Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Νίκος Κυπουργός & Αφροδίτη Μάνου, Τέλος δεν υπάρχει εδώ
(τραγούδι: Ελευθερία Αρβανιτάκη / από τη μουσική της ταινίας Οξυγόνο (2003) των Θανάση Παπαθανασίου & Μιχάλη Ρέππα)
Ό,τι δεν ξέρω, δεν υπάρχει∙
ν’ αναζητώ όμως δεν παύω
στο φως του ουρανού
στη σκοτεινιά του χάους.
Αν η ζωή μου περιπλέκεται,
την απλοποιεί η γνώση του θανάτου.
Αν απορώ μπροστά στο θάνατο
υπάρχει το μετά, κι ας μη το ξέρω.
Θεσσαλονίκη 1982
Από τη συλλογή Το μήνυμα του Βοώτη (1986) του Παναγιώτη Μαυρίδη
Μουσική & στίχοι:Αφροδίτη Μάνου Τραγούδι:Αφροδίτη Μάνου Δίσκος:Πού πας καραβάκι με τέτοιον καιρό (1994)
Στη χώρα των ηρώων γεννήθηκα κι εγώ
αντάρτες και θεοί η κληρονομιά μου
μετρούσα τους αιώνες με τον ήλιο αρχηγό
τα θαύματα του κόσμου όλα δικά μου
Μα κύλησαν τα χρόνια σε λάθος ποταμό
ξεφτίλα, τηλεόραση και πλήξη
τα πλοία στο λιμάνι σκουριάζουνε καιρό
κι ένα αεράκι να μη λέει να φυσήξει
Φεύγει ένα κορίτσι, τρέχει σαν τον άνεμο
σαν το χελιδόνι μπαίνει στην οθόνη
άστραψε το νήμα, όνειρο παράνομο
Θε μου, φτάνει πρώτο
για ποια Ελλάδα, ρε γαμώ το;
Αθάνατη πατρίδα μου, προεκλογική
της αφασίας και του μετ’ εμποδίων
αδίστακτο τοπίο, τροχιά ελλειπτική
των οραμάτων και των μυστηρίων
Μια πίκρα, μια μιζέρια που φτάνει ως το λαιμό
με το που ανοίγεις την εφημερίδα
Ελλάδα, σ’ αγαπούσα κι ακόμα σ’ αγαπώ
όπως σε πρόλαβα, σε γνώρισα, σε είδα
Φεύγει ένα κορίτσι, τρέχει σαν τον άνεμο
σαν το χελιδόνι μπαίνει στην οθόνη
άστραψε το νήμα, όνειρο παράνομο
Θε μου, φτάνει πρώτο
για ποια Ελλάδα, ρε γαμώ το;
Στη χώρα των ηρώων, γεννήθηκα κι εγώ
βαριά, πολύ βαριά η κληρονομιά μου
τις μέρες να μετρώ μ’ έναν ήλιο ναυαγό
τα τραύματα του κόσμου όλα δικά μου
Μουσική:Νίκος Πορτοκάλογλου Στίχοι:Αφροδίτη Μάνου Τραγούδι:Αφροδίτη Μάνου Δίσκος:Καιρός για δύο (1990)
Το καλοκαίρι που έγινα κι εγώ δεκατεσσάρων
αγόρασα περήφανη το πρώτο μου σουτιέν
κι όπως καθρεφτιζόμουνα στα μάτια των φαντάρων
το ’νιωθα και ζωντάνευε το ψεύτικο σατέν
Αγόρια με τις μάγισσες φεύγαν μοτοσικλέτες
κι άγνωστες λέξεις χάιδευαν τ’ αφτιά μου βιαστικά
αυτές που στου σχολείου μας τις άθλιες τουαλέτες
μ’ αναστατώναν κι έτρεχα κρυφά στα λεξικά
Με το καλοκαίρι μάλωσα
και ποτέ μου δεν μεγάλωσα
Έξω απ’ τα σφαιριστήρια σε πλήρη απαρτία
ο Μπάρκουλης, ο Κούρκουλος, ο Κώστας Κακκαβάς
Χριστέ μου, έλεγα μέσα μου, αν είναι αμαρτία
αξίζει και στην κόλαση για χάρη τους να πας
Τα βράδια που με στένευε το παιδικό κρεβάτι
