Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Βαγγέλης Βέττας & Χρίστος Γ. Παπαδόπουλος, Το όνειρο δεν έχει ηλικία
(τραγούδι: Καλλιόπη Βέττα / δίσκος: Στο φως (1999))
Φύλλα ημερολογίου (Β’)
Δεν έχουμε πια ηλικία
δώσ’ μου το φτερό σου
αιμοσφαίριο του έρωτα, πρόσωπο της αγάπης
τόσες ξεριζωμένες Κυριακές
για ένα χέρι που αγκαλιάζει
τόσες ρυτίδες που τις σκάβει η βροχή
για να χτίσουμε το φως.
Από τη συλλογή Υστερόγραφα για το αύριο (2010) του Βασίλη Φαϊτά
Μουσική:Θάνος Μικρούτσικος Στίχοι:Οδυσσέας Ιωάννου Τραγούδι:Βασίλης Παπακωνσταντίνου Δίσκος:Θάλασσα στη σκάλα(1999)
Ένα ελάφι έσκυψε σε δροσερή πηγή
κι ένα κορίτσι ξάπλωνε σε κρύα πεζοδρόμια
το ελάφι το σκοτώσανε δυο ξένοι κυνηγοί
και στο κορίτσι χίμηξαν αγέλες από χρόνια
Ξέρω καλά τι πέρασες
βλέπω σκιές στο σώμα
ξέρω νιώθεις πως γέρασες
μα κράτα λίγο ακόμα
Μία γοργόνα πέταγε στα κύματα γυμνή
κι ένα κορίτσι πήγαινε ελιές σ’ ένα μαντίλι
την πρώτη την καρφώσανε σε πλώρη με σπαθί
και οικοδόμοι χτίσανε την κόρη σε γεφύρι
Ξέρω καλά τι πέρασες
βλέπω σκιές στο σώμα
ξέρω νιώθεις πως γέρασες
μα κράτα λίγο ακόμα
Μία νεράιδα έπλενε ρούχα σε φυλακή
κι ένα κορίτσι ήτανε λίμνη σ’ αρχαίους χάρτες
η πρώτη έβγαλε φτερά και γύρισε τη γη
και το κορίτσι έγινε θεά σε μετανάστες
Ξέρω καλά τι πέρασες
βλέπω σκιές στο σώμα
ξέρω νιώθεις πως γέρασες
μα κράτα λίγο ακόμα
Μουσική:Θάνος Μικρούτσικος Στίχοι:Οδυσσέας Ιωάννου Τραγούδι:Βασίλης Παπακωνσταντίνου Δίσκος:Θάλασσα στη σκάλα(1999)
Ποτέ του δεν κατάφερε να βγει σε μια λιακάδα
και ζει με ό,τι περίσσεψε από ένα σκάρτο ποίημα
τα πρωινά σηκώνεται με μια βαριά ζαλάδα
και λέει πως τον ξύπνησε ένα μεγάλο κύμα
Κρεμάει τις αφίσες του στα παράθυρά του
κρύβει το φως μα κρύβει κι όλα τ’ άλλα
γιατί το μόνο που λαχτάρησε ως λάφυρά του
είναι μια θάλασσα να φτάνει ως τη σκάλα
Βάζει σημάδια με στιλό πάνω στον τοίχο του
μετράει το ύψος του που πόντο-πόντο χάνει
μα κάθε βράδυ όταν βγαίνει απ’ τον ύπνο του
στέκεται όρθιος και τρυπάει το ταβάνι
Είναι που ονειρεύεται πως φεύγει για ταξίδια
πως μπαίνει μέσα σε παλιές φωτογραφίες
ξέρει αν μπορούσε θα ’κανε μία απ’ τα ίδια
αλλά τι νόημα έχει το όνειρο χωρίς μικρές νοθείες
Ορφέας Περίδης, Ένα δικό σου χάδι (δίσκος: Για πού το ’βαλες, καρδιά μου (1999))
Πάλι στη μοναξιά θα ακουμπήσεις
πάλι εκεί τον πόνο σου θα πεις
πάλι εκεί τα δάκρυα σου θ’ αποθέσεις
Η πιο πιστή σου ερωμένη είναι αυτή
αυτή που κατοικεί στους άδειους τοίχους
που ξέρει να γελά με το φθινόπωρο
ν’ απλώνει τρυφερά το χέρι στο χειμώνα
αυτή που έχει στα μάτια της
ένα βαθύ ουρανό
και μια μεγάλη θάλασσα
γεμάτη δέντρα
Από τη συλλογή Φεγγάρια στο βυθό (1995) του Βασίλη Ιωαννίδη
Η σιωπή του Θεού γέμιζε τ’ αυτιά μου
Όταν μικρός γυρνούσα στα λιβάδια
Κοίταζα τον ουρανό
Ξάπλωνα στο χώμα
Πάνω από γκρεμούς ώρες πολλές
Πετούσα μουρμουρίζοντας
Τα σύννεφα ασκεπή κολλούσαν στο πηχτό γαλάζιο.
Στων ματιών σου το Σ’ αγαπώ
Στο αντίο του τρένου
Στου φιδιού τα γυρίσματα
Στης λευκής ανηφόρας τις φυλλωσιές
Στου ανέμου τη λύσσα
Στου σπασμού τη χαρά
Πάντα εσένα διψούσα, Θεέ μου.
Από τη συλλογή Θα επιστρέψω φωτεινός [Ποιήματα 1993-1999] (2000) του Αλέξανδρου Ίσαρη
Γιάννης Πάριος, Το σημάδι του έρωτα (δίσκος: Δώσε μου λιγάκι ουρανό (1999))
Δώσε μου
Δώσε μου τις λέξεις σου
πόσο πολύ τις θέλω,
άλλοτε στο αιχμηρό μεσημέρι,
βαμμένο στη συναυλία των τζιτζικιών,
άλλοτε στην έφοδο των αισθήσεων
τις πληγωμένες ώρες,
σαν μία φλέβα νερού ανάμεσα σε φράχτες,
μέσα στη σκληρή άπνοια να σπάει τον αιθέρα
για να αναδυθεί η Νύμφη Στιγμή.
Στο ξέφωτο ξανά να εισβάλλει,
εκεί που εκρήγνυνται οι επιθυμίες
κι αχνίζουν των σωμάτων οι ευωδιές.
Δίχως να καρτερεί.
Στο πριν και στο μετά να ξαποστάσει.
Έτσι όπως προστάζει η καρδιά
ή όπως είναι δίκαιο.
Από τη συλλογή Ανάφλεξη στιγμών (2004) της Μελίτας Τόκα-Καραχάλιου
Ορφέας Περίδης, Αλυσίδες (δίσκος: Για πού το ’βαλες, καρδιά μου (1999))
αναζήτηση (σελίδα 19)
Τις αλυσίδες στη σκέψη μου δεν αντέχω
Εχθρός μου το είναι μου
Στις αποφάσεις
Του «θέλω»
Το καλό και το κακό αντιπαλεύουν
Τη ζωή μου δεσμεύουν
Η ελευθερία φυλακίζεται
Αντίσταση στην λαμπερή αίσθηση
Δεν σταματώ
Φτάνω στο τέλος
Το μπορώ
Είμαι ελεύθερος
Από τη συλλογή έγκλειστες συναντήσεις (2008) ανήλικων κρατουμένων στις δικαστικές φυλακές Διαβατών Θεσσαλονίκης
Θάνος Μικρούτσικος & Οδυσσέας Ιωάννου, Κράτα λίγο ακόμα
(ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου / δίσκος: Θάλασσα στη σκάλα (1999))
Εσύ δε θα ’σαι
Εσύ δε θα ’σαι του κόσμου αυτού
μιλάς μιαν άλλη γλώσσα, δε σε καταλαβαίνω,
τα μάτια σου ονειρεύονται, δε βλέπουν
σα να μην έχεις σάρκα, αέρας είσαι
κι όμως υπαρκτή.
Σ’ ακούω τη νύχτα μουσική που αγρυπνώ
ανεβαίνεις ολοένα με κατακλύζεις φως.
Θα πρέπει να ’χεις υποφέρει πολύ.
Το συγκεκριμένο ποίημα του Γιώργου Στογιαννίδη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό το τραμ (τεύχος 15, Νοέμβριος 1990).
Στις λέξεις αντιγράφω τη φωνή σου,
το φως της πυγολαμπίδας που τρεμοπαίζει τη νύχτα
αμφισβητώντας τους νόμους,
τα ηλιοτρόπια που μένουν γερμένα στην ανατολή,
ενώ ο ήλιος δύει χρυσίζοντας,
το φως των αστεριών.
Μια νύχτα τα βλέμματα μας συναντιόνται
κάπου εκεί που η λογική και η αρίθμηση
χάνουν τον έλεγχο και ξεδιπλώνονται άπραγες
σαν πόρνη πάνω στο κρεβάτι.
Τη σιωπή της αγάπης που μίλα χωρίς ν’ ακούγεται
καθώς οι καρδιές μας χτυπάνε.
Είμαστε φτιαγμένοι όλοι σε μιαν άσημη μέρα
που κανείς δεν την πρόσεξε. Ο πόνος της μάνας
και ίσως η αγωνία του πατέρα, μοναδικοί
μάρτυρες μιας επανάληψης.
Επαναλαμβάνω τη σιωπή μου.
Κάθε μου επανάληψη μια αόρατη πεταλούδα.
Κόκκινη αυγή πού χαράζεις σήμερα,
μάρτυρας μιας εικασίας που βρίσκεται
στο τέλος της.
Όλα μαζί με πολιορκούσαν. Τώρα το κενό.
Από τη συλλογή Μικρές σιωπές (1981) του Γιώργου Καλιεντζίδη
Ώστε ανεβήκαμε, θέλεις να πεις, στην πεντηκόντορο!
Στο καράβι του Φιλοκτήτη με το έκπληκτο μάτι στο έμβολο
σαν τα εξαγριωμένα βλέφαρα που ζωγραφίζουν στα πολεμικά
για να φοβούνται τις τουρμπίνες τα πουλιά
όταν ξεχύνονται προς τα ύψη του θέρους
έντρομα στα φυλλώματα των πρωινών ευκαλύπτων
διαβάζοντας την αλφάβητο του φωτός
Αττικοί μελανίες κελάδοντες
στα πανιά βοιωτίες ομίχλης
ορύγματα σαρωνικά
θερμαϊκοί πτωχολέοντες
στο λασίθι του καιρού
ανεμώνες της Κίχλης.
Ώστε ανεβήκαμε οριστικά στην πεντηκόντορο!
Στο κωπήλατο εύδρομο του φυλλόδεντρου Ορφέα
που πέταξε το σκουφί της εφηβείας ανατολικά
ν’ ανθίσει η άμμος κατά ριπάς με αμπέλια ψευδάργυρα
και κάθισαν να τα τρυγήσουν αγραυλούντες οι διώκτες του
στοχαστικά στη ζωφόρο του απείρου ριζωμένοι.
Κυνός Κεφαλαί, Αιγός Ποταμοί
Αρκτούρος, Πελασγία, Αρετούσα
εδάφη χαμένα, υγροί αριθμοί
μια κρυφή ρυμοτομία που αγνοούσα.
Αυτή είναι, λοιπόν, η πεντηκόντορος;
Το καράβι των έξι χρωμάτων που εξαντλήσαμε
στου καθρέφτη τις αχανείς Μελανησίες
ποντισμένοι στη νάφθα του νερού
στα περίστροφα ηλιοτρόπια μηδαμινών γραμμάτων;
(Πότε τα κίτρινα πυκνά θα κυανείς
άλλοτε μέσα σου θα ερυθρώ και θα τυρβάζω
και πότε πάλι μόνη θα πορτοκαλείς
στο φλογερό σου θαλασσί να σε πλαγιάζω)
Φυτολογία της γλώσσας όπως πάντα –θα μου πεις–
διάλεκτοι που εγκλιματίζονται
σε μια λιμνούλα βλέμματος οξειδωμένη
με δροσερά γαλακτώματα
καύματα υπεριώδη
ένα πάθος υδράργυρο
και κάτι ακραίες, δαίμονες ιδέες:
σ’ ένα πλωτό οπωροφόρο εξαπτέρυγο
με μια θεόρατη μηλιά μελανόμορφη για κατάρτι
γεμάτη κρότους και αόρατες τροχοπέδες
με σημαίες ανύπαρκτες ενός άκαρπου θρύλου
στο σκάφος των σημαιοφόρων φλεγόμενοι ουραγοί
είτε παίδες!
