Γιώργος Θέμελης, Το σώμα της απουσίας

Το σώμα της απουσίας

Έμεινε μόνη, αποκομμένη,
Έμεινε μόνη, σέρνεται η σκιά μου.

Το μέγα ασήκωτο σώμα της Απουσίας.

Ως να ’πεσε πίσω το φως,
Ως να ’χει πεθάνει, να κηδεύεται

Ανάμεσα άδεια σπίτια, δέντρα ερημικά.

Ακούγονται τ’ αδέσποτα βήματά μου,
Ακούγονται οι παλαιές βαθιές φωνές.

Τ’ αλλοτινά μου λόγια τα ειπωμένα.

Ως ν’ αντηχούν ξανά, να πέφτουν
Επάνω στους τοίχους που αντιλάλησαν.

«Ψωμί…», «Αγάπη…», «Φως…», «Θ’ ανταμωθούμε».

Τ’ ακούει ο ακίνητος άνεμος,
Τ’ ακούει η λιμνασμένη σιωπή.

Ένα κομμένο κεφάλι ανασηκώνεται,
Ως το γυμνό παράθυρο και κρέμεται,
Ως τον παλιό καθρέφτη και κοιτάζεται.

Όπως μια λάμπα αχνοσβησμένη.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης, Τίποτα δεν απόμεινε

Τίποτα δεν απόμεινε

Τίποτα δεν απόμεινε
Απ’ τα πολλά μας υπάρχοντα,
Απ’ όσα ήρθαν, μας δόθηκαν,
Δώρα πολύτιμα, εκπληχτικά.

Ατίμητα κοσμήματα της Ωραιότητας.

Στέμματα, διαδήματα, σκήπτρα,
Απ’ ουράνιο μέταλλο και ήλιο,
Πέτρα και φως, την ύλη του κόσμου.

Ενώτια.

Περιδέραια.

Τίποτα από ένδυμα και σκέπη
Της αιώνιας γύμνιας.
Από καθρέφτισμα και δαχτυλίδι.

Λυχνία του έρωτα ή λάμψη του κορμιού.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης, Τα πράγματα

Τα πράγματα

Έξω από μας πεθαίνουν τα πράγματα
Συνομιλίες

Αργά πεθαίνουν
Σιγά κι αθόρυβα
Σαν τα βουνά.

Άδεια καθίσματα παλαιά.

Τα τέσσερα ξύλα,
Τα τέσσερα καρφιά.

Αργά έρχεται ο θάνατος.

Σταμνιά στεγνά, πήλινα αγγεία,
Πήλινα χείλη ραγισμένα.

Τα σαπισμένα από σιωπή,
Κατάκλειστα παράθυρα.

Κλίμακες.

Δάπεδα.

Γκρεμοί.

Το άχρηστο φως έχει ταφεί στην τρύπα του Κενού.

Φορέματα γυμνά από σώματα,
Απόκληρα παλιά υποδήματα, χειρόκτια ξεγυμνωμένα
Από τ’ απόντα χέρια, από τα κόκαλα.

Όπως το άσαρκο δέρμα, το ασώματο πουκάμισο.

Εσώρουχα της γύμνιας, καλύπτρες της αγάπης
Στηθόδεσμοι αδειανοί και λυπημένοι.

Άμωμα όλα,
Άμωμα, αναίμακτα,
Κρεμάμενα

Σ’ έναν ήλιο θαμπό, σ’ έναν άνεμο σταματημένο.

Σε ποια κρίση θα πέσουν,
Κρίση στερνή, εξαφάνιση,
Τα φτερά, τα κρύσταλλα, τα κρίνα.

Στέφανα υμεναίων,
πέπλα νυμφικά.

Υάκινθοι
Και φιόγκοι.

Κρίνοι τεχνητοί.

Θρύψαλα καθρεφτών,
Σβηστά κεριά.

Αχρηστεμένα όργανα του έρωτα.

Σάβανα, ενδύματα
Ωραίων θανάτων

Πολύκλαυστα,
Πολυφίλητα.

Νυχτώθηκαν οι μυστικοί ουρανοί
Και θάμπωσαν τα φωτοστέφανα.
Σεπτές Εικόνες Αγίων,
Άχρηστες, απορριγμένες.

Νεκρά φτερά, σκαμμένα πρόσωπα,
Σχήματα αγγελικά ξεθωριασμένα.

Σκεύη
Και σύμβολα ιερά:

«Τα άγια των αγίων».

«Τα σα εκ των σων»

Ο Άρτος, ο Οίνος, ο Αήρ,

Κάτω από ίσκιους σκοτεινών πουλιών, πατημασιές αλόγων.

Δεν έχουν κοιμητήρια
Τα ομοιώματα, τα εικονίσματα.

Ανθρωπόμορφα είδωλα γλυπτά,
Ανδρείκελα, πλαγγόνες, πτώματα ωραία.

Αγάλματα νεκρά στα φέρετρά τους.

Λείψανα, που δεν έλιωσαν, νεκρών από καιρό,

Ανάσκαφτα, ανακόμιστα, γεμάτα ψόφιο σκουλήκι,
Ως να ζητούν ταφή, ξανά στον θάνατο.

Άλλο δεν είδε ο ήλιος πράγμα πιο φριχτό.

Δεν το ’ξερα πως ήτανε τόσο πολλά
Τα είδωλα της Ματαιότητας.

Τόση θλίψη,
Τόση τέφρα και σποδός·

Φωτιά στον θάνατο, φωτιά στο μέγα ψέμα

Επάνω από τα είδωλα
Και τα τρομαχτικά
Σημεία και σύμβολα
Του καθημερινού θανάτου.

Επάνω απ’ την κραυγή,
Επάνω από τον άνεμο

Ένας άδειος Σταυρός.

Το ξύλο του Μαρτυρίου δίχως μαρτύριο,
Χωρίς το άγιο χρίσμα του αίματος.

Σηκώνοντας επάνω του, στη σταύρωσή του,
Μιαν άσαρκη σκιά, μιαν απουσία.

Πένθιμο σχήμα μιας θυσίας που πήγε μάταιη.

Κάτω ακούγονται ξεφωνητά πνιχτά και βόγκοι
Από τα είδωλα, σώματα, πράγματα, φωνάζοντας:

ανάσταση.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης, Σώμα και άγαλμα

Σώμα και άγαλμα

Απογυμνώνοντας το σώμα και το άγαλμα
Απ’ την πυκνή σκιά του, απ’ το καθρέφτισμα,
Το χοϊκό του ένδυμα, το απατηλό περίβλημα,
Τη σάρκα γυρεύοντας και τον καρπό,

Την πιο βαθιά πληγή στη ρίζα της πληγής.

Δάχτυλα φτάνοντας ως την καρδιά,
Ως την απόκρυφη φωτιά της πέτρας.

Η στέρησή μου ήτανε σα μια λεπίδα.

Η αγάπη μου σα μια κρυφή σφαγή.

Τ’ όνειρό μου ένας απέραντος σιτοβολώνας.

Άγγιξα, αγάπησα, έσκαψα,
Σύναξα θλίψη, γέμισα βοή.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης, Σαν τις εικόνες

[Ενότητα Οι απόντες]

Εμείς είμαστε οι απόντες απ’ το δείπνο
Φωτοσκιάσεις

Σαν τις εικόνες

Πού γνώρισαν τον θάνατο και πεθαίνουν,
Και ξέρουν να πεθαίνουν τα μικρά παιδιά,
Διπλώνοντας στη μέση τους το τρυφερό φτερό τους,
Με μια θλιμμένην έκπληξη πάνω στο στόμα.

Γαληνεμένα, ανύποπτα, σαν τις εικόνες.

Ως να ’ρθε ο θάνατος μ’ ένα φιλί,
Χωρίς βοή και πέταλα ασημένια,
Για να τα κρύψει απ’ τα κακά πουλιά,
Απ’ τ’ άγρυπνα σκυλιά τη νύχτα π’ αλυχτούν.
Ως να ’ρθε και τα κοίμισε μέσα σ’ ένα κοχύλι.

Ούτε σπαθιού μαύρη γραμμή ούτε φτερού.

Τα περιστέρια εξακολουθούν να γράφουν αριθμούς έξω στο φως,
Μα τα χεράκια έχουν σαστίσει,
Μη ξέροντας να γείρουν και να σταυρωθούν πάνω στο στήθος.
Τ’ ανήξερα βλέφαρα ξεχάστηκαν στο θαύμα του ύπνου
Και τα μικρά μικρά χαμόγελα κρύφτηκαν στους καθρέφτες.
Τ’ ολόγιομο φεγγάρι χάθηκε πουλί στον ουρανό.

Όταν τ’ αποδημητικά βιάζουν την άλλην άνοιξη,

Όταν τα μάτια τα κλειστά γυρίζουν προς το φως,

Τάχα θα ξαναρθούν ποτέ; Θάβρουν τον πίσω δρόμο
Κάτω από τόση θάλασσα, μες από τόση νύχτα;

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης, Πυκνή σκιά μου

[Ενότητα Οι απόντες]

Εμείς είμαστε οι απόντες απ’ το δείπνο
Φωτοσκιάσεις

Πυκνή σκιά μου

Βγάζει τη σκέπη απ’ τη μορφή, την παραμόρφωση,
Σαν άλλη πάχνη που τον σκεπάζει.
Παίρνει ξανά τα μάτια του και με θρηνεί.

Ως να ’ρχεται μες απ’ το μέγα θάμπος του άλλοτε.

Βουβά θρηνεί, βουβά σκύβει στην όψη μου,
Ως να θρηνεί τον εαυτό του,
Ν’ ασπάζεται τα ίδια του τα βλέφαρα,
Τα χείλη του τα πετρωμένα.

Πανέμορφη πυκνή σκιά μου
Ενός ακέριου εφήβου.

Αγγελικό μου αρχαίο ανάστημα δίχως φτερά.

Από ποια κρύπτη, ποιο βυθό
Παλαιού νεκρού καθρέφτη ανασηκώθηκες,
Σαν μες σε πρώιμη ανάσταση,
Φορώντας τον λαμπρό χιτώνα σου.

Φυλάγοντας στα βλέφαρα μια παγωμένη λύπη.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης, Πέτρινη κατατομή

Πέτρινη κατατομή

Ποια χέρια μπορούν ν’ αγγίξουν τα χέρια μου,
Αλλότρια χέρια, ξένα, αλλότρια σώματα.

Φτερά πουλιών ή δέρματα ζώων.

Τα χέρια μου τ’ αλλοτινά, τα παιδεμένα
Από πικρούς χαμούς, άδειους ανέμους.

Τώρα που μ’ έχει κλείσει από παντού,
Σα μια θαμπή νεφέλη, η Απουσία.

Καμιά αγάπη, καμιά σταύρωση.

Ποιες εκπλήξεις μπορούν να πλήξουν
Τ’ άφεγγα μάτια μου και τα στεγνά.

Τα χείλη που κόπηκαν πάνω στα χείλη μου,
Το κομμένο ψωμί, το μυρισμένο ρόδο,
Φύλλα νεκρά και κρύσταλλα του ήλιου

Καταρρέουν μες απ’ την πέτρινη κατατομή μου.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης, Πείνα και δίψα

Πείνα και δίψα

Ως να γυρέψαμε και δε βρήκαμε
Ψωμί να φάμε, νερό να πιούμε.

Το ψωμί της γης, το μάννα τ’ ουρανού.

Ήπιαμε
Και διψάσαμε.

Χορτάσαμε
Και δε χορτάσαμε.

Αγαπήσαμε, μείναμε
Ανέραστοι, κλειστοί.

Πείνα και δίψα
Ψυχών
Και σωμάτων

Ακόρεστη,
Αξεδίψαστη.

Πεινούν τ’ ακοίμητα κόκαλά μας.

Πώς να τα θρέψουμε,
Να τα κοιμίσουμε.

Γυρεύουμε τον άρτο και τον οίνο που δεν κοινωνήσαμε,
Την αγάπη που δεν αγαπήσαμε,
Τον καθρέφτη που δεν κοιταχτήκαμε.

Γυρεύουμε, σκάβουμε τη γη, κοιτάζουμε τον ουρανό,
Άγρυπνοι, ακαθρέφτιστοι και πεινασμένοι.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης, Παρομοιώσεις

Παρομοιώσεις

Όπως στον ύπνο, όταν περνάς
Στην άλλη λάμψη τη νυχτερινή.

Το σώμα, το ένδυμα, ο καρπός.

Όπως στον ύπνο, όπως στον έρωτα,
Όταν αφήνεσαι μ’ όλο το σώμα.

Μένεις ασώματος, γυμνός.

Η μέρα, η νύχτα, ο χρόνος,
Μια ιστορία φανταστική.

Ως ν’ ανοίγουν μέσα οι τοίχοι, να πέφτουν
Οι απατηλοί καθρέφτες που μας σκεπάζουν,
Περνούμε μέσα σ’ ένα όνειρο,
Όνειρο αδιάκοπο και νυχτωμένο

Χωρίς καμπάνα και ξημέρωμα.

Ως να περνούμε στον κύκλο των Ασωμάτων
Μες σε μια τέλεια κλειστή αποξένωση.

Όπως μια λάμπα, που λησμονήθηκε
Μες σε μια κάμαρη άδεια και κλειστή,
Μόνη, κατάμονη στην ερημία.

Ποιος θα μας ξέρει, ποιος θα μας υποπτευθεί;

Άλλα μάτια, άλλα μυστικά
Πίσω απ’ αυτούς τους τοίχους,
Πίσω από τους φύλακες.

Άλλες σκιές θα τριγυρνούν μες στα δωμάτια
Αγγίζοντας τα πράγματα, τα πράγματά μας,
Πιο εύθραυστα και πιο πυκνά γεμάτα απ’ την αγάπη μας.

Μαθημένα, υπάκουα, και μόλις αφημένα,
Θ’ αναζητούν χέρια σφιγμένα σαν τα χέρια μας.

Θ’ αναζητούν τα μάτια μας τα καρποφόρα.

Καθώς καρποί, που ωρίμασαν
Και μένουν ακόμα, κρέμονται στον ήλιο,
Καρτερώντας το πουλί, το χέρι και το δρέπανο,
Εδώ θα στέκει το δέντρο της αυλής,
Μονάχο, στείρο, απελπισμένο,
Χωρίς φτερό και γύρη,
Σε νηνεμία τρομαχτική.
Εδώ θα γέρνει το παράθυρο μες στο κενό,
Μετρώντας τον άνεμο, να πέσει – να μην πέσει.
Η στέγη μας πάντα νωπή, όπως την άνοιξη.

Ο ουρανός επάνω της ερημικός.

Ώσπου να φτάσει ο Απρίλης μες στο αργό του μέλλον
Μ’ όλη τη λάμψη και τη δόξα, ώσπου να ’ρθει το Μέγα Πάσχα
Με τους καινούριους υάκινθους, με τους αναστημένους,
Να σε ντύσω βασιλική πορφύρα στη μεγάλη σου εορτή,
Βαρύτιμα κοσμήματα:
Να ’σαι ωραίος μες στους ωραίους.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης: Παραλλαγές στο ίδιο θέμα (III)

Παραλλαγές στο ίδιο θέμα

III

Εκεί που κείτονταν
Και σάπιζαν
Στοίβες τα φύλλα του Καιρού.

Κρίνα χλωμά
Και μαύρα ρόδα.

Το πιο πυκνό Φθινόπωρο.

Ήλιοι νεκροί
Και σκελετοί πουλιών.

Κι η αποκαμωμένη Αγάπη
Σιγανασαίνοντας ακόμα,
Σαν την ηχώ μες στο κοχύλι.

(Πώς κόβεται και πέφτει ξάφνου ο αγέρας
Και γίνεται παύση, γίνεται μεγάλη σιωπή.)

Εκεί που σβήναν όλες οι φωτιές

Και το πιστό σκυλί μου ο Φύλακας
Και τ’ ακριβό μου ζώο ο Άγγελος
Μες στο βαθύ λαγούμι του.

Ήρθε μεμιάς και χτύπησε
Σαν αστραπή,
Σαν μαχαιριά στεγνή και ράγισε

Το καταπέτασμα.

Κανείς δεν είδε τον ήλιο που έπεσε κι έσβησε
Πίσω απ’ άφαντα βουνά και μαραμένα βλέφαρα.

Κανείς δεν απαντήθηκε με ζωντανούς νεκρούς
Να περπατούν σηκώνοντας τ’ αναστημένα σώματά τους.

Δεν έσταξε αίμα ούτε νερό.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης: Παραλλαγές στο ίδιο θέμα (II)

Παραλλαγές στο ίδιο θέμα

II

Κανένας χτύπος δεν ακούστηκε,

Χτύπος φτερού,
Χτύπος Αγγέλου.

Κανένας άνεμος δε σηκώθηκε
Να ξυπνήσει τους κοιμισμένους.

Τι έγινε;

Ποιος πήρε ξάφνου το κλειδί
Και μας άφησε έξω,

Έξω στην άπειρη ερημία;

Μπήκε μέσα και κλείστηκε,
Δε μας αφήνει πια να μπούμε

Πίσω στην πόρτα την κλειστή, στην άδεια κατοικία.

Τι έγινε
Και σταμάτησε ξάφνου
Το αίμα του ο καιρός.

Μείναμε άστεγοι, άφαντοι, γυμνοί.

Εδώ που μπήκε ο θάνατος και πλέκει τη φωλιά του,
Δίχως φτερούγα και κλαδί, το ακοίμητο σκουλήκι.

Εδώ που η ακίνητη ομορφιά ρίχνει την αμφιλύκη της.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης: Παραλλαγές στο ίδιο θέμα (I)

Παραλλαγές στο ίδιο θέμα

I

Ως να ’ρθε από μακριά,
Ως να ’ρθε και να μ’ άγγιξε
Μια σκοτεινή γραμμή,
Μια έξαφνη εξαφάνιση.

Μαύρη φτερούγα σχίζοντας το φως.

Ως να ’πεσα και χάθηκα μες σ’ ένα θαύμα.

Να μη με ιδεί το φως, να μη μ’ αγγίξει
Ο άνεμος, φτερό πουλιού, χέρι ανθρώπου.

Το πράγμα το εύθραυστο
Σαν από πορσελάνη.

Ένα δοχείο από πηλό,
Ένα αδειανό κοχύλι.

(Μέσα μου μια άγνωστη θάλασσα αντηχεί,
Μέσα μου σφυρίζει ένας αγέρας.)

Βλέφαρα, χείλη κλειστά,
Το κόσμημα της ερημίας,
Το έμβλημα της σιωπής.

Προσωπείο στο πρόσωπο του ανέμου.

Είδωλο γλυπτό μιας ειδωλολατρίας,
Ωραίου θεού νεκρού θλιμμένο ομοίωμα.

Σιγά σιγά σηκώστε το,
Να μη σχιστεί, να μη ραγίσει.
Προσέχετε το φωτοστέφανο.

(Εικών ειμι…)

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης, Όταν κριθούν τα σώματα

Όταν κριθούν τα σώματα

Φάνηκες, φανερώθηκες στο φως, σα μια εικόνα.

Είδες ήλιους πολλούς
Και δεν τους μέτρησες.

Το βράδιασμα και το ξημέρωμα.

Άνοιξες μάτια, ψυχή μου,
Μάτια μεγάλα, εκπληχτικά.

Έβγαλες χέρια στη ρίζα των φτερών.

Άγγιξες λογής καρπούς,
Μήλα πολλά, κρίνα και τριαντάφυλλα.

Έχεις τα ίχνη απ’ τα καρφιά.

Περπάτησες πάνω στη γη, αντιλάλησες
Μες στο κενό, στην ερημία του χρόνου,
Έβγαλες ήχο, έκαμες θόρυβο πολύ.

Σε είδε ο ήλιος, σ’ άκουσε ο άνεμος και σ’ αντηχεί.

Το αίμα σου ποιος θα το μαρτυρήσει,
Το αίμα που κύλησε κι έβαψε
Τον ύπνο, τα πράγματα, το φως.

Όταν κριθούν τα σώματα,
Η μάταιη σκόνη σου θα ζυγιστεί,
Η φτώχεια σου, η γυμνότητά σου,

Η άπειρη θλίψη σου, και θα βαρύνει.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης, Οι προσωπιδοφόροι

Οι προσωπιδοφόροι

Πριν πέσουν
Όλα τα φτερά,
Σαν πτίλωμα ενός κύκνου.

Πριν κλείσει η μεταμόρφωση

Από σώμα στο πράγμα,
Απ’ την υπόσταση στην αποσύνθεση.

Μες στο πυκνό σταματημένο φως.

Όπως στην άφωνη θλίψη και στη μοναξιά,
Όπως μες στ’ όνειρο, στην έξαφνη απουσία.

Ακούς που έρχονται οι Προσωπιδοφόροι,
Σαν σκοτεινοί άφαντοι Άγγελοι ή θαμπωμένοι Νυχτοφύλακες
Και σε τρομάζουν, σκύβουν επάνω σου,
Γυρεύοντας τ’ ανομολόγητα μυστικά σου.

Ψάχνουν τη σάρκα, αγγίζουν την ψυχή.

Στο ’να τους χέρι τον στερνό Ζυγό,
Στ’ άλλο τους το Κλειδί και το Μαχαίρι.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης: Οι απόντες απ’ το δείπνο (VI)

[Ενότητα Οι απόντες]

Εμείς είμαστε οι απόντες απ’ το δείπνο
Φωτοσκιάσεις

Οι απόντες απ’ το δείπνο

VI

Γενεά λειψή, ανυπόστατη, σακατεμένη από την άρνηση.

Αρνήθηκαν το αίμα τους,
Αφάνισαν το πρόσωπό τους,
Δεν βλέπουνε να ονειρευτούν.

Τυφλοί στο φως, τυφλοί στον θάνατο.

Όσοι κλειστοί στον εαυτό τους,
Όσοι αδειανοί,

Ανέκφραστοι,
Ακαθρέφτιστοι.

Η στιλπνή επιφάνεια, η φριχτή ερημία.

Δεν έχουν να κάμουν,
Να πουν ή να ζητήσουν
Ψωμί, φωτιά, ή ένα «χαίρε».

Δεν περιμένουν τίποτα δεν καρτερούν.

Όσοι αποκοιμήθηκαν ύπνο βαθύ
Μες στην τυφλή, την αξημέρωτη
Μέσα τους νύχτα του αιώνιου ζώου,
Εκεί που λύχνος δεν φέγγει.

Στοίβες σαρκών και θημωνιές κοκάλων.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης: Οι απόντες απ’ το δείπνο (V)

[Ενότητα Οι απόντες]

Εμείς είμαστε οι απόντες απ’ το δείπνο
Φωτοσκιάσεις

Οι απόντες απ’ το δείπνο

V

Δεν έχουν σήμα θανάτου
Οι λησμονημένοι.

Οι πιο νεκροί μες στους νεκρούς.

Θύμηση,
Ανάμνηση.

Μια λάμπα τη νύχτα να τους φέγγει.

Δεν είναι φωνή στη γη
Να τους καλέσει, να τους ονομάσει.

Ως να ’πεσαν και χάθηκαν
Μέσα στην ίδια τους ανωνυμία.

Όπως τ’ αδέσποτα σκυλιά,
Όπως τ’ απορριγμένα πράγματα.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης: Οι απόντες απ’ το δείπνο (IV)

[Ενότητα Οι απόντες]

Εμείς είμαστε οι απόντες απ’ το δείπνο
Φωτοσκιάσεις

Οι απόντες απ’ το δείπνο

IV

Αυτά τ’ άλιωτα σώματα,
Σαν από πέτρα,
Σαν ακατάλυτοι σκελετοί

Δεν ήταν ζώα μεγάλα
Ή σκοτεινοί, άπτεροι Άγγελοι.

Δρασκελούσαν τη γη κι ο ίσκιος τους έπεφτε,
Καθώς το θάμπωμα, όταν εκλείπει ο ήλιος.

Και δάκρυζαν οι εικόνες, ουρλιάζαν τα σκυλιά.

Ψόφια πουλιά και ζώα,
Σώματα αγύρευτα λειψά,
Ψυχές βγαλμένες απ’ τη σάρκα τους,
Δεν έβρισκαν ανάπαυση
Στους λάκκους, που στοιβάζονταν.
Πεθαίναν χωρίς να πεθαίνουν,

Στάζοντας θλίψη, στάζοντας αίμα και νερό.

Τους είχανε κόψει τον θάνατο,
Τους είχανε κόψει το ψωμί,
Τον ύπνο, το φως και την αγάπη.

Αυτά τ’ άλιωτα σώματα
Σαν από πέτρα.

Πολλοί έβλεπαν κάθε πρωί
Στο τζάμι του παραθύρου
μια ματωμένη λόγχη,
Πολλοί μες στον καθρέφτη τους
Μια διάφανη μορφή,
Περίλυπο πρόσωπο χλωμό
Ανάμεσα στ’ αγκάθια του ήλιου,
Και γύρευαν καρφιά να καρφωθούν.

Πολλοί βάλθηκαν να θάβουν τα πτώματά τους.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης: Οι απόντες απ’ το δείπνο (III)

[Ενότητα Οι απόντες]

Εμείς είμαστε οι απόντες απ’ το δείπνο
Φωτοσκιάσεις

Οι απόντες απ’ το δείπνο

III

Σαν τα πουλιά που πιάστηκαν
Στους χιονισμένους κήπους του θανάτου,
Μετρούν τους κύκλους των, τους ήλιους που βασιλεύουν.

Όσοι αγάπησαν και δεν αγαπήθηκαν.

Όσοι πείνασαν και δίψασαν
Τον εαυτό τους, την ψυχή τους.

Δόθηκαν και δεν ανταποδόθηκαν,
Απογυμνώθηκαν και δεν ντυθήκαν.

Γυμνοί, λιπόσαρκοι και σταυρωμένοι.

Ανάμεσά τους ο άλλος εκείνος,
Άγνωστος, έρημος, σαν ένας από μας.
Ένας ζητιάνος του θανάτου,
Με το καλάμι του, με το σκοινί του.

Ο πιο νεκρός, ο πιο γυμνός.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης