IV. Ψυχή φευγάτη
Ποίηση: Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Απόδοση στα Ελληνικά: Νίκος Γκάτσος
Διεύθυνση ορχήστρας: Σταύρος Ξαρχάκος
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Σαντούρι: Τάσος Διακογιώργης
Αφήγηση: Μάνος Κατράκης
Ερμηνεία: Κώστας Πασχάλης
Δίσκος: Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας (1969)
Δε σε γνωρίζει ο ταύρος κι η συκιά,
τ’ άλογα, τα μυρμήγκια του σπιτιού σου,
δε σε γνωρίζει η νύχτα και τ’ αγόρι,
γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα.
Δε σε γνωρίζει η πέτρα η πλαγιασμένη,
το μαύρο ατλάζι μέσα του που λιώνεις,
δε σε γνωρίζει η μνήμη σου η σβησμένη,
γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα.
Χινόπωρο θα ’ρθει με σαλιγκάρια,
σταφύλια ομίχλης, όρη αγκαλιασμένα,
όμως κανείς δε θα σε ιδεί στα μάτια,
γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα.
Γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα,
σαν όλους τους νεκρούς εδώ στη Γη,
σαν όλους τους νεκρούς που λησμονιούνται
με τα σκυλιά τα ψόφια στοιβαγμένοι.
Νεκρός για πάντα…
Κανείς δε σε γνωρίζει πια. Μα εγώ σε τραγουδάω.
Γι’ αυτούς που θά ’ρθουν τραγουδώ τη χάρη κι ομορφιά σου.
Τη μεστωμένη γνώση σου, του νου τη φρονιμάδα.
Τη δίψα σου για θάνατο, τη γέψη των χειλιών του.
Τη θλίψη που είχε μέσα της η γελαστή χαρά σου.
Χρόνια θ’ αργήσει να φανεί, αν θα φανεί ποτέ του,
τέτοιος καθάριος, ζωντανός, ζεστός Ανδαλουσιάνος.
Την αρχοντιά του τραγουδώ με λόγια που στενάζουν
κι έν’ αεράκι οπού ’κλαιγε στα λιόδεντρα θυμάμαι.
Πληροφορίες για τον δίσκο:
Το ποίημα «Llanto por Ignacio Sanchez Mejias» το έγραψε ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα θρηνώντας το θάνατο του φίλου του, ταυρομάχου από την Ανδαλουσία, σε ταυρομαχία στη Σεβίλλη, τον Αύγουστο του 1934. Ο Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στις τάξεις των νεαρών Ισπανών ποιητών εκείνης της εποχής. Πλούσιος και διάσημος, διοργάνωνε ποιητικές βραδιές συγκεντρώνοντας τα πιο ανήσυχα μυαλά του καιρού του και της πατρίδας του.
Την απόδοση των στίχων στα Ελληνικά έκανε ο Νίκος Γκάτσος, υποδειγματικά ως συνήθως, καταφέρνοντας να ακολουθήσει όλες τις δραματικές κορυφώσεις του έργου του Λόρκα και προσφέροντας μια δουλειά-εγκόλπιο για τη μεταφορά των Ισπανικών στη γλώσσα μας. Ο Σταύρος Ξαρχάκος έγραψε ένα λυρικό δράμα ή μια καντάτα για σύνολο λαϊκών οργάνων, βαρύτονο και αφηγητή. Εξαιρετικοί στους ρόλους τους ήταν ο Μάνος Κατράκης και ο διεθνούς φήμης βαρύτονος Κώστας Πασχάλης. Το έργο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: «Το χτύπημα και ο θάνατος», «Το σκόρπιο αίμα», «Σώμα στην πέτρα» και «Ψυχή φευγάτη».
O συνθέτης είχε ζητήσει από τον Νίκο Γκάτσο να ηχογραφήσει με τη φωνή του σε μια κασέτα ένα απόσπασμα από το ποίημα, στην πρωτότυπη γλώσσα του, για να έχει την προσωδία του ισπανικού στίχου. Σε επανέκδοση του δίσκου, το 2006, προστέθηκε αυτή η ιστορική ηχογράφηση.
