Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Θάνος Μικρούτσικος & Οδυσσέας Ιωάννου, Θέλω τη μέρα που θα φύγεις
(τραγούδι: Χρήστος Θηβαίος / δίσκος: Ο Άμλετ της σελήνης (2002))
Προς εαυτόν
Προπάντων να φοράτε κόκκινο κραγιόν.
Ιδίως την ώρα της εγκατάλειψης.
Χρειαζόμαστε ένα στόμα
για να καταβροχθίσει τις λεπτομέρειες.
Τώρα που πια δεν λέει σ’ αγαπώ.
Από τη συλλογή Κλινικά απών (2014) της Χλόης Κουτσουμπέλη
Μουσική:Μάνος Χατζιδάκις Στίχοι:Clifton Nivison Τραγούδι:Σαβίνα Γιαννάτου Ταινία:Πάω να πω στο σύννεφο | Η Σαβίνα Γιαννάτου σε τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι(2002)
Feels like I’m getting older
I’m not afraid
although I’m worlds apart from yesterday
and yet I can’t believe I’m old enough today
to be in love and feel in love
and see if love’s the way
I don’t need fancy places
to spend the time
I’m happy just to be here
with you tonight
and yet I’m not so sure
the time is really right
to be in love and feel in love
and see if love is alright
And you will sing
as long as there’s a song
the feeling’s never gone
it was the first time to be in love
Maybe tomorrow we’ll never sing again
but I’ll remember when
it was the first time to be in love
The picture’s slowly fading
and now it’s gone
the letters we remember are old and torn
and though the time has passed
the memory lingers on
to be in love and feel in love
and know when love is gone
And you will sing
as long as there’s a song
the feeling’s never gone
it was the first time to be in love
Maybe tomorrow we’ll never sing again
but I’ll remember when
it was the first time to be in love
Στάμος Σέμσης & Γιώργος Χατζιδάκις, Τα καλά νερά
(ερμηνεία: Έλλη Πασπαλά / δίσκος: Σε ποιο θεό να πιστέψω (2002))
Οι Ερινύες ή το τέλος των αγίων ημερών
Ύστερα από την εποχή των ερώτων έρχεται κάποτε
Η συγκομιδή ακούς από μακριά των όπλων την κλαγγή
Και τα ξεφωνητά να σιγοσβήνουν να σε κυκλώνουνε
Δολοπλοκίες ο θάνατος να μπαινοβγαίνει ασταμάτητα
Διαπότισε τα πάντα η προδοσία αφρισμένοι ποταμοί
Κατρακυλούν όπου και να γυρίσει το μάτι σου βλέπεις
Οχιές στον ουρανό η νύχτα καταφθάνει φορτωμένη
Ενέδρες να αιχμαλωτίσει τις λέξεις σου που πήδησαν
Μέσα στο άσπρο φως σε στιγμές ευφροσύνης μια οσμή
Φθοράς πλανάται παντού για ποιον να μιλήσεις
Τι σημασία να καταγράφεις τώρα μια καρδιά
Η ζωή δεν αλλάζει με στίχους καθώς το πιστεύαμε
Κι αυτοί θα σε προδώσουν ακόμη θα ’ρθει μια μέρα
Που μπορεί ν’ απαρνηθείς την ποίηση να δώσεις ένα τέλος
Στην κακοδαιμονία να ξαναγίνεις ένας άνθρωπος
Σωστός να βγαίνουν τέρατα απ’ το στόμα σου να μην
Ακούγεται η φωνή σου καν η άλλοτε ωραία φωνή σου
Γύρω σα μαστίγια άλλα αστέρια γυρίζουν
Σε παράλληλους κύκλους σου προσφέρουν μια διέξοδο
Θα υπάρχει ένας τρόπος να μπεις στην τροχιά τους
Από τη συλλογή Κλειδάριθμοι (1963) του Κλείτου Κύρου
Λογαριάζοντας τη ζωή
Στο σημάδι ξέφυγα
Σταμάτησα σε στιγμές απόλαυσης
Της ακοής το σκοτάδι με συντάραξε
Το απόλυτο τίποτα
Παράκουσα στης ακοής το θέλημα
Δεν είναι όπως τα σχεδιάζουμε
Α! το παράπονο
Το βάσανο
Η ζωή
Η ελευθερία
Από τη συλλογή έγκλειστες συναντήσεις (2008) ανήλικων κρατουμένων στις δικαστικές φυλακές Διαβατών Θεσσαλονίκης
Θάνος Μικρούτσικος & Οδυσσέας Ιωάννου, Οι γάτες
(τραγούδι: Χρήστος Θηβαίος / δίσκος: Ο Άμλετ της Σελήνης (2002)
Τρεις γάτες δρόμος
Η πλαγιά τσιτωνόταν στον μαγιάτικο ήλιο…
Εδώ τριγύρω λεν οι πηγές
πως έστησαν τ’ αντίσκηνα οι Άγγλοι στον Πρώτο Πόλεμο.
Σκυφτός, τους έψαχνα.
Καμιά φορά
σκοντάφτεις σ’ έναν κάλυκα, μιαν αρβύλα ξεχαρβαλωμένη
κάνα κονσερβοκούτι βοδινού, σκύβεις το μαζεύεις
το κουβαλάς στο σπίτι σου, το παρατάς σε μια ντουλάπα
κι αυτό γεννοβολά. Τίποτα όμως.
