Μάνος Ελευθερίου: [Ο αδελφός του πρίγκιπα της Σκιάθου και της Σκοπέλου…]

Ο αδελφός του πρίγκιπα της Σκιάθου και της Σκοπέλου.
Οι αδελφές του οι Μεγάλες Δούκισσες
Ουρανία, Χαρίκλεια, Σοφία, Κυρατσούλα,
(μεταξωτά, δαντέλες και βελούδα και ταφτάδες)
ο άλλος που έφυγε μικρός, διάδοχος του θρόνου της ελιάς και πήρε αυτός τον τίτλο,
ο ίδιος Κύριος και Δεσπότης, πήρε το στέμμα και δέκα τίτλους
από τον πατέρα του, τον Δικαστή Ιερέα, γενιά κι αυτός
από το δεντρί του Ιούδα
–φαρμάκι μες στα φύλλα του γιαλού–
και την επικαρπία των κτημάτων τ’ ουρανού απ’ τη μητέρα του.

Γενιές γενεών οι πριγκίπισσες λύπες του κι από την κούνια του
προφήτες, όσιοι και μάρτυρες
και μοναχοί με το τρίχινο ράσο
και την καρδιά σα γυαλάκι της λάμπας
στο ταπεινό το γραφείο του ληξιάρχου εκεί
θα πρωτόγραψαν… Σήμερον, την 4ην του μηνός Μαρτίου, του έτους 1851,
ενώπιον εμού του Ληξιάρχου της πόλεως Σκιάθου
εμφανισθείς (ποιος εμφανίστηκε)
κι αργότερα, όσοι ψηλαφίζουν τα σκοτάδια και ζουν με το φως

Κι όσοι ψηφίζουν τη θάλασσα και ζουν στα βουνά
–αχ, πόσα, πόσα των άλλων, δικά μας, και μόνο γι’ αυτούς–
ως σμήνος απειράριθμον πτερωτών ψυχών οι άλλοι.
Καρτερείτε κι εμέ, να φωνάζει, καρτερείτε κι εμέ, να φωνάζω.
Κάπου, κάπου γίνεται μια δίκη για μας, ναι,
κάποιοι, ναι, κάπου δικάζουν, μακριά μάς δικάζουν ερήμην μας,
πληρωμένοι δικαστές, ψευδομάρτυρες, διάδρομοι, ναι, δικηγόροι,
και χρόνια χρόνια, ναι. Το κορμί του θα το βλέπει, πώς το βλέπει –
κι όλους που σκύβουν απ’ το ξανθό τους το άλογο και του δίνουν ελεημοσύνη.

Καθώς, λοιπόν, εσήμαινε ο όρθρος
κι ενώ στεκόταν μπρος στη βρύση να πλυθεί
και φανταζόταν μουσικές που είχε κλεισμένες
στα δίχτυα της ψυχής του
και τα νερά ιερουργούσαν ακόμη μες στον ύπνο του
εκεί για μας σταμάτησε η ζωή του
αλλά και για το σκοτεινό τρυγόνι
La diritta via era smarrita.

Δάντης: Η ευθεία οδός είχε χαθεί.

Από τη συλλογή Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου (2001) του Μάνου Ελευθερίου

Πληροφορίες για το βιβλίο (από το οπισθόφυλλό του):
Οι δύο πρώτες εκδόσεις της συλλογής Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου κυκλοφόρησαν στα 1975 και 1980 σε ελάχιστα αντίτυπα εκτός εμπορίου.
Σκοτεινό τρυγόνι αυτοαποκαλείται ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο ποίημά του Προς τη μητέρα μου (1874).
Η μικρή ταπεινή εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου βρισκόταν στις αρχές του 20ού αιώνα στην οδό Άρεως, στο Μοναστηράκι, κι εκεί πήγαινε ο Γέροντας κι έψαλλε στις ολονυχτίες.
Το ποίημα είναι ένας φόρος τιμής και συγχρόνως μια παραληρηματική αλλά κατανυκτική συνομιλία του Μάνου Ελευθερίου με τον συγγραφέα της Φόνισσας. Τοιχογραφία με ψηφίδες από γεγονότα, πρόσωπα και συμβάντα της ζωής του μεγάλου πεζογράφου μέσα από επιστολές και λογοτεχνικά κείμενά του.
Μια εσωτερική συνομιλία κι ένα διάλογος σαν νυχτερινός ψαλμός οδύνης, ταπείνωσης και συγχρόνως θαυμασμός και προσευχή προς τον Γέροντα, που το 2001 «έκλεισαν» 150 χρόνια από τη γέννηση και 90 από την κοίμησή του.

Μάνος Ελευθερίου: [Στα πορφυρά τα σεντόνια του ύπνου…]

Στα πορφυρά τα σεντόνια του ύπνου
εκεί διαβάζει μονάχα το όνομά του
κιθαρωδός της νυκτός και οινοπότης
Και καθώς του έλαχεν ο κλήρος των θυμάτων
–αυτός ο συρράπτης επιφυλλίδων–
ολονέν εχανόταν στα δαιμόνια του ρέματος
κι οι νεκροί ας αγρυπνούν κι ας πληθύνονται
στην κοίμηση των λουλουδιών.

Πώς να δει το αλλιώς και πώς να το σφραγίσει
και χωρίς το σκοινί πώς ν’ ανεβάσει απ’ τις στέρνες τ’ αηδόνια
και να νηστεύει πριν ζωγραφίσει το μαρτύριο των ανθρώπων

Φεύγουνε φεύγουνε οι ζωντανοί ολοένα
νεκροί που ντύνονται τα λόγια της θαλάσσης
τον κόσμο πια τον βλέπει μες στα χέρια του
το μαύρο φάντασμα που είδε στο κορμί του
το μαύρο φάντασμα που ήταν το κορμί του
(κι ολοένα πιο λίγοι κι ολοένα πιο μόνοι
εκεί που τελειώνει μια εγκατάλειψη
και περιμένεις τη συκοφαντία).

Τι παρελθόν και τι κορμί Πάντα το ίδιο κάνει.

Από τη συλλογή Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου (2001) του Μάνου Ελευθερίου

Πληροφορίες για το βιβλίο (από το οπισθόφυλλό του):
Οι δύο πρώτες εκδόσεις της συλλογής Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου κυκλοφόρησαν στα 1975 και 1980 σε ελάχιστα αντίτυπα εκτός εμπορίου.
Σκοτεινό τρυγόνι αυτοαποκαλείται ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο ποίημά του Προς τη μητέρα μου (1874).
Η μικρή ταπεινή εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου βρισκόταν στις αρχές του 20ού αιώνα στην οδό Άρεως, στο Μοναστηράκι, κι εκεί πήγαινε ο Γέροντας κι έψαλλε στις ολονυχτίες.
Το ποίημα είναι ένας φόρος τιμής και συγχρόνως μια παραληρηματική αλλά κατανυκτική συνομιλία του Μάνου Ελευθερίου με τον συγγραφέα της Φόνισσας. Τοιχογραφία με ψηφίδες από γεγονότα, πρόσωπα και συμβάντα της ζωής του μεγάλου πεζογράφου μέσα από επιστολές και λογοτεχνικά κείμενά του.
Μια εσωτερική συνομιλία κι ένα διάλογος σαν νυχτερινός ψαλμός οδύνης, ταπείνωσης και συγχρόνως θαυμασμός και προσευχή προς τον Γέροντα, που το 2001 «έκλεισαν» 150 χρόνια από τη γέννηση και 90 από την κοίμησή του.

Μάνος Ελευθερίου: [Περνάει ένας φονιάς…]

Περνάει ένας φονιάς και τον ρωτάει κατά πού πέφτει ο δρόμος. Αυτός του δείχνει τον δρόμο των αθώων.
— Εκεί εκεί θα πρέπει να σταθείς, του λέει, εκεί εκεί και θα τους δεις, εκεί θα τους γνωρίσεις. — Ποιους; τον ρωτάει ο φονιάς, — Γιατί αυτοί μονάχα, — Μα ποιους; ξαναρωτάει ο φονιάς, — Έχουν τα μάτια που κερδίζεται το φως. Κίνησε να φύγει ο φονιάς γελώντας και τον ευχαρίστησε. Τον φίλεψε μια φούχτα αλάτι και ψωμί, — Δεν έχω, λέει, άλλα, Κι είσαι μωρέ κι αλαφροΐσκιωτος. — Όλα τα έχεις, λέει αυτός. Καθώς έφευγε ξαναρωτάει ο φονιάς απ’ τ’ άλογό του. — Και δε μου λες, ποιος έκανε κουμάντο, κυρ-Αλέξαντρε, στη μοιρασιά του κόσμου, γιατί εγώ πήρα μονάχα έναν κλήρο απονιάς κι έτσι με ξέρει ο κόσμος. Λέει ο Αλέξανδρος. — Τον ουρανό τον βλέπεις και στη γη, αν βλέποντας το χώμα, μόνο εκείνον σκέπτεσαι. Λέει ο φονιάς. — Εγώ κοιτάζω ουρανό και τα ματάκια μου γεμίζουν αίμα. Κοιτάζω χώμα, πάλι αίμα. Το λοιπόν; Λέει ο Αλέξανδρος. — Το αίμα είναι ο ουρανός. Αν δεν τον βλέπεις, δε φταις εσύ. Κι είπε ο φονιάς. — Θέλω να δω. Λέει ο Αλέξανδρος. — Τα μάτια σου. Το αίμα δε σκορπίστηκε ακόμη. Κοίταξε πάλι, κοίταξε, κι όταν ξαναβρεθείς εδώ μου λες. Εδώ πάντα θα μ’ έβρεις. Λέει ο φονιάς. — Πάντα μαζί σου ήμουνα. Μόνο τώρα με βλέπεις; Κι έχει παράπονο κι αυτός κι έχει μια λύπη τώρα – σαν άνθρωπος που του τα πήραν όλα ξαφνικά. Λέει ο Αλέξανδρος. — Υπάρχουμε κι οι δυο κάτω από κείνο που πονάς και μέσα σε κείνο που ο ένας το κρατάει σφιχτά κι ο άλλος του κρατάει το χέρι μην το χάσει. — Δεν είναι αυτό το δύσκολο, του λέει ο φονιάς. Εγώ σου λέω άλλα. Πάντα μαζί σου και με στέρηση. — Κατάλαβα, του λέει ο Αλέξανδρος. Είμαι ο φονιάς μου. Γιατί εσύ κρατάς από το γένος λουλουδιών κι από φυλές που ευωδιάζουν τα γραπτά τους, γιατί κοιμούνται μέσα τους πουλιά. Εγώ φυλάω τη σκοπιά σε τούτο τον αιώνα, κι ο κλήρος μου είναι των θυμάτων. Κι είμαι αυτό κι αυτός που επιθυμείς κι εγώ το προσκυνώ, ο Κύριός μου κι ο Δεσπότης μου.

Το ρωμαίικο, αυτό ας όψεται.
Δεν έχει τέλος ο πόνος ο ελληνικός.

Από τη συλλογή Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου (2001) του Μάνου Ελευθερίου

Πληροφορίες για το βιβλίο (από το οπισθόφυλλό του):
Οι δύο πρώτες εκδόσεις της συλλογής Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου κυκλοφόρησαν στα 1975 και 1980 σε ελάχιστα αντίτυπα εκτός εμπορίου.
Σκοτεινό τρυγόνι αυτοαποκαλείται ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο ποίημά του Προς τη μητέρα μου (1874).
Η μικρή ταπεινή εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου βρισκόταν στις αρχές του 20ού αιώνα στην οδό Άρεως, στο Μοναστηράκι, κι εκεί πήγαινε ο Γέροντας κι έψαλλε στις ολονυχτίες.
Το ποίημα είναι ένας φόρος τιμής και συγχρόνως μια παραληρηματική αλλά κατανυκτική συνομιλία του Μάνου Ελευθερίου με τον συγγραφέα της Φόνισσας. Τοιχογραφία με ψηφίδες από γεγονότα, πρόσωπα και συμβάντα της ζωής του μεγάλου πεζογράφου μέσα από επιστολές και λογοτεχνικά κείμενά του.
Μια εσωτερική συνομιλία κι ένα διάλογος σαν νυχτερινός ψαλμός οδύνης, ταπείνωσης και συγχρόνως θαυμασμός και προσευχή προς τον Γέροντα, που το 2001 «έκλεισαν» 150 χρόνια από τη γέννηση και 90 από την κοίμησή του.

Μάνος Ελευθερίου: [Χαμογελούσε σαν τ’ αγάλματα…]

Χαμογελούσε σαν τ’ αγάλματα.
Κομμένα δάχτυλα σπασμένα χείλη σαν από σκόρο
φαγωμένα κι από λέπρα
και μέσα του ένα άλλο στερέωμα ήτανε χώρες
άγνωστες με γλώσσες έντρομες και μια γραφή
καθώς το ζώο το πληγωμένο που αγριεύει.

Στάθηκε λίγο να φωτογραφηθεί.
Vite, vite, ψιθυρίζει στον Νιρβάνα.
Vite, vite, ψιθυρίζει ανήσυχος
μα για ποιον και τι σημαίνει,
Nous excitons la curiosité du public,
ίσως για κείνα τα παιδιά τους γαβριάδες
που τον τριγύριζαν περίεργα να δουν την ανακάλυψη
πανόραμα ή τον Μανόλη Αναγνωστάκη που μου το ’λεγε
και τ’ άκουγε κι ο Σπύρος Βραχωρίτης τς… τς… τς…
Με τον Νιρβάνα πάλι και τον πολλά υποσχόμενο Αυγέρη, τότε–
στα μέρη της Αγίας της Ειρήνης, εκεί στο ταβερνάκι
θα πει στον νεαρό τον φίλο του απ’ την Αίγυπτο
καθώς θα σκύβει για να φάει
τι ωραίος που είναι ο τράχηλός σου
και θα το λέει με καμάρι πια ο Αυγέρης
καθώς που λένε κάποτε οι άνθρωποι όταν πίνουν
για ιστορίες του στρατού ή κατακτήσεις.

Όταν μιλούν γι’ αυτόν
μου ’ρχονται στο μυαλό μαραγκιασμένοι άνθρωποι
στεγνοί σα στέρνες και μισοί από παλιές
και κληρονομικές αρρώστιες, ανάπηροι απ’ τις φυλακές,
τον πόλεμο, τις εξορίες,
που έχουν τυλίξει το λιβάνι σε χαρτάκια
και το πουλούν στα πανηγύρια
κι έξω απ’ τα νεκροταφεία.

Από τη συλλογή Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου (2001) του Μάνου Ελευθερίου

Πληροφορίες για το βιβλίο (από το οπισθόφυλλό του):
Οι δύο πρώτες εκδόσεις της συλλογής Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου κυκλοφόρησαν στα 1975 και 1980 σε ελάχιστα αντίτυπα εκτός εμπορίου.
Σκοτεινό τρυγόνι αυτοαποκαλείται ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο ποίημά του Προς τη μητέρα μου (1874).
Η μικρή ταπεινή εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου βρισκόταν στις αρχές του 20ού αιώνα στην οδό Άρεως, στο Μοναστηράκι, κι εκεί πήγαινε ο Γέροντας κι έψαλλε στις ολονυχτίες.
Το ποίημα είναι ένας φόρος τιμής και συγχρόνως μια παραληρηματική αλλά κατανυκτική συνομιλία του Μάνου Ελευθερίου με τον συγγραφέα της Φόνισσας. Τοιχογραφία με ψηφίδες από γεγονότα, πρόσωπα και συμβάντα της ζωής του μεγάλου πεζογράφου μέσα από επιστολές και λογοτεχνικά κείμενά του.
Μια εσωτερική συνομιλία κι ένα διάλογος σαν νυχτερινός ψαλμός οδύνης, ταπείνωσης και συγχρόνως θαυμασμός και προσευχή προς τον Γέροντα, που το 2001 «έκλεισαν» 150 χρόνια από τη γέννηση και 90 από την κοίμησή του.

