Τίτος Πατρίκιος, Ας σταματήσουμε μ’ αυτή την ιστορία

[Ενότητα Μαθητεία (1956-1959): Το δάσος και τα δέντρα]

Ας σταματήσουμε μ’ αυτή την ιστορία

Ας σταματήσουμε μ’ αυτή την ιστορία
πως έφταιξε μονάχα ο Μπέρια.
Όλοι μας κάποτε θαυμάσαμε
κάποιον εγχώριο μιμητή του
όλοι τη σκέψη μας την είχαμε εκχωρήσει
σ’ αρχηγούς σοφούς που σκέφτονταν για λογαριασμό μας
όλοι μας λιβανίσαμε για μεγαλοφυΐες καθοδηγητές
που βλέπαμε τι ντενεκέδες ήσαν
όλοι αρνηθήκαμε την καλημέρα σε διαγραμμένους
που ξέραμε πως δεν ήσανε χαφιέδες
όλοι καταπίναμε τη γνώμη μας σα φλέμα
δίχως το σθένος να πάμε μιαν άποψη ως το τέλος
όλοι μας γράψαμε ποιήματα προσωπολατρίας
ή πάντως τα ορεχτήκαμε.
Δεν έφταιξε μόνο ο Μπέρια.

*

Αλίμονο το νιώθαμε πόσο ήμαστε ανίσχυροι
πόσο εύκολα γινόμαστε ύποπτοι όλοι
πώς σ’ αχρηστεύει μια συντροφική κουβέντα
ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο
άλλωστε το ’χαμε δεχτεί
οι διανοούμενοι είναι ανεύθυνοι
οι ποιητές ευάλωτοι
και πια δεν ήταν ο φόβος της ζωής
δεν ήταν καν ο φόβος του στιγματισμού,
της απομόνωσης, της καταδίκης,
ήτανε πάνω απ’ όλα ο φόβος μήπως βλάψεις
μην άθελά σου βοηθήσεις τον εχθρό
μη δεν προσφέρεις πέρα απ’ τη ζωή σου
την ίδια σου τη συγκατάθεση
έτοιμος πάντα κι εσύ να ξαναπείς
θρόνου εξώσατε, πόλεως απελάσατε,
αιρούμαι παθείν ό,τι αν βούλησθε
και περ αθώος ων,
της υμών ένεκεν ομονοίας…

Μα αν είναι για χάρη της ομόνοιας
να πνίγεται πάντοτε η αλήθεια
να βασιλεύουνε διαρκώς οι φαύλοι,
όχι καθάρματα, όχι άλλο πια,
μια τέτοια ενότητα καλύτερα να συντριβεί.

*

Δεν έφταιξε μονάχα ο Μπέρια
όταν ακόμα τόσοι εμπνέονται
από βιογραφίες κίβδηλες και γλοιώδεις
τόσοι χρειάζονται πρόθυμους γραφιάδες
παραχαράκτες δημοσιογράφους, κόλακες ποιητές,
τόσοι επαναλαμβάνουν ξεθωριασμένες ρητορείες
καλύπτοντας συντάξιμα έτη επανάστασης
και καταστρώνοντας την προσεχή προαγωγή τους.

Μάης 1956

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Τίτος Πατρίκιος – Ποιήματα, II (εκδόσεις Κέδρος, 1998)

Τίτος Πατρίκιος, Η μοιρασιά

[Ενότητα Μαθητεία (1956-1959): Χρόνια της ασφάλτου]

Η μοιρασιά

Πολλά τα πράγματα να μοιραστούμε
και συνεχώς διαλέγουμε τα πιο λίγα,
θέλουμε μόνιμα τον άλλο
στην πλήρη κατοχή μας
μικραίνοντας το σώμα του
διχοτομώντας τη φωνή του.
Ως πότε πια θα ζω
μέσα στα πρόσωπα που με περιέχουν
ως πότε θα μεταφέρω μέσα μου
πρόσωπα όλο και πιο συρρικνωμένα;

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Τίτος Πατρίκιος – Ποιήματα, II (εκδόσεις Κέδρος, 1998)

Τίτος Πατρίκιος, Ανοιχτά σύνορα

[Ενότητα Επιστροφή στην ποίηση (1948-1951)]

Ανοιχτά σύνορα

Θυμάσαι είχαμε κάνει την ίδια υπογράμμιση
στο ίδιο βιβλίο του Μαρξ…

Δεν υπάρχουν για μας μακρινοί περίπατοι
σε δρόμους ολόσκεπους με δέντρα
το πολύ στα κράσπεδα σκονισμένες πικροδάφνες.
Στις άδειες τσέπες μας δεν κουδουνάνε αστέρια
μόνο ένα κουτί τα πιο φτηνά τσιγάρα
και ρέστα από χιλιάρικο.
Το μέτρησαν επιτέλους οι ξένες αποστολές
το γράψαν οι εφημερίδες με ημίμαυρα
το αγνοούν οι Πολιτικές Επιστήμες του Πανεπιστήμιου:
στον τόπο μας
έχουμε κατά κεφαλήν
ογδόντα δολάρια εισόδημα το χρόνο.

Ακρόπολη
αρχαία μάρμαρα που με κοιτάτε
ποιοι πέρασαν
ποιοι πολέμησαν
ποιοι χάραξαν τ’ όνομά τους
ποιοι μείναν άγνωστοι για πάντα
είμαι κι εγώ ένας απ’ αυτούς.
Πατάω το ίδιο χώμα
με τα θαμμένα παράνομα βιβλία
και τ’ αυτόματα που αρπάξαμε από τον εχθρό
στην ίδια πόλη ζω
που απλώνει πέρα από σύνορα και χρόνο.
Και γίνονται όλα ένα
τ’ ανόμοια και τα μακρινά.

Ε, σεις πολιτείες που βρίσκεστε κοντά μου
σας μιλάω εγώ απ’ την Αθήνα
στεφανωμένος από ένα γέρικο ουρανό
που βαρέθηκε να ’ναι γαλάζιος
τον Κόκκινο πρωινό ουρανό ολωνών μας.
Μιλάω σε σένα Παρίσι
με τις παλιές σου καρμανιόλες, λιθόστρωτο
πλυμένο απ’ τη βροχή, το αίμα,
τις βρισιές των κομμουνάρων,
Παρίσι δίχως Σηκουάνα γι’ αυτοκτονίες.
Σε σένα Άγια Πετρούπολη
με τα παρμένα Χειμερινά Ανάκτορα
που γδύθηκες τ’ όνομά σου
για να φορέσεις την απλή στολή του Λένιν.
Μιλάω σε σένα Μαδρίτη
κάρβουνα σαν και μας
καρφωμένη απ’ τις μαυριτάνικες λόγχες,
Μαδρίτη αγαπημένη, οδόφραγμα δικό μας.

Πέφτοντας κάπου μα πάντα νικώντας.
Το εμβατήριο.

Γενάρης 1950

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Τίτος Πατρίκιος – Ποιήματα, II (εκδόσεις Κέδρος, 1998)

Τίτος Πατρίκιος, Η κατάκτηση του Έβερεστ

Η κατάκτηση του Έβερεστ

Η αποστολή που θα ’φευγε για το Θιβέτ
ξεκίνησε ένα πρωί ωραία-ωραία
πλήθη κόσμου τους ξεπροβόδισαν
στο σταθμό κι έπειτα στο λιμάνι
ακούστηκαν διπλοί λόγοι πατριωτικοί
κι άφθονα «ζήτω»
για τα «παιδιά μας τα γενναία».
Πηγαίνανε στα Ιμαλάια
να κατακτήσουνε το Έβερεστ
και για τη δόξα της πατρίδας
η κυβέρνηση τους βοήθησε πολύ
τους έδωσε και μια θεόρατη σημαία
για να τη στήσουνε στου Έβερεστ
την απάτητη κορφή.

Είχαν θαυμάσιο ταξίδι ως τις Ινδίες
κι εκεί όλα πηγαίνανε καλά
έξω από κάτι που τους λύπησε,
σ’ ένα βαθύ, ατέλειωτο φαράγγι
ξεψύχησαν δυο-τρεις κούληδες
που κουβαλούσαν εφόδια κι αποσκευές
μα ο Βρετανός αξιωματικός της συνοδείας
είπε πως δεν ήταν τίποτα σπουδαίο
πως τέτοια συμβαίνουνε συχνά.
Σαν επιτέλους βγήκαν σ’ ένα ξάγναντο
αντίκρισαν σχεδόν μπροστά τους
να ορθώνονται τα Ιμαλάια.
Ξεχνώντας κόπους και στενοχώριες
για λίγο έμειναν θαμπωμένοι
κι ύστερα ορκίστηκαν:
«Θα τα νικήσουμε».
Σκαρφάλωναν στα χιονισμένα καταράχια
άφηναν πίσω τους βουνοπλαγιές κι ολόρθα βράχια
για να ’ρθει μια στιγμή που την καρδιά τους
τάραξε ένα συναίσθημα ιλίγγου αψύ.
Ήταν η θέα του Έβερεστ
του πιο ψηλού βουνού του κόσμου.

Ανέβαιναν, ανέβαιναν όλο και πιο ψηλά
ώσπου κατασκηνώσαν σε μιαν απανεμιά
των πάγων, όσο ψηλά δεν είχε φτάσει άνθρωπος,
μα έπρεπε κι άλλο ν’ ανεβούν.
Για την ύστατη προσπάθεια
διάλεξαν δύο, τους πιο γερούς
τους πιο δοκιμασμένους
δυο παλικάρια όλο ζωή
που μόλις καλμάρισε ο καιρός
κινήσανε με φλόγα μες στα χιόνια
να φτάσουν το ιδανικό τους.
Οι άλλοι παρακολουθούσαν με τα κιάλια
κι όταν τους είδαν να πατάνε την κορφή
βράχνιασαν ξεφωνίζοντας από χαρά
αλλά σαν φάνηκε να ξεδιπλώνεται η σημαία
δάκρυσαν σιωπώντας.

Τα δυο παιδιά αρχίσανε να κατεβαίνουν
μα ξάφνου ξέσπασε άγρια θύελλα
τους τύλιξε η ομίχλη, τους σκέπασε το χιόνι
δεν άντεξε άλλο η μοναχική φωτιά τους.
Τίποτε δεν απόμεινε
από σημαίες και ζητωκραυγές
που να θυμίζει πως κάποτε υπήρξαν.

Δεκέμβρης 1943

Από τα Πρώτα ποιήματα (1943) του Τίτου Πατρίκιου

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Τίτος Πατρίκιος – Ποιήματα, II (εκδόσεις Κέδρος, 1998)

Τίτος Πατρίκιος, Δον Κιχώτες

Δον Κιχώτες

Απ’ του σχολειού μας τ’ άχαρα θρανία
όνειρα πλέκαμε για τη ζωή
κι ως χτες ακόμα με μανία
να βγούνε λέγαμε μπορεί.

Νέοι κινήσαμε του κόσμου Δον Κιχώτες
για την κατάχτησή του τη σκληρή
μ’ άγγιχτη η πανοπλία πρόσμενε το πότες
ώσπου βαρέθηκε τη δόξα μας να καρτερεί.

Σα σκούριασε στη γωνιά της αφημένη
μάχη δεν ήξερε ακόμα τι θα πει
όμως καλύτερα να ’βγαινε νικημένη
παρά που τη σκέπασε απόλεμη ντροπή.

Τώρα που όλα έχουνε πια χαλάσει
και μάδησαν τα λίγα μας φτερά
σε τούτη που μας δόθηκε την πλάση
τα δόντια σφίγγοντας για πρώτη μας φορά

θα ψάξουμε όλοι να βρούμε μια θεσούλα
ίσως και παραγιοί σε κάποιο καπηλειό
είτε να κουβαλάμε βαλίτσες και μπαούλα
άσχετο αν χρόνια πηγαίναμε σχολειό.

Από τα Πρώτα ποιήματα (1943) του Τίτου Πατρίκιου

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Τίτος Πατρίκιος – Ποιήματα, II (εκδόσεις Κέδρος, 1998)