Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Σταμάτης Κραουνάκης & Λίνα Νικολακοπούλου, Παιδικά παιχνίδια
(τραγούδι: Γιώργος Μαρίνος / δίσκος: Στον αστερισμό της Μέδουσας (1984))
Ήταν ένα μικρό καράβι…
Πέρα από κάθε υπολογισμό και φαντασία
κατώτεροι των περιστάσεων φανήκατε.
Κι ας είχατε στα χέρια σας
ραβδάκι δυόσμου, τεχνητές αναπνοές
και κάνα δυο ζαχαρωτά.
Πλησιάσατε σαν λυτρωτές
κι αφού κερδίσατε
τη δύσπιστη καρδιά μας
αποσυρθήκατε σε μια γωνιά
και ρίξατε σφυρίζοντας τον κλήρο
«… να δούμε
ποιος, ποιος, ποιος θα φαγωθεί
να δούμε
ποιος, ποιος, ποιος θα τα φυλάει…»
Ποιος;
Μα, φυσικά, εγώ
κι όχι μόνο τα νώτα μου
αλλά τα ρούχα, τα γραφτά
τα μυστικά μου
και ό,τι άλλο θα μπορεί να φυλαχτεί.
Άσε που από δω κι εμπρός
θα ανοίγω –ακόμη και στο τρένο– τα παράθυρα
και τότε
όλες οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες
θα γίνονται αμέσως παρελθόν
θα μεγαλώνουν μονομιάς οι νύχτες που έσφαλα
και το ξημέρωμα θα ναυαγεί
σαν πυροβολισμός που ματαιώθηκε
ενώ εγώ
θα ανεβαίνω ατάραχη
μια σκάλα από αναβολές
προτιμώντας για τρόπαιο
μια λέξη άγνωστη τελείως σ’ εσάς
από έναν κήπο με νάνους
και βαρετά θαύματα.
Από τη συλλογή Το επιδόρπιο (2012) της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου
Μείνε όπως είσαι, μικρή μου
ένας κρίνος που μοσχομυρίζει
κι απλώνει τ’ άρωμά του
μες στη βρομιά της πόλης
ένα αγριολούλουδο που μαραίνεται
στο πρώτο ανθρώπινο άγγιγμα
ένα ρόδο του Μαγιού
που ρίχνει τα πέταλά του
όταν οι άλλοι το πληγώνουν.
Μείνε όπως είσαι
αθώα, αγνή, ένα παιδί
για πάντα.
Αφιερώνεται
στη μνήμη
του πατέρα μου
Από τη συλλογή Επιλογές (1986) της Φανής Αθανασιάδου
Μουσική:Σταμάτης Κραουνάκης Στίχοι:Λίνα Νικολακοπούλου Τραγούδι:Γιώργος Μαρίνος Δίσκος:Αυτός ο Γιώργος (1991)
Έπιασα το Νείλο φίλο, είπα τα μεράκια μου χαιρετίσματα να στείλω στα πατριωτάκια μου ρώτησα την πυραμίδα τι σημαίνει υπομονή μου ’πε αυτή χαρά κι ελπίδα όπου να ’ναι θα φανεί
Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά, που σκληρά πολεμάτε…
Αχ Ελλάδα της ερήμου, με πληγώνεις και με καις λευτεριά και φυλακή μου κάτω από τις φοινικιές ετραγούδαγε η Σοφία, ετραγούδαγε ο Θεός δεν θ’ αντέξει η Γερμανία μ’ όλο τούτο εδώ το φως
Καινούργια τώρα ζωή ας ξαναρχίσουμε οι δύο μας κι ας πούμε πως με πρωτόειδες αυτό το πρωί ας ξεχαστούν τα παλιά κι ας ξαναχτίσουμε πάλι την γκρεμισμένη από χρόνια μικρή μας φωλιά…
Κι όπως έφτιαχνες στην άμμο πόρτες και παράθυρα να γυρίσω στην Αθήνα σε μιαν ώρα θα ’θελα
Λόντρα, Παρίσι, Νιου Γιορκ, Βουδαπέστη, Βιέννη…
Και μεθυσμένοι τα βράδια κολόνα-κολόνα να κοιμηθούνε πηγαίνουνε στον Παρθενώνα…
Ετραγούδαγε η Σοφία, ετραγούδαγε ο Θεός Το ’γραψε κι η ιστορία, πάει κι αυτός ο πόλεμος
Σχεδόν 10 χρόνια αργότερα, το 2000, έρχεται η δεύτερη εκτέλεση από τη Μαρινέλλα για τη μουσική επένδυση της τηλεοπτικής σειράς Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες που ήταν μεταφορά του ομότιτλου βιβλίου του Γιάννη Ξανθούλη. Το τραγούδι ανήκει στο δίσκο με τα τραγούδια αυτής της τηλεοπτικής σειράς.
