Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Μάνος Χατζιδάκις, Μια πόλη μαγική (ορχηστρικό) [έργο: 30 νυχτερινά (1983)]
Η πόλη
Η πόλη δε θα αντέξει
Τόσες ανασκαφές
Τόσες αλλαγές
Τόσες πορείες πάνω της
Τόσα νερά υπόγεια
υποθαλάσσιες αρτηρίες
και εκσκαφές αναμνήσεων
Τόσα δηλητήρια
κι αυτοκίνητα να φεύγουν
και να έρχονται δίχως διέξοδο
και φωνές και παρακλήσεις
Και τρένα και εκτροχιασμούς
πάνω στο σώμα της
για ένα κέρμα
για ένα φως που έσβησε
για ένα μήνυμα που δεν ελήφθη
Η πόλη είσαι εσύ
Πόσο να αντέξεις
Από τη συλλογή Αβλαβής διέλευση (2009) της Μαρίας Καρδάτου
Γύρισα σκονισμένος από το χώμα της πατρίδας με το οπτικό νεύρο γεμάτο ατέλειωτες φυτείες με σύκα, καπνά και παπαρούνες και το σόι ανυπόμονα περίμενε να εμφανίσω τις έγχρωμες αποδείξεις του προσκυνήματος για να δουν πώς ήταν, χρόνια μετά τον χαλασμό, τα σπίτια που αφήσανε, τα μποστάνια, τα αμπέλια στα τσιφλίκια τους, οι μπαξέδες όπου πηγαίναν τσαϊράδα ως έφηβοι, οι μαχαλάδες όπου σεργιανούσανε παιδιά κι αργότερα κάνανε τσάρκες στο μεϊντάνι. Μαζεύτηκε όλο το σόι να δει «τσι φωτογραφίες» και να εξηγήσω λεπτομερώς τι απεικονίζει η καθεμιά. Ήπιαμε καφέ, ακούσαμε στο πικάπ την Μπουρνοβαλιά οπότε εξαντλήθηκε η υπομονή τους και φώναξαν, έλα γιαβρί μου, έλα τζιέρι μου, άιντε πασά μου να μας τα πεις, μας μπαΐλντισες, δεν νταγιαντάμε πα. Λοιπόν, άρχισα να εξηγώ, εδώ είναι το κονάκι του τάδε, πίσω απ’ τον ψηλό αυτό μαντρότοιχο το σπίτι του δείνα, αυτό το σοκάκι οδηγεί καρσί στη φάμπρικα που έμεινε όρθιο μόνο το φουγάρο της, εδώ η πλατεία του χωριού, αυτά τα χαλάσματα το παλιό ταμπάκικο. Κι έπειτα πλάκωσαν οι ερωτήσεις: παίζουν ακόμα αμάδες τα παιδιά; το καρακόλι είναι ακόμα κοντά στην εκκλησιά; φέρνουνε πάντα παιχνίδια στσι γιορτές; κι άλλες κι άλλες… Ήτανε όλες οι θειες παρούσες κι απ’ τα μάτια τους έτρεχε συνεχώς κόκκινη λάβα: η θεία Δωροθέα, η Αυρηλία, η Ευανθία, η Μυρσάνθη, η Μαριάνθη, η Μυρσίνη, η Θελξιόπη, επτά γυναίκες, επτά χήρες. Πού ήταν οι άντρες τους; Ο θείος Σωκράτης, ο θείος Λάζαρος, ο θείος Δημοσθένης, ο αδερφός του ο Περικλής κι οι άλλοι; Σε ποιων ηπείρων και ποιων ουρανών τα καλντερίμια ταξίδευε η ψυχή τους;
