Μάνος Ελευθερίου, Τι κρυφά που τα λένε οι άγγελοι

Τι κρυφά που τα λένε οι άγγελοι

Επειδή
και η ανάσα μας καμιά φορά
μπορεί να λεκιάσει το αόρατο

(αχ τι κρυφά που λένε οι άγγελοι
και κανείς μας δεν τους ακούει
αχ τι κρυφά που τα είπαν οι άγγελοι
και κανείς μας δεν τους άκουσε)

γι’ αυτό και οι αυτοκράτορες διακονούσαν στις ερήμους
και χτυπούσαν θλιβερά τα σήμαντρα στα μοναστήρια

και τα βγαλμένα μάτια τους είναι ακόμη τ’ άστρα
και της δικής μας ζωής της σκοτωμένης.

Από τη συλλογή Το νεκρό καφενείο (1997) του Μάνου Ελευθερίου

Μάνος Ελευθερίου, Όταν ενόμιζα

Όταν ενόμιζα

Εκείνα που πραγματικά συμβαίνουν
ή όσα μέσα στο μυαλό περνούν σαν αυταπάτες
κι έχεις μετά την αίσθηση πως τα ’ζησες –

είναι το ίδιο ακριβώς όταν ενόμιζα προ χρόνων
–για μια στιγμή μονάχα, ευτυχώς–
πως ύστερα από κάποια μυθική ερμηνεία μου στη σκηνή
έφευγα τα μεσάνυχτα από τα παρασκήνια του θεάτρου κουρασμένο
και ήμουν άδειος από αισθήματα και νύσταζα
και έψαχνα, λέει, για ταξί σε βρόμικο βρεμένο δρόμο
στο ταπεινό μου σπίτι να γυρίσω.

Από τη συλλογή Το νεκρό καφενείο (1997) του Μάνου Ελευθερίου

Μάνος Ελευθερίου, Της μάγισσας

Της μάγισσας

«Για ποιον τα λέει; Την τύχη μας διαβάζει;
Αυτά ακούγονται συνήθως στον καφέ και την τράπουλα.
Τι προσπαθεί να ξεδιαλύνει;
Δεν είναι ο θάνατος αυτός που προμηνά.
Για χωρισμούς, για έρωτες που μισολέει
σημάδια μαύρα κι άγρια το δείχνουν.

Για αγάπες τι να πει; Δεν τις βρίσκει;
Για πλούτη πες της να μας πει και για κομπίνες
και οι αγάπες βρίσκονται.
Πώς δένεται ο καιρός
απ’ τον λαιμό, σε μια πατρίδα που μας σπρώχνει
στους γκρεμούς, αυτό να βρει.

Για δόξες να μας πει και για τιμές
για ψυχικές μας δήθεν ανατάσεις
και σε ποια γόνατα
θα γείρουμε ζητώντας να μας κλείσουνε τα μάτια.

Ρώτα, λοιπόν, αφού εσύ μιλάς τη γλώσσα.»

Από τη συλλογή Αναμνήσεις από την όπερα (1987) του Μάνου Ελευθερίου

Πηγή: ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970) του Ανέστη Ευαγγέλου (εκδ. Παρατηρητής, 1994)

Μάνος Ελευθερίου, Το χέρι

Το χέρι

Σε κήπο γυάλινο της τύχης μου, από το μαύρο χόρτο
φύτρωσε ένα χέρι.

Δεν ήτανε για μένα τέτοια μοίρα.

Ένα πρωί ξύπνησα μες στον θάνατό μου.
Βαθιά στον λάρυγγα πεθαμένο άσπρο.
Σ’ όλο το σώμα ραβδώσεις και τα μάτια χιονισμένα.
Με μύριζαν σκυλιά.

Φαίνεται δωρεάν μου προσφέρανε τη νοσταλγία
κι αρραβωνιάστηκα τον κόσμο.

Ωστόσο μάγευε το χέρι κρυφό και αόρατο.
Σκηνή βωβού μεγάλου κινηματογράφου.

Ήμουνα μάρτυρας σε πράγματα που δύσκολα
κατανοεί κανείς.

Από τη συλλογή Αναμνήσεις από την όπερα (1987) του Μάνου Ελευθερίου

Πηγή: ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970) του Ανέστη Ευαγγέλου (εκδ. Παρατηρητής, 1994)

Μάνος Ελευθερίου: Τ’ όνειρο-γυαλί

Τ’ όνειρο-γυαλί

Σε τούτο το φριχτό πηγάδι
πέταξα τη μαύρη πέτρα
πριν γίνω τ’ όνειρο-γυαλί
γιατί τα σύμβολα σιγά σιγά ξεφτίζουν
κι οι αναμνήσεις έρχονται καιόμενες
γυναίκες.