Κάθισα σε μια κοτρόνα κάθιδρος. Ο ήλιος ζεματούσε.
Αγριολούλουδα, μυρμήγκια. Ξεθυμασμένες μύγες
κοχλάζαν μες στην αντηλιά. Τσιμέντα χυμένα σε σβουνιές.
Κάτω στην πόλη, οι βορινοί συνοικισμοί βροντόσαυροι
χώνευαν τα βράχια του βουνού. Σιγά σιγά ξεχώρισαν
οι δρόμοι και τα σπίτια. Να κι η ταράτσα
με το ερειπωμένο πλυσταριό, τα κάγκελα πλαγιάζουν πέρα δώθε
να ’στε οι δυο σας, πόσο άχαρα τινάζεις νεαρέ μου τα χαλιά
σκορπάν οι ναφθαλίνες λαμπυρίζουν
μπαίνουν στα μάτια σου κορώνουν
«αχ! Λησμονημένη!» ο βόγκος αντηχεί στ’ απομεσήμερο
το χέρι φρενιασμένο φλέβες αφηνιασμένες να το ζώνουν
ζυμώνει τον αέρα στα τυφλά
μανιάζοντας να βρει την ακριβή παλάμη
… τρεχάτος άτι του Μαγιού κατέβηκα στην πόλη
για να σπουδάσω από κει το στοιχειωμένο όρος
Από τη συλλογή Τρεις γάτες δρόμος (2000) του Σάκη Σερέφα
Ποίηση είναι
η καθημερινή μας αυτοκτονία
που διαρκώς αναβάλλεται
Είναι η ομίχλη
που κατεβαίνει από το Χορτιάτη
και κρύβει το ραντάρ
Είναι η φωνή σου η μακρινή
που ρωτάω τι κάνεις
και μου απαντάς
σ’ αγαπάω μια ζωή
Από τη συλλογή Ούτε δροσιά (2002) της Μαρίας Καρδάτου
Μάριος Φραγκούλης & Παρασκευάς Καρασούλος, Τον εαυτό του παιδί
(τραγούδι: Μάριος Φραγκούλης / δίσκος: Sometimes I dream (2002)
Ραγισματιές
Όταν βούλιαξαν οι τσέπες σου
από έγχρωμους βόλους,
όταν παιδί μάζευες καπνούς
και τσιγάρα,
όταν τα χέρια χτυπούσαν από χαρά
κι οι ατέλειωτες επαναστάσεις
όλο ευγένεια, αποχωρούσαν από
το δωμάτιό σου,
τα μάτια ράγιζαν το τζάμι
και τον ουρανό.
Από τη συλλογή Τα επόμενα (1986) του Χρήστου Ντάλια
Ηρώ, Μια βραδιά στο σπίτι
(τραγούδι: Αλέκα Κανελλίδου / δίσκος: Άργησες (2002))
Ενδότερος χώρος
Το διπλό κρεβάτι και παραδίπλα ένας μικρός καναπές.
Τα φιλιά, το πέταγμα των ρούχων
και το υπέροχο, χωρίς ίχνος συστολής, σμίξιμό τους
έγινε στον καναπέ.
Χρησιμοποίησαν το κρεβάτι μετά
για να χαλαρώσουν,
να συνέλθουν από τη μανία τους για ηδονή,
να στεγνώσει ο έρωτας.
Παρέμειναν ξαπλωμένοι ανοίγοντας μια ατελείωτη συζήτηση
για θέματα που τους ενδιέφεραν.
Από τη συλλογή Πεδίο πόθου (2005) της Αλεξάνδρας Μπακονίκα
Όσο με φιλούσες
περίμενα το άγγιγμα της γλώσσας,
το στριφογύρισμά της μέσα στο στόμα μου.
Όσο με φιλούσες
είχα την αναίδεια να κρίνω την τέχνη σου,
να μελετάω την υφή και την ένταση
απ’ τα χείλη σου.
Για να σωπάσω,
να πάψω να σε κρίνω,
ήθελα την πρόστυχη τόλμη σου.
Από τη συλλογή Το γυμνό ζευγάρι και άλλα ποιήματα (1990) της Αλεξάνδρας Μπακονίκα
Τι άλλο να επιθυμήσω από ένα ουράνιο κομπρεσέρ
Ν’ ανοίξει τρύπα αβυθομέτρητη
Στον πετρωμένο κήπο μου
Ρίζα κρυμμένη χρόνια βυθισμένη
Νεύρα υπόγεια σκοτεινά
Τέρατα φίδια φαρμακερά
Κοιμούνται σαν αθώα περιστέρια
Είδα στον ύπνο μου πώς τρελαίνονται εκεί τα σκουλήκια
Πώς ξενυχτούν αγγέλοι με βραχνιασμένα ωσαννά
Πώς σέρνονται πηχτά νερά
Προς τα άνθη της δυσοσμίας που τα γέννησε
Τι να επιθυμήσω άλλο από μια πηγή μυροβλήτισσα
Όπου τα μάτια μου να πλένω το πρωί
Κάθε φορά που σηκώνομαι απ’ το θάνατο
Και δεν ξέρω πόσο ψωμί πόσο νερό μου ανήκει
Πόση φωνή μου απόμεινε για το αινεσάτω τον Κύριο
Από τη συλλογή Σεντόνια της αγρύπνιας (2006) της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου