Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Η Μαρία Σουλτάτου τραγουδά και η Εύα Κοταμανίδου απαγγέλλει το ποιητικό σκέλος του τραγουδιού «Και να αδερφέ μου» από το μουσικό έργο «Καπνισμένο τσουκάλι» του Χρήστου Λεοντή σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου.
Το ηχητικό απόσπασμα στο βίντεο είναι από μια παράσταση στη μουσική σκηνή Χαμάμ της Αθήνας γύρω στο 2006 και λόγω της συγκλονιστικής συμμετοχής της Εύας Κοταμανίδου (που ερμηνεύει το ποίημα και τραγουδιστικά) μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ντοκουμέντο. Η φίλη μου Μαρία Σουλτάτου λέει πως ήταν μια μοναδική εμπειρία αυτή η μουσική παράσταση και, πρωτίστως, η συνεύρεσή της στη σκηνή με την Εύα Κοταμανίδου.
Στη μνήμη της σπουδαίας ηθοποιού Εύας Κοταμανίδου που πέθανε χτες (26 Νοεμβρίου 2020)
Τόσο ωραίοι στις μπλεγμένες ανταύγειες
των μισόκλειστων ματιών τους.
Μια κόκκινη γραμμή
στον άσπρο λαιμό περιστεριού το χαμόγελό τους
μια σχισμή αβύσσου η ρυτίδα στο μέτωπό τους.
Ήρθε ο χειμώνας
κι ο ένας ζεσταινόταν απ’ την ανάσα του άλλου
ήρθε το καλοκαίρι
κι ο ένας δροσιζόταν απ’ τον ιδρώτα του άλλου
ήρθε η άνοιξη
και δεν μπορούσαν να τεντώσουν τα μπράτσα τους
να πηδήσουν τους βάτους
να φεγγαριάσουνε τα όνειρά τους
και να τ’ αποκοιμίσουν στ’ ασπροκέντητα μαξιλάρια
τα παλιά.
Κι όταν απαντούσαν τις μικρές ελαφίνες
με τα κυματιστά κορμιά
άπλωναν τα χέρια σα σπαραγμένα κλαδιά
να φυλλώσουν.
Αποσταμένους τους ονομάσαμε
μα πώς να εξηγήσουν ότι
δεν απόστασαν από το δρόμο
μα απ’ την απόσταση που μας χωρίζει.
Από τη συλλογή Οι αποσταμένοι (1964) της Νίνας Κοκκαλίδου-Ναχμία
Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Το κυκλάμινο
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974))
[Ενότητα Κυκλάμινα λήθης]
II
Θυμάμαι τα άβαφα λόγια
Που ανάμεσα σε δροσάτα φιλιά
Πρόσφεραν στα οράματα νερό κι ελπίδα
Τους υπαίθριους πωλητές μιας καινούργιας ζωής
Την κουβέντα στα χείλη που έγινε λόγος
Ένα βλέμμα δενδρόφυτο, ερχομός και σκιά
Και μια φτώχεια λαχτάρα
Του Θεού να γιατρέψει τα χέρια.
Θυμάμαι ακόμα στη γειτονιά
Μια πετρούλα μικρή
Που αργότερα άλλαξε φύλο
Κι έγινε βράχος
Θυμάμαι αυτούς που χάθηκαν.
Από τη συλλογή Οι εραστές πάντα σιωπούν (2007) του Νίκου Μυλόπουλου
Ιδού, ανασύρω το λεπτό σου θερμόμετρο,
σε υποθερμίας βαθμό
σταματημένο.
Ιδού, εγγίζω
με τρέμοντα δάκτυλα
το φτωχό σου χτενάκι,
των μαλλιών σου χαλινάρι γλυκό.
Αλλά το δακρύρρυτο βλέμμα μου,
σ’ ευλαβείας αχλύν τυλιγμένο,
σταματά στο μικρό καλεντάρι,
όπου το βλέφαρο
της τελευταίας σου εγκοσμίας ημέρας
εκοιμήθη βαρύ.
«Δεκαέξι του μηνός Απριλίου.
Αγάπης, Ειρήνης, Χιονίας, μαρτύρων».
Του μαρτυρίου σου το τελείωμα,
το ξανάνθισμα του δικού μου.
Των γλυκών σου ενθυμίων
την πυξίδα μ’ ευλάβεια σφραγίζω.
Των πτωχών σου ενθυμίων ο πλούτος,
με των πλουσίων μου δακρύων
την πτωχεία συγκερνάται.
«Αγάπης, Ειρήνης, Χιονίας, μαρτύρων».
Εν Αγάπη μένε.
Εν Ειρήνη αναπαύου.
Λευκοτέρα χιόνος.
Από τη συλλογή Η Προσφορά και τα Αναστάσιμα (1948) του Γιώργου Βαφόπουλου
Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Κουβέντα με ένα λουλούδι
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974))
Λόγος τέταρτος
[Ενότητα Λόγος τέταρτος]
ΛΑ
Του εξαδάχτυλου εχθρού
η δολερή σαΐτα
στα δύο στήθια ανάμεσα
καρφώθηκε, στο στέρνο∙
τρεμούλιασαν τα δάχτυλα
σπαρτάρησε το σώμα
κόκκινα αγριολούλουδα
φυτρώσανε στη χλόη.
ΛΒ
Σπασμός θανάτου πτύχωσε
την καρπερή κοιλιά∙
χλωμή με μάτια πέτρινα
ακούμπησε στο βράχο∙
στην ξεπλυμένη απ’ τη βροχή
γκριζόλευκη επιφάνεια
τρία σημάδια εξορκισμού χαράχθηκαν με δέος.
Από τη συλλογή Επτά λόγοι ασύγχρονοι, δοξαστικοί και θρηνώδεις (2004) του Παναγιώτη Μαυρίδη
Και να, αδερφέ μου
που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα, ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα
δε χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε
ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια
που παίρνουνε το ίδιο βάρος
σ’ όλες τις καρδιές,
σ’ όλα τα χείλη,
έτσι να λέμε πια
τα σύκα-σύκα
και τη σκάφη-σκάφη.
Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι
και να λένε:
«Τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνω εκατό την ώρα».
Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε
για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου,
απ’ τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε
για να σμίξουμε τον κόσμο.
Πού με πας από δω; Πού βγάζει αυτός ο δρόμος; Πες μου.
Δε βλέπω τίποτα. Δεν είναι δρόμος. Πέτρες μονάχα.
Μαύρα δοκάρια. Φανοστάτης. Να ’χα τουλάχιστον
εκείνο το κλουβί – όχι αυτό των πουλιών, τ’ άλλο
με τα μεγάλα σύρματα, με τα γυμνά αγαλμάτια. Τότε
που ρίχναν τους νεκρούς απ’ την ταράτσα, εγώ δε μίλησα,
μάζευα εκείνα τ’ αγαλμάτια – τα λυπήθηκα. Τώρα, το ξέρω:
το τελευταίο που πεθαίνει είναι το σώμα. Μίλα μου, λοιπόν.
Πού με πας από δω; Δε βλέπω τίποτα. Τι καλά που δε βλέπω.
Το πιο μεγάλο εμπόδιο για να σκεφτώ ως το τέλος είναι η δόξα.
Από τη συλλογή Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα (1972) του Γιάννη Ρίτσου