Το παιδί με τη φυσαρμόνικα
Στον Κούλη Ζαμπαθά
Δεν είναι πια το πολυβόλο που θα κρίνει τη λευτεριά.
Δεν είναι πια οι βασανιστές που θα μας καταλύσουν.
Δεν είναι κείνος που θα βγει να σ’ αντιμετωπίσει,
παιδί του αγέρα με τη φυσαρμόνικα!
Άγαλμα του πεζοδρομίου που σε φυσά ο μαΐστρος
στο ένα σου πόδι ενώ σφυρίζεις τους καημούς της πατρίδας
με μια φωνή σαν του ρυακιού που κελαηδεί μες στην καρδιά σου,
-μικρή καρδιά της λευτεριάς που τρέμει όπως η πούλια-
παιδί του αγέρα με τη φυσαρμόνικα!
Αγκάλιασε τις πιπεριές της λεωφόρου το αίμα σου.
Έγινε το αίμα σου πουλί κι ανέβη να μας κελαηδήσει
πάνω απ’ τα κυπαρίσσια του Συντάγματος:
«Τιτίβ, τιτσίου! Μη φοβόσαστε!»
Έγινες το πουλί κι η μυγδαλιά, το άστρο και το παράθυρο.
Ζωγραφισμένο από τις αστραπές στην πόρτα μας,
που την αγκάλιαζεν ο θάνατος τη νύχτα να την παραβιάσει,
έσπρωχνες το σκοτάδι μόνο σου! Και μεις, τι να σου ειπούμε;
Μια τέτοια μέθη αθανασίας δεν τη χωρά η καρδιά μας,
παιδί του αγέρα με τη φυσαρμόνικα!
Και μεις, ποιητή των ποιητών, πώς να σε τραγουδήσουμε!
Σύντροφε της ελπίδας μας, πες μας πώς να σε ειπούμε!
Πες μας, γιατί υποφέρουνε τα χείλη μας!
Δε θέλουμε τα λόγια μας να πέσουνε στο χώμα,
δε θέλουμε να χάσουμε μια τέτοια αποστολή!
Αλλιώς καλύτερα να βγαίναμε να σκοτωθούμε στη μάχη,
αλλιώς καλύτερα να φεύγαμε στους ωκεανούς με τα καράβια,
παρά να κλέβουμε τα ψίχουλα του ψωμιού των απελπισμένων,
όταν εσύ φρουρείς μονάχο τα στενά της νύχτας,
παιδί του αγέρα με τη φυσαρμόνικα!
Θα βγω στον κάμπο να μαζέψω τα πεσμένα φώτα του ήλιου
να πλάσω τις ακτίδες του – τούτο το καλοκαίρι,
να πλάσω τις αχτίδες του σε φύλλα, για να γράψω
τον ουρανό και το τραγούδι σου, Ελληνόπουλο,
γιατί το χώμα δε με φτάνει! Δε με φτάνει το αίμα μου!
Γιατί τα δάκρυα δε φτάνουνε να πλάσω τον πηλό μου!
Τι να το κάνω το σπίτι μου! Έξω σε τραγουδάνε,
έξω μιλούν για σένανε· δε μου φτάνει η φωνή μου!
Θα τρέξω εκεί που σ’ άκουσα να λες «Όχι» στο θάνατο,
θα τρέξω εκεί που πήγαινες σφυρίζοντας αντίθετα
στ’ αστροπελέκι, αντίθετα στη διαταγή και στο γλυκό
ψωμί της γης, αντίθετα
στα γαλανά σου μάτια που ήταν για τον έρωτα!
Και θα τινάξω τους καημούς σου από τις πιπεριές!
Και θα μαζέψω τις φωνούλες σου! Και θα σκεπάσω της ποίησής μου
την Άγια Τράπεζα με τ’ αλατζένιο σου πουκάμισο!
Και θα μαζέψω τ’ αγριολούλουδα, σα να σηκώνω τη σημαία σου
για να τη στήσω με το χάραμα στην είσοδο της πατρίδας,
στην είσοδο του χρόνου και των καραβιών. Σα να σηκώνω
τον «Άρτο» της Ελλάδας απ’ την άσφαλτο,
διάτρητον απ’ τις σφαίρες των εχθρών! Να σε σηκώσω
και να σε βάλω σ’ ένα μπρούτζινο βάθρο και να σφυρίζεις
στο ένα σου πόδι, γέρνοντας αμέριμνα στον ώμο σου,
κάτω απ’ τα συννεφάκια των καιρών
μες στην πλατεία του Συντάγματος!
Πώς να σε ιδώ! Πώς να σε ειπώ! Πώς να σε ζωγραφίσω,
παιδί του αγέρα με τη φυσαρμόνικα!
Από τη συλλογή Η παραμυθένια πολιτεία (1947) του Νικηφόρου Βρεττάκου
Πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, η εκλογή μου, ποιήματα 1933-1991 (εκδ. Ποταμός, 2008)
Κάνε Like στο:
Μου αρέσει! Φόρτωση...