Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Λήδα Χαλκιαδάκη & Σπύρος Βλασσόπουλος, Έλα να δεις τον τόπο μου
(φεστιβάλ τραγουδιού Θεσσαλονίκης 1974)
Αυτός ο τόπος
Κουραστήκαμε. Άλλο δεν μπορούμε
σ’ αυτόν τον τόπο εδώ
που η ιστορία αναβλύζει
σε κάθε μας βήμα.
Κι αυτές οι πληγές
που δε λένε να κλείσουν
σε κάστρα, σε ναούς, σε αγάλματα
σε τάφους συλημένους που δε συγχωρούν
σε αγίων εικόνες
μιας θρησκείας παρθένας μαινάδας∙
παντού το πάθος∙ το δέος αυτό
άλλο δεν το μπορούμε.
Τι να καταλάβουν οι άλλοι;
Έρχονται, φωτογραφίζουν, σημειώνουν
φεύγουν, περιγράφουν, ησυχάζουν.
Τι ξέρουν αυτοί απ’ τα δικά μας
μ’ αυτόν τον τόπο τον ανοικτίρμονα
τον παντοκράτορα, τον αβασίλευτο.
Από τη συλλογή Δωρήματα (1963) του Γιάννη Νεγρεπόντη
Πηγή: ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970) του Ανέστη Ευαγγέλου (εκδ. Παρατηρητής, 1994)
Απομονωμένοι στο πιο ανελέητο βάθος
απ’ όπου η απελπισία τους ποτέ
δε θα ’φτανε στον κόσμο
πάνω σ’ ένα κοινό, κοινότατο κρεβάτι
που η ύπαρξή του έχει ξεχαστεί
μαζί με όλα τ’ άλλα, όλα
στην αμνησία την πιο αδιαπέραστη
των αφημένων τους κορμιών
στον πιο απαίσια ηδονικό πνιγμό
ως την τρέλα
βοήθεια… βοήθεια
μάταια οι κρουνοί του αίματός τους
τ’ απροσπέλαστο φράγμα να διαρρήξουν
απεγνωσμέν’ αγωνιούν.
(Μην τους χτυπήσετε την πόρτα
είναι υπεύθυνοι, αδίστακτοι
ασύλληπτα ωραίοι.)
Από τη συλλογή Καθημαγμένοι (1960) του Γιάννη Νεγρεπόντη
Πηγή: ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970) του Ανέστη Ευαγγέλου (εκδ. Παρατηρητής, 1994)
Το μέσον –για να περάσει ο Τάκης τους απ’ τους γιατρούς–
ήταν ένας κύριος με κόκκινο πρόσωπο, γκρίζα μαλλιά
περιποιημένα νύχια∙ ένας πολύ σοβαρός κι ευγενικός κύριος.
Εκείνη μόνο δεκαοχτώ χρονώ κι αγαπούσε πολύ τον αδελφό της.
Κανείς δεν έκανε πως κατάλαβε τίποτα.
Την Κυριακή έκαναν κι ένα γλεντάκι
για τον διορισμό κι έφτιαξαν και χαλβά.
Από τη συλλογή Πρόσωπα και χώρος (1958) του Γιάννη Νεγρεπόντη
Πηγή: ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970) του Ανέστη Ευαγγέλου (εκδ. Παρατηρητής, 1994)
Πώς να με νιώσετε όλοι εσείς
τι ξέρετε για κείνον
κι έτσι θαρρείτε εύκολα
μπορώ να τον ξεχάσω.
Μου μιλάτε για κείνον
σαν να ήτανε κάποιος
όπως όλοι εμείς
κάποιος μέσα στο πλήθος.
Έφευγε κι ήξερε για πού
κι όμως χαμογελούσε
τι τον περίμενε ήξερε
κι όμως χαμογελούσε.
Μου μιλάτε για κείνον
σαν να πήγαινε κάπου
όπως όλοι εμείς
κάπου σαν κάθε μέρα.
Πώς να με νιώσετε όλοι εσείς
τι ήταν αυτός για μένα
ήξερε για πού πήγαινε
κι όμως χαμογελούσε.
Μου μιλάτε για κείνον
σαν να ήτανε κάποιος
όπως όλοι εμείς
κάποιος μέσα στο πλήθος.
Πληροφορίες για τον δίσκο:
«Της εξορίας»: Με την επιστροφή του στην Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση, ο Μίκης Θεοδωράκης πέραν των νέων έργων που έγραφε και ηχογραφούσε με διάφορους τραγουδιστές, συνήθιζε να περνάει στη δισκογραφία και ορισμένα τραγούδια που είχε συνθέσει σε δύσκολες για τον ίδιο και τη χώρα μας εποχές και για ευνόητους λόγους είχε απαγορευτεί να κυκλοφορήσουν.
Κάποια από αυτά είναι και «Της εξορίας», όπως ονομάστηκε ο συγκεκριμένος κύκλος και είναι γραμμένα σε διαφορετικά χρονικά σημεία που όμως έχουν ένα κοινό στοιχείο: Την εξορία και τα παρεπόμενά της, τα οποία είχε βιώσει ουκ ολίγες φορές ο συνθέτης. Ορισμένα γράφτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’40 όταν ο Θεοδωράκης ήταν εξόριστος στη Μακρόνησο, άλλα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και όλα μαζί παρουσιάστηκαν στη δισκογραφία τον Δεκέμβριο του 1976, με ερμηνευτή τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Η ερμηνεία του είναι ιδανική, μ’ ένα ύφος εντελώς διαφορετικό από εκείνο που τον έκανε πρωταγωνιστή στην ελληνική μουσική μερικά χρόνια αργότερα. Να προσθέσουμε ότι ο «Πέτρουλας» είχε ηχογραφηθεί για πρώτη φορά με τον ίδιο τον Θεοδωράκη ένα χρόνο νωρίτερα (1975) στον «Εχθρό λαό», ενώ στη δεύτερη πλευρά του δίσκου μεταξύ των τραγουδιών παρεμβάλλεται η μελωδία που αργότερα θα γίνει πασίγνωστη ως «Νύχτα μαγικιά»…
Πηγή: «Στου χρόνου τον καθρέφτη» – 1976 (άρθρο του Τάσου Κριτσιώλη στο musiccorner.gr)
Μετά από τέτοια απουσία μακριά
σαν ένας ξένος στην παλιά μου γειτονιά
άγνωστα πρόσωπα γεμίσανε τα σπίτια
στο δρόμο παίζουν άγνωστα παιδιά
Μην πεις ποτέ πως είν’ αργά να ξαναρχίσεις
πως ξέκοψες, μην πεις, απ’ τη ζωή
όταν υπάρχουν τόσοι γύρω που μαζί τους
τον κόσμο απ’ την αρχή να ξαναχτίσεις
Είναι λοιπόν τόσα πολλά είκοσι χρόνια
σ’ εμένα φαίνεται σαν να ’ταν μόλις χτες
έτσι που τη ζωή μου έχω ξοδέψει
στα ξερονήσια και στις φυλακές
Μην πεις ποτέ πως είν’ αργά να ξαναρχίσεις
πως ξέκοψες, μην πεις, απ’ τη ζωή
όταν υπάρχουν τόσοι γύρω που μαζί τους
τον κόσμο απ’ την αρχή να ξαναχτίσεις
Πληροφορίες για τον δίσκο:
«Της εξορίας»: Με την επιστροφή του στην Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση, ο Μίκης Θεοδωράκης πέραν των νέων έργων που έγραφε και ηχογραφούσε με διάφορους τραγουδιστές, συνήθιζε να περνάει στη δισκογραφία και ορισμένα τραγούδια που είχε συνθέσει σε δύσκολες για τον ίδιο και τη χώρα μας εποχές και για ευνόητους λόγους είχε απαγορευτεί να κυκλοφορήσουν.
