Άννυ Κουτροκόη, Λεληθότως ο έρως (II)

Γιώργος Σαραντάρης & Μάνος Χατζιδάκις, Ποιος είν’ τρελός από έρωτα
(τραγούδι: Φλέρυ Νταντωνάκη / δίσκος: Ο μεγάλος ερωτικός (1972))

Λεληθότως ο έρως (II)

Με τύφλωσε το πρώτο φως
κι έτσι τυφλός σερνόμουνα
μες στα κλαδιά του παραδείσου.
Κάρφωσα οξύς
το μη στο μήλο,
χάραξα δρόμους
πάνω στο σώμα του Αδάμ,
βαθύ πηγάδι άνοιξα
μες στην ψυχή της Εύας.
Πάθος αμήχανο
πώς να κρυφτείς
πάμφεγγο που αναβλύζεις,
κι αμέτρητο
σε μετρημένο σώμα,
κυνήγησες
την ώρα του γλυκύτερου διωγμού
και με την πρόφαση την κάλπικη
στο απορημένο στόμα,
για τη δική μου αθανασία πάλεψες
στου είναι την παρθέν’ αυγή.

Από τη συλλογή Λεληθότως ο έρως (2000) της Άννης Κουτροκόη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Άννυ Κουτροκόη

Γιώργος Σαραντάρης & Μάνος Χατζιδάκις, Ποιος είν’ τρελός από έρωτα

Ποιος είν’ τρελός από έρωτα

Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Ποίηση: Γιώργος Σαραντάρης
Τραγούδι: Φλέρυ Νταντωνάκη
Δίσκος: Ο Μεγάλος Ερωτικός (1972)

Ποιος είν’ τρελός από έρωτα
ας κάνει λάκκους την αυγή
να πάμε εκεί
να πιούμε τη βροχή

Μια που εμείς σ’ όποια στέγη αράξουμε
σ’ όποιαν αυλή
ο άνεμος χαλνάει τον ουρανό τα δέντρα
κι η στείρα γη
μέσα σ’ εμάς βουλιάζει

Ποιος είν’ τρελός από έρωτα
ας κάνει λάκκους την αυγή
να πάμε εκεί
να πιούμε τη βροχή

Γιώργος Θέμελης, Άγαλμα

Σαπφώ & Μάνος Χατζιδάκις, Κέλομαί σε Γογγύλα
(τραγούδι: Φλέρυ Νταντωνάκη / έργο: Ο μεγάλος ερωτικός (1972))

[Ενότητα Κάτω απ’ τους αγγέλους]

Άγαλμα

«άρσεν και θήλυ εποίησας αυτούς»
Γένεσις

Περαστικό πουλί αποδημητικό όπως τα χελιδόνια κι οι αύρες
Σταματώ κι αγναντεύω τα παιδικά κορμιά και τα ζώα
Την ξεχασμένη θάλασσα σε σύνορα από φλόγες,
Την ημέρα, το λίκνο του νερού, τον ήλιο που βασιλεύει,
Το βράδυ που ψυχομαχάει ο θάνατος κάτω από μουσκεμένα φώτα,
Τ’ άλογο της σελήνης που ξετυλίγεται στη γραμμή του βουνού
Ένα όνομα
Ένα κλαδί
Μια τρυφερή ανεμώνα

Ανεβαίνω την κλίμακα
Απ’ την ποδιά της χλόης ως τις απρόσιτες κορυφές
Απ’ το πεζούλι στ’ όνειρο κι απ’ τ’ όνειρο στη μοναξιά
Εκεί που σβήνουν οι σκιές κι αρχίζει η παρουσία

Ομιλία από στόμα σε στόμα
Κάτω απ’ το μάτι τ’ ουρανού
Κάτω απ’ τα μεγάλα μηνύματα που εξαγγέλλουν οι σιωπές
Ανάμεσα σ’ ένα χαμόγελο και μια αστραπή
Το θάνατο μιας πτυχής τη γέννηση ενός άστρου

Καρδιά του κρυμμένου καλοκαιριού
Κάτω απ’ τις νεκρές επιφάνειες
Καθαρή ευφορία από βρέφη κλειστά κι ανέκφραστες μητέρες
Που γεμίζουν τις πεδιάδες του τρόμου αντηχώντας το αίμα τους