Μιλάς για το καράβι του Υμεναίου και του Γρανικού
των εμπορίων και των αρωμάτων
των κάτω κήπων και των νικηφόρων ουρανών
της Οδησσού, της Μάλτας και της Ροδεσίας
Νησιά του Πάσχα και των εθνικών μας εορτών
όπου υπηρέτησες ναύκληρος
ερασιτέχνης του Μουσείου θερμαστής
Βάσκο ντα Γκάμα της Ηδονησίας.
Αν αρρωστήσει παιδί με αρχαιότερο όνομα
θα το βαφτίσεις στα μαύρα Σαρακηνό ή Βικτώρια
προτού αλλάξει τους τριάντα γαλαξίες του στο στόμα.
Ότι αλλιώς θα μαθαίνει τα νεώρια
των ονείρων μεγαλώνοντας από στήθους.
Ώστε ανεβήκαμε στην κατάφωτη πεντηκόντορο!
Με φωνές συγγενών και ποτήρια υψωμένα
απαγγέλλοντας κατηγορίες για το παρελθόν
και με αντιφάσεις τριποδίζοντας του μέλλοντος τη χλεύη
μια ζωή μισθωμένος μες στου χρόνου την τρόπιδα
όπως μυρίζεται ο σκύλος τη φευγαλέα ανάμνηση
όπως σκυλεύει τις πρωτεύουσες η νεότητα
κι όπως αφομοιώνονται οι απόστρατοι στις επαρχίες της οθόνης.
Βιογραφίες ληξιπρόθεσμες
δάνειες σκέψεις, υπερημερίες
έντοκες αναλήψεις και υπαπαντές
παίρνοντας προκαταβολή
ακόμη και από τον οβολό του Αχέροντα.
Λόγια που θησαυρίζεις καταχρηστικά
ρευστοποιώντας ρήματα σε μηνιαίες δόσεις.
Μα τι λέω;
Ως πότε θα σ’ εξορίζουν σε τόπους τυραννικούς
και με τους νόμους νικημένων αγίων θα καταθέτεις
στις Τράπεζες της Πίστεως τις λυρικές επιταγές σου;
Οι πεινασμένοι του Θεού ψυχές ονειρεύονται
και οι θεοδόλειχοι ψίχουλα λάμψης.
Στο πλοίο αυτό, τουλάχιστον, δεν ξεχωρίζουν πια
τους ποιητές σε εθνικούς και χριστιανίζοντες.
Και φαντάσου σιωπηλά να ξετυλίγονται
από την αρτηρία της Ιστορίας ένα ένα
τα θηρία των ουρανίων και να σταυρώνονται
τα ζώδια στη λάμψη του νερού
και να πλευρίζουμε μια Γαία σαρδόνια αύριο
σε μια χώρα αλλιώτικη φθάνοντας:
μια Ελλάδα με τρία Λάμδα.
Ένας στόλος χελάνδια, δρόμωνες
τρικάταρτα, ναρκαλιευτικά ή καραβέλες
φρεγάτες, πετρελαιοφόρα, καταδρομικά
η «Έλλη», ο «Βαλκανικός», ο «Βασιλεύς Αλέξανδρος», η «Απληστία»
ολόκληρο το πλόιμο των ναυαγίων
δρουγγάριοι και πληρώματα
ναυτολογημένα με συμφωνίες ημιτελείς
ορκισμένοι σε αλλόκοτα λάβαρα
να ποτίσουν στη γλώσσα τους, τάχα, την οικουμένη…
Πικραλίδα απ’ τον Πάνορμο
παραμεθόριο μακεδονήσι
μ’ ένα αιθέριο σκότος χαμηλά
γλεύκος του μαραθώνα ποικιλόθερμο
της ήβης μυρωμένο κυπαρίσσι.
Άκου τα παραγγέλματα:
Πηδάλιο στον καιρό!
Πτέρωσον!
Το ιστίο στα φώτα!
Πτέρωσον.
Πλέουμε στη Μεσόγειο της ηλικίας.
[1997]
Από το ποίημα Είτε παίδες (1997) του Δημήτρη Καλοκύρη
Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Άτρακτος (2004) (1997) του Δημήτρη Καλοκύρη
Θάνος Μικρούτσικος & Οδυσσέας Ιωάννου, Κράτα λίγο ακόμα
(τραγούδι: Βασίλης Παπακωνσταντίνου / δίσκος: Θάλασσα στη σκάλα (1999))
Ήμουν ένα σιωπηλό κορίτσι
Εγώ μαχαίρωσα τον Κλύτη.
Τις γαλανές λίμνες των ματιών του
εγώ τις πάγωσα
να πατινάρετε άνετα μπορείτε.
Μη φοβάστε.
Είναι αμετάκλητα σκληρός ο πάγος
δε θα βυθιστείτε.
Όσα είδατε σ’ αυτόν,
κίτρινα φίδια τα φιλιά του,
φλογοβόλα όπλα,
τα χέρια πυρωμένες ξιφολόγχες,
τα πόδια να κλοτσούν
σαν άγρια άλογα,
όμως κυρίως η μιλιά του,
οξύ που τρέλαινε τις φρένες σας,
δεν θα τα ξαναδείτε.
Εγώ τ’ αφάνισα.
Ήμουν ένα σιωπηλό κορίτσι
και δεν πρόσεξε.
Είχε ξεχάσει
πως εγώ μεγάλωσα στους δρόμους.
Το συγκεκριμένο ποίημα της Μαρίας Κουγιουμτζή δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εντευκτήριο (τεύχος 77, Ιούνιος 2007).
Ο Μάρτης φέρνει παγωμένες φωτιές.
Στο άνυδρο φως με βυθίζει ένας
γερμανικός χειμώνας.
Η Άνοιξη είναι μια ορχήστρα χρωμάτων
κι εγώ ο σκοτεινός θεατής
άγνωστος μέσα στο πυκνό ψύχος,
παρατηρώντας την επιδρομή της εσπέρας
στα οροπέδια τ’ ουρανού.
Η Άνοιξη είναι το αίμα των ποταμών
που ορμούν με τη μανία της νιότης μου –
ο θάνατος στην εκτυφλωτική ορμή του.
Η Άνοιξη είναι ένα εμβατήριο τίγρεων
που κομματιάζει το μυαλό μου
καθώς ανθίζει το ατσάλινο φως.
Από τη συλλογή Ανιχνευτές (1974) του Αναστάση Βιστωνίτη
Τώρα πια αναβλύζει και σκορπίζεται μέσ’ απ’ τους πυλώνες εκείνων
των νεοσσών αισθημάτων που ένιωσα γράφοντας το τραγούδι
μια ανεκτίμητη μυρωδιά.
Οι κλώνοι μου, αργά και σταθερά, φυλλορροούνε και μοναχά αυτή η οσμή
των αισθήσεων που σαρώνει τα λυχνάρια της νύχτας με κινεί ν’ ανιχνεύω
τη συναισθηματική φουρτούνα που προσπαθούσα να δαμάσω εκείνη την εποχή. Ανίκανο για άλλη δράση το οπλοστάσιο ενός συγγραφέα, προσπαθεί να περισώσει εδώ τα ψιχία του ρομαντισμού και της απελπισίας των εγκαταλειμμένων εφήβων, που μεγάλωσαν σε μικρές πολιτείες, με μικρές χαρές, γεμάτοι άγνοια, χωρίς σταλάγματα πολιτικής οικονομίας στο δραστικό πεδίο του νοητικού τους.
Η άνοιξη της εφηβείας των ελληνοπαίδων, στις ασφυκτικές επαρχιακές πολιτείες, δεν είναι καθόλου ανθηρή.
Η χαρά και η συναισθηματική επάρκεια, που είναι απαραίτητες στις παιδικές που αναδύονται ψυχούλες, αγγίζουν μονάχα τους τολμηρούς μικροαστικής νοοτροπίας και παράγουν κατά κανόνα βλάκες.
Η ζωή κυλάει μέσα από παράτες αμφίβολης εμβέλειας, με τους τοπικούς άρχοντες προκλητικούς και δασκαλεμένους από επιτυχόντες προγόνους.
Το ιερατείο εν δράσει στις ετήσιες γιορτές.
Το σχολείο φάκα, η φτώχεια, η μιζέρια, το ψέμα και μέσα σ’ όλα αυτά το λουλουδάκι του έρωτα, δικτατορικά κύριοι, εν τούτοις, ανθίζει.
Από τη συλλογή Πλόες ερωτικοί (1980) του Μανόλη Ξεξάκη