Μάνος Ελευθερίου: [Τον είδα να τρέχει δίπλα μου…]

Τον είδα να τρέχει δίπλα μου πλάι στο συρματόπλεγμα, Κρατούσε λάμπα και το στόμα του ανοιχτό, Σαν τη νύχτα το στόμα του και μια νύχτα, Και τα νύχια του σαν το θειάφι, Ποιον γύρευε; Ποιος τον ζητούσε; Από καιρό κι από χρόνια μας το ’λεγε πως Κάποιος, Κάποιος θά ’ρθει να τον ζητήσει, Τον ζήτησε ή πέρασε και τον ζητούσε, Μάλλον θα τον ζητήσει καταλάβαμε, Γιατί τα ρούχα του τα καλά και τα μαύρα τα φύλαγε στο μπαούλο διπλωμένα προσεκτικά, Και στις ηλιόλουστες μέρες τα ’βγαζε και τα κοίταζε και τα ξεσκόνιζε–

Η Σοφία δεν μπορεί πια ν’ ασχολείται με δουλειές του σπιτιού, η Χαρίκλεια το ίδιο, η Ουρανία και ο Γεώργης έχουν φύγει, ο πατέρας και η μάνα έχουν φύγει, Κάθεται, που λες, η Σοφία στο περβάζι και κοιτάζει περαστικούς, Ποιος, ποιος να περάσει τέτοια ώρα, Κανείς κανείς δεν περνά, Περισσότερο λογαριάζει πως θα περάσει, Τον σκέπτεται και τον μεταμορφώνει όπως εκείνη θέλει, Καμιά φορά τα βράδια συζητά με φίλες της τα νέα, Τα παλιά εκείνα, ξέρεις, που παίρνουν ξαφνικά μιαν άλλη διάσταση και την τάξη που εμείς τους δίνουμε, Και δεν είναι πια τα δικά μας προβλήματα και μήτε των άλλων και δεν είναι κανενός. Τελικά, μονάχα η Κυρατσούλα, εκείνη αντέχει και είναι εύθραυστη και λευκή και φέγγει σαν ωραίος βασανισμένος όρθιος στίχος. Αυτή ποτίζει το παρτέρι με τον μαϊντανό, τον άνηθο και τα κουκιά, Κι αυτή πάλι πηγαίνει στα χωράφια και μαζεύει τις ελιές.

Έτρεχε κι έτρεχε πλάι στο συρματόπλεγμα και το στόμα του ανοιχτό και σαν τη νύχτα, Μια νύχτα το στόμα του, Και κάτι άλλο, Κάτι σαν λάβαρο σαν εξαπτέρυγο τον κυνηγούσε ή το κρατούσε και δε φαινότανε στην απόσταση, Τα δόντια του κίτρινα κι ένα χρυσό, στο βάθος, γυάλιζε μέχρι τον Κάτω Κόσμο, Αλλά εκείνος που περίμενε δεν ήρθε και μήτε ως μαύρο φάντασμα– Κι ίσως εμείς μονάχα δεν τον είδαμε, αν και να ’ρχόταν πώς θα τον βλέπαμε, Και πώς θα γνωρίζαμε το κορμί του χωρίς τα σημάδια του Αθώου που παιδεύτηκε;

Ήρθε, επέμενε, ήρθε και θά ’ρθει και θα ξανάρθει, αλλά του ’λειπε το φως, το κάτι, Να κρατάει λάμπα κερί λάβαρο ή εξαπτέρυγο, Κι εκείνος πήγαινε προς τα εκεί να του δώσει βοήθεια –ποια βοήθεια– και να κρατάει σκοπιά και να δίνει σινιάλο με τη βαρκούλα που θα ’ρχότανε. Στο τέλος τα μπέρδευε, μας μπέρδευε, κι ο ίδιος μπερδευόταν πιο πολύ, εγώ είμαι μονάχα για να γράφω, λέει κάποτε, Αλλά τον άλλον, τον βρήκανε κάποιοι άλλοι, όπως γίνεται πάντα με τους άλλους για τα δικά μας, Στον δρόμο στεκότανε, σ’ ένα γεφύρι και συζητούσε με τα πουλιά, τώρα ποια πουλιά και ποια γεφύρια μην τα ρωτάς, αναπαύσου μονάχα, κοιμήσου, Το σώμα του έλαμπε, λέει, μαλαματένιο, Πορφύρες και μουσικές ήτανε τα μαλλιά του, τα άλλα προφάσεις για ν’ ακούγονται θαύματα για κείνη την Παναγία στον λόφο, Και για να γράφουν οι κλεπταποδόχοι. Μασούσε μας λένε ευκάλυπτο και σα να παραμιλούσε, ντυμένος τον Άδη με την παντιέρα για τον βυθό που βούλιαζε αυτός κι εκείνος, η ζωγραφιά– ο ετοιμόρροπος αιώνας.

Από τη συλλογή Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου (2001) του Μάνου Ελευθερίου

Πληροφορίες για το βιβλίο (από το οπισθόφυλλό του):
Οι δύο πρώτες εκδόσεις της συλλογής Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου κυκλοφόρησαν στα 1975 και 1980 σε ελάχιστα αντίτυπα εκτός εμπορίου.
Σκοτεινό τρυγόνι αυτοαποκαλείται ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο ποίημά του Προς τη μητέρα μου (1874).
Η μικρή ταπεινή εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου βρισκόταν στις αρχές του 20ού αιώνα στην οδό Άρεως, στο Μοναστηράκι, κι εκεί πήγαινε ο Γέροντας κι έψαλλε στις ολονυχτίες.
Το ποίημα είναι ένας φόρος τιμής και συγχρόνως μια παραληρηματική αλλά κατανυκτική συνομιλία του Μάνου Ελευθερίου με τον συγγραφέα της Φόνισσας. Τοιχογραφία με ψηφίδες από γεγονότα, πρόσωπα και συμβάντα της ζωής του μεγάλου πεζογράφου μέσα από επιστολές και λογοτεχνικά κείμενά του.
Μια εσωτερική συνομιλία κι ένα διάλογος σαν νυχτερινός ψαλμός οδύνης, ταπείνωσης και συγχρόνως θαυμασμός και προσευχή προς τον Γέροντα, που το 2001 «έκλεισαν» 150 χρόνια από τη γέννηση και 90 από την κοίμησή του.

Μάνος Ελευθερίου: [Μ’ ένα κλαδάκι ουρανού…]

Μ’ ένα κλαδάκι ουρανού ανάμεσα στα δόντια του (δώρο της νύφης της Φραγκογιαννούς, μόνο και μόνο γιατί πέρασε απ’ την πόρτα της), Και το κεφάλι σκυμμένο, Σα να ’ταν πάνω σε άλογο, Και να ’χε πάρει, λέει, τους δρόμους, Καθώς που βγαίνουν κάποτε στις πόρτες κι η ζητιανιά χαράζει τον αρμυρό σταυρό στα χέρια τ’ απλωμένα, Του λοιμικού καιρού τους δρόμους, Εκεί που οι άνθρωποι δε χωρατεύουν με στιχάκια παρά μονάχα θέλουν θαύματα– και θαύματα χειροπιαστά.

Τι να τα κάνουν τα βιβλία και το λόγια; Και τα μηνύματα του έξω κόσμου, ο Παλαμάς τα διαβάζει όρθιος στα βιβλιοπωλεία.

Τι να σου δώσει ο «Πυγμαλίων» κι ο «Αλφρέδος»
δεκαεννιά χρονώ και μόνος μες στον Πειραιά
–με τ’ άδικο και τον μπαλτά της επαρχίας το παιδί–
τα έκπληκτα μάτια του ανακαλύπτουν το κορμί του
τώρα που η κάμαρα είναι δική του
τώρα που η σάρκα του είναι δική του
κι ας μην το γράφει πουθενά, κι ας μην το λέει,
το μαστιγώνει, το σκοτώνει το κορμί του∙
βρίσκει μονάχα να μας πει πως εντός του ατμοπλοίου
δεν ημπόρεσε να γλιτώσει τον ναύλον
(πρώτη κατάθεση στο Δικαστήριο του Πατέρα του)
και άνω κάτω τρέχει, λέει,
ως να επρόκειτο να καταμετρήσει τους δρόμους
της μεγάλης Αθήνας και να χορτάσει κονιορτόν, Και
φυσικά, κι αυτό γραμμένο εν άκρᾳ βίᾳ.
Και πόνος ανεκλάλητος, τριάντα χρόνια ύστερα, θα γράψει,
το παρελθόν του θα το βλέπει με τα ίδια του τα μάτια.
Το είδε ως μαύρο φάντασμα.

Τι παρελθόν και τι κορμί – το ίδιο κάνει.

Μ’ ένα κλαδάκι ουρανού, το λοιπόν, και σα να περνούσε τον σκοτεινό καιρό ψηλαφώντας, Και Κάποιος Κάποιος τον πλησίασε, καθώς τα ιστορούνε κλαίγοντας καμιά φορά οι γριές πώς τις πλησίασε η Παναγία, Και τα μπαλωμένα τα ρούχα του λάμπανε στο στερέωμα, Και σαν Άγγελος ήτανε μες στα οράματά του και ήτανε, λέει, ζητιάνος, Κι ο άλλος σκύβει να του χαϊδέψει το κεφάλι,

αλλά ο καιρός είναι λίγος και στενός και λειψός

κι η Ουρανία χαμένη, ξεχασμένη, σκορπισμένη, ψίχουλο μουσικής και νύχτα νύχτα, μαζί κι ο αδελφός του ο Γεώργης, και σαν το ζέον που εκοκκίνησε την γην, Κι ο καβαλάρης κατεβαίνει από τ’ άλογο, Και του δένει τις πληγές, Και του προσφέρει κρασί, Και τον ξαπλώνει στην αμμουδιά, Και τον ρωτάει τα νέα του κόσμου, Κι εκείνος πάλι παίρνει το κερί, Και πάλι τρέχει στις ερημιές, Κι ας τον ζητάει ο άλλος κι ας τον φωνάζει ο άλλος, Στις ερημιές, θυμάται, του Άδη που κατοίκησε, Και ξέρει πως ένας άλλος κιόλας, παρόμοια κάπου αλλού θα σκύβει από τ’ άλογό του,
Αφού μόνο οι άλλοι πάντα και πάντα έτσι κάνουν.
Κι έτσι ακούγονται οι Ώρες της καρδιάς του.

Από τη συλλογή Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου (2001) του Μάνου Ελευθερίου

Πληροφορίες για το βιβλίο (από το οπισθόφυλλό του):
Οι δύο πρώτες εκδόσεις της συλλογής Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου κυκλοφόρησαν στα 1975 και 1980 σε ελάχιστα αντίτυπα εκτός εμπορίου.
Σκοτεινό τρυγόνι αυτοαποκαλείται ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο ποίημά του Προς τη μητέρα μου (1874).
Η μικρή ταπεινή εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου βρισκόταν στις αρχές του 20ού αιώνα στην οδό Άρεως, στο Μοναστηράκι, κι εκεί πήγαινε ο Γέροντας κι έψαλλε στις ολονυχτίες.
Το ποίημα είναι ένας φόρος τιμής και συγχρόνως μια παραληρηματική αλλά κατανυκτική συνομιλία του Μάνου Ελευθερίου με τον συγγραφέα της Φόνισσας. Τοιχογραφία με ψηφίδες από γεγονότα, πρόσωπα και συμβάντα της ζωής του μεγάλου πεζογράφου μέσα από επιστολές και λογοτεχνικά κείμενά του.
Μια εσωτερική συνομιλία κι ένα διάλογος σαν νυχτερινός ψαλμός οδύνης, ταπείνωσης και συγχρόνως θαυμασμός και προσευχή προς τον Γέροντα, που το 2001 «έκλεισαν» 150 χρόνια από τη γέννηση και 90 από την κοίμησή του.

Μάνος Ελευθερίου: [Χαμογελούσε σαν τ’ αγάλματα…]

Χαμογελούσε σαν τ’ αγάλματα που είναι ακόμη στα υπόγεια των μουσείων∙
κομμένα δάχτυλα σπασμένα χείλη

(τι ν’ άγγιξαν τι φίλησαν ποιος τα προσκύνησε
κι εσύ ονειρεύεσαι πως άνοιξα την πόρτα,
ποια πόρτα ποιο παράθυρο Το σπίτι αυτό, τα χρόνια
αυτά, τα λόγια εκείνα
μήτε παράθυρο και μήτε πόρτα
με πόλεμο και μ’ άλλο πόλεμο, ποιο πόλεμο ποια εποχή
άφησα τις αρβύλες μου στο πεζούλι και προχώρησα
το σπίτι άδειο, –Ποιο σπίτι και ποιος κήπος, τι μου λες
Αυτά τα όνειρα δεν έχουν γιατρικά
κι αυτές οι λέξεις που έχεις γράψει στα πατώματα
φαρμακερές σαΐτες σημαδεύουν την καρδιά του καιρού)

έλεγα, λοιπόν, για τ’ αγάλματα∙ κομμένα δάχτυλα
σπασμένα χείλη
μπαίνω στο σώμα τους τη νύχτα κι από κει κατασκοπεύω τον αιώνα μου
τα βλέπεις κάποτε μ’ ένα φεγγάρι τούρκικο
στεφανωμένα με τις δάφνες και τις προσφορές
λείψανα παλαιών αγνώστων ναυαγίων
«ευχαριστώ», κομμένα πόδια και καράβια
τα βλέπεις να περνούν σ’ έναν αράπικο ουρανό
φόρεσε κάτι, ένα μάλλινο στους ώμους
τρυπάει τ’ αγιάζι σαν κι αυτό που θες να πεις
πες το λοιπόν να σώσω την ψυχή μου.

Να σώσω αυτό το δέρμα που με φυλακίζει.
Αυτό το δέρμα και το αίμα και τα κόκαλα.
Το τζακισμένο σώμα μου που μ’ έχει φυλακίσει τρεις αιώνες.

Από τη συλλογή Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου (2001) του Μάνου Ελευθερίου

Πληροφορίες για το βιβλίο (από το οπισθόφυλλό του):
Οι δύο πρώτες εκδόσεις της συλλογής Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου κυκλοφόρησαν στα 1975 και 1980 σε ελάχιστα αντίτυπα εκτός εμπορίου.
Σκοτεινό τρυγόνι αυτοαποκαλείται ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο ποίημά του Προς τη μητέρα μου (1874).
Η μικρή ταπεινή εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου βρισκόταν στις αρχές του 20ού αιώνα στην οδό Άρεως, στο Μοναστηράκι, κι εκεί πήγαινε ο Γέροντας κι έψαλλε στις ολονυχτίες.
Το ποίημα είναι ένας φόρος τιμής και συγχρόνως μια παραληρηματική αλλά κατανυκτική συνομιλία του Μάνου Ελευθερίου με τον συγγραφέα της Φόνισσας. Τοιχογραφία με ψηφίδες από γεγονότα, πρόσωπα και συμβάντα της ζωής του μεγάλου πεζογράφου μέσα από επιστολές και λογοτεχνικά κείμενά του.
Μια εσωτερική συνομιλία κι ένα διάλογος σαν νυχτερινός ψαλμός οδύνης, ταπείνωσης και συγχρόνως θαυμασμός και προσευχή προς τον Γέροντα, που το 2001 «έκλεισαν» 150 χρόνια από τη γέννηση και 90 από την κοίμησή του.

Μάνος Ελευθερίου: [Καθόταν η Φραγκογιαννού…]

Καθόταν η Φραγκογιαννού στο πεζουλάκι της αυλής
και μπάλωνε τα ρούχα της φαμίλιας της
κι απ’ τη κληματαριά της
χοντρές σταγόνες το σκοτάδι σα χαλάζι
έριχνε ο ήλιος του μεσημεριού στην ποδιά της

αλλά εκείνος περιδιάβαζε στις άλλες αμμουδιές
κι έτρεχε κι έτρεχε
λες να προλάβει τον εαυτό του
εκεί που η ψυχή του ανθρώπου αγκυλώνει το άδικο

καθώς όταν σηκώνεται το χέρι του φονιά
και το μαχαίρι γράφει απ’ την αρχή τον κόσμο.

Από τη συλλογή Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου (2001) του Μάνου Ελευθερίου

Πληροφορίες για το βιβλίο (από το οπισθόφυλλό του):
Οι δύο πρώτες εκδόσεις της συλλογής Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου κυκλοφόρησαν στα 1975 και 1980 σε ελάχιστα αντίτυπα εκτός εμπορίου.
Σκοτεινό τρυγόνι αυτοαποκαλείται ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο ποίημά του Προς τη μητέρα μου (1874).
Η μικρή ταπεινή εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου βρισκόταν στις αρχές του 20ού αιώνα στην οδό Άρεως, στο Μοναστηράκι, κι εκεί πήγαινε ο Γέροντας κι έψαλλε στις ολονυχτίες.
Το ποίημα είναι ένας φόρος τιμής και συγχρόνως μια παραληρηματική αλλά κατανυκτική συνομιλία του Μάνου Ελευθερίου με τον συγγραφέα της Φόνισσας. Τοιχογραφία με ψηφίδες από γεγονότα, πρόσωπα και συμβάντα της ζωής του μεγάλου πεζογράφου μέσα από επιστολές και λογοτεχνικά κείμενά του.
Μια εσωτερική συνομιλία κι ένα διάλογος σαν νυχτερινός ψαλμός οδύνης, ταπείνωσης και συγχρόνως θαυμασμός και προσευχή προς τον Γέροντα, που το 2001 «έκλεισαν» 150 χρόνια από τη γέννηση και 90 από την κοίμησή του.

Μάνος Ελευθερίου: [Στις ερημιές του Άδη που κατοίκησε…]

Στις ερημιές του Άδη που κατοίκησε, μονάχα τρωκτικά τα χρόνια ετοίμαζαν μελανοχίτωνες
θρόνους να πέφτουν και λαούς να ντύνονται τη στάχτη
κι αράχνες άγνωστες και πουλιά σιδερένια
να κακουργούν τον ουρανό.
Το γένος των φονιάδων πια πληθύνεται.
Σε μυστικά εργοστάσια με το κρυφό τους χέρι
εκεί ετοιμάζουνε θανάτους και θανάτους
κι εκεί το θολωμένο μάτι τους
σφραγίζει τον ξανθό καιρό.

Άγγελοι Άγγελοι κολυμπούν μες στα πηγάδια που ονειρεύεται
αυτός μια βρυσούλα μονάχα έχει στα μάτια του
και την καρδιά του μαύρο και λιωμένο κουβάρι.

Όμως τι άλλο να του κάνει η Θεοτόκος.
Με φώτα χρυσά του στολίζει το μαξιλάρι
εκείνη του ράβει τα κουμπιά του σακακιού
μπαλώνει τα τριμμένα ρούχα, τα μεταποιεί,
εκείνη ανοίγει την πορτούλα
τάγματα και συντάγματα και στρατιές
στο καμαράκι όπου δεν έχει να πληρώσει ενοίκιο.

Φεύγουνε φεύγουνε οι νεκροί ολοένα
κι άλλοι που ζήσανε τον κόσμο σα νεκροί
Νέα Ζωή, Εστία, Παναθήναια, Μη Χάνεσαι,
δρόμοι της Μυτιλήνης, της Σμύρνης, της Κωνσταντινούπολης,
ονόματα σα χρώματα που σβήνουν στο νερό
κι ο Αλεξανδρινός που τον υπερασπίζεται η κορυφή των κορυφών τον ονομάζει.
Τώρα, δυο τρεις κορδέλες, το τυρί, ελιές, λακέρδα,
κι άλλοτε στο χαρτί λίγος χαλβάς ή ταραμάς
και ο γενναίος φίλος του κυρ-Στέφανος ο αμαξάς
μαζί κι αυτός δεμένος στο άρμα (είχε άρμα;)
του προφήτη Ελισσαίου.

Τι να καταλάβει απ’ αυτά ο δόλιος Κάπα Σκόκος
όταν του γράφει… αν έχητε κανέν εύμορφον
νησιωτικόν διηγηματάκι… και ευθύς άμα τη λήψει
θα σας εμβάσω… το εκ δραχμών 25 ισότιμον…
Πάλι καλά που τον ασπάζεται μετά φιλίας και τιμής
ο Κάπα Σκόκος.

Αλλά ο καιρός είναι στενός με μια χαραματιά μονάχα
ίσα ίσα για να μπαίνουν στο σκοτεινό κατώι
δυο τρεις κλωστές του ήλιου
ίσα ίσα για να βλέπει τα καρφιά
και να καρφώνει τα φέρετρα των φίλων του.

Από τη συλλογή Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου (2001) του Μάνου Ελευθερίου

Πληροφορίες για το βιβλίο (από το οπισθόφυλλό του):
Οι δύο πρώτες εκδόσεις της συλλογής Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου κυκλοφόρησαν στα 1975 και 1980 σε ελάχιστα αντίτυπα εκτός εμπορίου.
Σκοτεινό τρυγόνι αυτοαποκαλείται ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο ποίημά του Προς τη μητέρα μου (1874).
Η μικρή ταπεινή εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου βρισκόταν στις αρχές του 20ού αιώνα στην οδό Άρεως, στο Μοναστηράκι, κι εκεί πήγαινε ο Γέροντας κι έψαλλε στις ολονυχτίες.
Το ποίημα είναι ένας φόρος τιμής και συγχρόνως μια παραληρηματική αλλά κατανυκτική συνομιλία του Μάνου Ελευθερίου με τον συγγραφέα της Φόνισσας. Τοιχογραφία με ψηφίδες από γεγονότα, πρόσωπα και συμβάντα της ζωής του μεγάλου πεζογράφου μέσα από επιστολές και λογοτεχνικά κείμενά του.
Μια εσωτερική συνομιλία κι ένα διάλογος σαν νυχτερινός ψαλμός οδύνης, ταπείνωσης και συγχρόνως θαυμασμός και προσευχή προς τον Γέροντα, που το 2001 «έκλεισαν» 150 χρόνια από τη γέννηση και 90 από την κοίμησή του.

Μάνος Ελευθερίου: [Καθώς εσήμαινε ο όρθρος…]

Καθώς εσήμαινε ο όρθρος, Και τα νερά ιερουργούσαν ακόμη μες στον ύπνο του, Εκείνος φανταζόταν μουσικές που είχε κρυμμένες στα δίχτυα της της ψυχής του.

Φεύγανε οι νεκροί ολοένα Και η μοναξιά
του χάραζε τον αρμυρό σταυρό στα χέρια κι έγραφε κι έγραφε
τον Ποιητή και τον Δεσπότη του κατονομάζοντας
που με τον τρόπο του Εκείνος, λέει, τον ελεούσε,
όμως εξαργυρώνοντας φυλή και γένος
για ένα ζευγάρι κάλτζαις και μια φανέλα
σε κίβδηλους και μισερούς εμπόρους και στιχοποιούς.

Τώρα πώς να επαναλάβει στις ορφανές τις αδελφές του
από ντροπή και αγωνία δεν σας έγραψα
–γιατί κοντεύει πια πενήντα πέντε–
και ο μεγάλος καημός είναι που δεν παίρνω λεπτά
κουράγιο, έως να δώσῃ ο Θεός να οικονομήσω λεπτά

και ταπεινά, τελειώνοντας να γράφει και να γράφει
όσο ζουν –
το Σεβαστέ μοι πάτερ, σας προσκυνώ εν βίᾳ
ή Σας ασπάζομαι, φιλών την χείρα υμών
και της μητρός μου.

