Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Γύρισα σκονισμένος από το χώμα της πατρίδας με το οπτικό νεύρο γεμάτο ατέλειωτες φυτείες με σύκα, καπνά και παπαρούνες και το σόι ανυπόμονα περίμενε να εμφανίσω τις έγχρωμες αποδείξεις του προσκυνήματος για να δουν πώς ήταν, χρόνια μετά τον χαλασμό, τα σπίτια που αφήσανε, τα μποστάνια, τα αμπέλια στα τσιφλίκια τους, οι μπαξέδες όπου πηγαίναν τσαϊράδα ως έφηβοι, οι μαχαλάδες όπου σεργιανούσανε παιδιά κι αργότερα κάνανε τσάρκες στο μεϊντάνι. Μαζεύτηκε όλο το σόι να δει «τσι φωτογραφίες» και να εξηγήσω λεπτομερώς τι απεικονίζει η καθεμιά. Ήπιαμε καφέ, ακούσαμε στο πικάπ την Μπουρνοβαλιά οπότε εξαντλήθηκε η υπομονή τους και φώναξαν, έλα γιαβρί μου, έλα τζιέρι μου, άιντε πασά μου να μας τα πεις, μας μπαΐλντισες, δεν νταγιαντάμε πα. Λοιπόν, άρχισα να εξηγώ, εδώ είναι το κονάκι του τάδε, πίσω απ’ τον ψηλό αυτό μαντρότοιχο το σπίτι του δείνα, αυτό το σοκάκι οδηγεί καρσί στη φάμπρικα που έμεινε όρθιο μόνο το φουγάρο της, εδώ η πλατεία του χωριού, αυτά τα χαλάσματα το παλιό ταμπάκικο. Κι έπειτα πλάκωσαν οι ερωτήσεις: παίζουν ακόμα αμάδες τα παιδιά; το καρακόλι είναι ακόμα κοντά στην εκκλησιά; φέρνουνε πάντα παιχνίδια στσι γιορτές; κι άλλες κι άλλες… Ήτανε όλες οι θειες παρούσες κι απ’ τα μάτια τους έτρεχε συνεχώς κόκκινη λάβα: η θεία Δωροθέα, η Αυρηλία, η Ευανθία, η Μυρσάνθη, η Μαριάνθη, η Μυρσίνη, η Θελξιόπη, επτά γυναίκες, επτά χήρες. Πού ήταν οι άντρες τους; Ο θείος Σωκράτης, ο θείος Λάζαρος, ο θείος Δημοσθένης, ο αδερφός του ο Περικλής κι οι άλλοι; Σε ποιων ηπείρων και ποιων ουρανών τα καλντερίμια ταξίδευε η ψυχή τους;
Εξαίφνης στα κάγκελα του μπαλκονιού άρχισαν να έρχονται ένα-ένα κάτι αγριοπερίστερα. Άλλα ολόλευκα, άλλα μαυριδερά, άλλα με γκρι φτερούγες. Ζυγιάστηκαν στα κάγκελα κι ήταν σαν να παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τη συγκέντρωση. Μας κοίταξαν με εμφανή περιέργεια αρκετή ώρα και ξαφνικά, σαν να τους δόθηκε σύνθημα αόρατο, πέταξαν και τα επτά όμορφα περιστέρια ψηλά στον ουρανό…
Από τη συλλογή Εγγραφές κλεισίματος (2017) του Γιάννη Καρατζόγλου
Πέρασε πάλι κάμποσος καιρός χωρίς να έχει γράψει τίποτα
εκτός από κάτι σκόρπιους στίχους περιαστικούς
ασύνδετους ανίσχυρους ανέκφραστους…
Οι μέρες τώρα σπεύδανε τρέχοντας αενάως
ώσπου να ξυριστεί, έφτανε ήδη μεσημέρι
ώσπου να γευματίσει, ο ήλιος έδυε κι άιντε πάλι ερχόταν
η άλλη μέρα, όμοια φευγαλέα και κενή.
Εκείνος διάβαζε πολύ άκουγε το ραδιόφωνο πήγαινε βόλτες
στους κήπους κάθονταν σε καφενεία απόκεντρα
πέρναγε ήσυχα ήρεμα ακύμαντα ακίνητα
ενώ τώρα και οι νύχτες τρέχανε πιο γρήγορα
ώσπου να δει το πρώτο όνειρο γίνονταν μεσάνυχτα
ώσπου να απολαύσει το μεγάλο, το καλό, ερχόταν το πρωί
κουτρουβαλώντας έφευγε πια ο χρόνος απ’ τα χέρια του
κι όλο και πιο κοντά σίμωνε το μεγάλο γεγονός.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Πηγαίος κώδικας (2009) του Γιάννη Καρατζόγλου
Μάνος Χατζιδάκις & Νίκος Γκάτσος, Τι να γίνεται ο κυρ-Φώτης
(ενορχήστρωση: Δήμος Μούτσης, τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης / δίσκος: Επιστροφή (1970))
[Ενότητα Ψυχοσάββατο (1998, 2003, 2012)]
Ψυχοσάββατο
Παππού Γιώργο, γιαγιά Αγγελική, γιαγιά Λοξία,
Ιωάννα και Αρίστη, Γιώργο και Κώστα,
Μυρτώ, Ειρήνη και Ευφημία,
κυρ Φώτη και μπάρμπ’ Ανδρέα,
Μηνά, κυρ Γιάννη και θεία Κλειώ,
Χρυσάνθη, Τριαντάφυλλε και Νίκο,
αναπαυθείτε εν ειρήνη.
Εμείς, εδώ κάτω, ακόμα πολεμούμε αδίκως.
Ψηνόμαστε στο ακατανόητο καμίνι του εφήμερου
και σας μνημονεύουμε.
Σας φέρνουμε δίπλα μας,
τις λίγες στιγμές που αναπαυόμαστε,
γαληνεύουμε,
και πάλι συνεχίζουμε τον μάταιο αγώνα μας.
Το πρακτορείο
θολό και κρύο
κάποιοι μιλάνε για παράξενες βροχές
και το ταξίδι
σαν άγριο φίδι
γεμίζει φόβο τις αδύνατες ψυχές
Απόψε μοιάζουμε κι οι δύο
πιο πίσω ’γώ κι εσύ μπροστά
σα βραδινό λεωφορείο
που ’χει τα φώτα του σβηστά
για μας ο κόσμος δεν τελειώνει
για μας ο κόσμος αρχινά
μα της καρδιάς το μαύρο χιόνι
δε θα μας βγάλει πουθενά
Το πρακτορείο
θολό και κρύο
κάποιοι μιλάνε για παράξενες βροχές
και το ταξίδι
σαν άγριο φίδι
γεμίζει φόβο τις αδύνατες ψυχές
Άντρα και γείτονα και φίλε
στη φτώχεια και στην προσφυγιά
μια παγωμένη σπίθα στείλε
να σου την κάνω πυρκαγιά
κι αν δεν καείς έλα κατόπι
που δε θα μένει πια κανείς
για να γίνουμε πάλι ανθρώποι
στον κήπο της Γεσθημανής
Το πρακτορείο
θολό και κρύο
κάποιοι μιλάνε για παράξενες βροχές
και το ταξίδι
σαν άγριο φίδι
γεμίζει φόβο τις αδύνατες ψυχές
Στης Σαλαμίνας τα νερά
καράβι ταξιδεύει
κι ένα κορίτσι στη στεριά
τη μάνα του γυρεύει
Ρίχνει σταυρό στη θάλασσα
πετροβολάει το χώμα
δώδεκα χρόνια πέρασαν
και τη θυμάται ακόμα
Μάνα που πάλευες μες στα λιμάνια
δίχως χαμόγελο και περηφάνια
μάνα που λύγισες μες στα μουράγια
μάνα μου μάνα μου κυνηγημένη
από τη κούνια σου στη Μενεμένη
Στης Σαλαμίνας τα νερά
κοιμάται το φεγγάρι
κι ένα κορίτσι στη στεριά
για τ’ όνειρο σαλπάρει
Βλέπει της Σμύρνης τη φωτιά
του Κορδελιού τη στάχτη
κι ένα λουλούδι που άνθιζε
στου κήπου τους τον φράχτη
Μάνα που πάλευες μες στα λιμάνια
δίχως χαμόγελο και περηφάνια
μάνα που λύγισες μες στα μουράγια
μάνα μου μάνα μου βασανισμένη
από τη κούνια σου στη Μενεμένη
Μια βραδιά στην Αμφιάλη
του τη φέραν του Μιχάλη
του τη φέραν του Μιχάλη
μια βραδιά στην Αμφιάλη
πως πουλούσε με το δράμι
κουλουράκια με σουσάμι
κουλουράκια με σουσάμι
τα πουλούσε με το δράμι
Ένα κι ένα κάνουν δύο
πέστε του Μιχάλη αντίο
δύο κι ένα κάνουν τρία
τον γραπώσαν τα θηρία
Άλλη μια βραδιά στην Τρούμπα
βρε, αμολήσανε καλούμπα
αμολήσανε καλούμπα, βρε
άλλη μια βραδιά στην Τρούμπα
Πούλαγε ζεστή τουλούμπα
κι έτσι έπεσε στη λούμπα
κι έτσι έπεσε στη λούμπα
γιατί πούλαγε τουλούμπα
Ένα κι ένα κάνουν δύο
πέστε του Μιχάλη αντίο
δύο κι ένα κάνουν τρία
τον γραπώσαν τα θηρία
Ποιος του φταίει του Μιχάλη
το ξερό του το κεφάλι
το ξερό του το κεφάλι
να ποιος φταίει του Μιχάλη
είχε κρύψει στο συρτάρι
φούντες-φούντες το χορτάρι
φούντες-φούντες το χορτάρι
είχε κρύψει στο συρτάρι
Ένα κι ένα κάνουν δύο
πέστε του Μιχάλη αντίο
δύο κι ένα κάνουν τρία
τον γραπώσαν τα θηρία
Θα του στείλουμε λουκούμια
τώρα που ’γινε σαν μούμια
τώρα που ’γινε σαν μούμια
θα του στείλουμε λουκούμια
να τα τρώει στο κελί του
να χτυπάει την κεφαλή του
να χτυπάει την κεφαλή του
στο μακρόστενο κελί του
Ένα κι ένα κάνουν δύο
πέστε του Μιχάλη αντίο
δύο κι ένα κάνουν τρία
τον γραπώσαν τα θηρία
Ένα κι ένα κάνουν δύο
πέστε μας κι εμάς αντίο
δύο κι ένα κάνουν τρία
και τελειώνει η ιστορία
Εμένα λόγια μη μου λες και μη με περιπαίζεις
μπορεί μια μέρα να με δεις διευθυντή τραπέζης
αβέρτα τα χιλιάρικα στους φίλους μου θα δίνω
και με λουλά πολίτικο τον αργιλέ θα πίνω
Τι πράμα είναι ο άνθρωπος δεν το ’χω καταλάβει
εκεί που σβήνει πυρκαγιές, άλλες φωτιές ανάβει
κι αν του φερθεί μπαμπέσικα η τύχη η ρουφιάνα
πατέρα κάνει τον καιρό και την ελπίδα μάνα
Γι’ αυτό ξηγήσου φρόνιμα και μη με κατακρίνεις
μα στην καινούρια μοιρασιά κουράγιο να μου δίνεις
γιατί άμα πέσουν τα χαρτιά και δεν πετύχω άσο
καλογεράκι θα γενώ και θα φορέσω ράσο
Κάθε φορά που ανοίγεις δρόμο στη ζωή
μην περιμένεις να σε βρει το μεσονύχτι
έχε τα μάτια σου ανοιχτά βράδυ πρωί
γιατί μπροστά σου πάντα απλώνεται ένα δίχτυ
Αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς
κανείς δεν θα μπορέσει να σε βγάλει
μονάχος βρες την άκρη της κλωστής
κι αν είσαι τυχερός ξεκινά πάλι
Αυτό το δίχτυ έχει ονόματα βαριά
που είναι γραμμένα σ’ επτασφράγιστο κιτάπι
άλλοι το λεν του κάτω κόσμου πονηριά
κι άλλοι το λεν της πρώτης άνοιξης αγάπη
Αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς
κανείς δεν θα μπορέσει να σε βγάλει
μονάχος βρες την άκρη της κλωστής
κι αν είσαι τυχερός ξεκινά πάλι