Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Umitlerim hep kirildi (Οι ελπίδες μου έχουν γκρεμιστεί)
Yarim artik gelmyecek (η αγάπη μου δεν θά ’ρθει πια)
goz yaslarim dokulurken (κι ενώ τα δάκρυά μου τρέχουν)
bu sesiyle silmyecek (σ’ αυτή μου την κραυγή δεν θά ’ρθει να μου τα σκουπίσει)
Beni bir Gun guldurtmedi (Δεν μ’ έκανε να γελάσω ούτε μια μέρα)
helbet o da gulmeyecek (σίγουρα και αυτός/αυτή δεν θα γελάσει)
aglasam da ayrilsam da (και να κλάψω και να χωρίσω)
bu ask benden olmeyecek (αυτός ο έρωτας δεν θα πεθάνει)
bu sesime duymeyecek (αυτή μου την κραυγή δεν θ’ ακούσει)
Ο Δημήτρης Θέμελης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1931 και ήταν γιος του ποιητή Γιώργου Θέμελη. Καθοριστικό για την σταδιοδρομία του υπήρξε το γεγονός ότι πέρασε ένα μέρος των παιδικών του χρόνων στην Ικαρία –τόπο καταγωγής της μητέρας του, μάλιστα κατά τη δύσκολη χρονική περίοδο 1940-1944, όπου του δόθηκε η ευκαιρία να μάθει να παίζει νησιώτικη λύρα από λυράρηδες εκείνης της εποχής και να γνωρίσει τη ζωντανή πράξη της παραδοσιακής μας μουσικής. Απόφοιτος του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης –βιολί και θεωρητικά– συνέχισε με υποτροφία (DAAD) τις σπουδές του στο Μόναχο: βιολί με τον καθηγητή Kurt Stiehler και Μουσικολογία, Βυζαντινολογία και Αρχαία Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, απ’ όπου αποφοίτησε ως διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής.
Διετέλεσε διευθυντής του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης (1971-1985), και από το 1985 καθηγητής Μουσικολογίας στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, του οποίου διετέλεσε πρόεδρος επί τέσσερις θητείες. Επίσης διετέλεσε κοσμήτορας της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ και πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης. Από το Σεπτέμβριο του 1998 ήταν ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ. Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών, διετέλεσε εκπρόσωπος του Διεθνούς Συμβουλίου Παραδοσιακής Μουσικής (ICTM) στην Ελλάδα, μέλος της Γερμανικής Εταιρίας Μουσικής Έρευνας και της Διεθνούς Εταιρείας Εθνομουσικολογίας, μέλος του Προεδρείου του Διεθνούς Οργανισμού Λαϊκής Τέχνης (IOV), επίσης τακτικό μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Νέας Υόρκης. Το 1990 τιμήθηκε από την Μουσική Εταιρεία Βορείου Ελλάδος με το «χρυσό βραβείο» μουσικής προσφοράς.
Πραγματοποίησε πολλές διαλέξεις και συμμετείχε σε διεθνή μουσικολογικά συνέδρια. Έχει πολυάριθμες δημοσιεύσεις, μεταξύ άλλων για την ελληνική μουσική (έντεχνη και παραδοσιακή) για τη διδακτική του βιολιού κ.ά. Από τα νεανικά του χρόνια ασχολείται επίσης με τη σύνθεση, ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος των έργων του το συνέθεσε τις δύο τελευταίες δεκαετίες, στις οποίες διαμόρφωσε μια δική του μουσική γλώσσα. Συνθέσεις του έχουν παιχτεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Πραγματοποίησε πολλές διαλέξεις και συμμετείχε σε διεθνή μουσικολογικά συνέδρια. Έχει πολυάριθμες δημοσιεύσεις, μεταξύ άλλων για την ελληνική μουσική (έντεχνη και παραδοσιακή) για τη διδακτική του βιολιού κ.ά. Από τα νεανικά του χρόνια ασχολείται επίσης με τη σύνθεση, ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος των έργων του το συνέθεσε τις δύο τελευταίες δεκαετίες, στις οποίες διαμόρφωσε μια δική του μουσική γλώσσα. Συνθέσεις του έχουν παιχτεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 2017.
Έγραψε μεταξύ άλλων:
* τέσσερις Συμφωνίες, ένα Συμφωνικό Δίπτυχο, δύο Συμφωνιέτες για ορχήστρα εγχόρδων * Πέντε Κοντσέρτα με ορχήστρα (για βιολί, για βιολοντσέλο, για βιόλα, για κοντραμπάσο και για Φαγκότο) * 17 Κουαρτέτα εγχόρδων, Κουϊντέτο εγχόρδων * Κουαρτέτο για φλάουτο, όμποε, κόρνο και φαγκότο, τρία Κουαρτέτα Σαξοφώνων * Τέσσερα Τρίο με πιάνο, Τρίο για δυο βιολιά και βιόλα * τραγούδια για φωνή και πιάνο, τραγούδια με ορχήστρα εγχόρδων, χορωδιακά * έργα για διάφορα σόλο όργανα
Ο αμανές της καληνύχτας (παραδοσιακό Σμύρνης / ερμηνεία: Αντώνης Διαμαντίδης (Νταλγκάς))
Δύο κόσμοι
Δύο κόσμοι ερωτοτροπούν
με μια κορδέλα βαθυγάλαζη
η λάγνα Ανατολή από τη μια
η φωτισμένη Δύση από την άλλη
–Πάνω στα χίλια βότσαλα καθισμένη
έβλεπα την ιστορία να ταξιδεύει–
Με κοφτερές δρεπανιές τ’ αγέρι, από την
αντιπέρα ακτή πατρίδα του Ηρόδοτου
κεντρίζει τον αστραφτερό Δίκαιο.
Ο φαντάρος χωμένος στο αμπρί
δίνει αναφορά για τα σήματα
–Τ’ αρχαία νήματα κόπηκαν,
τα πλοκάμια του τόπου ψαλιδίστηκαν–
Η βαθυγάλαζη κορδέλα καίγεται
από τον πυροδοτημένο ήλιο
τα γλαροπούλια μετέωρα
εκσφενδονίζουν αιχμές λευκές
Απ’ αντίκρυ φτάνει –μακρόσυρτος αμανές–
η πνοή του ανέμου
και πλάι μου η φωνή του σκοπού:
Αλτ! τις ει;
Απόβραδο.
– Βαθιά τομή στα πλεμόνια του καιρού η πυρπολημένη κορδέλα
Επειδή η ιστορία ταξιδεύει πάντα.
Από τη συλλογή Περιπλανήσεις (1983) της Μελίτας Τόκα-Καραχάλιου
Παραδοσιακό πομάκικο τραγούδι με την Εμινέ Μπουρουτζή
Πομάκοι
Κατεβαίνοντας τρυπώνουν στο παζάρι
αγοράζουν αλάτι και κουδούνια
βιαστικά
τα φορτώνουν στις γέρικες μούλες κι ανηφορίζουν.
Ο τόπος πλιθί και κατσικότριχα
άζυμα ψωμιά, και το κριθάρι να φτάνει ως τα μισά και να μη φτάνει.
Στα κοτρόνια η σπορά με τ’ αλάτι που γλείφουν οι πέρδικες,
και το κοπάδι το καύκαλο που τυλίγει ας μην ασπρίσει.
Αργά σαλιώνοντας εφημερίδες
τον καπνό τυλίγουν με ρετσίνι
μη φύγει το κατράμι στην φτέρνα και κατέβει,
ξεπετώντας πού και πού λυκίσιο δόντι
τις αυγές να δαγκώνει και να σκούζει
μη σηκωθεί αγέρας και νοτίσει
τη μαρμαριά μη ξετινάξει απ’ το σαμάρι.
Οπλές τριμμένες στο πυρολίθι∙
αστράφτει ο Θρακιάς, χαρακωμένο βράδυ –
άχυρο παστρικό δεν τ’ αφήνει.
Φύλλα ξερά αυτοί θα κυνηγούνε
κι ο ασκός να λύνει να γεμίζει κομμάτια σύννεφου και νύχια.
Το σάλιο που παράτησαν στους ρόζους
ας πάει κι αυτή η χρονιά χωρίς νυχτέρι
μόν’ το χαρμπί να τρυπάει την σανίδα
και τα όρνιά τους στον απάγγειο να δαγκώνουν
χαμηλά την προβιά με την γλίτζα
Ενάτη του μηνός, και μεσημέρι
συνεπείς οι Βυζαντινοί πάντα πληρώνουν τους μισθούς.
Ο Αθηναίος Κονδιλέρης Σοφιανός,
ζυγιάζει στην παλάμη τ’ αλάτι
στην άλλη δυο χρυσά υπέρπυρα
απ’ την σκουριά του ήλιου της Αθήνας.
Κάθεται και ζυγιάζει,
και κάθε ενάτη του μηνός
συλλογάται σε ποιον αιώνα τάχα να ’ναι,
και πόσο άραγε ν’ απέχει η Καλλίπολη.
Αγρίμια κι αγριμάκια μου (παραδοσιακό Κρήτης / τραγούδι: Νίκος Ξυλούρης)
Μνήμη
Οι φαμελίτες μας
ορμητικοί καταρράκτες ξεχύθηκαν απ’ το Βέρμιο
φορτωμένοι τη θλίψη που τους κληροδότησαν οι πρόγονοι.
Κεραμοπλάστες τούς έσπειραν
«Εδώ να ζήσετε» ορμήνεψαν
«καλό το χώμα να σας χωνέψει ο θάνατος
πάρτε το απόφαση, αγόγγυστα, χαθείτε στις καστανοξιές,
ταΐστε αγρίμια.
Αυτά, με τον αψίκορο βίο τους μες στην αβεβαιότητα
παίζοντας με τα κόκαλά σας θα μάθουν κυνήγι στα παιδιά τους
όπως τα παιδιά σας, θα μάθουν να παίζουν με τα κότσια τους.
Βαριά η ευθύνη.»
Από τότε φρυγανίζεται το αίμα μας στις ματαιοδοξίες
τυχαίνει όμως κάποτε, καθώς ο άνεμος κυκλώνει τις ζωές μας,
το ματοτσίνορο του πεθαμένου πατέρα να μπαίνει στο μάτι μας
κι ενώ αυτό θολώνει
–μια φορά στον αιώνα είναι καλά, και δυο όμως μπορεί να τύχει–
ψηλά το κεφάλι σηκώνουμε
και το σαγόνι μπήγουμε, κυπαρίσσι στα σύνορα,
σφραγίδα στο διαβατήριο.
Από τη συλλογή Μότορσιπ «Προκρούστης» (2008) του Απόστολου Λυκεσά
Καράβι καραβάκι (παραδοσιακό Χίου με τη Δόμνα Σαμίου)
4
Καράβια καραβάκια στην εταμίνα πλέει,
από τη Σκύρο έρχονται
στη Σκύρο κατεβαίνουν,
το ένα έχει την πικρίλα
τ’ αλατιού, το άλλο λουκούμια,
και γλυκά του κουταλιού,
το τρίτο το καλύτερο
το δέντρο της ζωής μας
μεταφέρει σε οικισμό φανταστικό.
Οι μαρκοβελονιές γέμισαν τα ιστία
με σταυροβότανα, σημαίες ελληνικές,
φύλακες μνήμης,
κι αργά διασχίζουν
τα νερά της εταμίνας.
– Άγιε και ασκητή, δώσε ξανά
ρυθμό στα χέρια της, στο μέτρημα
του αγκυρωτού σταυρού.
– Γλώσσα βαρυάλγητη, άστην για λίγο
ήσυχη, στέγει στη θάλασσα το κεντίδι της,
ψηφίο μετρητού καιρού.
Από τη συλλογή Έξι ελληνικά κεντήματα για την Αμαλία Μεγαπάνου (1998) της Ρούλας Αλαβέρα