Ένα βλέμμα χαράζει το ίχνος του
Άφθαρτο ρόδο στην απλωσιά του ματιού
Τα κρατημένα δάκρυα συντρίβουν τις φλέβες
Κάτω απ’ το μίσχο μιας μεγάλης μορφής που γεννιέται
Μες απ’ τα φύλλα του σκοταδιού ως το λυμένο χαμόγελο
Μορφή πολλαπλή, ένας ήλιος που μοιράζει το σώμα του
Στις πεινασμένες πλώρες και τα δέντρα
Στην άγραφη σελίδα του νέου χιονιού
Που σκεπάζει τους έρωτες και τους τάφους
Τις θήκες όπου αναπαύονται οι κοιμισμένες μητέρες

Πρόσωπο που απλώνεσαι, πρόσωπο,
Έκσταση της γης καθρέφτισμα ουρανού
Πέρα απ’ το σημείο το σχήμα και τ’ όνομα
Ευλογία της ύπαρξης που εγκυμονείς τα σπέρματα του γαλάζιου
Στη μυστική αναδίπλωση της νύχτας του εαυτού σου

Ψηλό σκαλοπάτι από πάγο και κίνδυνο
Αγγίζοντας την πέτρα ως την κρυμμένη φωτιά
Τον ύπνο του νερού στην ηχηρή του κοίτη
Αγγίζοντας την κλειστή καμπύλη του αόρατου ακρογιαλιού
Πρόσωπο π’ ανεβαίνεις πιο δυνατό απ’ τον άνεμο
Σώμα πιο πλαστικό κι απέραντο απ’ τη θάλασσα
Η ομορφιά που περπατεί επάνω στο χρόνο και στο θάνατο

***

Ο άντρας ακολουθεί τ’ ωρολόγιο των πουλιών
Τα πουλιά τις πυξίδες του ήλιου
Η γυναίκα απλώνεται μες στο κοχύλι του εαυτού της
Ανάβοντας ένα φως λιγνό από διάφανη γύμνια
Κοντά στη θάλασσα που λικνίζει τα ζωντανά όστρακα
Και τ’ άστρα που ονειρεύονται έναν ασάλευτο ήλιο
Μια πάμφωτη σπηλιά από τιτανικές μορφές πάγου
Γυναίκα του μελιχρού ύπνου μοναξιά από σάρκα
Ψυχή του βουνού πορφυρή ουσία της γης
Σελήνη ολόγεμη από έρωτα του γυμνού κόσμου
Μνηστή του θανάτου που συλλέγεις το αίμα του χρόνου
Επάνω σ’ ένα χαμόγελο μέσα σε μια σταγόνα
Χορδή τ’ ουρανού λαχτάρα του ύψους
Άγαλμα της ζεστής βροχής κοιλότητα της θάλασσας
Αρράγιστη καρδιά παιδιού ακρογιαλιά του ανέμου
Πολλαπλό τοπίο που βυθίζεται μέσα σ’ όλα τα δέντρα
Ύπαρξη φλέβα χαράς ανάμεσα στα λουλούδια
Ύπαρξη βλέφαρο ανοιχτό επάνω στα πράγματα

Τα θαυμαστά σου χέρια βυθίζονται μέσα στη λάσπη
Ξεσκίζοντας τη σκιά κάτω απ’ τα πεθαμένα φύλλα
Και πλάθουν την απλότητα του προσώπου με τα μεγάλα τους δάχτυλα
Χαράζοντας την απαράμιλλη ομορφιά του σύμβολο ζωντανό
Πάνω από τα ζώα
Πάνω απ’ τ’ άστρα

Επάνω απ’ τους Αγγέλους

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης, Άφησε να κοιτάξω

Μάνος Χατζιδάκις, Τα λιανοτράγουδα (στίχοι: από δημοτικά τραγούδια)
[τραγούδι: Δημήτρης Ψαριανός & Φλέρυ Νταντωνάκη / δίσκος: Ο Μεγάλος Ερωτικός (1972)]

[Ενότητα Στα ίχνη των πουλιών]

Άφησε να κοιτάξω

Άφησε να κοιτάξω το πρόσωπό σου
Στην ήρεμη αστροφεγγιά που κοιμούνται οι άνεμοι
Στους βράχους στα νερά στις όχθες που αναπνέουν
Στην ήρεμη αστροφεγγιά περπατεί ένας ήσκιος
Γνώριμος ήσκιος τον βλέπουνε τ’ άστρα μονάχα
Και τα όνειρα που δοκίμασαν ομορφιά και τρόμο
Δεν ακούς τα φτερά που διπλώνουν τη λησμονιά τους
Το κύμα πεθαίνει στα πόδια μας μετρώντας
Τους αιώνες της θάλασσας της καρδιάς μας τους χτύπους
Τα πλοία δεν κινούνται κρεμάστηκαν στο βλέμμα σου
Τα μάτια περιμένουν τον ήλιο σου για ν’ ανοίξουν
Τα δροσερά τους πέταλα από φως και θλίψη
Κυνηγώ τη σκιά σου ανάμεσα στα σχήματα
Αναζητώ το χέρι σου από άστρο σε άστρο
Άφησε να κοιτάξω το πρόσωπό σου
Σαν το φεγγάρι που κοιτάζεται στον ύπνο ενός παιδιού