Το ποίημα του Λόρκα έχει γνωρίσει αρκετές μελοποιήσεις παγκοσμίως, με εκείνη του Σταύρου Ξαρχάκου, όμως, να θεωρείται από τις πλέον αντιπροσωπευτικές. [Πηγή: εφημερίδα Καθημερινή]
Και το σημείωμα του Σταύρου Ξαρχάκου στον δίσκο:
Πέντε η ώρα τ’ απόγευμα
Α, τι φριχτά στις πέντε που βραδιάζει!
Ήταν πέντε σ’ όλα τα ρολόγια-
πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει…
Ο Θάνατος μέσα στην πιο γαλήνια ώρα -πώς χώρεσε στ’ αλήθεια… πέντε η ώρα τ’ απόγευμα, ο ταυρομάχος Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας σκοτώθηκε στην αρένα του Μανθανάρες.
Την ίδια ακριβώς ώρα, γονατιστός μπροστά στο νεκρό κορμί, ο ποιητής Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα προσκυνούσε την ανθρωπότητα μέσα στα πεθαμένα μάτια του χαμένου φίλου.
Πέντε η ώρα τ’ απόγευμα, κι ο ταυρομάχος Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα δολοφονήθηκε στην αρένα της ελευθερίας του πνεύματος, χτυπημένος από τον ίδιο ταύρο.
Κάθε τόσο, στις πέντε τ’ απόγευμα, ένας ταυρομάχος, ποιητής, ηγέτης, άνθρωπος, θυσιάζεται στην αρένα του Μανθανάρες την ώρα που παλεύει αγώνα ιερό.
Άλλοτε μαθαίνουμε πως λέγεται Ιγνάθιο, άλλοτε δεν το μαθαίνουμε ποτέ – κι η δεύτερη περίπτωση είναι εκείνη που κάνει τα ρολόγια να χτυπάνε ίσως πιο δυνατά τ’ απόγευμα στις πέντε.
Κάθε που έφτανε τούτη η ώρα -μέσα στα δυόμισι χρόνια που νύχτα-μέρα δούλευα το έργο μου- ο ταύρος θέριευε στην αρένα, το αίμα του Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας πάγωνε στο δωμάτιό μου.
Πιστεύω -και τούτη είναι η μεγαλύτερή μου ικανοποίηση- πως κατόρθωσα μέσα στο έργο μου να περάσω από τον θρήνο στον ηρωικό ύμνο, απ’ τη νεκρική ηρεμία στην υπέρτατη ηρωική κραυγή.
Στους νεκρούς Ιγνάθιο δε θρηνούν. Σωπαίνουν μόνον ή φωνάζουν δυνατά τ’ όνομά τους και κοιτάζουν μπροστά -κατευθείαν μπροστά.
Με την ολοκλήρωση του έργου, νιώθω την υποχρέωση να ομολογήσω ότι δε χρειάστηκε να κάνω καμιάν ιδιαίτερη προσπάθεια για ν’ ακολουθήσω τις διάφορες καμπές του ποιήματος, γιατί είχα την ευτυχία -και μόνο έτσι μπορώ να την ονομάσω- να είναι πάντα πέντε η ώρα.
Πέντε σ’ όλα τα ρολόγια.
Πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει.
Σταύρος Ξαρχάκος
Ύστερα απ’ όλ’ αυτά, τι μένει και τι μπορώ άραγε να πω; Μονάχα ότι πρέπει ν’ ακούσουμε αυτούς τους σπουδαίους ποιητές, αυτές τις σπουδαίες φωνές, αυτούς τους σπουδαίους μουσικούς, με τη δέουσα προσοχή, συγκίνηση, ίσως και κατάνυξη. Γιατί εδώ έχουμε ένα από τα σημαντικότερα έργα που θα συμπεριλάβω στις σελίδες μας. Καλή ακρόαση!