Στην αγκαλιά του καλοκαιριού
Δες με, σου άπλωσα το χέρι…
Μεθυσμένο ξωτικό γίνομαι σου γδέρνω απαλά
τον αυχένα και την πλάτη
για να έχεις σημάδια μαγεμένα!
Άγγιξέ με, να δεις πως έχω κορμί κέδρου
και δέρμα από απαλή αμμούδα.
Και όποτε νιώσω καταιγίδα βαθιά
τις ρίζες μου απλώνω και όποτε
οσμή από θύελλα μυρίσω στο πέλαγος
απλώνω τα φτερά μου.
Μετέωρος μες στου ουρανού
το στόμα, κρεμάμενος στου κόσμου τη βουή
έχω προσκέφαλο γαλάζια φύκια
και στα ποδάρια μου τα λόγια του βυθού.
Σε ό,τι αγαπώ είμαι κρυμμένος
στα χέρια του καλοκαιριού στάχυ, αγκάθι,
μπλε σταφύλι, άρωμα είμαι δειλινού!
Μόνο μη πεις πως δεν με είδες!
Μόνο μη κλάψεις αν χαθώ!
Άνοιξε αργά το παραθύρι σφοδρή η
ορμή μου να χυθεί για να φουσκώσουν οι κουρτίνες
στους τοίχους να ζωγραφιστεί
η λάμψη απ’ των ματιών τις κόρες
μες στο δωμάτιο να απλωθεί!
Δες με, σου άπλωσα το χέρι…
Ανέκδοτο και αδημοσίευτο ποίημα (2009) της Μαρίας Ζαβιανέλη-Διαμαντάκη