***

Εγώ κ’ εσύ – πολύ μακριά μέσα στη νύχτα –
Σκοτεινοί είμαστε σα δυο παράθυρα της πυκνής βροχής
Εικόνες θαμπές από χλωμούς φεγγίτες και σκοτάδι
Σε ποια γωνιά ποια μάτια θα μας φωτίσουν
Πόσα φεγγάρια θα σταθούν και θα μετρήσουν τη νοσταλγία τους
Στην ασημένια σκόνη που πεθαίνοντας θα τινάξουν οι μνήμες
Δε μας μένει παρά η βοή το ποίημα που μας κράζει
Μέσα στον κίνδυνο που σκορπάει η θάλασσα στην καρδιά των βράχων
Κάτω απ’ τα χέρια που έσμιξαν τη μακρινή τους λάμψη
Κάτω απ’ τα χέρια τα σπαθιά που φυλάγουν το θάνατο

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιάννης Ποδιναράς, Το άνθος της άπειρης άμμου (IX)

Γεώργιος Χορτάτσης & Μάνος Χατζιδάκις, Πάθη απ’ τον έρωτα
(τραγούδι: Φλέρυ Νταντωνάκη / δίσκος: Ο μεγάλος ερωτικός (1972))

[Μέρος Β’]

Το άνθος της άπειρης άμμου

IX

Τα μικρά μας χρόνια
ανθός της σάρκας και του χιονιού
φωτότροπος αχός
των αιμάτων που έσμιξαν.
Σώματα που μίλησαν
στο σκότος και στο φως.
Ταξίδεψαν τ’ άγουρο δέρμα
με τη βεβαιότητα του κενού
στο χείλος του θανάτου
στο χείλος των ερώτων.

Από τη συλλογή Ένα Πράσινο Θολό (1996) του Γιάννη Ποδιναρά

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιάννης Ποδιναράς

Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, Ανεπάρκεια

Τερμίτες & Μιχάλης Μαρματάκης, Το τραγούδι τής νύχτας (με τη Φλέρυ Νταντωνάκη)

Ανεπάρκεια

Κάθε ώρα κοιτάζω το πρόσωπό μου
Στον ειδωλολάτρη καθρέφτη μου
Τα υπάρχοντά μου συνάζω
Ωσάν φιλάργυρος
Τα ωραία εγκλήματά μου τακτοποιώ

Είμαι το χέρι των στερημένων
Ασθενική μήτρα
Περίπτωση πρόωρης πτώσεως

Κυνηγώ μια ηλιαχτίδα
Να αξιωθώ τα υπολείμματά της

Από τη συλλογή Διασταυρώσεις (1965)

Πηγή: Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, Επιλογές και σύνολα [Ποιήματα (1965-1995)] (2001)

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου

Federico Garcia Lorca | Αλέξης Σολωμός & Μάνος Χατζιδάκις, Τριαντάφυλλο

Τριαντάφυλλο

Ποίηση: Federico Garcia Lorca
Απόδοση στα Ελληνικά: Αλέξης Σολωμός
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Τραγούδι: Φλέρυ Νταντωνάκη
Δίσκος: Οι γειτονιές του φεγγαριού (1977)

Είναι κόκκινο σαν αίμα σαν ανοίγει το πρωί
και δροσούλα δεν τ’ αγγίζει από φόβο μην καεί
ανοιχτό το μεσημέρι σαν κοράλλι σαν παιδί
μες στα τζάμια μαγεμένος σκύβει ο ήλιος να το δει
άσπρο γίνεται κι είν’ άσπρο κοχυλάκι του γιαλού
σαν λιποθυμάει η μέρα στις βιολέτες του νερού

Κι όταν πια σημάνει η νύχτα τη φλογέρα τη γλυκιά
και τ’ αστέρια αλλάξουν θέση στ’ ουρανού την απλωσιά
πριν τελειώσει το τραγούδι κι ο αγέρας κοιμηθεί
μέσα στο βαθύ σκοτάδι σιγανά θα μαραθεί
πριν τελειώσει το τραγούδι κι ο αγέρας κοιμηθεί
μέσα στο βαθύ σκοτάδι σιγανά θα μαραθεί