Η μετάφραση ως μη βιωματική λογοτεχνία
Χωρίς να περιλαμβάνεται στις ορατές προθέσεις της, η λογοτεχνική μετάφραση μας θέτει κατά κάποιο τρόπο –τρόπο έμμεσο και ελαφρά ειρωνικό– μπροστά σε ένα από τα παλαιότερα ψευδοπροβλήματα, με τα οποία αρέσκονται να καταγίνονται η φιλολογική μελέτη και η κριτική στην αιώνια αναζήτηση της μεθοδολογίας τους: εννοώ παν ό,τι αφορά στο βιωματικό υπόστρωμα του πρωτότυπου λογοτεχνικού έργου, ήτοι τους ατομικούς ή κοινωνικούς προσδιορισμούς του συγγραφέα, όπως αυτοί επενεργούν στη διαμόρφωση του θεματικού του χώρου και του ιδιαίτερου εκφραστικού οργάνου του. Ξεκινώντας πορεία ανάστροφη, η κριτική οδεύει συχνά προς τις πηγές της προσωπικής εμπειρίας και φτάνει συχνά να ερμηνεύει τα λογοτεχνικά κείμενα με όρους ψυχαναλυτικού ή ιστορικού χαρακτήρα, προσπαθώντας να καταδείξει ότι το εκάστοτε συγκεκριμένο έργο δεν είναι παρά το φρούτο ενός δένδρου εξωτικού, που αντλεί με τις ρίζες του χυμούς της ζωής και τους αφομοιώνει, ακολουθώντας μια διαδικασία παραγωγικής μεταστοιχείωσης του βιώματος σε λόγο. Το γοητευτικό αυτό παιχνίδι του χαμένου θησαυρού έπαψε ωστόσο καθ’ οδόν ν’ αποτελεί έναν απλό τρόπο ερμηνείας, και σύντομα προήχθη σε βασικό αξίωμα μιας ολόκληρης θεωρητικής κατασκευής, κατά την οποία το σύνολο της ανθρώπινης εμπειρίας του γράφοντος συνιστά την καθοριστική conditio sine qua non της ίδιας της γραφής του. Ο λόγος φέρεται να αποσκοπεί σε μια ιδεατή, πλην σαφώς αναγνωρίσιμη, εξεικόνιση της πραγματικότητας, ενώ καθετί που δεν παραπέμπει στο δημόσιο ή ατομικό δράμα ελέγχεται ως κενολογία, ως στείρος εγκεφαλισμός ή ομφαλοσκοπία. Η βιωματικότητα ανάγεται, κατά ταύτα, σε ποιοτικό ή αξιολογικό κριτήριο, σύμφωνα με το οποίο η κριτική οφείλει να κρίνει, αλλά και ο συγγραφέας οφείλει να δημιουργεί.
Μιλώντας όμως για τον υποχρεωτικό βιωματικό χαρακτήρα της λογοτεχνίας, δεν είναι δυνατόν να αναφέρεται κανείς μονάχα στο νοηματικό κορμό του έργου, αλλ’ οπωσδήποτε (αν όχι πρώτιστα) και στη μορφική του ακεραίωση, ως ενιαίο όλον που λειτουργεί, ταυτόχρονα, τόσο ως δέκτης ενός συγκινησιακού φορτίου –από την πλευρά του συγγραφέα ή του ποιητή, όσο και ως πομπός προς την κατεύθυνση του αναγνώστη. Η δεύτερη λειτουργία αποτελεί, εξάλλου, τη λυδία λίθο της αξίας ή απαξίας του, και βάσει αυτής επιχειρείται η όποια αποτίμηση της δραστικότητάς του.
Ο διπλός ετούτος ρόλος γίνεται εύκολα αντιληπτός στην περίπτωση των πρωτότυπων λογοτεχνικών κειμένων, όπου ο λόγος δομείται με τρόπο πρωτογενή και μεταφέρει άμεσα τους κραδασμούς του δημιουργού προς τον αναγνώστη, με τον οποίο τον συνδέει τουλάχιστον το ομόγλωσσον, αλλά συνήθως και μια κοινή παράδοση από ιστορικές καταβολές και προσλαμβάνουσες παραστάσεις. Τι συμβαίνει ωστόσο στην περίπτωση κατά την οποία μεταξύ του συγγραφέα και του αναγνώστη παρεμβάλλεται ο μεταφραστικός μετασχηματισμός του έργου, όταν δηλαδή το ίδιο το έργο γίνεται ένα άλλο έργο και η λεκτική αποτύπωση του αρχικού –του έστω βιωματικού– ερεθίσματος αναπλάθεται άρδην; Αν μάλιστα ομολογήσουμε πως η μετάφραση, στις ευτυχέστερες στιγμές της, μπορεί να μας προμηθεύει κείμενα ίσης –ή, σε οριακές περιπτώσεις, και ανώτερης– ποιότητας ως προς τη μορφή, συγκρινόμενα με το πρωτότυπο, πώς συγχωρείται η έλλειψη αντικρίσματος σε βιωματικά αποθεματικά; Ή μήπως το μεταφρασμένο έργο δεν αποτελεί, αφ’ εαυτού και καθ΄εαυτό, στη γλωσσική εκδοχή στην οποία το εισπράττει ο αναγνώστης του, ένα πλήρες και αυτόνομο λογοτεχνικό έργο;
Βέβαια, ακόμη και αυτό που ονομάζουμε «πρωτότυπο έργο», με μια ευρεία (που ίσως όμως θεωρηθεί σοφιστική) αντίληψη της έννοιας της μετάφρασης, μπορούμε να το θεωρήσουμε και αυτό αποτέλεσμα μιας ολόκληρης σειράς διαδοχικών «μεταφράσεων» και μετασχηματισμών, που ξεκινούν από το εμπειριακό κέντρισμα για να καταλήξουν στο ειδικό μεταφραστικό μόρφωμα του έντεχνου λόγου. Το πραγματικό γεγονός, που αποτελεί το σημείο εκκίνησης, μεταφράζεται καταρχήν σε ερέθισμα αισθητηριακό∙ το αισθητηριακό ερέθισμα, σε συναισθηματικό∙ το συναισθηματικό, σε νοητικό∙ το νοητικό περιβάλλεται το ένδυμα ενός νέου μύθου∙ και ο μύθος ετούτος είναι που καταστρώνεται πλέον σε σύνταξη γλωσσική – που με τη σειρά της θα μεταφραστεί απ’ τον κάθε αναγνώστη χωριστά, σύμφωνα με το δικό του ατομικό αντιληπτικό ιδίωμα. Περιττόν ειπείν ότι ο μηχανισμός των «μεταφραστικών» αυτών διαδικασιών κινείται επί τη βάσει κάποιων ανεξήγητων αυτοματισμών, που συνήθως τοποθετούνται στη μεταφυσική σφαίρα της έμπνευσης και κάνουν ελάχιστα αισθητή τη μεταποιητική τους λειτουργία, ακόμα και στον ίδιο τον συγγραφέα. Εκείνο λοιπόν που διαφοροποιεί τον συγγραφέα από τον μεταφραστή είναι το ότι η, κοινώς νοούμενη, μετάφραση εκπληρώνει μια διαφανέστερη και οπωσδήποτε απλούστερη αποστολή αμφιμονοσήμαντης αντιστοιχίας, όπου η μία γλωσσική σύνταξη μετατρέπεται σε μια διαφορετική γλωσσική σύνταξη, παραβλέποντας όλα τα προγενέστερα στάδια της βιωματικής αναγωγής.
Ο μεταφραστής βρίσκεται μπροστά σ’ ένα οργανωμένο κειμενικό υλικό, το οποίο καλείται να ανασυνθέσει, με όργανο μιαν άλλη γλώσσα και με τις προϋποθέσεις της άλλης αυτής γλώσσας, σ’ ένα καινούργιο, αυτοκέφαλο κείμενο, που οφείλει ν’ ανταποκρίνεται όχι μόνο στις νοηματικές αλληλουχίες, αλλά και στις απαιτήσεις της λογοτεχνικότητας που είχε θέσει εις εαυτό το πρωτότυπο. Με άλλα λόγια: ο μεταφραστής βρίσκεται αποκομμένος από κάθε τυχόν βιωματικό (όπως εξάλλου και από κάθε φαντασιακό ή φαντασιωτικό) κινούν αίτιο του συγγραφέα, και ως αποκλειστικό, δευτερογενές ερέθισμα στη μεταπλαστική του εργασία λειτουργεί το πρωτότυπο κείμενο, η λεκτική μορφοποίηση ενός συνόλου πραγματικών, συναισθηματικών ή διανοητικών στοιχείων άδηλης προέλευσης.
Η αποκοπή του μεταφραστή από τις βιωματικές πηγές του έργου δεν αφορά στις ανθρώπινες εμπειρίες του συγγραφέα και μόνο∙ αφορά εξίσου και στην ίδια τη γλώσσα, ως φορέα του συμπυκνωμένου βιώματος όλων όσων τη μίλησαν και πέρασαν τη ζωή τους μέσα απ’ αυτήν, φορτίζοντάς την με ποικίλες παρασημάνσεις, σε μια σκυταλοδρομία δεκάδων γενεών. Οι ετυμολογικές, νοηματικές και ιστορικές παράμετροι, οι ηχητικές και οπτικές διαστάσεις της κάθε λέξης χάνουν εδώ την ιδιαιτερότητά τους και καλούνται να συναινέσουν σε μιαν εκφραστική αναπροσαρμογή, κατά την οποία νέες ισορροπίες δημιουργούνται, νέες σχέσεις αμφισημιών διαπλέκονται και άλλοι συνειρμικοί συνδυασμοί πυροδοτούνται. (Το αγγλικό «translation» αρχικά σήμαινε τη μετατόπιση, τη μετακομιδή, τη μεταβίβαση∙ το γαλλικό «traduction» τη μεταγωγή, τη μεταφορά. Και –εκδικητικός σαρκασμός της ετυμολογίας– το λατινικό «traductio» σήμαινε ταυτόχρονα τη μετάθεση, τη μετωνυμία, αλλά και τον διασυρμό…).