Κάποια από αυτά είναι και «Της εξορίας», όπως ονομάστηκε ο συγκεκριμένος κύκλος και είναι γραμμένα σε διαφορετικά χρονικά σημεία που όμως έχουν ένα κοινό στοιχείο: Την εξορία και τα παρεπόμενά της, τα οποία είχε βιώσει ουκ ολίγες φορές ο συνθέτης. Ορισμένα γράφτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’40 όταν ο Θεοδωράκης ήταν εξόριστος στη Μακρόνησο, άλλα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και όλα μαζί παρουσιάστηκαν στη δισκογραφία τον Δεκέμβριο του 1976, με ερμηνευτή τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Η ερμηνεία του είναι ιδανική, μ’ ένα ύφος εντελώς διαφορετικό από εκείνο που τον έκανε πρωταγωνιστή στην ελληνική μουσική μερικά χρόνια αργότερα. Να προσθέσουμε ότι ο «Πέτρουλας» είχε ηχογραφηθεί για πρώτη φορά με τον ίδιο τον Θεοδωράκη ένα χρόνο νωρίτερα (1975) στον «Εχθρό λαό», ενώ στη δεύτερη πλευρά του δίσκου μεταξύ των τραγουδιών παρεμβάλλεται η μελωδία που αργότερα θα γίνει πασίγνωστη ως «Νύχτα μαγικιά»…
Πηγή: «Στου χρόνου τον καθρέφτη» – 1976 (άρθρο του Τάσου Κριτσιώλη στο musiccorner.gr)
Όταν τη νύχτα κρυώνω
κάνω μια προσευχή
να μην είναι οι νύχτες
παγερές στο Ελ Ζαατάρ
Δεν κρυώνουν εκείνοι
που ποτέ δεν ρωτούν
και για μάρκα ή δολάρια
μακελειό ξεκινούν
Όταν τη νύχτα πεινάω
κάνω μια προσευχή
να μην είναι οι νύχτες
παγερές στο Ελ Ζαατάρ
Έως πότε Θεέ μου
το κακό θα κρατά
για δολάρια ή μάρκα
μακελειό στα Ελ Ζαατάρ
Πληροφορίες για το Ελ Ζαατάρ:
Το Tall El Zaatar ή Tel El Zaatar (O Λόφος του Θυμαριού) υπήρξε για χρόνια το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης Παλαιστινίων στο Λίβανο. Ιδρύθηκε το 1948 και βρισκόταν στο βόρειο, χριστιανικό τμήμα της Ανατολικής Βυρητού, σ’ ένα λόφο στρατηγικής σημασίας, τον οποίον εποφθαλμιούσαν ανέκαθεν οι Χριστιανοί. Με την αρχή σχεδόν της εμφύλιας σύρραξης στο Λίβανο (4/1975) το Tall El Zaatar βρέθηκε στο στόχο, καθότι αποτέλεσε «μέτρο εκδίκησης» μετά την επίθεση Παλαιστινίων στη χριστιανική πόλη Damour (20/1/1976) με τους εκατοντάδες νεκρούς· της οποίας είχε προηγηθεί η επίθεση Χριστιανών στην Karantina (18/1/1976), που άφησε πίσω της περισσότερα από χίλια θύματα Μουσουλμάνους. Ήταν καλοκαίρι του 1976, όταν η σύγκρουση ανάμεσα στους αριστερούς Μουσουλμάνους (μεταξύ των οποίων οι Παλαιστίνιοι του Λιβάνου) και τους χριστιανούς Φαλαγγίτες (που υποστηρίζονταν από το συριακό στρατό) φθάνει στο απροχώρητο. Η εντολή να εξαφανιστεί από το χάρτη το Tall El Zaatar, στο οποίο βρίσκονταν αποκλεισμένοι δυόμισι χιλιάδες παλαιστίνιοι μαχητές και περισσότεροι από 15 χιλιάδες άμαχοι, είναι άμεση. Μετά από πολιορκία επτά εβδομάδων το στρατόπεδο θα πέσει την 12η Αυγούστου του 1976, πλημμυρίζοντας στο αίμα. Το γεγονός υπήρξε «σφαγή εν ψυχρώ», θα συγκλονίσει τη λεγόμενη κοινή γνώμη, και θα θεωρηθεί ως η απαρχή του de facto διαχωρισμού του Λιβάνου.