Σε μια πατρίδα γονατισμένη
με τόσα ερείπια αισθήματα
τόση σπατάλη σε όρκους και υποσχέσεις
σε ξεπεσμούς ανθρώπων που λογάριασες
ένα κομμάτι γυαλί σπασμένο
είναι η γλώσσα μου.

Ό,τι να πει ματώνει.

Από τη συλλογή Το μυστικό πηγάδι (1983) του Μάνου Ελευθερίου

Πηγή: ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970) του Ανέστη Ευαγγέλου (εκδ. Παρατηρητής, 1994)

Μάνος Ελευθερίου: Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου (απόσπασμα)

Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου (απόσπασμα)

[…]

Παίρνει τα λόγια του, λοιπόν, και κάθε λέξη τη στολίζει
με τ’ άνθη του επιτάφιου,
κάθε ψηφίο με ακριβή πορφύρα και με μάλαμα
τους στίχους του με κίτρα της θαλάσσης
ρίζα χρυσοπλοκότατη είναι η ψυχή του τώρα.

Ο κλήρος του δεν ήτανε για δεξιώσεις προς τιμήν του
της πριγκίπισσας Μαρίας,
μήτε για το παράσημο του Σταυρού του Σωτήρος
παραμονή που θα ’φευγε για τα παλάτια των ουρανών,
ο κλήρος του δεν ήτανε για χοροεσπερίδες,
τραπέζωμα στο σπίτι του Συγγρού, τσάι στου Νεγρεπόντη
και στου Στρέιτ,
σε τοκογλύφους, τζογαδόρους της πατρίδας–
στου Αβέρωφ, στου Σερπιέρη, στου Μελά,
στα εξοχικά παλάτια με τ’ αγάλματα
αυτός δεν κρούει τας θύρας των μεγάλων
–ποιων μεγάλων;–
αυτός ο βασιλεύς που η κτίσις όλη του ανήκει
δεν έχει τίποτα να ορίσει,
ούτε έχει σπίτι στα Κοτρώνια, αμπέλι στην Αμμουδιά,
ελαιώνα στο Λεχούρι, χωράφι στον Στροφλιά,
τάλιρα, κολονάτα, ρηγίνες, δισχίλια, χίλια, πεντακόσια,
αδιάφορο
να δώσει προίκα για τις τρεις τις αδελφές του που απομένουν
πεινάει πεινάει ο Αθώος
κι όλο ζητάει τον κόπο του
κι όλο ζητάει να εξοφλήσει
πάλι και πάλι εκλιπαρεί τον Βλαχογιάννη,
σχεδόν γονατιστός γράφει στον Βλαχογιάννη
[…]

Από τη συλλογή Αγρυπνία στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου για το σκοτεινό τρυγόνι (1975) του Μάνου Ελευθερίου

Πηγή: ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970) του Ανέστη Ευαγγέλου (εκδ. Παρατηρητής, 1994)

Μάνος Ελευθερίου: Ξημερώνοντας Μ. Πέμπτη

Ξημερώνοντας Μ. Πέμπτη

Στις ερημιές της ποίησης φαγώθηκαν τα χρόνια μου
με την αρμύρα του καιρού και το μαράζι των ανθρώπων
τρίφτηκα σαν τα βότσαλα που χαίρεσαι στις εκδρομές
να σημαδεύεις κύματα.

Κάποτε μένουν άδειες οι ακτές τόσα χρόνια τόση
ποίηση ποια ζυγαριά και ποια δικαιοσύνη
πατάς γυαλιά σπασμένα, σκυλίσια κόκαλα,
ρίζες και ξύλα από κρεβάτια και σιδερικά∙
διαβάτη∙ εδώ αναπαύομαι.

Από τη συλλογή Μαθήματα μουσικής (1972) του Μάνου Ελευθερίου

Πηγή: ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970) του Ανέστη Ευαγγέλου (εκδ. Παρατηρητής, 1994)

Γιώργος Θέμελης, Οδοιπόροι

Μάνος Χατζιδάκις & Μάνος Ελευθερίου, Η μπαλάντα του οδοιπόρου
(ερμηνεία: Γιάννης Δημητράς / έργο: Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης (1974))

[Ενότητα Σημεία και σύμβολα]

Οδοιπόροι

Όταν περνώ τον εαυτό μου,
Σαν μέσα σ’ ένα άλλο ένδυμα,
Βγάζοντας τα καθημερινά κουρέλια,
Το φως
Ανατέλλει και δύει στο πρόσωπό μας.

Η τύχη του κρέμεται μετέωρη,
Σαν από κάποιον ήλιο δικό μας.

Λέμε το φως ημέρα, το σκότος νύχτα,
Μοιράζουμε ονόματα: άστρα, φυτά και ζώα.

Είμαστε δίχως τάφο και πατρίδα,
Σαν τους πλανόδιους μουσικούς.
Τραγουδούμε, χορεύουμε, παίζουμε όργανα.

Η μουσική μας είναι η ομιλία μας, ο έρωτας το μυστικό μας.

Οδοιπορείτε, ακούραστοι οδοιπόροι, μιλάτε.
Τι στοιχίζει μια λέξη ακόμα, ένα όνομα.
Ένα χαμόγελο ή μια χειρονομία.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου, Βρέχει

Γιάννης Μαρκόπουλος & Μάνος Ελευθερίου, Ένας άπονος αέρας
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: Σεργιάνι στον κόσμο (1979))

Βρέχει

Βρέχει

Στη λευκή σελίδα μου
βρέχει σταγόνες
από ξενιτεμένες ημέρες.
Στο τσόφλι τους θεριέψανε
μυριόκλωνες αναζητήσεις
με ηδύχροα σκιρτήματα.
Δραπέτες ξάγρυπνοι,
ζήσανε το ελάχιστο
για να γευτούν το παν
κι απτόητοι πορεύτηκαν
σε ιερά της ζωής μονοπάτια.
Αναπότρεπτα σε σένα οδηγούν.

Κυριακή 2 Σεπτέμβρη 2007
ώρα 4 το απόγευμα

Από τη συλλογή Αποικία κοχυλιών (2008) της Μελίτας Τόκα-Καραχάλιου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Θάρρεψα

Σταύρος Κουγιουμτζής & Μάνος Ελευθερίου, Του κάτω κόσμου τα πουλιά
(ερμηνεία: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: Μικρές πολιτείες (1974))

Θάρρεψα

Γυμνό το χρυσό κλαδί του ύπνου, όταν αράζανε τα πουλιά.
Ανοιχτά τα παράθυρα, όμως, δεν ήρθε η δεκοχτούρα να καθίσει.
Μιλώ μέσα στη σκοτεινιά και ερημιά του Κάτω Κόσμου,
γνωρίζοντας απ’ το Ευαγγέλιο την αμεριμνησία των πουλιών.

«Έλα πουλί στον τόπο σου, έλα στην κατοικιά σου», έλεγε
θρηνώντας ο πατέρας μου που ’φυγε, θάβοντας τη χαρά.
Τι βαριά η μαρμάρινη πλάκα, που χρειάστηκε να σηκώσω,
κατεβαίνοντας τ’ αναρίθμητα του πραγματικού σκαλοπάτια.

Στην πλατιά ρούγα, με τα σφαλιχτά σπίτια της δυστυχίας,
καθώς έγειρα για λίγη ανάπαυση, ήρθες και μου πήρες το νου,
πουλί με τη μύτη τη χρυσή, με τα φτερά τα ασημένια,
δίχως τη βαριά ρόκα του γνεσίματος, που οι γυναίκες κρατούν.

Θάρρεψα πως ήταν λαβωμένα σου τα φτερά και θα σ’ έπιανα,
αλλά σε βρύση άγνωστη, εσύ τα ’ντυσες μαργαριτάρια.
Αφημένο στην αλάθευτη τη φροντίδα του Θεού για τα πλάσματα,
πετάς ελεύθερο από κάθε δυνατότητα ανθρωπίνου ενδιαφέροντος.

(1944)

Από τη συλλογή Ποιήματα (Παλαιοντολογικά) (1988) του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης

Γιάννης Καρατζόγλου, Πιστοποιητικό

Γ. Μαρκόπουλος & Μ. Ελευθερίου, Τα λόγια και τα χρόνια
(τραγούδι: Χαράλαμπος Γαργανουράκης / δίσκος: Θητεία (1974))

Πιστοποιητικό

Δεν μίλησα, Γιάννη, δεν φώναξα∙
κοιμόμουνα κι εγώ τη χειμερία νάρκη
ανώριμος στο χρέος – πλην του έρωτα.

Κι ενώ σίδερα κρύβαν τ’ αδέρφια μας
γνωστοί και φίλοι λιγοστεύαν ένας ένας
πάλι δεν μίλησα – ομολογώ, φοβόμουν.

