Κώστας Πασβάντης, Μελαγχολία του ποιητή

Μελαγχολία του ποιητή

«ανεμοτραφές» λέει το κύμα ο ποιητής

Δοκίμασα λέξεις ανεκτίμητες
φύτεψα μα δεν είδα τον καρπό.

Τώρα που άρχισα να καταλαβαίνω κάπως
οι λέξεις μού αντιστέκονται∙
ακούω άδεια τα λόγια μου που κουδουνίζουν.

Άλλωστε, ζώντας σε καιρούς ευτελείς
μιλώντας μιαν άλλη γλώσσα που δε συμφύρεται στην αγορά
εκφράζοντας συγκινήσεις τόσο φιλάργυρα ιδιωτικές και για πράγματα έτσι ανώφελα

Έχω περάσει ήδη τη γραμμή και απομονώθηκα∙
συχνά που νιώθω ξένος στις αναπόφευκτες συναναστροφές.

Δοκίμασα λέξεις ανεκτίμητες γύρεψα να περάσω την άλλη σιωπή θα τελειώσω
μεταπράτης λέξεων.

Ταμίευσα τη ζωή μου τη διασκεύασα∙ ωστόσο
κουβεντιάζω ακόμα.
Λιγάκι κάθε μέρα
να μη σκουριάσει η γλώσσα.

Από τη συλλογή Κοντάκια (1983) του Κώστα Πασβάντη

Πηγή: ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970) του Ανέστη Ευαγγέλου (εκδ. Παρατηρητής, 1994)

Κώστας Πασβάντης, Πρωί

Πρωί

Πρωί μονάχα ζούνε οι στίχοι
πρωί

προτού βραχνιάσει η μέρα
και ξυπνήσουν οι εφιάλτες
και το λεπίδι γυμνωθεί

Από τη συλλογή Η πόλη φεύγει (1991) του Κώστα Πασβάντη

Πηγή: ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970) του Ανέστη Ευαγγέλου (εκδ. Παρατηρητής, 1994)

Κώστας Πασβάντης, Χριστουγεννιάτικη ιστορία (Α)

Χριστουγεννιάτικη ιστορία

Α

Παραμονή Χριστούγεννα, βαρυχειμωνιά. Στα βουνά το χιόνι έφτανε το ένα μπόι.
Αρμενίζαμε ώρες∙ φυσούσε δυνατός γρεγολεβάντες και ο καιρός σταυρωμένος από τον βορρά. Τέλος, βγήκαμε στη στεριά, σε μέρος ευλίμενο.
Κι αφού βαδίσαμε πολλή ώρα ξεχιονίζοντας με φτυάρια και αξίνες εδώ κι εκεί, φτάσαμε στο ναό.

Μέσα στο ναό, απρόσμενα ολωσδιόλου, μας υποδέχτηκε η γλύκα μιας φωτιάς.
Ήταν εκεί, γύρω στη φωτιά, ο κυρ Αλέξανδρος οι τρεις αιπόλοι κι αυτοί που είχαν φτάσει από σταβέτ∙ και οι άλλοι που το καράβι τους ο καιρός το γύρισε από το Αγιονόρος.

Ο κυρ Αλέξανδρος πάντα σκυμμένο το κεφάλι∙ και σα θλιμμένος, καθώς μου φάνηκε στο αντηλάρισμα της φωτιάς. Μια στιγμή μονάχα που ψιθύρισεν «ξυλάρμενοι, πάλι, ξυλάρμενοι».

Θα ’ταν τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυχτα, και όπως ο αέρας είχε σταθεί λιγάκι, εγώ που χρόνια είχα να διακονήσω τα θαύματα,

μήτε μπορούσα να βλέπω το άνθος του γιαλού γιατί αθώος δεν ήμουν άλλο για να αισθάνομαι τα μυστικά του κόσμου αυτού,

ένιωσα ξαφνικά τους ίσκιους γύρω στη φωτιά να γίνονται, εκείνη των αγραυλούντων η τοιχογραφία.

Και μολονότι είχα ξεχάσει όλες τις προσευχές, παρακάλεσα να έχω κοντά μου κάτι για προσάναμμα∙ για να ζεστάνω τα χρόνια που αφουγκραζόμουν έξω να σιμώνουν και μ’ έπιανε φόβος κι έτρεμα, σαν τ’ αγριοπερίστερο.

Από τη συλλογή Η πόλη φεύγει (1991) του Κώστα Πασβάντη

Πηγή: ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970) του Ανέστη Ευαγγέλου (εκδ. Παρατηρητής, 1994)