μονάχη ονειρευόμουνα πουκάμισα ανοιχτά
κι άλλα πολύ πιο φοβερά και πάθαινα ένα κάτι
άντε μετά να κοιμηθείς ύστερα απ’ όλ’ αυτά
Με το καλοκαίρι μάλωσα
και ποτέ μου δεν μεγάλωσα
Το καλοκαίρι που έγινα κι εγώ δεκατεσσάρων
εκείνο που μου κόστισε απ’ όλα πιο ακριβά
ήταν που ήρθε η ζωή και μου ’μαθε άρον-άρον
πως τα ωραία πάντοτε θα γίνονται κρυφά
Μουσική & στίχοι:Αφροδίτη Μάνου Τραγούδι:Αφροδίτη Μάνου Δίσκος:Νυχτερινή εκπομπή (1984)
Απ’ το ραδιόφωνο ακούω δυνατά τζαζ-ροκ
με πιάνει κόκκινο στο ύψος της Πανόρμου
κι εσύ φρενάρεις, με κοιτάζεις και παθαίνω σοκ
κι εκτροχιάζομαι στη μέση εκεί του δρόμου
Πατάω γκάζι και γελάς πίσω απ’ το τζάμι
δυόμισι η ώρα κι η νύχτα φωτεινή
μ’ έχει τυλίξει ένα τεράστιο πλοκάμι
και το Φολκσβάγκεν μου δεμένο με σκοινί
Στης Κηφισίας το φανάρι κάνω αριστερά
κι ενώ παλεύω μ’ όλες τις προκαταλήψεις
μες στον καθρέφτη μου τα δύο σου φώτα σταθερά
κάτι μου το ’λεγε πως πίσω που θα στρίψεις
Πατάω γκάζι και γελάς πίσω απ’ το τζάμι
δυόμισι η ώρα κι η νύχτα φωτεινή
μ’ έχει τυλίξει ένα τεράστιο πλοκάμι
και το Φολκσβάγκεν μου δεμένο με σκοινί
Στον Βασιλόπουλο ανάβεις ξαφνικά το φλας
η νύχτα παίζει τα παιχνίδια τα δικά της
είσαι αλληνής και φεύγεις ούτε ξέρω πού θα πας
καλή σου νύχτα, φίλε, μες στην αγκαλιά της!
Είμαστε, βέβαια, οι αρχαιότητες του μέλλοντος.
Και από ένα μέλλον που διαγράφεται απρόσμενα ερημικό
σε μαγνητικές καταιγίδες διάσπαρτο που θα σβήνουν
λέξη προς λέξη, εν ριπή, τα συντάγματα του Νόμου,
Μια γυναίκα κοιτάζω απόμακρη να γελά στις οθόνες
σ’ ένα γέλιο ανατέλλοντας ένρινο, σχεδόν παράφορα στιλπνό
με τάματα κατάφορτη ψηφιακά
στις ερχόμενες να με ξεναγεί μουσικές αρχαιότητες.
Μια γυναίκα βαμμένη με αόρατα χρώματα:
Φωνή λευκή, σαν υγρασία και τροχαία προσπεράσματα
σε αρτηρίες ενός αίματος τεχνητά φλογισμένου
διάχυτη στα αφρισμένα οξύποτα, εριστική
με νυχιές και σπινθήρες σαρώνοντας τις ακραίες κινήσεις
σε κρυστάλλους υφάλμυρους
του ιδρώτα αρδεύοντας τα υπέρυθρα χείλη
το αχόρταγο βλέμμα του αθέατου εραστή
στο τοξικό της –έφηβο– βυθίζοντας χελιδόνι,
Μια γυναίκα ντυμένη αστραπιαία αρώματα:
Ψευδεπίγραφο κόσμημα, χωρίς γένος και γλώσσα,
φωτοβόρο παράδοξο, υπερήχων νεφέλη
στην κυψέλη του μέλλοντος χρυσαλλίδα ηλέκτρα
να ροκανίζει ρυθμικά το κεράσι της νύχτας
και τα πάμφωτα έγκατα των δικτύων αλιεύει
του σπασμού το μετάξι –σαν δροσερό βεγγαλικό
ανάβοντας τον Ευαγγελισμό του άλλου αιώνα.
Μια γυναίκα αφημένη σε αόριστα σώματα.
Από τη συλλογή ΕπέΚινα (1996) του Δημήτρη Καλοκύρη