Θανάσης Κ. Κωσταβάρας, Σου χρωστάω πάντα έναν Παράδεισο


Claude Monet, Terrasse à Sainte-Adresse (Garden at Sainte Adresse), 1867 [Metropolitan Museum of Art, New York]
Source: intermonet.com

Σου χρωστάω πάντα έναν Παράδεισο

Σου ’φτιαξα έναν κήπο
να στολίσει τις μέρες σου.
Να ’ρχονται τα πουλιά να χτίζουν τις φωλιές τους.
Να σε καλημερίζουν με δοξαστικά κελαηδίσματα.

Όμως εσένα δε σε γεμίζουν τα ρόδα του.
Δεν σε καλύπτουν οι φυλλωσιές του.
Εσύ έχεις στον νου τον Παράδεισο.

Εγώ σου πρόσφερα τη φωνή μου
για ν’ ακούς τα τραγούδια μου.
Κι εσύ ψάχνεις να ανακαλύψεις
τους μυστικούς ρυθμούς που ορίζουν τη σκέψη μου.
Να διαβάσεις τους άγραφους στίχους
που είναι κρυμμένοι στη σιωπή μου.

Μα εγώ σου την έχω εκχωρήσει τη σκέψη μου.
Σε σένα ανήκει η σιωπή μου.

Τι μένει λοιπόν άλλο να σου χαρίσω;
Σου πρόσφερα τη φωνή μου, σου ’δωσα όλη μου την προσήλωση
σου δίνω την ίδια τη ζωή μου ακόμα.
Μα εσύ ζητάς να τη γκρεμίσω αυτή τη ζωή
και να την ξαναχτίσω
απ’ την αρχή.

Κι έτσι ξεκινάω πάλι απ’ το τίποτα.
Σου φτιάχνω έναν καινούργιο κήπο.
Τον στολίζω με άλλα άγνωστα δέντρα.
Μα εσύ δεν αρκείσαι
σε ό,τι σου προσφέρει το πάθος μου.
Εσύ επιμένεις να ζητάς τον Παράδεισο.

Δεν ξέρεις
πως τον Παράδεισο έχω πάντα στον νου μου.
Πως του Παραδείσου κλέβω τα άνθη, ξεσηκώνω τα δέντρα
πως αντιγράφω με τους στίχους μου τα πουλιά
όταν σου φτιάχνω τον κήπο σου.

Από τη συλλογή Οι μεταμορφώσεις των κήπων (2003) του Θανάση Κ. Κωσταβάρα

Θανάσης Κ. Κωσταβάρας, Στη δυναστεία του φόβου

Στη δυναστεία του φόβου

Με τον φόβο πάντα πορεύθηκα
με τον φόβο συνεχίζω να διασχίζω τον κόσμο.
Μπαίνω στο αφύλαχτο όνειρο
στ’ άδυτα της Αγάπης βουλιάζω.

Και μόνο μέσα σε μια πυκνή δύσβατη λόχμη
κάτω από κάποιους φιλόξενους στίχους
σαν το κυνηγημένο αγρίμι κουρνιάζω.

Κι αν κάποτε ουρλιάζω, αν χτυπιέμαι, αν χάνομαι
δεν είναι γιατί ξεχνιέμαι και βγαίνω απ’ την κρύπτη μου.
Είναι γιατί κι εκεί με ξετρυπώνει ο λύκος.
Κι η φωνή μου χάνει τότε τα λόγια της
και σφαδάζει κάτω από τ’ άγρια δόντια του
τρομαγμένη η ψυχή μου.

Το ’πα κι άλλη φορά, το ξαναλέω και πάλι:
Σαν το αγρίμι∙
σαν το αγρίμι έζησα τη ζωή μου.

Από τη συλλογή Οι μεταμορφώσεις των κήπων (2003) του Θανάση Κ. Κωσταβάρα

Θανάσης Κ. Κωσταβάρας, Τα σκοτεινά παράθυρα της ιστορίας

Τα σκοτεινά παράθυρα της ιστορίας

Έρχεσαι συχνά, όχι μόνο στον ύπνο.
Σε βλέπω πίσω από κλειστά τζάμια
ν’ ανεμίζεις απελπισμένος τα χέρια σου.
Κανένας ήχος δεν φτάνει από μέσα.
Μόλο που τα χείλη δείχνουν πως φωνάζεις
πως προσπαθείς να ουρλιάξεις
να προειδοποιήσεις, να διαμαρτυρηθείς
να ξεσηκώσεις τα πλήθη.

Έξω ο κόσμος χαμένος, ξοδεμένος στις έγνοιες του.
Άλλοι για μια στιγμή απορημένοι
άλλοι μ’ ένα είδος οίκτου, οι πιο πολλοί αδιάφοροι.

Και μόνον εγώ μαντεύω τι πασχίζεις να μεταδώσεις.
Έτσι καθώς με κοιτάζεις επίμονα
άγριος φόβος με κυριεύει.
Κάνω πως δεν ξέρω τίποτα, πως δεν βλέπω.

Και σαν τον Πέτρο στην αυλή του Καϊάφα
είμαι έτοιμος να βεβαιώσω πως ουκ οίδα τον Άνθρωπο.

Από τη συλλογή Οι μεταμορφώσεις των κήπων (2003) του Θανάση Κ. Κωσταβάρα