Αύριο-μεθαύριο, δε γίνεται, θα ξεδιπλώσουν οι σημαίες,
θα μυρμηγκιάζουν οι πλατείες λευτεριά∙
εγώ ξανά δεν θα μιλώ – πάλι θα νιώθω μόνος.

Γιατί θα ξέρω πως δεν έσωσα κανένα πιστοποιητικό
παρά μόνο δικαιολογίες: πως όταν ξύπνησα ήταν πια αργά
δεν είχα βρει στο πλάι μου κανέναν…

Από τη συλλογή Δ Ξ Θ (1975) του Γιάννη Καρατζόγλου

Το ποίημα περιλαμβάνεται στην ενότητα Σε κατάσταση πολιορκίας στη συγκεντρωτική έκδοση Πηγαίος κώδικας (2009) του Γιάννη Καρατζόγλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιάννης Καρατζόγλου

Μάνος Ελευθερίου, Επανάληψη ήχων αισθημάτων και αναμνήσεων

Επανάληψη ήχων αισθημάτων και αναμνήσεων

Μυρίζει απόψε κόκκινο κι αγάπη.
Άσπρα κατάμαυρα γάντια και πανάκριβες ώρες χωρίς επιστροφή
με τα ερείπια αισθήματα και τους τρόμους της αστυνομίας.
Τα καφενεία της συμφοράς του μέλλοντός μου
καμιάν ωδή δεν αξιώθηκαν μέσα σε τόση βασανισμένη στιχουργική.

Μυρίζει απόψε κόκκινο και μυρωδιές ξενοδοχείων
όταν ανοίγεις τις ντουλάπες και ζωντανεύουν οι σκιές
μαστιγωμένες απ’ τις αρρώστιες και τους θανάτους
σκιές μιας δόξας και μιας ταπείνωσης
εμπορικών αντιπροσώπων και παγωμένων δικαστικών
πλασιέ, χαρτοπαικτών, ηθοποιών και ταχυδρόμων
πρωταθλητών μιας άνοιξης που ξέπεσαν ή κάποιοι σαν αυτούς που είχαν τα χρόνια τους απόχη

και ψάχνουν να βρουν στους καθρέφτες εκείνο που ήδη κρατούν
πρόσωπα τόσο αλλοιωμένα από τα φάρμακα και το αλκοόλ
τα μυστικά, τις αναμνήσεις, τις καθημερινές συναλλαγές,
μυρίζει ναφθαλίνη, λάβδανο και λησμονιά,
γυναίκες δίχως όνειρα και όνειρα που μεταμορφώθηκαν σε γυναίκες.

Σε τι ανάξια χέρια ξεπέφτει κάποτε η αγάπη.

Από τη συλλογή Το νεκρό καφενείο (1997) του Μάνου Ελευθερίου

Μάνος Ελευθερίου, Σώμα και ψυχή

Σώμα και ψυχή

Όχι μονάχα εκείνο που είμαστε κι ό,τι απόμεινε από μας
ή ό,τι αγωνιζόμαστε να φαίνεται

αλλά μαζί μας σέρνουμε και τις μορφές των άλλων
που με τα χρόνια γίνονται ίσκιος ανάμνησης

μαζί μας σέρνουμε σημάδια και κομμάτια τους
το αίμα, την αγάπη τους, την περιφρόνησή τους
τα πάθη και τα μίση τους και την εκδίκησή τους
αυτά που χάσαμε σε τρόμους και κινδύνους –

όσα κερδίσαμε σε μάχες βιαστικές, τυραννικές
κι όσες μας έδωσαν χαρές περαστικές οι αθάνατοι.

Έτσι σιγά σιγά χτίζεται σώμα και ψυχή.
Έτσι σιγά σιγά το πρόσωπό μας.

Από τη συλλογή Το νεκρό καφενείο (1997) του Μάνου Ελευθερίου

Μάνος Ελευθερίου, Τα θαύματα

Τα θαύματα

Δίπλα μας γίνονται τα θαύματα.
Δίπλα μας γίνονται ως μέσα στα ερείπια
των παλαιών σπιτιών με τις εξαίσιες σκάλες
που οδηγούν στον ουρανό –

πόσοι τις κατεβήκανε για τελευταία φορά
κοιτάζοντας προς τα ταβάνια

(προς τη ζωή του φοβερού νοήματος κοιτάζοντας)

ελπίζοντας πως από κει θα ’ρθει μια σωτηρία.

Από τη συλλογή Το νεκρό καφενείο (1997) του Μάνου Ελευθερίου

Μάνος Ελευθερίου, Η πόρτα της Πηνελόπης

Η πόρτα της Πηνελόπης

Μοιάζει μαρμάρινη στήλη με τα εγχάρακτα
ονόματα ανθρώπων που έπεσαν για την πατρίδα.
Κάθεται χρόνια μπροστά στην πόρτα της.

