Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Μουσική & στίχοι:Παντελής Θαλασσινός Τραγούδι:Πέτρος Γαϊτάνος Δίσκος:Γυάλινος δρομέας (1992)
Στο κάστρο το παλιό σε κάποιο τοίχο σου ’χα γράψει «σ’ αγαπώ» το πιο γλυκό μου μήνυμα Το πλήρωσα κι αυτό τόσο ακριβά που να μην ξέρω αν σε μισώ είναι βαρύ το τίμημα
Είμαι εδώ και είσαι εκεί εγώ στη δύση κι εσύ στην ανατολή είμαστε στίχοι που δε χώρεσαν μαζί στη μουσική
Κουράγιο πού να βρω να ξαναγγίξω το κορμί σου το γλυκό της ομορφιάς το χάρισμα Δε θ’ ανταποκριθώ όπως εκείνο τον παλιό καλό καιρό στου φεγγαριού το κάλεσμα
Είμαι εδώ και είσαι εκεί εγώ στη δύση κι εσύ στην ανατολή είμαστε στίχοι που δε χώρεσαν μαζί στη μουσική
Στο κάστρο το παλιό σε κάποιο τοίχο σου ’χα γράψει «σ’ αγαπώ» το πιο γλυκό μου μήνυμα
Δημήτρης Παπαδημητρίου & Κώστας Φασουλάς, Βαθύ ποτάμι ο έρωτας
(τραγούδι: Παντελής Θαλασσινός / δίσκος: Έτσι ξαφνικά (2005))
Δούλος ιερός του έρωτα
I
Γυρνώντας από το ταξίδι
θα βρω έναν έρωτα.
Πηγαίνοντας στο ταξίδι
θα βρω έναν έρωτα.
Καλύτερα στο γυρισμό να βρω τον έρωτα,
να τον φέρω γρήγορα στο σπίτι.
Περπατώντας στην Πατησίων
θα σκοντάψω στον έρωτα,
Θα ’ναι μια τρύπια δεκάρα,
δε θα τη μαζεύει κανείς.
Θα πάρω μια αλυσιδίτσα,
θα την κρεμάσω στο λαιμό μου.
Όλο στο σπίτι μέσα
θα περιμένω τον έρωτα.
Σηκώνοντας το ακουστικό
θα ορμάει της λεωφόρου ο θόρυβος.
Πάνω και κάτω βηματίζοντας
του κουδουνιού θα προσμένω το χτύπημα.
Θα πλαγιάζω μαζί με τον έρωτα.
Το ξυπνητήρι θα βάζω του έρωτα.
Θα ψήνω καφέ, θα βάφω παπούτσια κατάμαυρα.
Υποχείριος θα ’μαι του έρωτα.
Ποτέ μονάχος πια,
δούλος ιερός του έρωτα.
Ομίχλης σύννεφο στο σπίτι ο έρωτας.
Με φώτα θα διέρχομαι τους διαδρόμους του.
Σαν μαξιλάρι πουπουλένιο ο έρωτας,
για πνίξιμο αθόρυβο κατάλληλος.
Αχ, μουλιασμένος με λαγνείας οράματα
περπατώ στης Αθήνας τα κράσπεδα.
Από το ποίημα Δούλος ιερός του έρωτα (1980) του Γιώργου Ιωάννου
Παντελής Θαλασσινός & Ηλίας Κατσούλης, Ο χρόνος του Γενάρη (δίσκος: Το καλαντάρι (2006))
Κατάσαρκα
Μαζί μου σε κοιμίζω τις νύχτες.
Κατάσαρκα σε φορώ σα μια φανέλα μάλλινη∙
τρίβεσαι στο κορμί, μου το ανάβεις.
Μόνος – μ’ εξαντλημένη φαντασία.
Θηρία πια με τριγυρνούν.
Τη νύχτα δαγκάνουνε το σπίτι μου,
κλαδιά χτυπούνε στο παράθυρο∙
ο άνεμος δεν έπαψε εδώ και χρόνια.
Τριαντάφυλλο εκείνου του Γενάρη∙
θαμπή μορφή, δικό μου πρόσωπο.
Από τη συλλογή Τα Χίλια Δέντρα (1963) του Γιώργου Ιωάννου
Τα δελφίνια πήραν από πίσω το φεγγάρι
τραγουδούν πάνω στις κορφές των καταρτιών
— αύριο
θα πάω να βρω τη ματιά σου
εκεί που την άφησα στο ακρογιάλι…
«Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα»,
η όψη σου σαν της Εκάτης χλομή,
να γυρεύω ολονυκτίς τα χείλη σου
και συ τον γιασεμί Ερμή…
Έρχεται, έρχεται η Διώνη
με το τσιτάκι της ν’ ανεμίζει στον Βαρδάρη
έρχεται, έρχεται ο Άδωνις
με φουσκωμένο το μπλουτζίν
με ανοικτό το μπλε πουκαμισάκι…
Πηδά χαρούμενη, σκοινάκι, η ψυχή της Τσιμισκή…
Παντελής Θαλασσινός & Ηλίας Κατσούλης, Ο χρόνος του Γενάρη
(τραγούδι: Παντελής Θαλασσινός / δίσκος: Καλαντάρι (2006))
Αναχώρηση I
Στις παρυφές του χωριού κυλούσαν τα ποτάμια και αλυχτούσαν τα σκυλιά, πληθαίνανε οι ίσκιοι, σφίγγανε τις λαβές των μαχαιριών.
Το είχαν πει οι γεροντότεροι πως όλα θα γίνουν νύχτα του Γενάρη φεγγαρόφωτη, τότε που το κρύο δε συμπονά τα τρυφερά χέρια και το φως του φεγγαριού γυμνώνει τις πίκρες.
Οι χωριανοί στα μονοπάτια κρύβανε την ανάσα στις φούχτες τους και κοίταζαν ως εκεί που μαύρο σκοτάδι μόνο. Κακότυχοι όσοι δεν ήρθαν, ψιθύριζαν αυτοί που πίσω τους άφησαν ζεστό κορμί, φιλήδονο, έτοιμο να γευτεί τις θωπείες των αιώνων∙ αφρισμένο ποτάμι να ξεχειλίζει, αψηφώντας νουθεσίες και απαγορεύσεις, γιατί το κορμί, το κάθε κορμί, έχει άλλα μέτρα να νικά το χρόνο και να δίνει νόημα στις ανατολές που έφυγαν κι εκείνες που θα έρθουν.
Σονάτα I
Ήρθε μες στη βροχή. Ποιο ήταν τ’ όνομά της;
Τα στήθη της στο ύψος των χειλιών μου
κι εκείνη –πώς να εξηγήσεις τα θαύματα;–
με κράτησε κρυφά στην αγκαλιά της
και σμίξανε τα χείλη μας στα σκοτεινά,
δίπλα σ’ ανάσες βρομερές, σε μια γιορτή
σα φύσηξε και πλάκωσε σκοτάδι.
Και έτρεχα ξοπίσω της
σε πανηγύρια και γιορτές
κι όλοι μαντέψανε απ’ το θολό μου βλέμμα.
Από τη συλλογή Η ένδοξη αναχώρηση του Αϊ-Φωτιά (2008) του Γιώργου Καλιεντζίδη
Παντελής Θαλασσινός, Στο κάστρο το παλιό (με τον Πέτρο Γαϊτάνο)
[Ενότητα Το τραγούδι της Ελένης]
5
Στη χαίτη του ανέμου ταξιδεύω τις αναμνήσεις μου.
Σε κυνηγώ πάλι στις πολεμίστρες του κάστρου
και δε σε χορταίνω, πέλαγο.
Αγκαλιά με την προχωρημένη νύχτα
περιμένω τα μελτέμια και τα πρώτα κίτρινα φύλλα.
Οι ελπίδες είναι σαν τα σπαθιά.
Από τη συλλογή Πλόες ερωτικοί (1980) του Μανόλη Ξεξάκη
Δημήτρης Παπαδημητρίου, Κεραυνός κι αστραπή
(τραγούδι: Παντελής Θαλασσινός / δίσκος: Έτσι ξαφνικά (2005))
Υπολογίζαμε σε άλλες εποχές
Κύμα και στάχτη που υποτάσσεται και διαφεντεύει η ψυχή μου.
Διασχίζει την καταστροφή κι ένα σκοπό σφυρίζει απαγορευμένο.
Τόσα κρυμμένα λόγια στο συρτάρι, λέξεις κραυγές
σαν πτώση ενός νομίσματος σε στερεμένη αγάπη.
Υπολογίζαμε σε άλλες εποχές.
Πιο πάνω απ’ τους ψιθύρους της ομίχλης
ένας καθεδρικός ναός βροχής θα αιωρούνταν
παμπάλαιος όπως ο φόβος μας
τον ύπνο να ξεπλύνει από όνειρα κακά
– σάμπως η ακίνητη αστροφεγγιά
ματαιωμένες προσευχές γινόταν να επιστρέψει.
Υπολογίζαμε σε άλλες εποχές.
Μα τώρα καίγονται κι εξατμίζονται τα βράδια
όπως ο δρόμος αποχαιρετά το τρένο μες στ’ απόγευμα
ή όπως σβήνει μονομιάς το φως
κι άξαφνα μες στην κάμαρα φυτρώνει ένα πλατάνι.
Καίγονται κι εξατμίζονται
κι είναι γι’ αυτό που η ανάσα μας
σπιθοβολεί γαλάζιες αστραπές.
Από τη συλλογή Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα (2004) της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου
Η ώριμη στιγμή του χωρισμού
Μας πρόφτασε βιαστικά
Φορέσαμε κι οι δυο από ένα χαμόγελο
Ελέγχαμε τις χειρονομίες μας
Και ξεφυλλίζαμε
Τις μέρες που θα ’ρθουν
Βέβαια
Ήταν άσχημο να το συλλογιστώ
Πως τα χέρια μου
Δεν θα τύλιγαν πια
Τις γραμμές του κορμιού της
Άνοιξε την τσάντα
Και μου επέστρεψε δυο βιβλία
Ένα κίτρινο πουκάμισο
Και μιαν αλυσίδα Λοιπόν
Τώρα δεν έχω πια τίποτα δικό σου
Και συ νομίζω δεν έχεις τίποτα δικό μου
Δεν απάντησα
Μου έσφιξε τα χέρια
Κι απομακρύνθηκε
Δεν έχεις πια τίποτε δικό μου
Κι όμως
Τη θύμησή της
Τη δίπλωσα προσεχτικά
Και την κρατώ ακόμα