Ως αναγνώστρια και ακροάτρια, οφείλω να πω ότι το βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη, η τηλεοπτική του μεταφορά από τον Κώστα Κουτσομύτη και ο δίσκος που προέκυψε από τη μουσική επένδυση της σειράς, υπήρξαν από τις ευτυχέστερες στιγμές της ζωής μου. Νομίζω ότι ήταν και η τελευταία τηλεοπτική σειρά που παρακολούθησα ανελλιπώς.
Θα σημειώσω εδώ και κάτι που έχει σημασία για το συγκεκριμένο τραγούδι. Θεωρώ ότι η Λίνα Νικολακοπούλου είναι και πάλι σε μια εξαιρετική της στιγμή γιατί νιώθω το τραγούδι σαν ένα ντοκιμαντέρ που επιχειρεί μια ταχύτατη αναδρομή στην ιστορία της χώρας και στις ψυχές του απλού κόσμου από το ’40 και μετά. Άκουγα μέσα του τα τραγούδια που λέγανε οι γονείς μου, όταν μιλάγανε για τα χρόνια του πολέμου νοσταλγώντας τα νιάτα τους κι ας πέρασαν μέσα από τόσες κακοτοπιές.
Σπάνια δε μου έχει συμβεί να μ’ αρέσουν τόσο πολύ και η πρώτη και η δεύτερη εκτέλεση ενός τραγουδιού, αν και εδώ μάλλον ήταν αναμενόμενο γιατί αγαπώ πολύ τόσο τον Γιώργο Μαρίνο όσο και τη Μαρινέλλα.
Α, ναι, μην το ξεχάσω. Μου συνέβη κάτι πολύ περίεργο όταν διάβασα αυτό το βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη αμέσως μόλις κυκλοφόρησε, το 2000. Θυμάμαι ότι όσο διάβαζα τις πρώτες σελίδες συνεχώς πέρναγε απ’ το νου μου η εικόνα μιας γυναίκας. Αυτές τις 2-3 πρώτες σελίδες τις διάβασα ξανά και ξανά ίσαμε με 20 φορές. Και, ύστερα, έκλεισα τα μάτια και κατέληξα με απόλυτη σιγουριά στο συμπέρασμα ότι η Μαρίκα Σουέζ είναι φτυστή η Μαρινέλλα. Προς μεγάλη μου έκπληξη και ακόμη μεγαλύτερη ικανοποίηση, λίγους μήνες αργότερα διάβασα και είδα ότι ο Κώστας Κουτσομύτης την επέλεξε κατευθείαν για πρωταγωνίστρια στην τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου. Το ’νιωσα κάπως σαν δικαίωση της φαντασίας μου. 🙂
Σταμάτης Κραουνάκης και Λίνα Νικολακοπούλου, Το τραγούδι του Νείλου
(τραγούδι: Γιώργος Μαρίνος / δίσκος: Αυτός ο Γιώργος (1991))
Μεγεθύνσεις
XIII
Κάθε μέρα νυχτώνει σ’ αυτή την πόλη
Κι εγώ ψάχνω να βρω τα σπίτια
Με τις γκρεμισμένες πόρτες
Με τα σβησμένα νούμερα
Στους τοίχους
Από πίστη βαθιά σε όσα έζησα
Και σε όσα δεν είπα
Από πίστη βαθιά
Σε όσα είδαν τα μάτια μου
Από τη συλλογή Μεγεθύνσεις (1971)
Πηγή: Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, Επιλογές και σύνολα [Ποιήματα (1965-1995)] (2001)
Σταμάτης Κραουνάκης, Το σεξ
(τραγούδι: Γιώργος Μαρίνος / δίσκος: Στον αστερισμό της Μέδουσας (1984))
Ψησταριά
Στη στοά Μοδιάνο η ψησταριά είναι μικρή
με πάγκους στους τοίχους, αντί για τραπέζια
και καρέκλες.
Έρχονται άνδρες της πιάτσας που μιλάνε δυνατά
για το κυνήγι, τα κόμματα και τα βρώμικα
νερά του Θερμαϊκού.
Ο συνοδός μου είναι σαν τη μύγα
μες στο γάλα ανάμεσά τους,
είναι ένας φίνος κουλτουριάρης
που με ορέγεται.
Πότε-πότε μου κολλάει το πόδι,
περιμένει να ενδώσω.
Υποπτεύομαι πως μπορεί να χαρίσει ηδονή,
γι’ αυτό δεν με πειράζει που δεν έχει πλάτες
και στιβαρά πόδια.
Στο μεταξύ για κάποιο γνωστό τους
μπαινοβγαίνουν οι άνδρες.
Από τη συλλογή Θείο κορμί (1994) της Αλεξάνδρας Μπακονίκα
Ξαφνιάστηκα όταν το φώναξε:
«Άνοιξε το παλτό σου
ή καλύτερα πέταξέ το,
θέλω να βλέπω το σώμα σου».
Σε λίγο όταν όλοι εμείς θα φεύγαμε
θα έπαιρνε τη γυναίκα
που το παλτό έκρυβε το ωραίο της σώμα
και θα πήγαιναν αγκαλιά σπίτι τους.
Μα ήθελε να το φωνάξει
εκεί μπροστά μας,
η πιο ζωντανή του υπόσταση
είναι εραστής.
Από τη συλλογή Το γυμνό ζευγάρι και άλλα ποιήματα (1990) της Αλεξάνδρας Μπακονίκα
Χάθηκε στην πυκνή βλάστηση
να βρει δρομάκι για τη θάλασσα.
Εμείς σταθήκαμε ψηλά και περιμέναμε.
Ανέβηκε λαχανιασμένος:
«Πάμε παρακάτω, η πλαγιά
είναι απότομη∙
αλλά ήταν φίνοι, ήταν ωραίοι,
ακάλυπτοι ανάμεσα στα δένδρα
ένα σώμα οι δυο τους,
ενωμένοι».
Σαν πολύτιμο τρόπαιο
της πιο αθώας εξερεύνησης,
μας έδειξε αργότερα το ζευγάρι,
όταν κατέβηκε κι αυτό στην αμμουδιά.