Θα του απαντήσει στην αρχή ο αγαθός λευίτης
να μάθει πως οι συμβουλές του δεν είναι τα δεσμά
που έτσι αστόχαστα δικάζει και του καταμαρτυρεί
και πως αυτός δεν είναι χωροφύλακας, όσο κι αν ο καημός
κι η στέρηση τον κάνουν να ελεεινολογεί την κόρη του
την Ουρανία και τους γιους της, που ενώ θα ’πρεπε
να ήταν στύλοι του πατρικού του οίκου και να συνδράμουν κατά δύναμιν,
εκείνοι αγνοούν και περιστάσεις
και συγγένειες (και αυτή τη σαϊτιά θα την περάσει
στην καρδιά του ο δικαστής πατέρας του φαρμακωμένη∙
μέχρι τον άλλο κόσμο θα τον κυνηγά ο Δικαστής Ιερέας)
του γράφει το λοιπόν:

«… εγκλείω επιστολήν προς τον αρχιεπίσκοπον
ης αντίγραφον όπισθεν ανάγνωσον και εάν αρεστόν,
εγχείρισον. Λάβε το νόημα και μεταχειρίσου
τον κολακευτικότερον τρόπον… και παρακάλεσον
διά την ενέργειαν κ.λπ. άλλως, παράδος την εσφραγισμένην…»

Και αναμένει απάντηση
και ασπάζεται
και μένει – ο πατήρ.

Πολύν καιρό μετά, χρόνια μετά, στις αγρυπνίες
του προφήτη Ελισσαίου
κάτι θα είχε η ψυχή του εννοήσει
από την τάξη και τη ζυγαριά του κόσμου
γιατί αλλιώς δεν εξηγείται
πώς απ’ τα ψίχουλα που του κληρώσανε στη μοιρασιά του
τα μισά να τα σκορπάει στα πουλιά
και τ’ άλλα στους Αγγέλους της ολονυχτίας.

Φεύγανε φεύγανε οι ζωντανοί ολοένα
δούλοι της δόξας ποιητές κι ανάξια στεφανωμένοι
κι άλλοι πολλοί στη δύση του αιώνα
τον βλέπανε να τρέχει στα μυστικά συμπόσια
ενώ εμείς δεν είδαμε, δεν ξέρουμε.
Μονάχα στα γραπτά μας τα είδαμε.
Μονάχα εκεί τα μάθαμε.

Κορίτσια όνειρα γυμνά σκορπούν στον ύπνο του μαργαριτάρια
και στους αφρούς της κλίνης του τρέχουν και κολυμπούν.
Τι εννοεί όταν μιλά για ινδάλματα και νύμφες
γι’ αυτές που μόλις πέρασαν τα δεκατρία χρόνια τους
κορίτσια ξανθοπλόκαμα με τον μελίχρυσο λαιμό
με τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας –
κνήμες, ισχία, στέρνα και κόλποι γλαφυροί
μέθη μιας νιότης νοητής παραχθείσα διά μικράς
δόσεως ρευστού.

Τι εννοεί και μας το κρύβει για τον νεκρό εξάδελφό του
τον ομόψυχο και ομόσκηνο
πόσα εννοεί όταν στενάζει για αναμνήσεις παιδικές,
τα ίχνη τα υγρά, τα μαλακά πτίλα, ο χνους
ὅν εκρίπτει ο άνεμος
και για τον άλλο, πιο παλιά, σα γράφει απαρηγόρητος
και πού η θεσπεσία εκείνη έκφρασις της μορφής
και η όψις η νοήμων
και το όμμα το γλυκύτατον; Και πού το αμβρόσιον
νεύμα των οφρύων και το νεκτάριον των χειλέων
μειδίαμα; Και η δρόσος και το άρωμα και ο ανθός –
γιατί ξεχνούν ή κάνουν πως δε βλέπουν οι πορνοβοσκοί
πως έρχονται οι λέξεις έπειτα αγνότης και αθωότης
καθώς κυνηγημένοι σε χρόνια τεθωρακισμένα και φασιστικά
τι εννοεί για τους νεκρούς του – επιμένουν κι άλλα
ονόματα κι οράματα που πέρασε κρυφά κι από την πίσω πόρτα
στα γραπτά του που μύριζαν λιβάνι
δι’ αυτούς και τα πουλιά δέησιν μυνύρονται
προσευχήν αναστενάζουν
πάλι στον ίδιο τον νεκρό εξάδελφο.

Έτσι και κάπως έτσι η φαιδρά εκείνη εποχή του αιώνος φαντάζομαι θα στέναζε
κι εξήντα χρόνια αργότερα, θα το ’λεγε χωρίς ντροπή
χωρίς ντροπή (πρόστυχη ράτσα κι άπονη) ο Βάρναλης –
μες στα κρασοπουλειά κι αυτός χαϊδεύοντας τα πισινά
καμιάς μικρής κοκόνας
πως ναι μεν άγιος, αλλά με τ’ αγοράκια ντε.
Στο περιοδικό Εστία του 1892 με ύλην εκλεκτήν
και ποικιλωτάτην και καλλιτεχνικάς εικόνας
εν Γερμανίᾳ εκτελουμένας
εκεί, θυμάμαι, πρωτοδιάβασα το πρώτο μερακλίδικο
στιχάκι που αναφέρει:
«σαν κλήμα με κλαδεύουνε και κλαδεμούς δεν έχω».

Στην καμαρούλα γράφει απ’ το ξημέρωμα.
Και χρόνια μετά, μας λέει, το όλον 1.350 σελίδες,
κάποια μετάφραση του Φίνλεϊ, μόλις την τέλειωσε
(πού πήγαν, πού χαθήκανε αυγές οι άγιες ψηφίδες)
και πάλι εκλιπαρεί τον Βλαχογιάννη
και πάλι εκλιπαρεί για χρήματα, σχεδόν γονατιστός
γράφει στον Βλαχογιάννη, Κι έχει ντροπή ο άμωμος
κι η ντροπή του είναι που δεν έχει τρόπο να ξεναγήσει
τον Καρκαβίτσα στο νησί με εκδρομές και τέτοια
και ευτυχώς ο Καρκαβίτσας
–μύρο το κύμα που τον τύλιξε–
ήτανε κουρασμένος από το μεγάλο
το υπηρεσιακό ταξίδι.

Κι άλλοτε προσπαθεί να κάνει, λέει, νόμο-τρόπο,
(Θε μου, τι λέξη, τι καημός, και δεν γκρεμίζεσαι)
να στείλει επί συστάσει τους δύο τόμους του Γόρδωνος
κι αυτός που σκέπασε με τα χρυσά φτερά του
τον ουρανό του αιώνα μου
δεν ξεύρει πώς να συσκευάσει τα χαρτιά.
Δεν ξεύρει πώς να τους ταχυδρομήσει.

Φεύγουνε φεύγουνε κι οι ζωντανοί ολοένα
νεκροί που ντύνονται τα χρόνια των ανέμων
κι ο αδελφός του πια εντύθηκε τα δίχτυα
ίδια μ’ εκείνα που μαζεύουν οι τρελοί τη νύχτα τ’ άστρα
και κάποιος φίλος του Γεώργιος Χριστοφίλης
ευπαίδευτος και ευλαβής ανήρ
φόρεσε κι εκείνος το Αγγελικό Σχήμα.

Υποστηρίξατέ τον, γράφει στον πατέρα του
19 8βρίου του 1889
και ξανά η θλιβερή επωδός σα μαγγανεία
σα να διαβάζεις συνταγές για ξόρκια σε παλιές φυλλάδες:
ασπάζομαι την δεξιάν σας και της μητρός.

Παίρνει τα λόγια του, λοιπόν, και κάθε λέξη τη στολίζει
με τ’ άνθη του επιτάφιου
κάθε ψηφίο με ακριβή πορφύρα και με μάλαμα
τους στίχους του με κίτρα της θαλάσσης.
Ρίζα χρυσοπλοκώτατη είναι η ψυχή του τώρα.

Ο κλήρος τους δεν ήτανε για δεξιώσεις προς τιμήν του
της πριγκίπισσας Μαρίας
μήτε για το παράσημο του Σταυρού του Σωτήρος
παραμονή που θα ’φευγε για τα παλάτια των ουρανών
ο κλήρος του δεν ήτανε για χοροεσπερίδες
τραπέζωμα στο σπίτι του Συγγρού,
τσάι στου Νεγρεπόντη και στου Στρέιτ
ή σε τοκογλύφους, τζογαδόρους της πατρίδας –
στα εξοχικά τα μέγαρα εκείνα με τ’ αγάλματα
αυτός δεν κρούει τας θύρας των μεγάλων
–ποιων μεγάλων–
αυτός, ο βασιλεύς, που η κτίσις όλη του ανήκει
δεν έχει τίποτε να ορίσει
ούτε έχει σπίτι στα Κοτρώνια, αμπέλι στην Αμμουδιά
ελαιώνα στο Λεχούνι, χωράφι στον Στροφλιά
τάλιρα, κολονάτα, ρηγίνες, δισχίλια, χίλια, πεντακόσια
αδιάφορο –
κι όλο ζητάει τον κόπο του
κι όλο ζητάει να εξοφλήσει
πάλι και πάλι εκλιπαρεί τον Βλαχογιάννη,
σχεδόν γονατιστός γράφει στον Βλαχογιάννη
Φίλτατε Γιάννη… Αγαπητέ Ιωάννη…

Φεύγουνε φεύγουνε κι οι ζωντανοί ολένα
φεύγει ο πατέρας του κι η μάνα του
κι όλο παρηγορεί τις αδελφές του ο κύκνος
ότι θα δουν καλύτερες ημέρες όταν θα εκδοθούν τα έργα του
(αχ, γερο-Μαρασλή, μόνο υποσχέσεις είσαι από την Οδησσό)
και πριν σωπάσει, ψάλλει από τις Ώρες
της παραμονής των Φώτων
«την χείρα σου την αψαμένην».

Χαρίκλεια, Σοφούλα, Κυρατσούλα
τρέξετε, φύγετε, πηγαίνετε, φωνάξτε τον παπά.

Αυτός το σκοτεινό τρυγόνι
που είχε χρεωθεί ετούτο τον αγαρηνό αιώνα
ήταν για κάποια νοσοκόμο του Ευαγγελισμού
την Πολυξένη Μπούκη
τον άντρα της με τους ρευματισμούς τον Νίκο τον μανάβη
(παρακαλώ οι δίκαιοι ας μεσιτέψουνε στη Δέσποινα του κόσμου ν’ αναπαυτούν κι οι δυο τους)
για τη γερόντισσα Συγκλητική για τη μικρή την Κούλα
τη Φιφή την Ουρανία το Σεραϊνώ
για τη φαμίλια του Φλασκογιάννη του αιγοβοσκού

κι άλλους που πήρε το άδικο κι η νύχτα

κι από το αίμα τους το χώμα ευωδιάζει
κι εμένα εμένα εμένα που σου γράφω
αγαπημένε μου παππού
και θα σου δώσω αυτό το γράμμα συν Θεῷ
ιδιοχείρως.

Από τη συλλογή Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου (2001) του Μάνου Ελευθερίου

Πληροφορίες για το βιβλίο (από το οπισθόφυλλό του):
Οι δύο πρώτες εκδόσεις της συλλογής Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου κυκλοφόρησαν στα 1975 και 1980 σε ελάχιστα αντίτυπα εκτός εμπορίου.
Σκοτεινό τρυγόνι αυτοαποκαλείται ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο ποίημά του Προς τη μητέρα μου (1874).
Η μικρή ταπεινή εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου βρισκόταν στις αρχές του 20ού αιώνα στην οδό Άρεως, στο Μοναστηράκι, κι εκεί πήγαινε ο Γέροντας κι έψαλλε στις ολονυχτίες.
Το ποίημα είναι ένας φόρος τιμής και συγχρόνως μια παραληρηματική αλλά κατανυκτική συνομιλία του Μάνου Ελευθερίου με τον συγγραφέα της Φόνισσας. Τοιχογραφία με ψηφίδες από γεγονότα, πρόσωπα και συμβάντα της ζωής του μεγάλου πεζογράφου μέσα από επιστολές και λογοτεχνικά κείμενά του.
Μια εσωτερική συνομιλία κι ένα διάλογος σαν νυχτερινός ψαλμός οδύνης, ταπείνωσης και συγχρόνως θαυμασμός και προσευχή προς τον Γέροντα, που το 2001 «έκλεισαν» 150 χρόνια από τη γέννηση και 90 από την κοίμησή του.

Μάνος Ελευθερίου, Ακτινογραφία θώρακος

Ακτινογραφία θώρακος

Στον Άδη πάνε οι φίλοι μας μονάχοι
και τα κρυφά τους πένθη αιμορραγούν.
Το στόμα τους μυρίζει μοσχοκάρφι.
Κουράστηκαν μυστήρια να εξηγούν.
Ανυπεράσπιστοι, μοιραίοι θεατρίνοι
με τα μαλλιά λουσμένα μπριγιαντίνη.

Η νύχτα έχει καρφίτσες και βελόνες.
Καρφιά και δηλητήρια και σκοινιά.
Ποιος γάμος μυστικός, ποιοι αρραβώνες
θα γίνουν μες στους κήπους του φονιά.
Ο κόσμος μονοσύλλαβος και τρέμει
ευνούχος τρομαγμένος σε χαρέμι.

Μες στο μυαλό μας καίει ένα ρουμπίνι
σπασμένο δάκρυ κόκκινου κραγιόν.
Κι όλα θυμίζουν μια δικαιοσύνη
και τον καπνό, που θά ’ρθουν, γυναικών.
Ποιος δίνει στη ζωή του προθεσμίες
σαν ασκητής χωρίς επιθυμίες.

Ξεφεύγεις κάθε βράδυ απ’ τις βιτρίνες
μιας επαρχίας, πάντα, μαγαζιού.
Και ντύνεσαι λαμέ και οργαντίνες
και τραγουδάς τραγούδια του συρμού.
Δεν είσαι εσύ. Μην παίζεις. Μην πειράζεις.
Στην αμαρτία το αίμα σου μην τάζεις.

Φόρεμα πράσινο. Στο πλάι πιέτες.
Τακούνια καμωμένα από φελλό.
Τι σου ’μαθαν οι σκόρπιες οι κουβέντες.
Ποιο σκηνικό θυμάσαι απατηλό.
Απ’ όλα αυτά τι σου ’μεινε στη μνήμη.
Μες στ’ άστρα της αρρώστιας ποιο αγρίμι.

Εργόχειρο παλιού φυλακισμένου:
Σταυρός φτιαγμένος μ’ άχυρα χρυσά.
Το αίμα ευλογεί του σκοτωμένου
κι ο θυμωμένος Άγγελος λυσσά.
Τι πρόλαβες, τι ξέρεις από πείνα.
Πουκάμισα ριγέ, χασές, ποπλίνα.

Μες στις παλιές κρυφές φωτογραφίες
κυλάει φριχτός ο θρήνος ημερών.
Σκιές και φως. Σαν ακτινογραφίες
του θώρακος, της πλάτης, των φτερών.
Δίπλα σου πάντα οι άγιοι στρατηλάτες
πενθούν για τις δικές μας αυταπάτες.

Στον Άδη πάνε οι φίλοι. Κι άλλοι φίλοι.
Μονάχοι, ανυπεράσπιστοι, βουβοί.
Με τη φωνή κλεισμένη σε κοχύλι
την ύστατη να βρούνε αμοιβή.
Εκεί που βρίσκουν όλα θεραπεία.
Στο πέραν. Στο ποτέ. Στην ουτοπία.

Από τη συλλογή Η πόρτα της Πηνελόπης (2004) του Μάνου Ελευθερίου

Μάνος Ελευθερίου, Η δόξα των ανέμων

Η δόξα των ανέμων

Οχτώ Νοέμβρη. Εποχή των χρυσανθέμων –
γυαλί σπασμένο το κορμί σου καταγής.
Ντυμένη θαύματα στη δόξα των ανέμων
τον αιματόφυρτο καιρό αιμορραγείς.

Οχτώ Νοέμβρη πια ποτέ δε θα ξανάρθει
σαν θεατρίνα που έχει σβήσει αλκοολική
κι ένα παιδί που μεγαλώνει μες στη στάχτη
θα διδαχτεί απ’ τους θεούς τη μαντική.

Μες στα νεκρά τα καφενεία πέφτει χιόνι
κι έξω περνάει μια κηδεία της συμφοράς.
Των αισθημάτων λάμπει πάντοτε το αφιόνι
σ’ ένα κουτί μέσα κλεισμένο ζαφοράς.

Πρέπει να μάθεις να διαβάζεις το σκοτάδι
σαν ένα σώμα, στην αρχή, συλλαβιστά.
Να κατακτήσεις και το μπλε που είναι στον Άδη.
Να ιδρώνουν θάνατο οι χορδές και τα πνευστά.

Σ’ ένα δωμάτιο τρεις γιατροί συλλογισμένοι
πίνουν θανάτους μιας ζωής πριν μ’ αρνηθεί.
Και συνεχώς με ψηλαφίζουν σαστισμένοι
γιατί το μέλλον μου λυσσάει για να σωθεί.

Παλιά φεγγάρια της αγάπης τα μπακίρια.
Πλεχτές κουβέρτες με τοπάζι και χρυσό.
Μυρίζουν κίτρινο και δάφνη τα σανίδια
και πίνω αρώματα και οινόπνευμα να ζω.

Μες στις βελόνες του ένας ράφτης καρφωμένος –
διαμάντια το αίμα του, καρφίτσες και κλωστές.
Ένα παλτό μεταποιεί σαν μαγεμένος
να το φορέσουν των ανέμων εραστές.

Οχτώ Νοέμβρη και το σπίτι ταξιδεύει
σ’ ενός σουλτάνου τις αυλές ψηφιδωτό.
Του σώματός μας τα κρυφά και τα ερέβη
μόνο της τέχνης μας φυλούν την κιβωτό.

Ποιμένες άγγελοι στα μοβ των αθανάτων
πενθούν και ψάλλουν τη μεσίστια ζωή.
Κι εγώ στο έλεος πενθώ των αοράτων
και των προβάτων που πηγαίνουν για σφαγή.

Απόψε τίποτα δεν έχεις να δηλώσεις.
Η νομιμότητά σου εξωπραγματική.
Αρκεί σαν γράμμα τη ζωή σου να διπλώσεις
κι ύστερα παίζεις κοπτική και ραπτική.

Οχτώ Νοέμβρη. Εορτή των Αρχαγγέλων.
Των Μιχαήλ και Γαβριήλ Ταξιαρχών.
Δεν έχει νόημα πως κάψαμε το μέλλον.
Το κέρδος μένει και σωμάτων και ψυχών.

Κι όπως τις ροζ τις εποχές των χρυσανθέμων
πλανόδιοι θίασοι πουλούσαν μαγικά
έτσι κι εσύ μέσα στη δόξα των ανέμων
τα αινίγματά σου αθροίζεις με μηδενικά.

Από τη συλλογή Η πόρτα της Πηνελόπης (2004) του Μάνου Ελευθερίου

Μάνος Ελευθερίου, Θάνατος στην επαρχία

Θάνατος στην επαρχία
[Ανάμνηση Κ. Γ. Καρυωτάκη]

Τα νιάτα τους σημαία διπλωμένη.
Φαρμάκι πίνουν όρθιοι να σταθούν.
Τις Ώρες που γυρνούν οι πεθαμένοι
μονάχα αυτοί με λύπη τούς πενθούν.

Ανώνυμα συχνά τα γράμματά τους.
Κατασπαράζουν σχέσεις και δεσμούς.
Λιωμένο ρούχο γίνεται η καρδιά τους.
Μεθούν κι έχουν συχνά παροξυσμούς.

Στα μαγαζιά τους στέκουν στοιχειωμένοι.
Στον θλιβερό υπάλληλο ξεσπούν.
Σε μια κηδεία όλοι παγωμένοι
τους φίλους σαν εχθρούς ακολουθούν.

Με τις γυναίκες ζουν δυστυχισμένα
– έχουν πολέμους, λες, με Αγαρηνούς.
Κι όλα κρυφά, σιγά και αρρωστημένα
μην ακουστούν ποτέ στους διπλανούς.

Γερνούν, παραφυλούν, κατασκοπεύουν.
Κλειστές οι πόρτες. Ξέρουν και τι τρως.
Με κόλπο δυο φτερά κρυφά σου κλέβουν.
Το μίσος γιατρικό τους και γιατρός.

Στα καφενεία μόνοι τους συχνάζουν.
Πίνουν καφέ. Κοιτούν ποιος τους κοιτά.
Γελούν μ’ ό,τι συμβεί και σχολιάζουν.
Χιονίζει απόψε φως του θανατά.

Κορίτσια λυρικά τα όνειρά τους –
θα γίνουν σκύλες αν τους αρνηθούν.
Ξαναμετρούν με τρόμο τα έξοδά τους.
Αγρίεψε η ζωή. Θα τρελαθούν.

Γυναίκες που είχαν μοίρα για να γίνουν
ποτάμια, δέντρα κι άστρα με φιλιά
το σώμα τους μονάχες πια το γδύνουν
και στον καθρέφτη ακούν την πιστολιά.

Στο τέλος ζουν μες στα γηροκομεία
κι ο αγέρας έξω αφρίζει και λυσσά.
Τις σάρκες της θα τρώει η επαρχία
ντυμένη τέτοιες ώρες στα χρυσά.

Από τη συλλογή Η πόρτα της Πηνελόπης (2004) του Μάνου Ελευθερίου

Μάνος Ελευθερίου, Σχέδιο σε μάθημα ιχνογραφίας μαθητή δημοτικού σχολείου

Σχέδιο σε μάθημα ιχνογραφίας μαθητή δημοτικού σχολείου
[Ερμούπολη 1948]

Στο τραπεζάκι άπλωσε χρυσά χαρτιά μπροστά του
και με τα μπλε του Αρχάγγελου νησιά ιχνογραφεί.
Τραυλίζει μάχες και στρατούς μες στα μαθήματά του
που αγχόνη θα του γίνουνε και στην καρδιά καρφί.

Στους δίσκους σαν φυματικά πολλά τραγούδια βήχουν
και στις πλατείες άγνωστοι πλανόδιοι παλαιστές.
Στον θόλο τον αόρατο τ’ ασύλληπτα του δείχνουν
και ξεδιψάνε πίνοντας τα ροζ και τις φωτιές.

Λίγο μετά τον πόλεμο στην άρρωστη επαρχία
διώχνεις εκείνο που ζητάς κι αυτό που σε ζητά.
Πρόσωπα δηλητήριο σε μια φωτογραφία
τ’ άχρηστα προπολεμικά θυμίζουν πια λεφτά.

Έξω απ’ τις μάντρες άκουγες τους μουσικούς θιάσους
να λένε της αγάπης τους τα ξόρκια του καημού.
Κι είδες να πίνουνε καφέ τους θλιβερούς κομπάρσους
μες στη βομβαρδισμένη σου την πόλη του χαμού.

Πνιγμένος στα διαμάντια σου και στη χρυσή πορφύρα
μες στα πορνεία θα συρθείς να ζεις ολονυχτίς.
Θα ’σουν καλύτερα νεκρός, στη λησμονιά της μοίρας
μιας ομοιοκατάληκτης γενιάς ο ποιητής.

Κι όπως δεν έλαμψαν ποτέ οι θρόνοι των Καισάρων
έτσι και τα μαχαίρια σου θα λάμψουν μια στιγμή.
Κακιά εποχή που θα τη βρουν στη στάχτη των τσιγάρων
αυτοί που κυνηγήθηκαν και ζουν χωρίς ζωή.

Από τη συλλογή Η πόρτα της Πηνελόπης (2004) του Μάνου Ελευθερίου