Αναζητώντας τον Νίκο Θέμελη

[…]

Η Μανησά ήταν ένα απ’ τα σημαντικότερα εμπορικά σταυροδρόμια, στο κέντρο της δυτικής ακτής, απ’ όπου πέρναγε ήδη η πρώτη σιδηροδρομική γραμμή που είχε ξεκινήσει από τη Σμύρνη. Στο σταυροδρόμι αυτό συναντούσες καραβάνια από κάθε κατεύθυνση και για κάθε προορισμό. Από τη μια Αϊβαλί, Σμύρνη, Αϊδίνι, Μούγγλα. Από την άλλη ένας δρόμος για Ακ Χισάρ και Κιρκαγκάτς, που έφτανε στην Πόλη και τέλος ένας τρίτος για Κασσαμπά, Αλά Σεχίρ, Ικόνιο μέχρι βαθιά στην Καισάρεια. Δεν υπήρχε μέρα που να μην περνούσαν δυο και τρία καραβάνια και δεν υπήρχε νύχτα που να μη διανυκτέρευε τουλάχιστον ένα. Ερχόντουσαν φορές που απ’ τις πολλές καμήλες δεν αναγνώριζες το πρόσωπο της πόλης. Ταχυδρομικές άμαξες, καρότσες, αραμπάδες και ταλίκες συμπλήρωναν το πήγαινε έλα των καραβανιών που πέρναγαν μέσα από την πόλη.

Σ’ όλο το βιλαέτι της Σμύρνης το μαλακό κλίμα και τα γόνιμα εδάφη, που ποτίζονταν απ’ τα νερά του Έρμου και του Μαίανδρου, επέτρεπαν σε ατέλειωτες εκτάσεις την καλλιέργεια των αμπελιών, της ελιάς, των καπνών και της συκιάς. Από κοντά ερχόταν το κριθάρι, το σουσάμι και το βαμβάκι, που στέριωσε γύρω από τη Σμύρνη τις πιο δυναμικές υφαντουργίες και κλωστήρια. Όσπρια, καλαμπόκι, μετάξι και παπαρούνα πιάναν τις υπόλοιπες εκτάσεις στο βιλαέτι. Στην περιοχή της Μανησάς βγαίναν όλα τα αγαθά, κάπως λιγότερο η ελιά. Πρώτη και καλύτερη η σταφίδα η σουλτανιά κι αμέσως μετά τα δημητριακά και το σουσάμι. Ακόμα τροφοδοτούσαμε την αγορά της Σμύρνης μ’ αχλάδια, δαμάσκηνα, ρόδια, κάστανα, κυδώνια και φυσικά σύκα. Όπως έλεγε ο Αντών-εφέντης: «Τίποτα δε μας λείπει από τον αραμπά κι όλα μας περισσεύουν». Κι όμως σε μια στροφή έφυγε η ρόδα του αραμπά και τον πήρε από κάτω.

[…]

Από το βιβλίο Η αναζήτηση (1998) του Νίκου Θέμελη

Πάντα κάτι δυνατό μ’ έδενε με τη Μικρασία – από μια σταλιά παιδάκι. Δεν ετίθετο θέμα καταγωγής. Αμιγώς Θεσσαλονικιοί ήταν οι δικοί μου. Όμως, βαθιά με συγκινούσε ό,τι είχε να κάνει με τις χαμένες πατρίδες της κείθε μεριάς του Αιγαίου. Κι ας μην ήξερα τι ακριβώς.

Αρχές καλοκαιριού του 1999 ταξιδεύω για πρώτη φορά προς Μυτιλήνη να δω έναν φίλο που μένει πια εκεί. Στο τριήμερο που μένω στο νησί ο τόπος μού φαίνεται ευλογημένος και μαγικός. Στη θέα των μικρασιατικών παραλίων απέναντί μου βουρκώνω και θέλω να μείνω εκεί. Κάνα μήνα μετά την επιστροφή μου στη Θεσσαλονίκη διαβάζω την «Αναζήτηση» του Νίκου Θέμελη μέσα σε 3 μέρες. Μέχρι να φτάσω στο απόσπασμα που ήδη παρέθεσα κοντοστάθηκα κάμποσες φορές, έκπληκτη και αμήχανη. Κάτι περίεργο συμβαίνει με τούτο το βιβλίο, σκεφτόμουν. Δεν υπάρχει πόλη και χωριό και γειτονιά που ν’ αναφέρει ο Θέμελης και να μην το ξέρω. Αναρωτιέμαι διαρκώς τι συμβαίνει και μια βδομάδα αργότερα βρίσκω την άκρη.

Ο παππούς μου από τη μάνα μου, ένα φτωχό παιδί παϊζάνων (ντόπιων χωρικών) από το Ασβεστοχώρι της Θεσσαλονίκης, είχε φύγει στα 12 του για τη Μικρασία να βρει την τύχη του γύρω στο 1900. Αφού περιπλανήθηκε στην Ιωνία και έκανε διάφορες δουλειές για να ζήσει, τελικά έπιασε δουλειά στους σιδηροδρόμους, προόδεψε, έγινε μηχανοδηγός και ζούσε χρόνια στη Μαγνησία του Μαιάνδρου, τη Μανησά στο βιβλίο του Νίκου Θέμελη. Στην Ελλάδα γύρισε σταθμάρχης πια γύρω στο 1921, λίγο προτού ξεσπάσει η συμφορά. 40 χρόνια αργότερα, στη Θεσσαλονίκη, στον συνοικισμό των σιδηροδρομικών (στην ίδια γειτονιά για την οποία έγραψε η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου το ομότιτλο βιβλίο της το 1998), η μεγάλη του κόρη φέρνει στον κόσμο ένα κοριτσάκι, εμένα. Ο παππούς που ζει μόνος του σ’ ένα καμαράκι στην αυλή του σπιτιού πίσω απ’ τον σταθμό καθημερινά συναντιέται τα βράδια με τους παλιούς του συναδέλφους και λένε κουτσοπίνοντας με τις ώρες ιστορίες για τη ζωή τους στη Μικρασία. Συχνά κρατάει εκεί στην αγκαλιά του το κοριτσάκι που ως τα τρία του χρόνια έχει ακούσει τα πάντα για την Ιωνία, τις πόλεις της, τους μαχαλάδες της, τους ανθρώπους της, τη ζωή εκεί και το άδοξο και οικτρό της τέλος. Μετά ο παππούς πεθαίνει κι εμείς μετακομίζουμε στο Φάληρο κι όλες οι ιστορίες του και η μορφή του που αχνά και σπάνια θυμάμαι έχουν περάσει στο υποσυνείδητό μου που το ξυπνά ο Νίκος Θέμελης. Και σκέφτομαι: «Να δεις που με τον Θέμελη είχαμε τον ίδιο παππού».

Το 2000 στο πλαίσιο της δικής μου αναζήτησης, φεύγω για να δουλέψω στη Μυτιλήνη. Εγκαταλείπω τη δουλειά σε μια μεγάλη πολυεθνική, πάω σε μια μικρή συγγενή εταιρεία στο νησί, κοντολογίς για τους πολλούς ανατρέπω την ήσυχη και ασφαλή ζωή μου, την ίδια χρονιά που ο Θέμελης εκδίδει τη δική του «Ανατροπή». Γυρίζω πίσω στην πατρίδα το 2003 για να είμαι κοντά στη μάνα μου τα τελευταία της χρόνια και τότε ο Θέμελης εκδίδει την «Αναλαμπή» του. Συμπτώσεις, ε; Συμπτώσεις που συνεχίζονται και στα επόμενα βιβλία του.

Τον αγάπησα πολύ τον Νίκο Θέμελη. Χωρίς πώς και γιατί. Χωρίς να ψάξω και να σκεφτώ αν ήταν καλός συγγραφέας (που ήταν), αν άξιζαν τον κόπο όλα του τα γραπτά, τι άλλο έκανε στη ζωή του, τι σπούδασε, πού έζησε, αν ήταν καλός άνθρωπος ή όχι. Απλώς τον αγάπησα πολύ. Γιατί τον έβλεπα σαν μεγαλύτερο αδελφό μου που είχε το ταλέντο να γράφει ωραία, πολύ καλύτερα από μένα, για όλα όσα νιώσαμε και ζήσαμε στην οικογένεια παρέα με τον παππού. Γιατί τον καμάρωνα που μπορούσε να μεταφέρει στο χαρτί και τις δικές μου σκέψεις. Γιατί με κάθε του βιβλίο έβγαζε στη φόρα τ’ άπλυτα και τα πλυμένα της οικογένειας κλείνοντάς μου συνωμοτικά το μάτι σαν να κάναμε μαζί τη σκανταλιά της δημοσίευσης.

Βλάσφημη χρονιά το 2011. Δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο. Ούτε έλεος. Πήρε τόσους και τόσους συγγραφείς που αγάπησα, καλλιτέχνες που αγάπησα. Ανθρώπους που τους χρωστώ ένα κομμάτι του εαυτού μου, όπως όλοι μας. Κι ενώ η Ελλάδα βολοδέρνει ολημερίς εδώ και μήνες αναζητώντας τα χαμένα της σέντσια, κάθε τρεις και λίγο χάνουμε τόσες ψυχές, τόσους σκεπτόμενους ανθρώπους. Κανείς, ωστόσο, δεν δείχνει πια να δίνει σημασία στις ψυχές και στα σημαντικά μυαλά αυτού του τόπου. Άλλωστε, και επισήμως (βάσει απογραφής) είμαστε λιγότεροι απ’ ό,τι 10 χρόνια νωρίτερα και το επιβεβαιώνουμε καθημερινά χωρίς ν’ αναζητάμε ή έστω ν’ αποζητάμε όσους χάνουμε. Κακό της κεφαλής μας, λέω εγώ. Και μεγάλο κρίμα!

Κουράστηκα ν’ ακούω και να διαβάζω επικήδειους φέτος. Δεν θέλω να ξαναπώ σε κανέναν «καλό ταξίδι». Δεν το αντέχω και δεν έχει νόημα. Είναι άδικο όλο αυτό το φευγιό. Και για κείνους που μας αφήνουν και για μας που μένουμε. Είναι μεγάλη η θλίψη μου που χάσαμε –που έχασα– τον Νίκο Θέμελη. Πήρε το τρένο για τη Μανησά χωρίς εμένα. Σαν κατέβηκε, πήρε τον αραμπά. Μα, σε μια στροφή έφυγε η ρόδα του αραμπά και τον πήρε από κάτω. Έτσι, από χτες δεν έχω πια με ποιον να μοιράζομαι τον ίδιο παππού…

Σταύρος Ξαρχάκος & Βαγγέλης Γκούφας, Τα τρένα που φύγαν