Από τη συλλογή Το γυμνό ζευγάρι και άλλα ποιήματα (1990) της Αλεξάνδρας Μπακονίκα
Όλη μου η ζωή διδασκαλία
όλη μου η ζωή συντακτικό
δίνω ρήμα, επίρρημα και ζητώ
το ουσιαστικό
Αρχίζει το μάθημα
Συνοπτική ιστορία Ελλάδος
Οι Έλληνες είναι λαός
όλο τιμή και γλώσσα
το ένδοξό τους παρελθόν
κλωσσάνε σαν την κλώσσα
κι ανέκαθεν πολέμησαν
κατά της τυραννίας
τους έμεινε η καρκατσουλιά
και δυο αβγά Τουρκίας
Οι Έλληνες είναι λαός
με βίτσια και ψωνάρα
γι’ αυτό τους μούντζωσε ο Θεός
τους έριξε κατάρα
κι αφού πολύ δοξάστηκαν
και φτάσαν στην ακμή τους
τους έσπασε ο τσαμπουκάς
και βράζουν στο ζουμί τους
Αρχαία ιστορία: Η μάχη των Θερμοπυλών
Φωτιά κι ασπίδα
του Λεωνίδα
με τους τριακόσιους που ’χαν πιάσει τα στενά
Καμένα Βούρλα
κι απάνω τούρλα
πλακώσαν Πέρσες και τσακίσαν τα παιδιά
Κι έτσι μάθαμε τι εστί
χαφιεδισμός και πουτανιά
και κωλογάντζα
και ρουσφέτι
και επίσης τα συνώνυμα αυτών:
νταβατζιλίκι, ρουφιανιά και ρεβεράντζα
και σωθήτω όποιος σώζει εαυτόν
– Τι παράγει η Ελλάς παιδιά;
– Χαφιεδισμό και πουτανιά και κωλογάντζα
– Και μαστίχα Χίου και χαλβά Φαρσάλων και καπνά
– Νταβατζιλίκι, ρουφιανιά και ρεβεράντζα
– Και σταφίδα Κορινθίας, τραχανά…
– Έκτακτα!
Και πάμε παρακάτω, παιδιά:
Η Άλωσις
Ποιος ξέρει τώρα να μου πει
ποιαν αποφράδα μέρα
μας πήρε και μας σήκωσε
ο διάολος τον πατέρα
κι οι δεσποτάδες νταχτιρντί
και γύρω γύρω όλοι
μπουκάραν οι Οθωμανοί
και πήρανε την Πόλη
– Πότε συνέβη αυτό, παιδιά μου;
– Κυρία, κυρία, κυρία! Το 1453!
– Μπράβο, παιδιά μου! Και πάμε παρακάτω:
Ο χορός του Ζαλόγγου
Η Δέσπω η Τζαβέλαινα μια καθαρή Δευτέρα
εσύναξε τις γκόμενες και σήκωσε μπαντιέρα
τις πήγε κατά Ζάλογγο κι αυτές μερακλωθήκαν
και ρίξαν κι ένα ποτ πουρί και κατακρημνισθήκαν
Μ’ ένα ρυθμό: μάμπο μάμπο μάμπο
Και πάμε παρακάτω:
Ο Αθανάσιος Διάκος
Θανάσης Διάκος έψηνε στη Λιβαδειά σουβλάκια
ο Ομέρ Βρυώνης πέρναγε και ζήταγε ουζάκια
– Δεν σε σερβίρω, άπιστε, σουβλάκι δεν σου φτιάχνω
κι ο Ομέρ Βρυώνης έκραξε «σουβλάκι θα σε κάνω»
Και το ’πε και το ’κανε
Μ’ ένα ρυθμό: μάμπο μάμπο μάμπο
Γιατί ήρθαν κι άλλοι
Φράγκοι, Άγγλοι, Γάλλοι, τσάροι, σταυροφόροι
μισθοφόροι, Αμερικάνοι, Γερμανοί
κι έτσι τραβήξαμε
ετούτο εδώ το ζόρι
κι έγινε γυαλιά καρφιά το μαγαζί
Κι άιντε πάλι
η Ελλάς η προ αιώνων
μια φωνή των μεγαφώνων
μια τρελή
μέσα στην ίντριγκα φωνάζει και σπαράζει
«Τι το ήθελα, καλέ, το μπικουτί;»
Και η ζωή μας μια επέτειος φριχτή
τα φώτα κάηκαν
και τέλειωσε η γιορτή
χαμένοι ήρωες, φαντάσματα του χτες
μάθε να ζεις
και μες στο τώρα μπες
Όλη μου η ζωή διδασκαλία
όλη μου η ζωή συντακτικό
δίνω ρήμα, επίρρημα και ζητώ
το ουσιαστικό
Το τραγούδι αυτό αποτελεί μέρος μιας από τις συγκινητικότερες παρλάτες τού Γιώργου Μαρίνου τα χρόνια που εμφανιζόταν στη Μέδουσα. Ξεκινά μια αναδρομή στη ζωή του από την ώρα που γεννήθηκε και κάποια στιγμή φτάνει στα γυμνασιακά του χρόνια και στην αγαπημένη του φιλόλογο, την Ευαγγελία Δελαπόρτα (αν θυμάμαι σωστά το όνομα). Σύμφωνα με το σενάριο, ο διάλογος που ακούμε στο τραγούδι είναι από το μάθημα ιστορίας με τη συγκεκριμένη δασκάλα. Ωστόσο, στη συνέχεια της παράστασης ο Γιώργος Μαρίνος αναφέρει κι άλλες φορές τη δασκάλα του ως έναν από τους ανθρώπους που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή του.
Μουσική & στίχοι:Μάνος Χατζιδάκις Τραγούδι:Γιώργος Μαρίνος Μουσική παράσταση & δίσκος:Οδός ονείρων(1962)
Πρόλογος
Γεια σας
Ήρθα για να σας δείξω ο ίδιος την οδό ονείρων
Δεν ξεχωρίζει
Είναι ένας δρόμος σαν όλους τους άλλους δρόμους της Αθήνας
Είναι, ας πούμε, ο δρόμος που κατοικούμε
μικρός, ασήμαντος, λυπημένος, τυραννικός
μα κι απέραντα ευγενικός
Έχει πολύ χώμα, πολλά παιδιά
πολλές μητέρες μα και πολλή σιωπή
και όλα σκεπασμένα
από ένα τρυφερό μα και αβάσταχτο ουρανό
Εδώ σ’ αυτό το δρόμο γεννιώνται και πεθαίνουν
τα όνειρα τόσων παιδιών
ίσαμε τη στιγμή που η αναπνοή τους
θα ενωθεί με τ’ ανοιξιάτικο αεράκι του Επιταφίου
και θα χαθεί
Όμως τη νύχτα δεν τους πιάνει ο ύπνος
Κι όταν δεν ονειρεύονται, τραγουδούν
Κάθε κήπος έχει
μια φωλιά για τα πουλιά
Κάθε δρόμος έχει
μια καρδιά για τα παιδιά
Μα, κυρά μου εσύ
σαν τι να λες με την αυγή
και κοιτάς τ’ αστέρια
που όλο πέφτουν σα βροχή
δώσ’ μου τα μαλλιά σου
να τα κάνω προσευχή
για να ξαναρχίσω
το τραγούδι απ’ την αρχή
Κάθε σπίτι κρύβει
λίγη αγάπη στη σιωπή
μα ένα αγόρι έχει
την αγάπη για ντροπή
Αφιερωμένο στον Γιάννη Ποδιναρά ως συνέχεια της κουβέντας μας για «Το πάρτι» από τον ίδιο δίσκο.
Φανταστείτε τα σπίτια να ταξιδεύουν
Έστω μέσα στους δρόμους της πόλης
Έστω κατά τις όχθες των νερών
Αν όχι πάνω στις σιδηρογραμμές
Ή στη θάλασσα μέσα
Αν όχι πάνω στα σύννεφα
Φανταστείτε τα σπίτια
Φωτισμένα τρεχαντήρια
Τρένα που σφυρίζουν στην ομίχλη
Μάτια σκοτεινά στα φιλιστρίνια
Στην κουπαστή χελιδονόψαρα
Και κάρβουνο πολύ κάρβουνο
Στα πρόσωπα των ταξιδεμένων
Από τη συλλογή Αρμιλλάρια (1973) της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου