Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Γιάννης Σπανός & Λευτέρης Παπαδόπουλος, Επειδή σ’ αγαπώ
(τραγούδι: Μανώλης Μητσιάς / δίσκος: Στου καιρού τα ρέματα (1981))
Επειδή…
Πρωινά
στα πάρκα του Ψυχικού.
Δειλινά
στη θάλασσα της Βουλιαγμένης.
Νύχτες
στους δρόμους της Κηφισιάς.
Κι όλες τις ώρες
ο ήλιος μεσουρανούσε.
Τα πρωινά. …Τα δειλινά. ……Τις νύχτες.
Επειδή με κοιτούσες. …Επειδή μου μιλούσες. ……Επειδή μου πρόσφερες
ένα λουλούδι…
Από τη συλλογή Θυμάσαι; (2007) της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου
Θοδωρής Παπαδόπουλος & Σμαρώ Παπαδοπούλου, Με δυο ευχές
(τραγούδι: Μελίνα Κανά / δίσκος: Φέγγει αλλιώτικα (2003))
Γιορτινές ευχές
Ημέρα της γιορτής μου.
Χτύπησε το τηλέφωνο
κι άκουσα τη φωνή σου
να μου ψιθυρίζει γλυκά
ευχές γιορτινές.
Και ξαφνικά
ο ήχος αυτής της φωνής
έγινε μια γραμμή φωτός
που χώρισε τη ζωή μου
σε δυο μέρη.
Σ’ εκείνο του παρελθόντος,
όπου ποτέ δεν γιόρταζα.
Και σ’ εκείνο του μέλλοντος,
όπου η κάθε μέρα θα είναι
μέρα γιορτής.
Αδημοσίευτο ποίημα από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή Ανάσες ψυχήςτης Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου
Κάθισα στη ακροθαλασσιά
σαν μικρό παιδί
κι έχτισα το σπίτι μας.
Με άμμο.
Σε λίγο,
ήρθ’ ένα κύμα
και το γκρέμισε.
Κι εγώ έκλαψα.
Έπειτα, το ξανάχτισα.
Μα ήρθε κι άλλο κύμα
και το ξαναγκρέμισε.
Κι ύστερα
κι άλλο κι άλλο κι άλλο.
Στέρεψαν τα δάκρυά μου.
Φεύγοντας,
άκουσα τη φωνή σου
να μπερδεύεται
με τους ήχους της θάλασσας.
«Μη κλαις, μάτια μου.
Το σπίτι μας θα το χτίσουμε
στην ακροθαλασσιά του ονείρου.
Κι εκεί
δεν θα το γκρεμίσει κανείς.
Γιατί δεν θα υπάρχει άλλος κανείς.
Μονάχα εμείς
και τα κύματα της ευτυχίας μας.»
Αδημοσίευτο ποίημα από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή Άρωμα νοσταλγίαςτης Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου
Πήγα και ξαναπήγα
στο κοιμητήριο των ερώτων,
μια, δυο, τρεις φορές,
για να θάψω τους νεκρούς μου,
έναν, δυο, τρεις έρωτες.
Δυνατή από την οδύνη,
έσκαβα μόνη το χώμα,
έσκαβα, έσκαβα κι έκλαιγα,
έκλαιγα κι άνοιγα τους λάκκους,
για να παραχώσω τους νεκρούς μου.
Τους παράχωνα βιαστικά
κι έπειτα, καθώς έφευγα,
οσφραινόμουν τις ευωδιές
από τα άνθη που είχαν ήδη ανθίσει
στο ποτισμένο από τα δάκρυα χώμα.
Πήγα και ξαναπήγα
στο κοιμητήριο των ερώτων,
μια, δυο, τρεις φορές,
για να θάψω τους νεκρούς μου,
έναν, δυο, τρεις έρωτες.
Μόνον ένα νεκρό δεν έθαψα.
Ίσως
γιατί ποτέ δεν πίστεψα πως
ο έρωτας αυτός ήταν νεκρός.
Αδημοσίευτο ποίημα από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή Αέναη άνοιξητης Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου
Γιώργος Σταυριανός, Ο χορός της μάγισσας του μεσημεριού
(ορχηστρικό / δίσκος: Οι φόβοι του μεσημεριού (1986))
Εικοσιτέσσερις ώρες
Στη μαγεία της χαραυγής
βλέπω
το ξημέρωμα του έρωτά μας.
Στον ήλιο του μεσημεριού
το μεσουράνημα της ευτυχίας μας.
Στα χρώματα του δειλινού
την πίκρα του χωρισμού μας.
Και
στο έρεβος της νύχτας
τη φορεσιά του θανάτου μας.
Αδημοσίευτο ποίημα από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή Άρωμα νοσταλγίαςτης Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου