κυριακές στο κουζινάκι χωρίς ένα γλυκό ή ένα καφενείο.
Όταν πέθανε άφησε ένα χορταριασμένο στρατί
ένα χτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια…
Άλλαξαν οι καιροί που λέει και ο λαός, γεγονότα συνέβησαν…
Χαθήκαμε με τον αδελφό μου, μάθαμε πως πέθανε και ο πατέρας.

Γι’ αυτό λοιπόν το βράδυ σε κοιτώ τόσο βαθιά στα μάτια.

Είναι μήπως ζήσω εγώ την ταπεινή θαλπωρή που εκείνος δεν έζησε.

Από τη συλλογή Οι πυροτεχνουργοί (1979) του Γιώργου Μαρκόπουλου

Γιώργος Μαρκόπουλος, Οι ποιητές

Οι ποιητές

Τα βράδια οι διαβάτες
Περνούν μέσα από τα πάρκα για να κόψουν δρόμο.

Εμείς, τους βλέπουμε.
Ή, μάλλον, βλέπουμε την καύτρα του τσιγάρου τους.

Από τη συλλογή Οι πυροτεχνουργοί (1979) του Γιώργου Μαρκόπουλου