Ως μοναδικά, λοιπόν, βιωματικά βοηθήματα του μεταφραστή μπορούν πλέον να εκληφθούν υποθετικά οι «αντίστοιχες», ίσως, προσωπικές του εμπειρίες, καθώς επίσης η συγκίνηση που του προξένησε το πρωτότυπο κείμενο, ως αναντίρρητη πράξη συμμετοχής. Στην πραγματικότητα, καμιά απ’ αυτές τις υποθέσεις δεν δύναται να λειτουργήσει ως άλλοθι πειστικό για τη βιωματική κενότητα του μεταφραστικού εγχειρήματος. Ο έντεχνος λόγος αποτελεί, από μόνος του, τον ισχυρότερο συγκινησιακό πυρήνα, ο οποίος δεν εκφράζει αλλά ζητάει να εκφραστεί, δεν αναλώνει την έμπνευση αλλά την πυκνώνει και την αναπαράγει. Απόδειξη της ιδιότητας αυτής του λόγου είναι το γεγονός ότι ο συγγραφέας αντλεί συχνότατα την έμπνευσή του από τα έργα άλλων συγγραφέων, παλαιότερων ή συγχρόνων του, επηρεάζεται απ’ αυτά και μιμείται τα εκφραστικά τους μέσα. Η παρθενογένεση στην τέχνη είναι φαινόμενο άγνωστο, όχι γιατί οι ανθρώπινες εμπειρίες αποτελούν numerus clausus, αλλά γιατί η άρδευση των εκάστοτε νέων γενεών από τις παλαιότερες γίνεται σε επίπεδο εκφραστικών ή μορφικών δεδομένων. Η συλλογική μνήμη της λογοτεχνικής γλώσσας συνέχει το όλον οικοδόμημα ανά τους αιώνες, ως αυτόνομο σύστημα ειδικών αξιών, όπου η αλήθεια και το ψεύδος, η ειλικρίνεια και το τέχνασμα, η εμπειρία και η φαντασία καταργούν συνωμοτικά τη διπολική τους σχέση και συντίθενται αδιακρίτως στο μηχανισμό της δημιουργικής γραφής.
Μ’ αυτή την έννοια, η μεταφραστική διαδικασία βασίζεται πολύ περισσότερο στη διανοητική διεργασία και στη χρήση των τεχνικών δεξιοτήτων του μεταφραστή, και όχι στις όποιες εξωλογοτεχνικές βιωματικές ταυτίσεις που θα του επέτρεπαν μια ιδεατή υποκατάστασή του στο ρόλο του συγγραφέα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, από μιαν άλλη σκοπιά, το ότι η σημαντικότερες μεταφράσεις, σε όλες τις γλώσσες κι απ’ όλες τις γλώσσες, οφείλονται μάλλον στη παράπλευρη δραστηριότητα συγγραφέων και ποιητών –που διαθέτουν, κατά τεκμήριο, πλουσιότερο οπλοστάσιο τεχνικής– παρά στην ευσυνειδησία των συνδικαλισμένων ή περιστασιακών επαγγελματιών (και, βέβαια, δεν αναφέρομαι σ’ εκείνους που αμείβονται επειδή μεταφράζουν, αλλά σε όσους μεταφράζουν επειδή και μόνο αμείβονται). Γιατί, όσο αληθής είναι η διαπίστωση πως η μετάφραση απαιτεί ένα λεπτό μα ψύχραιμο χειρισμό λεκτικών και συντακτικών αντιστοιχιών, εξίσου αληθές είναι και το ότι, σε καμιά περίπτωση, ο μεταφραστής δε μπορεί να λειτουργήσει ως κοινός καραγωγέας Δημοσίας Χρήσεως, που εκτελεί μεταφορές απλού νοηματικού υλικού από τη μία γλώσσα στην άλλη.
Αντώνης Φωστιέρης
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «η λέξη», τεύχος 56 (Ιούλιος-Αύγουστος 1986). Το ειδικό αυτό τεύχος ήταν αφιερωμένο στη μετάφραση.
Translatum: Favourite Poetry / Αντώνης Φωστιέρης
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...