Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Σταύρος Κουγιουμτζής & Μάνος Ελευθερίου, Τώρα που θα φύγεις
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: Μικρές πολιτείες (1974))
Τώρα
Τώρα που μονάχα το δικό μου όνομα
δεν είναι στο στόμα σου
πρόσεξε τη νύχτα να μην ξεσκεπάζεσαι,
η κουρτίνα ανεμίζει σ’ όλους τους καιρούς
μα και η νύχτα είναι κρυφή∙
να θυμάσαι το χέρι μου όταν
μάζευε τις κουβέρτες από χάμω
μα πιο πολύ να θυμάσαι τ’ όνομά μου
για να μην ξεσκεπάζεσαι τη νύχτα.
*
Τώρα που το χνούδι φύτρωσε
στο μάγουλό σου
μην πεις πως ξεροκλαδιάζεται η ζωή κι ασχημαίνει
η πολιτεία έχει όνομα
και νόημα ο δρόμος∙
πότε πότε γύρνα το κεφάλι πίσω
καθώς θα πορεύεσαι.
Πότε πότε γύρνα το κεφάλι πίσω, παιδί
θα μικραίνεις την απόσταση που μεγαλώνει.
*
Όταν θα γυρίσεις θα μας εύρεις στην ίδια θέση
να καρτεράμε το αύριο,
πού και πού θα λέμε καμιά κουβέντα
για να θυμόμαστε πόσο είμαστε μεις
όσα αύριο κι αν περάσουν θ’ αναγνωρίσουμε το βήμα σου
μόνο που η καρδιά μας
μπορεί να μην έχει πια δύναμη να σκιρτήσει.
Από τη συλλογή Οι αποσταμένοι (1964) της Νίνας Κοκκαλίδου-Ναχμία
Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι
μέσα από τα δάχτυλά μου χωρίς να πιω ούτε μια στάλα.
Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα. Γιώργος Σεφέρης
Και πάλι βγαίνει αργόσυρτο, νωθρό το νέο φεγγάρι.
Νυχτώνει.
Πού ταξιδεύεις τώρα με σπασμένα τα κατάρτια;
Ποια θάλασσα γυρεύεις; Ποια στεριά;
Ποιον έναστρο ουρανό;
Σε τύλιξαν τα ερέβη.
Η στρατιά σε κατατρόπωσε του χρόνου.
Έργο καταραμένων ποιητών η ζωή σου.
Πίνακας βαθυστόχαστων, ρομαντικών ζωγράφων.
Πού είναι τα μαργαριτάρια, τα κοράλλια και τα πολύχρωμα,
γυαλιστερά κοχύλια;
Οι θησαυροί σου οι ακριβοί πού είναι;
Έλεγες, αγναντεύοντας του ορίζοντα τα βάθη:
«Είναι νωρίς ακόμα… Θε να ’ρθει πιο λαμπερή πραμάτεια.»
Πάντα περίμενες το γύρισμα της μέρας.
Το αύριο, ο προορισμός σου.
Το βλέμμα σου πάντα εκεί στραμμένο.
Το εφήμερο κοιτάς με υπεροψία.
Μα οι θεοί δε συγχωρούν την ύβρη.
Τώρα τα μάτια σου θολά.
Νύχτα βαθιά εντός σου.
Και τόσες θάλασσες… Τόσοι ουρανοί… Και τέτοιο ένα φως…
Πώς τ’ άφησες να προσπεράσουν όλα…
Συντρίμμια οι γραμμές των οριζόντων.
Πώς έχτισες πάνω στην άμμο;
Τώρα βυθίζεσαι στην πέτρα.
Κάτι ήξερε, λοιπόν, ο ποιητής…
Από τη συλλογή Εφήμερη στην πένα του θεού (2014) της Μαρίας Πολίτου
Έξω αιώνια βρέχει, έξω ερημιά∙
θαρρώ πως χάθηκα για πάντα.
Με ζώνη πάλι ο φόβος, με κυκλώνει.
Πύρινη γλώσσα απειλεί το σπίτι μου.
Το παίρνει, το αιωρεί πάνω απ’ την πόλη.
Ποιος ξέρει τι κατάντησα και δεν το νιώθω.
Ένας απόψε να με άγγιζε στον ώμο,
αμέσως θα κατέρρεα στα πόδια του.
Από τη συλλογή Τα Χίλια Δέντρα (1963) του Γιώργου Ιωάννου
Σταύρος Κουγιουμτζής & Μάνος Ελευθερίου, Του κάτω κόσμου τα πουλιά
(ερμηνεία: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: Μικρές πολιτείες (1974))
Θάρρεψα
Γυμνό το χρυσό κλαδί του ύπνου, όταν αράζανε τα πουλιά.
Ανοιχτά τα παράθυρα, όμως, δεν ήρθε η δεκοχτούρα να καθίσει.
Μιλώ μέσα στη σκοτεινιά και ερημιά του Κάτω Κόσμου,
γνωρίζοντας απ’ το Ευαγγέλιο την αμεριμνησία των πουλιών.
«Έλα πουλί στον τόπο σου, έλα στην κατοικιά σου», έλεγε
θρηνώντας ο πατέρας μου που ’φυγε, θάβοντας τη χαρά.
Τι βαριά η μαρμάρινη πλάκα, που χρειάστηκε να σηκώσω,
κατεβαίνοντας τ’ αναρίθμητα του πραγματικού σκαλοπάτια.
Στην πλατιά ρούγα, με τα σφαλιχτά σπίτια της δυστυχίας,
καθώς έγειρα για λίγη ανάπαυση, ήρθες και μου πήρες το νου,
πουλί με τη μύτη τη χρυσή, με τα φτερά τα ασημένια,
δίχως τη βαριά ρόκα του γνεσίματος, που οι γυναίκες κρατούν.
Θάρρεψα πως ήταν λαβωμένα σου τα φτερά και θα σ’ έπιανα,
αλλά σε βρύση άγνωστη, εσύ τα ’ντυσες μαργαριτάρια.
Αφημένο στην αλάθευτη τη φροντίδα του Θεού για τα πλάσματα,
πετάς ελεύθερο από κάθε δυνατότητα ανθρωπίνου ενδιαφέροντος.
(1944)
Από τη συλλογή Ποιήματα (Παλαιοντολογικά) (1988) του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη
Σταύρος Κουγιουμτζής, Όλα καλά
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: Στα ψηλά τα παραθύρια (1975))
[Ενότητα Μετά όλα καλά θα πάνε]
III
Σκεφτόμουν τη γυναίκα που βαθιά ερωτεύθηκα
Τους δικούς μου που χάθηκαν τόσο αναίτια
Τις φωτογραφίες που ζωντάνευαν παιδικά κατορθώματα
Πόσο να έμενα κρυμμένος μες στα σκεπάσματα
Κάτι φύσηξε στην ψυχή μου∙ είπα θα ’ναι ο άνεμος
Σηκώθηκα με λαχτάρα προς τις γρίλιες χειρονομώντας
Είδα μόνο κάτι γκρίζους καπνούς στον ορίζοντα
«Όχι δεν πρόκειται αυτοί να ξανάρθουν»
Κι αυτή η εικόνα είναι τόσο μάταιη
Που αν και επαναλαμβάνεται βασανιστικά κάθε νύχτα
Βγαίνω έξαλλος στους δρόμους και τους ψάχνω.
Από τη συλλογή Οι εραστές πάντα σιωπούν (2007) του Νίκου Μυλόπουλου
Σταύρος Κουγιουμτζής & Σώτια Τσώτου, Δώσε μου το χέρι σου
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: Νάτανε το 21 (1970))
ένστιχτο
Μου δίνει δύναμη το απλωμένο χέρι
Μια ανοιχτή αγκαλιά με παρηγορεί
Φίλε,
Χαρούμενο θέλω να σε βλέπω
Το χαμόγελο να σκεπάζει τον τόπο των δακρύων
Η θλίψη και ο πόνος που κυλά σε σταγόνες
Χαρά και λάμψη ας γίνουν
Από τη συλλογή έγκλειστες συναντήσεις (2008) ανήλικων κρατουμένων στις δικαστικές φυλακές Διαβατών Θεσσαλονίκης