Επίσκεψη I
Αρπαγμένος καθώς ήταν ο καιρός
από το φως μιας κάμαρης κλειστής
σκέπασε με το σώμα του
κήπους και λόγια και φεγγίτες
κι όπως σκοτάδι παλαιό
φύσηξε ρίγος στις κλειδώσεις μου
είσαι η διήγηση ενός κλάματος
μου είπανε
γυαλί και κρότος μακρινός
μουσείου αίθουσα που εκτίθενται
απίστων προσευχές.
Μισή ζωή θα κατοικείς
σ’ ένα κομμάτι πάγου που επιπλέει
κι άλλη μισή
θ’ ανοιγοκλείνεις παρενθέσεις
–παράγουν ήχο ανώτερο
κι απ’ του ακορντεόν–
«Πόσο λυπάμαι
τα χρόνια που πήγαν χαμένα
πριν να γνωρίσω εσένα…»
Κώστας Γιαννίδης – Βασίλης Σπυρόπουλος & Πάνος Παπαδούκας, Πόσο λυπάμαι (με τη Σοφία Βέμπο, 1939)
Και τέρμα πια η χρυσόσκονη
πάνω στις γρατζουνιές
άσ’ τη ν’ ανθίσει σαν μανόλια την πληγή
να φοβηθούν οι άγγελοι
και τα μεγάλα έντομα
πίσω απ’ τις τζαμαρίες.
Μα, προπαντός, μην ξεγελιέσαι.
Δε ζωντανεύουν οι αστερίες
γονατισμένη επί ώρες στα σανίδια
θάλασσες να φυτεύεις με φύκια και βυθούς.
Χρειάζεσαι, να μη σου πω, ακόμα και πνιγμένους.
«Και η βάρκα γύρισε μόνη
δίχως μέσα τον ψαρά…»
Τώνης Μαρούδας & Θάνος Σοφός, Και η βάρκα γύρισε μόνη (με τον Τώνη Μαρούδα, το Τρίο Μπελκάντο και την Εύα Στυλ, 1957)
Το γέλιο σου λοιπόν
είναι όλο κι όλο το ταξίδι
τα σκοτεινά σου υπόγεια με τα υγρά χωράφια
–μικρά κορίτσια κουρεμένα
παίζουν εκεί κυνηγητό
και των ασθενοφόρων τις σειρήνες
προσποιούνται–
το γέλιο σου
μόνον αυτό
που ανάβει τα πολύχρωμα βιτρό
στα βλέφαρα των αποκοιμισμένων.
Από τη συλλογή Το επιδόρπιο (2012) της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου
Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου