Η πόλη της Ρεντίνας
Την αγαπούσα όσο τίποτε στον κόσμο
κρόσσια αφημένα στη βροχή, λερό
ενδιαίτημα υφύγρου καρυκόξυλου
κι εκείνα τα μυρωμένα σκίνα της,
μικρά και τραγανά για το κοτσύφι
Την αγαπούσα όσο την ήξερα μόνον εγώ
δακρυσμένος, κρατώντας ένα φρυγικό
ή βλάχικο σκουφί στην κορυφή του λιχανού
κι έπειτα, τηγανιτά αυγά, κρασί ασβε-
στωμένο, βλέποντας ν’ αλλάζουν χρώμα
τα πλατάνια. Διότι την αγαπούσα
ως κάτοικος, ως ξενοπάροικος, ως κοινο-
τάρχης: κι όταν στις πέτρες της άγγιζα
τη φαιά απάτη των βρύων, τότε πράγματι
ήμουν λευκός, ένα χαρτί στα σύννεφα.
Πάει καιρός που δεν την αγαπώ.
Του ζώντος σώματος τη γοητεία,
γαλάζια μάτια, δορυφορικό πλεκτό
πάει καιρός που αυτά προτιμώ
και τις Ρεντίνες στα αρχεία θάβω.
Από τη συλλογή Ποιήματα που θα χαθούν στην ομίχλη (2001) του Πάνου Θεοδωρίδη
Translatum: Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα / Πάνος Θεοδωρίδης