Μελισσάνθη, Στη νύχτα που έρχεται

Στη νύχτα που έρχεται

Ξεκινάμε ανάλαφροι, καθώς η γύρη
που ταξιδεύει στον άνεμο.
Γρήγορα πέφτουμε στο χώμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιά
γινόμαστε δέντρα που διψούν ουρανό
κι όλο αρπαζόμαστε με δύναμη απ’ τη γη.
Μας βρίσκουν τ’ ατέλειωτα καλοκαίρια
τα μεγάλα κάματα. Οι άνεμοι, τα νερά
παίρνουν τα φύλλα μας. Αργότερα
πλακώνουν οι βαριές συννεφιές
μας τυραννούν οι χειμώνες κι οι καταιγίδες.
Μα πάντα αντιστεκόμαστε, ορθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε με νέο φύλλωμα.
Ωσότου φτάνει ένας άνεμος παράξενος
– κανείς δεν ξέρει πότε κι από πού ξεκινά –
μας ρίχνει κάτω μ’ όλες μας τις ρίζες στον αέρα.
Για λίγο, ακόμα, μες στη φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο – να πει μια τρίλια του
στη νύχτα που έρχεται – ένα πουλί.

Από τη συλλογή Το φράγμα της Σιωπής (1965) της Μελισσάνθης