Εξαίφνης στα κάγκελα του μπαλκονιού άρχισαν να έρχονται ένα-ένα κάτι αγριοπερίστερα. Άλλα ολόλευκα, άλλα μαυριδερά, άλλα με γκρι φτερούγες. Ζυγιάστηκαν στα κάγκελα κι ήταν σαν να παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τη συγκέντρωση. Μας κοίταξαν με εμφανή περιέργεια αρκετή ώρα και ξαφνικά, σαν να τους δόθηκε σύνθημα αόρατο, πέταξαν και τα επτά όμορφα περιστέρια ψηλά στον ουρανό…
Από τη συλλογή Εγγραφές κλεισίματος (2017) του Γιάννη Καρατζόγλου
Το πρακτορείο
θολό και κρύο
κάποιοι μιλάνε για παράξενες βροχές
και το ταξίδι
σαν άγριο φίδι
γεμίζει φόβο τις αδύνατες ψυχές
Απόψε μοιάζουμε κι οι δύο
πιο πίσω ’γώ κι εσύ μπροστά
σα βραδινό λεωφορείο
που ’χει τα φώτα του σβηστά
για μας ο κόσμος δεν τελειώνει
για μας ο κόσμος αρχινά
μα της καρδιάς το μαύρο χιόνι
δε θα μας βγάλει πουθενά
Το πρακτορείο
θολό και κρύο
κάποιοι μιλάνε για παράξενες βροχές
και το ταξίδι
σαν άγριο φίδι
γεμίζει φόβο τις αδύνατες ψυχές
Άντρα και γείτονα και φίλε
στη φτώχεια και στην προσφυγιά
μια παγωμένη σπίθα στείλε
να σου την κάνω πυρκαγιά
κι αν δεν καείς έλα κατόπι
που δε θα μένει πια κανείς
για να γίνουμε πάλι ανθρώποι
στον κήπο της Γεσθημανής
Το πρακτορείο
θολό και κρύο
κάποιοι μιλάνε για παράξενες βροχές
και το ταξίδι
σαν άγριο φίδι
γεμίζει φόβο τις αδύνατες ψυχές
Στης Σαλαμίνας τα νερά
καράβι ταξιδεύει
κι ένα κορίτσι στη στεριά
τη μάνα του γυρεύει
Ρίχνει σταυρό στη θάλασσα
πετροβολάει το χώμα
δώδεκα χρόνια πέρασαν
και τη θυμάται ακόμα
Μάνα που πάλευες μες στα λιμάνια
δίχως χαμόγελο και περηφάνια
μάνα που λύγισες μες στα μουράγια
μάνα μου μάνα μου κυνηγημένη
από τη κούνια σου στη Μενεμένη
Στης Σαλαμίνας τα νερά
κοιμάται το φεγγάρι
κι ένα κορίτσι στη στεριά
για τ’ όνειρο σαλπάρει
Βλέπει της Σμύρνης τη φωτιά
του Κορδελιού τη στάχτη
κι ένα λουλούδι που άνθιζε
στου κήπου τους τον φράχτη
Μάνα που πάλευες μες στα λιμάνια
δίχως χαμόγελο και περηφάνια
μάνα που λύγισες μες στα μουράγια
μάνα μου μάνα μου βασανισμένη
από τη κούνια σου στη Μενεμένη
Μια βραδιά στην Αμφιάλη
του τη φέραν του Μιχάλη
του τη φέραν του Μιχάλη
μια βραδιά στην Αμφιάλη
πως πουλούσε με το δράμι
κουλουράκια με σουσάμι
κουλουράκια με σουσάμι
τα πουλούσε με το δράμι
Ένα κι ένα κάνουν δύο
πέστε του Μιχάλη αντίο
δύο κι ένα κάνουν τρία
τον γραπώσαν τα θηρία
Άλλη μια βραδιά στην Τρούμπα
βρε, αμολήσανε καλούμπα
αμολήσανε καλούμπα, βρε
άλλη μια βραδιά στην Τρούμπα
Πούλαγε ζεστή τουλούμπα
κι έτσι έπεσε στη λούμπα
κι έτσι έπεσε στη λούμπα
γιατί πούλαγε τουλούμπα
Ένα κι ένα κάνουν δύο
πέστε του Μιχάλη αντίο
δύο κι ένα κάνουν τρία
τον γραπώσαν τα θηρία
Ποιος του φταίει του Μιχάλη
το ξερό του το κεφάλι
το ξερό του το κεφάλι
να ποιος φταίει του Μιχάλη
είχε κρύψει στο συρτάρι
φούντες-φούντες το χορτάρι
φούντες-φούντες το χορτάρι
είχε κρύψει στο συρτάρι
Ένα κι ένα κάνουν δύο
πέστε του Μιχάλη αντίο
δύο κι ένα κάνουν τρία
τον γραπώσαν τα θηρία
Θα του στείλουμε λουκούμια
τώρα που ’γινε σαν μούμια
τώρα που ’γινε σαν μούμια
θα του στείλουμε λουκούμια
να τα τρώει στο κελί του
να χτυπάει την κεφαλή του
να χτυπάει την κεφαλή του
στο μακρόστενο κελί του
Ένα κι ένα κάνουν δύο
πέστε του Μιχάλη αντίο
δύο κι ένα κάνουν τρία
τον γραπώσαν τα θηρία
Ένα κι ένα κάνουν δύο
πέστε μας κι εμάς αντίο
δύο κι ένα κάνουν τρία
και τελειώνει η ιστορία
Εμένα λόγια μη μου λες και μη με περιπαίζεις
μπορεί μια μέρα να με δεις διευθυντή τραπέζης
αβέρτα τα χιλιάρικα στους φίλους μου θα δίνω
και με λουλά πολίτικο τον αργιλέ θα πίνω
Τι πράμα είναι ο άνθρωπος δεν το ’χω καταλάβει
εκεί που σβήνει πυρκαγιές, άλλες φωτιές ανάβει
κι αν του φερθεί μπαμπέσικα η τύχη η ρουφιάνα
πατέρα κάνει τον καιρό και την ελπίδα μάνα
Γι’ αυτό ξηγήσου φρόνιμα και μη με κατακρίνεις
μα στην καινούρια μοιρασιά κουράγιο να μου δίνεις
γιατί άμα πέσουν τα χαρτιά και δεν πετύχω άσο
καλογεράκι θα γενώ και θα φορέσω ράσο
Umitlerim hep kirildi (Οι ελπίδες μου έχουν γκρεμιστεί)
Yarim artik gelmyecek (η αγάπη μου δεν θά ’ρθει πια)
goz yaslarim dokulurken (κι ενώ τα δάκρυά μου τρέχουν)
bu sesiyle silmyecek (σ’ αυτή μου την κραυγή δεν θά ’ρθει να μου τα σκουπίσει)
Beni bir Gun guldurtmedi (Δεν μ’ έκανε να γελάσω ούτε μια μέρα)
helbet o da gulmeyecek (σίγουρα και αυτός/αυτή δεν θα γελάσει)
aglasam da ayrilsam da (και να κλάψω και να χωρίσω)
bu ask benden olmeyecek (αυτός ο έρωτας δεν θα πεθάνει)
bu sesime duymeyecek (αυτή μου την κραυγή δεν θ’ ακούσει)
Έλα απόψε στου Θωμά
να σου παίξω μπαγλαμά
να κατέβουν οι αγγέλοι
να χορέψουν τσιφτετέλι
κι αν μερακλωθείς πολύ
και σ’ αρέσει το βιολί
με βιολί σαντουροβιόλι
θα χορέψουν οι διαβόλοι
Στου Θωμά το μαγαζί
θα φτιαχτούμε όλοι μαζί
μα στο νόημα για νά ’μπεις
θα σου εξηγήσει ο Μπάτης
του Γιωργάκη η δοξαριά
θα σου κόψει τη μιλιά
κι η Μαρίκα με το ντέφι
θα γελάει και θα σου γνέφει