Gala
Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχτα.
Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι
μ’ ένα παλμό το βράδυ το βαρύ
για να το ζήσουμ’ όλοι.
Τ’ αστέρια τρεμουλιάζουνε, καθώς
το μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσει.
Ο κόσμος των δεντρώνε ρέβει ορθός.
Κλαίει παρακάτου η βρύση.
Από τα σπίτια που είναι σαν βουβά,
κι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτου,
με φρίκη το φεγγάρι αποτραβά
τ’ ασημοδάχτυλά του.
Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό
κι εμείς θα το γλεντήσουμε ως το βράδυ,
όσοι έχουμε το μάτι μας ογρό
και μέσα μας τον Άδη.
Οι μπάκοι μάς προσμένουν. Κι όταν βγει
το πρώτο ρόδο στ’ ουρανού την άκρη,
όταν θα σκύψει απάνου μας η αυγή,
στο μαύρο μας το δάκρυ.
Θα καθρεφτίσει το απαλό της φως.
Γιομάτοι δέος, ορθοί θα σηκωθούμε,
τον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφός
κι όλοι σκυφτοί θ’ ακούμε.
Κι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρό
που σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοι,
τη λέξη τη λυπητερή θα βρω
που ακόμα δεν ειπώθη.
Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ’ έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για να το ζήσουμ’ όλοι.
Από τη συλλογή Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων (1919) του Κώστα Καρυωτάκη
Πηγή: Νεοέλληνες λυρικοί (επιμέλεια Γιώργου Θέμελη, εκδ. Αετός, 1954)