Άρης Αλεξάνδρου, Το μαχαίρι

Το μαχαίρι

Όπως αργεί τ’ ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι
έτσι αργούν κι οι λέξεις ν’ ακονιστούν σε λόγο.
Στο μεταξύ
όσο δουλεύεις στον τροχό
πρόσεχε μην παρασυρθείς
μην ξιπαστείς
απ’ τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων.
Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.

Από τη συλλογή Ευθύτης οδών, Homo humanus (Απρίλης 1959) του Άρη Αλεξάνδρου

Άρης Αλεξάνδρου, Ολόκληρη νύχτα

Ολόκληρη νύχτα

Όπου να ’ναι θα κλείσει το στερνό παραθύρι στην άκρη της βροχής.
Κατακαθίζει το νερό στα σκαλοπάτια.
Τι ξένο που είναι απόψε το τσίγκινο τραπέζι κάτω απ’ τη μαρκίζα
γυμνό και ξεχασμένο δίχως τον ίσκιο των χεριών της.
Κανείς. Ένα δημοτικό φανάρι μουσκεύει μες στη νύστα του.

Πίσω απ’ τα σακιά με το τσιμέντο νυχτοπερπάτητο σκοτάδι
σκυφτό σκοτάδι και η σκουριά που αχνογυαλίζει στα βρεγμένα συρματόσκοινα.

Ώρα να πιάσει βάρδια το φεγγάρι.

Σαββατόβραδο κι οι ταβέρνες κλειστές
μουλιάζει ο χρόνος στο καπέλο του ζητιάνου
οι δρόμοι αποτραβιούνται σε άδειες κάμαρες
και μόνο εκεί στο μαξιλάρι μένουνε
ακόμα μένουνε τα αποχτενίδια του ύπνου της.

Μια συνοδεία νοτισμένα αστέρια έστριβε απ’ τη γωνιά της χαραυγής.
Απίθωσα στα χείλη της το αλάτι της αγάπης.
Ύστερα μας έπαιρνε το κύμα. Ταξιδεύαμε μαζί
σαν μια φωνή που σβήνει στο πηγάδι.

Ένα μικρό φεγγάρι σκαλωμένο μες στα σύννεφα
ένα μικρό φεγγάρι σύννεφο.

Ξύπναγε σαν φύτρωνε στην άκρη του γιαλού
ένα κοχύλι φρέσκος ήλιος.

Καλημέρα. Ένα μικρό φεγγάρι
έσβηνε στη φωνή της.

Έβλεπα τα χέρια και ήταν μονάχα δυο
μέτραγα τα μάτια μου και ήταν μονάχα δυο
μουλιάζουν τώρα μες στο καπέλο του ζητιάνου
μονάχα δυο.

Από τη συλλογή Άγονος Γραμμή (1952) του Άρη Αλεξάνδρου

Άρης Αλεξάνδρου, Επιστροφή

Επιστροφή

Έτσι που γυρίσαμε
γυαλίζουνε οι ράγες στο σκοτάδι
απ’ την πολλή σιωπή
έτσι που γυρίσαμε
βρήκαμε τους εισπράκτορες σφαγμένους
και το πεντακοσάρικο για το εισιτήριο
θα μας περισσεύει
και τα τέσσερα χρόνια
γι’ αυτό που λέγαμε ζωή μας
θα μας λείπουν
έτσι που γυρίσαμε κι οι δρόμοι προχωράνε
τετραγωνίζοντας την άδεια πολιτεία
σε πένθιμους φακέλους
κι αυτός ο αστυφύλακας περνάει και χασμουριέται
Θεέ μου! ας μίλαγε τουλάχιστον αυτός
κι ας μου ζητούσε
την ταυτότητά μου.

Από τη συλλογή Άγονος Γραμμή (1952) του Άρη Αλεξάνδρου

Άρης Αλεξάνδρου, Οι αποστάτες της θάλασσας

Οι αποστάτες της θάλασσας

Είναι τώρα τ’ αστέρια που πασχίζουν
να λάμψουνε στα μάτια σου
δυο φώτα βραδινά
που ξεστρατάν απ’ το γρι-γρι του γαλαξία.
Χορεύει η νύχτα με τ’ αγέρι
χορεύει μια πλεξίδα φεγγαριού
στο στήθος της θάλασσας.
Σε λίγο θα χαράξει ένα χαμόγελο
στο στόμα της γαλήνης
– έτσι που το σκαλίζαμε στις κρυφές συνεδριάσεις
έτσι που το γράφαμε στους τοίχους
τίτλο του καινούριου τραγουδιού μας.
Βάλε τώρα ένα τραπέζι στα ρηχά
να δειπνήσεις μαζί με τη νύχτα.
(Πέρα στην πολιτεία
στο λίγο φως της λάμπας που καπνίζει
είναι πολλοί που απεργούν κι άλλοι που θ’ απεργήσουν
ζητώντας λίγη αρμύρα θάλασσας φρέσκο ψωμί και μια εκδρομή στην ξαστεριά.)
Άφησε να γλιστρήσουν στους αλατισμένους ώμους σου
οι ώρες του μεσημεριού
να γίνεις άξιος της νύχτας
σαν τον μικρό ψαρά που κλαίει καταμεσής στην άδεια βάρκα του
μόλις που πιάσανε τα δίχτυα ένα κοπάδι θαλασσινές πυγολαμπίδες.
Ποιος έφερε δω πέρα τούτη τη βραδιά
ετούτη τη χλωμή βραδιά σαν εικοσάχρονη άνοιξη
με μια κόκκινη μαντίλα στα μαλλιά της;
(Τι τάχα να ’γιναν οι εκλογές
πέρα στην πολιτεία;)

Καιρός να γράψεις μιαν ακρογιαλιά
γραμμή στον πέρα ορίζοντα
κι ένα μικρό μικρό πανί καλοσυνάτης σκούνας
να πέφτει ο ίσκιος στα νερά
σα να ’σμιξε τα φρύδια ο Αποσπερίτης.
(Οι σύντροφοι τις κέρδισαν – το νιώθεις
πέρα στην πολιτεία.)
Αρχίζουν να περνάν
οι βραδινές παρέες αλαμπρατσέτα με τ’ αστέρια
ένα κλωνάρι φως στ’ αυτί τους
τσαλαβουτάν ξυπόλυτοι σαν ανοιξιάτικα παιδιά
και η θάλασσα ονειρεύεται πως ήρθαν δυο τρυγόνια
να κοιμηθούν μαζί της.
(Στην πολιτεία φορέσανε την πιο σκληρή καρδιά τους
κι είναι τα σινεμά το περσινό ζουρνάλ με γεγονότα του χειμώνα
και πού να πας και πώς να βγεις
ν’ ακούσεις τον απόηχο του δάσους
–χρώμα ζεστό, χρώμα χρυσό– χορτάρι κι ανεμώνες;)
Ποιος θα το φέρει∙ η θάλασσα
ποιος θα το πάρει∙ η θάλασσα
χρυσό σκουφί που το φοράς για λίγο καλοκαίρι
σκουφί σαν ήλιος κόκκινος που βάφει την καρδιά σου
και τη ματώνει φλάμπουρο να το καρφώσεις μόνος
στο πιο ψηλό της πολιτείας κοντάρι
στο πιο ψηλό της θάλασσας μπαλκόνι
να το φιλάει η θάλασσα να το δροσίζει η νύχτα
να ’ναι φρουρός στον ύπνο μας ν’ αχνογελά η αυγούλα
στα μάτια της καλοκαιριάς στο στόμα της γαλήνης.

Από τη συλλογή Ακόμα τούτη η άνοιξη (Απρίλης 1946) του Άρη Αλεξάνδρου

Άρης Αλεξάνδρου, Σχέδιο για διήγημα

Σχέδιο για διήγημα

Ένας κήπος βραδινός
δίπλα στην ερημική της έπαυλη
η θάλασσα που ανασαίνει άνοιξη
η φωνή του ραδιοφώνου
λίγα βήματα σιωπής στην αλέα.
Ύστερα θα ’ρθούνε τα παιδικά τους πρόσωπα
ο χιονοπόλεμος
ένας λοφάκος που κατηφορίζει τα μικρά του έλκηθρα
κ’ ένα ξανθό αγόρι, με πέτσινα γάντια.
– Νατάλια Αντώνοβνα, θα πει ο υπηρέτης,
το τσάι είναι έτοιμο και ίσως να κρυώσει
γιατί το τσάι πάντα έτσι κάνει.
Κι όμως τότε δεν κρύωνε το τσάι
ίσως γιατί φόραγε τα γάντια του τ’ αγόρι.
Τότε.
Μέσα στο χιόνι.

Από τη συλλογή Ακόμα τούτη η άνοιξη (Απρίλης 1946) του Άρη Αλεξάνδρου

Άρης Αλεξάνδρου, Πρωτομαγιά

Μάνος Χατζιδάκις & Νίκος Γκάτσος, Παράξενη πρωτομαγιά
(τραγούδι: Δήμητρα Γαλάνη & Μανώλης Μητσιάς / δίσκος: Αθανασία (1976))

Πρωτομαγιά

Στα τζάμια σου μπουμπουκιάζει η χτεσινή βροχή
τώρα που η παραλία ανάβει τα φανάρια της.
Ένα καΐκι στάθηκε καταμεσής στο πέλαγο.
Γαλήνη.
Περίμενε δω με το βλέμμα στις σταγόνες
(δυο ανθισμένες γαλάζιες σταγόνες τα μάτια σου).
Περίμενε. Θα ξημερώσει.
Θέλω να σε ξέρω στο παράθυρο
αγναντεύοντας κατά τον τόπο της χαραυγής
νοσταλγώντας το περσινό καλοκαίρι.
(Τα νερά ν’ ανασαίνουν ζεστασιά
το γυμνό σώμα της ημέρας πλαγιάζει μες στα στάχυα
κι ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα κρυφοκοιτάει μια παπαρούνα.)
Θέλω να σου χαρίσω ένα τόσο δα ουράνιο τόξο
τώρα στα γενέθλια της δεκαοχτάχρονης αυγής,
ένα λουλουδένιο δαχτυλίδι
μια υπόσχεση ελπίδας.

Από τη συλλογή Ακόμα τούτη η άνοιξη (Απρίλης 1946) του Άρη Αλεξάνδρου