Ποτέ στη ζωή της δε σηκώθηκε από κει.
Ίσως εκεί γεννήθηκε στα πένθη της και γέρασε.
Νερό των πεθαμένων πίνει, της Σελήνης.
Φοράει μαύρα και πενθεί.
Και για πολλούς πενθεί κι ίσως για μένα.

Ποτέ κανείς δεν πέρασε απ’ την πόρτα της.
Ποτέ κανείς να τη ρωτήσει πώς και τι.
Μονάχα εγώ ψωμάκι και τυράκι της πηγαίνω
και το χαρίζει στους αγίους.

Μια πόρτα στο χρώμα ακριβώς της στάχτης.
Ξύλο ναυαγίου, σκεβρωμένη, γριά πόρτα.
Μ’ ανοιγμένες φλέβες ξερές απ’ τον ήλιο
ίδιες με πλοκάμια χταποδιού
και τη χυμένη σκουριά της σάπιας κλειδαριάς.

Χρώμα σαν τα φτερά πολλών πουλιών
και των αγγέλων.

Από τη συλλογή Η πόρτα της Πηνελόπης (2004) του Μάνου Ελευθερίου

Σταύρος Κουγιουμτζής & Μάνος Ελευθερίου, Του κάτω κόσμου τα πουλιά

Του κάτω κόσμου τα πουλιά

Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας & Άννα Βίσση
Δίσκος: Σταύρος Κουγιουμτζής / μικρές πολιτείες (1974)

Φαρμακωμένος ο καιρός παραμονεύει
μες στα στενά του κάτω κόσμου να σε βρει
και δεκατρείς αιώνες άνεργος γυρεύει
την κιβωτό σου και το αίμα να σου πιει

Σε καρτερούν μαστιγωτές και συμπληγάδες
μες στα μαλάματα μια νύφη ξαγρυπνά
κι έχει στ’ αφτιά της κρεμασμένες τις Κυκλάδες
κι είν’ το κρεβάτι της λημέρι του φονιά

Κρυφά τα λόγια τα πικρά μες στο κοχύλι
κρυφά της θάλασσας τα μάγια στο βοριά
θα σβήσει κάποτε στο σπίτι το καντήλι
και μήτε πόρτα θάβρεις μήτε κλειδαριά

Του κάτω κόσμου τα πουλιά και τα παγόνια
με φως και νύχτα σού κεντούν μια φορεσιά
άνθρωποι τρίζουν κι ακονίζουν τα σαγόνια
πηδούν και τρέχουν και σε φτάνουν στα μισά

Μάνος Ελευθερίου, Ζούμε αλλού

Ζούμε αλλού

Ζούμε αλλού και κάπου αλλού υπάρχουμε
αλλού κι αλλιώτικα μιλάμε κι αγαπάμε
αλλού είναι η σκέψη μας κι ολόκληρη η ζωή μας

κι όμως εδώ σ’ αυτό τον τόπο σέρνουμε τα πόδια μας
σαν τους κατάδικους που ζουν μ’ άλλους κατάδικους
σ’ αυτές εδώ τις ερημιές με πρόσωπα που ανήκουν σ’ άλλους
ή και σε κάτι που υποδύεται τους άλλους.

Ζούμε αλλού κι άραγε πώς να ήμαστε
με ποια λαλιά και ποιες αισθήσεις

με δέρμα κι αίμα υποταγμένα στο μυστήριο
και ασφαλώς περήφανοι στην τακτική ζωή μας.

Α βέβαια, βέβαια ζούμε αλλού και κάπου αλλού υπάρχουμε.

Από τη συλλογή Το νεκρό καφενείο (1997) του Μάνου Ελευθερίου

Μάνος Ελευθερίου, Επαρχία

Επαρχία

Ζω σε μια πόλη ξεπεσμένου ελληνισμού.

Αγγίζοντας κι εγώ το χρόνο κάποτε
μιας φονικής χαράς
τινάχτηκα σα ν’ άγγιξα ηλεκτροφόρα σύρματα.

Σ’ αυτό τον τόπο που τρέχουμε όλοι πανικόβλητοι
σαν τα παράνομα ζευγάρια σ’ ένα φλεγόμενο ξενοδοχείο.

Από τη συλλογή Αναμνήσεις από την όπερα (1987) του Μάνου Ελευθερίου

Πηγή: ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970) του Ανέστη Ευαγγέλου (εκδ. Παρατηρητής, 1994)