Πηγή: Δισκορυχείον
Πληροφορίες για τον δίσκο:
«Της εξορίας»: Με την επιστροφή του στην Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση, ο Μίκης Θεοδωράκης πέραν των νέων έργων που έγραφε και ηχογραφούσε με διάφορους τραγουδιστές, συνήθιζε να περνάει στη δισκογραφία και ορισμένα τραγούδια που είχε συνθέσει σε δύσκολες για τον ίδιο και τη χώρα μας εποχές και για ευνόητους λόγους είχε απαγορευτεί να κυκλοφορήσουν.
Κάποια από αυτά είναι και «Της εξορίας», όπως ονομάστηκε ο συγκεκριμένος κύκλος και είναι γραμμένα σε διαφορετικά χρονικά σημεία που όμως έχουν ένα κοινό στοιχείο: Την εξορία και τα παρεπόμενά της, τα οποία είχε βιώσει ουκ ολίγες φορές ο συνθέτης. Ορισμένα γράφτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’40 όταν ο Θεοδωράκης ήταν εξόριστος στη Μακρόνησο, άλλα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και όλα μαζί παρουσιάστηκαν στη δισκογραφία τον Δεκέμβριο του 1976, με ερμηνευτή τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Η ερμηνεία του είναι ιδανική, μ’ ένα ύφος εντελώς διαφορετικό από εκείνο που τον έκανε πρωταγωνιστή στην ελληνική μουσική μερικά χρόνια αργότερα. Να προσθέσουμε ότι ο «Πέτρουλας» είχε ηχογραφηθεί για πρώτη φορά με τον ίδιο τον Θεοδωράκη ένα χρόνο νωρίτερα (1975) στον «Εχθρό λαό», ενώ στη δεύτερη πλευρά του δίσκου μεταξύ των τραγουδιών παρεμβάλλεται η μελωδία που αργότερα θα γίνει πασίγνωστη ως «Νύχτα μαγικιά»…
Πηγή: «Στου χρόνου τον καθρέφτη» – 1976 (άρθρο του Τάσου Κριτσιώλη στο musiccorner.gr)
Μάνος Λοΐζος & Γιάννης Νεγρεπόντης, Δειλινό
(τραγούδι: Κώστας Θωμαΐδης / δίσκος: Κάτω από ένα κουνουπίδι (1995))
[Eνότητα Ψυχογένεια]
Ερημίτου απόλογος
Έτσι εκπληρώνω τον προορισμό μου
Με τα κρυμμένα μου πουλιά
που ζωντανεύουν με κρουνούς κελαηδισμών
τις αποτεφρωμένες σας κοιλάδες
Με τη δική μου μουσική
των δειλινών
που μολονότι ηδυμελής και ωχρότατη
στο τέλος
τον άγριο παφλασμό σας υποτάσσει
Με των δρυμών την περισυλλογή
με των ανέμων την πολυφωνία
μ’ όλα τα μάτια μου ανοιχτά στο αντιπρανές
με τη σιωπή μου κύμβαλο αλαλάζον
Σ’ αυτό το μετερίζι ξαγρυπνώ
σ’ αυτή την έσχατη σκοπιά
παρόχθιος παρατηρητής
των επιγείων τη μοίρα κατοπτεύω
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Υπήρξε (1999) του Ορέστη Αλεξάκη
[Το ποίημα είχε αρχικά συμπεριληφθεί στη συλλογή Ο ληξίαρχος (1989) με τον τίτλο Προς αδαείς επιστολή ερημίτη.]
Λουκιανός Κηλαηδόνης & Γιάννης Νεγρεπόντης, Κολίγα γιος (δίσκος: Μικροαστικά (1973))
Εκλογή
Ο παππούς μου ο Ταλμάν ήταν –και το διακήρυττε– αμείλικτος πολέμιος της δουλείας και της δουλοπαροικίας, από τότε που παράτησε το φέουδό του και ίδρυσε βιομηχανία αλλαντικών, γι’ αυτό έπνεε μένεα κατά των τσιφλικάδων που κρατούσαν τους κολίγους κολλημένους στα κτήματά τους σαν πεταλίδες σε βράχια. Πιο πολύ όμως τον μάνιαζε ο ισχυρισμός κάποιων ανατρεπτικών στοιχείων που υποστήριζαν ότι τάχα δεν υπήρχε καμιά διαφορά ανάμεσα στη ζωή ενός εργάτη και ενός δούλου, ή κι αν ακόμη υπήρχε ήταν καταφανώς σε βάρος του πρώτου. Μάταια άφριζε ο παππούς μου προσπαθώντας να τους πείσει ότι οι εργάτες του μπορεί να μη διαβιασούσαν καλύτερα από τους δούλους, είχαν όμως ένα ανεκτίμητο αγαθό, το δικαίωμα να διαλέγουν ελεύθερα το αφεντικό τους. Απέρριπτε μετά βδελυγμίας και τις απόψεις των οπαδών της δουλείας, ότι τάχα η δουλεία ήταν αναντίρρητα καθαγιασμένη αναντάμ παπαντάμ από τον ίδιο το Θεό και είναι αμάρτημα βαρύ να παραβαίνει κανείς τας βουλάς του Κυρίου που ρητά και κατηγορηματικά τάσσεται υπέρ της δουλείας σε όλα τα στάδια της ζωής του ανθρώπου, από τη βάφτιση έως το θάνατο και πιο πέρα, αλλιώς τι νόημα θα είχαν οι ιερές εκφράσεις όπως «βαπτίζεται (δώστε βάση εδώ) ο δούλος του Θεού», «αρραβωνίζεται ο δούλος (βλέπετε;) του Θεού», «την ψυχήν (εδώ πια προχωράμε στο επέκεινα) του δούλου σου, Σώτερ, ανάπαυσον»; Τι υπονοεί το Σώτερ, παρακαλώ, αν όχι το Σωτήρα των δούλων, όπως είμαστε εμείς; Εξάλλου δε λέει την ψυχήν του εργάτου του (τι θα πει τούτου!). Αυτά, όμως, παρά την αγιότητά τους, δεν ήταν ικανά πειστήρια για τον παππού μου, πόσω μάλλον οι ισχυρισμοί των ανατρεπτικών (τότε ακόμη δεν εφευρέθηκε η έννοια του κομμουνιστή) που διατείνονταν πως η ελευθερία που διακήρυττε ο παππούς μου για τους εργάτες του ήταν τάχα χειρότερη δουλεία, γιατί έλεγαν (άκουσον, άκουσον!) ήταν ταυτόσημη με την πείνα, την εξαθλίωση και τελικά το θάνατο. Πυρ και μανία ο παππούς μου, για να αποδείξει έμπρακτα σ’ αυτούς τους αχρείους ότι έχουν άδικο, παραχώρησε την ελευθερία σ’ έναν συνδικαλιστή, που του καθόταν στο στομάχι, πιο ενοχλητικά και από τη φασκιωμένη πέτρα στο στομάχι του Κρόνου, και τον ξαπόστειλε να βρει δουλειά σε άλλη φάμπρικα. Απόλυτα ελεύθερος ο συνδικαλιστής μας πήρε σβάρνα όλα τα γραφεία των εργοστασιαρχών, που μιλημένοι τον πετούσαν ελεύθερο έξω από την πόρτα. Και όταν κάποιοι (κουκουέδες) εξαγριωμένοι τον ενοχοποιούσαν ότι τάχα αυτός ευθυνόταν για τον εξ ασιτίας θάνατό του, ο παππούς μου, ικανοποιημένος που οι απόψεις του αποδείχνονταν σωστές, απεφάνθη: Την εκλογήν ελεύθερος δίδει ο εργάτης.
Από τη συλλογή Βουστροφηδόν | Το σύνταγμα της ζωής (1988) του Νίκου Γρηγοριάδη (με το ψευδώνυμο Νικόλας Ταλμάν)