Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου: Σπαράγματα ψυχών και στίχων ή ο ποιητής Άνθος Φιλητάς

Σπαράγματα ψυχών και στίχων ή ο ποιητής Άνθος Φιλητάς (του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου)

Ο χρόνος φαίνεται πως παίζει άσχημα παιχνίδια σε συγγραφείς και κείμενα, σε πρόσωπα και γραπτά. Τελικά, ο χρόνος είναι με το μέρος των καθαρμάτων. Αυτοί προλαβαίνουν τα έργα τους. Οι ποιητές πάντα χάνουν. Βέβαια δεν χάνονται. Ήταν η Εποχή (πόλεμος, Αντίσταση, Εμφύλιος, προσφυγιά, ψυχρός πόλεμος, μετεμφυλιακά χρόνια) που ρήμαξε και ποιητές και ποιήματα. Απόμειναν από κείνη τη γενιά σπαράγματα ψυχών και στίχων. Όμως, αν εξακολουθεί η εποχή μας, σήμερα, να έχει κάποιο ανθρώπινο πρόσωπο, αυτό οφείλεται, ακόμη, στην παρακαταθήκη που άφησε εκείνη η γενιά. Άνθρωποι που απορρίψανε κάθε τι προσωπικό για χάρη του αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη. Και φυσικά έχασαν το πολυτιμότερο, τη ζωή τους. Κι όπως λέει ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης, «Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια! Αυτοί που θα μιλούσανε πεθάνανε όλοι νέοι». Ήταν το άλας της γης.

Ο Άνθιμος Χατζηανθίμου ή ο ποιητής Άνθος Φιλητάς, δεν πέθανε, επέζησε της Εποχής. Τα ποιήματά του έμειναν για δεκαετίες σε μια παγωμένη έρημο, λησμονημένα κι από τον ίδιο. Η δημιουργική του πνοή χάθηκε στις στέπες του Ουζμπεκιστάν. Γύρισε όμως κοντά μας, επιτυχώς, το 1980, και κάποιοι φανατικοί φίλοι και θαυμαστές της ποίησής του ξανατύπωσαν τα λίγα του ποιήματα, ενάντια στις καταστροφές, για να δοθεί δικαιοσύνη.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: Οι μόνες πληροφορίες που είχαμε για τον Φιλητά ήταν από τον πρόσφατο εκδότη του, Φίλιππο Βλάχο, τον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, κάποιες παλιές κριτικές που γράφτηκαν για το πρώτο του βιβλίο, «Σύννεφα», στα 1937, από τον Κλέωνα Παράσχο και τον Γιώργο Μυλωνογιάννη. Ο Άνθος Φιλητάς (ψευδώνυμο του Άνθιμου Χατζηανθίμου) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1920. Το 1936 έγραψε την ποιητική συλλογή «Σύννεφα», που τυπώθηκε το 1937 στην Αθήνα. Είχαν προηγηθεί τα «Θλιμμένα χαμόγελα» το 1934, που όμως σαν πρωτόλεια ο ποιητής αργότερα τ’ αποσιώπησε. Το 1938 δημοσίευσε στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης «Μακεδονικές Ημέρες» το ποίημα «Η αποσύνθεση της γαλήνης» και ύστερα τίποτε πια.

Το 1940 ο Μανόλης Αναγνωστάκης τον θυμάται φοιτητή της Νομικής Θεσσαλονίκης κι αργότερα μας πληροφορεί πως στις 25 του Μάρτη του 1943, στην Κατοχή, ήταν αυτός που πετάχθηκε μέσα απ’ το πλήθος που συνάχθηκε για να στεφανώσει την προτομή του ναυάρχου Βότση, μ’ ένα στεφάνι στα χέρια, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Γερμανών, φωνάζοντας ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΑΜ. Κι ύστερα, όπως γράφει ο Φίλιππος Βλάχος, βγαίνει στην παρανομία και πολεμάει με τον ΕΛΑΣ. Στον εμφύλιο πήρε μέρος σαν πολιτικός επίτροπος ταξιαρχίας. Μετά την ήττα βρέθηκε σε αναγκαστική υπερορία στην Τασκένδη. Η ποιητική του εργασία των χρόνων 1937-1943 καταστράφηκε, μια και η μητέρα του είχε κρύψει τα χειρόγραφα, για να τα σώσει, στην καμινάδα του σπιτιού.

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες ήταν λογικό ποιήματα και ποιητής να ξεχασθούν. Αφού τα «Σύννεφα» δεν βρίσκονται σε καμία δημόσια ή ιδιωτική βιβλιοθήκη, παρά ένα μόνο αντίτυπο στα χέρια του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη που τα διέσωσε, ποιήματά του σε καμία ανθολογία, και το όνομα Άνθος Φιλητάς δεν μνημονεύεται σε καμία ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Ακόμη και ο ίδιος ο ποιητής «σκληρά και θεληματικά τα είχε ξεχάσει».

Ο ρέκτης ερευνητής και τυπογράφος Φίλιππος Βλάχος τ’ ανέσυρε από τη λήθη και τα ξανατύπωσε. Το 1984 τα «Σύννεφα» και το 1985, σ’ ένα τομίδιο με τίτλο «Η αποσύνθεση της γαλήνης» το ομώνυμο ποίημα από τις «Μακεδονικές Ημέρες» μαζί με την «Περισυλλογή», δεκατέσσερα ποιήματα, σπαράγματα, όσα σώθηκαν από την εργασία του της περιόδου ’37-’43.

Έχουμε, τώρα, στα χέρια μας τα δύο τομίδια των ποιημάτων, που καλύπτουν την περίοδο 1936-1943, ενός νέου, τότε, ποιητή που με την τρυφερή και αγέρωχη ψυχή του εκφράζει τα νεανικά του αισθήματα με ποιήματα αισθαντικά, τρυφερά, ευαίσθητα, έχοντας μαθητεύσει στις «χαμηλές φωνές» του μεσοπολέμου. Γλώσσα αυθόρμητη με υπερβατικές αποχρώσεις πηγάζει από την νεανική ορμή για έξαρση και καταβύθιση, με στίχους παρατακτικούς, χαλαρούς στη σύνδεσή τους, που ξένιζαν στην εποχή τους. Στην «Περισυλλογή» βλέπουμε πόσο η γλώσσα ωρίμασε, λειάνθηκε, μέστωσε σε λιτότητα η γραφή. Τώρα, με καθυστέρηση, εντάσσονται στο σώμα της λογοτεχνικής Θεσσαλονίκης.

«Η θύμηση∙ η ουσία του χαίρε», όπως λέει κι ο Φιλητάς.

Εφημερίδα Καθημερινή, 13 Οκτωβρίου 1995, ενότητα «Βόρεια Ελλάδα», στήλη «Βιβλίο»

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Άνθος Φιλητάς

Advertisement

Αντώνης Φωστιέρης, Η μετάφραση ως μη βιωματική λογοτεχνία

Η μετάφραση ως μη βιωματική λογοτεχνία

Χωρίς να περιλαμβάνεται στις ορατές προθέσεις της, η λογοτεχνική μετάφραση μας θέτει κατά κάποιο τρόπο –τρόπο έμμεσο και ελαφρά ειρωνικό– μπροστά σε ένα από τα παλαιότερα ψευδοπροβλήματα, με τα οποία αρέσκονται να καταγίνονται η φιλολογική μελέτη και η κριτική στην αιώνια αναζήτηση της μεθοδολογίας τους: εννοώ παν ό,τι αφορά στο βιωματικό υπόστρωμα του πρωτότυπου λογοτεχνικού έργου, ήτοι τους ατομικούς ή κοινωνικούς προσδιορισμούς του συγγραφέα, όπως αυτοί επενεργούν στη διαμόρφωση του θεματικού του χώρου και του ιδιαίτερου εκφραστικού οργάνου του. Ξεκινώντας πορεία ανάστροφη, η κριτική οδεύει συχνά προς τις πηγές της προσωπικής εμπειρίας και φτάνει συχνά να ερμηνεύει τα λογοτεχνικά κείμενα με όρους ψυχαναλυτικού ή ιστορικού χαρακτήρα, προσπαθώντας να καταδείξει ότι το εκάστοτε συγκεκριμένο έργο δεν είναι παρά το φρούτο ενός δένδρου εξωτικού, που αντλεί με τις ρίζες του χυμούς της ζωής και τους αφομοιώνει, ακολουθώντας μια διαδικασία παραγωγικής μεταστοιχείωσης του βιώματος σε λόγο. Το γοητευτικό αυτό παιχνίδι του χαμένου θησαυρού έπαψε ωστόσο καθ’ οδόν ν’ αποτελεί έναν απλό τρόπο ερμηνείας, και σύντομα προήχθη σε βασικό αξίωμα μιας ολόκληρης θεωρητικής κατασκευής, κατά την οποία το σύνολο της ανθρώπινης εμπειρίας του γράφοντος συνιστά την καθοριστική conditio sine qua non της ίδιας της γραφής του. Ο λόγος φέρεται να αποσκοπεί σε μια ιδεατή, πλην σαφώς αναγνωρίσιμη, εξεικόνιση της πραγματικότητας, ενώ καθετί που δεν παραπέμπει στο δημόσιο ή ατομικό δράμα ελέγχεται ως κενολογία, ως στείρος εγκεφαλισμός ή ομφαλοσκοπία. Η βιωματικότητα ανάγεται, κατά ταύτα, σε ποιοτικό ή αξιολογικό κριτήριο, σύμφωνα με το οποίο η κριτική οφείλει να κρίνει, αλλά και ο συγγραφέας οφείλει να δημιουργεί.

Μιλώντας όμως για τον υποχρεωτικό βιωματικό χαρακτήρα της λογοτεχνίας, δεν είναι δυνατόν να αναφέρεται κανείς μονάχα στο νοηματικό κορμό του έργου, αλλ’ οπωσδήποτε (αν όχι πρώτιστα) και στη μορφική του ακεραίωση, ως ενιαίο όλον που λειτουργεί, ταυτόχρονα, τόσο ως δέκτης ενός συγκινησιακού φορτίου –από την πλευρά του συγγραφέα ή του ποιητή, όσο και ως πομπός προς την κατεύθυνση του αναγνώστη. Η δεύτερη λειτουργία αποτελεί, εξάλλου, τη λυδία λίθο της αξίας ή απαξίας του, και βάσει αυτής επιχειρείται η όποια αποτίμηση της δραστικότητάς του.

Ο διπλός ετούτος ρόλος γίνεται εύκολα αντιληπτός στην περίπτωση των πρωτότυπων λογοτεχνικών κειμένων, όπου ο λόγος δομείται με τρόπο πρωτογενή και μεταφέρει άμεσα τους κραδασμούς του δημιουργού προς τον αναγνώστη, με τον οποίο τον συνδέει τουλάχιστον το ομόγλωσσον, αλλά συνήθως και μια κοινή παράδοση από ιστορικές καταβολές και προσλαμβάνουσες παραστάσεις. Τι συμβαίνει ωστόσο στην περίπτωση κατά την οποία μεταξύ του συγγραφέα και του αναγνώστη παρεμβάλλεται ο μεταφραστικός μετασχηματισμός του έργου, όταν δηλαδή το ίδιο το έργο γίνεται ένα άλλο έργο και η λεκτική αποτύπωση του αρχικού –του έστω βιωματικού– ερεθίσματος αναπλάθεται άρδην; Αν μάλιστα ομολογήσουμε πως η μετάφραση, στις ευτυχέστερες στιγμές της, μπορεί να μας προμηθεύει κείμενα ίσης –ή, σε οριακές περιπτώσεις, και ανώτερης– ποιότητας ως προς τη μορφή, συγκρινόμενα με το πρωτότυπο, πώς συγχωρείται η έλλειψη αντικρίσματος σε βιωματικά αποθεματικά; Ή μήπως το μεταφρασμένο έργο δεν αποτελεί, αφ’ εαυτού και καθ΄εαυτό, στη γλωσσική εκδοχή στην οποία το εισπράττει ο αναγνώστης του, ένα πλήρες και αυτόνομο λογοτεχνικό έργο;

Βέβαια, ακόμη και αυτό που ονομάζουμε «πρωτότυπο έργο», με μια ευρεία (που ίσως όμως θεωρηθεί σοφιστική) αντίληψη της έννοιας της μετάφρασης, μπορούμε να το θεωρήσουμε και αυτό αποτέλεσμα μιας ολόκληρης σειράς διαδοχικών «μεταφράσεων» και μετασχηματισμών, που ξεκινούν από το εμπειριακό κέντρισμα για να καταλήξουν στο ειδικό μεταφραστικό μόρφωμα του έντεχνου λόγου. Το πραγματικό γεγονός, που αποτελεί το σημείο εκκίνησης, μεταφράζεται καταρχήν σε ερέθισμα αισθητηριακό∙ το αισθητηριακό ερέθισμα, σε συναισθηματικό∙ το συναισθηματικό, σε νοητικό∙ το νοητικό περιβάλλεται το ένδυμα ενός νέου μύθου∙ και ο μύθος ετούτος είναι που καταστρώνεται πλέον σε σύνταξη γλωσσική – που με τη σειρά της θα μεταφραστεί απ’ τον κάθε αναγνώστη χωριστά, σύμφωνα με το δικό του ατομικό αντιληπτικό ιδίωμα. Περιττόν ειπείν ότι ο μηχανισμός των «μεταφραστικών» αυτών διαδικασιών κινείται επί τη βάσει κάποιων ανεξήγητων αυτοματισμών, που συνήθως τοποθετούνται στη μεταφυσική σφαίρα της έμπνευσης και κάνουν ελάχιστα αισθητή τη μεταποιητική τους λειτουργία, ακόμα και στον ίδιο τον συγγραφέα. Εκείνο λοιπόν που διαφοροποιεί τον συγγραφέα από τον μεταφραστή είναι το ότι η, κοινώς νοούμενη, μετάφραση εκπληρώνει μια διαφανέστερη και οπωσδήποτε απλούστερη αποστολή αμφιμονοσήμαντης αντιστοιχίας, όπου η μία γλωσσική σύνταξη μετατρέπεται σε μια διαφορετική γλωσσική σύνταξη, παραβλέποντας όλα τα προγενέστερα στάδια της βιωματικής αναγωγής.

Ο μεταφραστής βρίσκεται μπροστά σ’ ένα οργανωμένο κειμενικό υλικό, το οποίο καλείται να ανασυνθέσει, με όργανο μιαν άλλη γλώσσα και με τις προϋποθέσεις της άλλης αυτής γλώσσας, σ’ ένα καινούργιο, αυτοκέφαλο κείμενο, που οφείλει ν’ ανταποκρίνεται όχι μόνο στις νοηματικές αλληλουχίες, αλλά και στις απαιτήσεις της λογοτεχνικότητας που είχε θέσει εις εαυτό το πρωτότυπο. Με άλλα λόγια: ο μεταφραστής βρίσκεται αποκομμένος από κάθε τυχόν βιωματικό (όπως εξάλλου και από κάθε φαντασιακό ή φαντασιωτικό) κινούν αίτιο του συγγραφέα, και ως αποκλειστικό, δευτερογενές ερέθισμα στη μεταπλαστική του εργασία λειτουργεί το πρωτότυπο κείμενο, η λεκτική μορφοποίηση ενός συνόλου πραγματικών, συναισθηματικών ή διανοητικών στοιχείων άδηλης προέλευσης.

Η αποκοπή του μεταφραστή από τις βιωματικές πηγές του έργου δεν αφορά στις ανθρώπινες εμπειρίες του συγγραφέα και μόνο∙ αφορά εξίσου και στην ίδια τη γλώσσα, ως φορέα του συμπυκνωμένου βιώματος όλων όσων τη μίλησαν και πέρασαν τη ζωή τους μέσα απ’ αυτήν, φορτίζοντάς την με ποικίλες παρασημάνσεις, σε μια σκυταλοδρομία δεκάδων γενεών. Οι ετυμολογικές, νοηματικές και ιστορικές παράμετροι, οι ηχητικές και οπτικές διαστάσεις της κάθε λέξης χάνουν εδώ την ιδιαιτερότητά τους και καλούνται να συναινέσουν σε μιαν εκφραστική αναπροσαρμογή, κατά την οποία νέες ισορροπίες δημιουργούνται, νέες σχέσεις αμφισημιών διαπλέκονται και άλλοι συνειρμικοί συνδυασμοί πυροδοτούνται. (Το αγγλικό «translation» αρχικά σήμαινε τη μετατόπιση, τη μετακομιδή, τη μεταβίβαση∙ το γαλλικό «traduction» τη μεταγωγή, τη μεταφορά. Και –εκδικητικός σαρκασμός της ετυμολογίας– το λατινικό «traductio» σήμαινε ταυτόχρονα τη μετάθεση, τη μετωνυμία, αλλά και τον διασυρμό…).

Ως μοναδικά, λοιπόν, βιωματικά βοηθήματα του μεταφραστή μπορούν πλέον να εκληφθούν υποθετικά οι «αντίστοιχες», ίσως, προσωπικές του εμπειρίες, καθώς επίσης η συγκίνηση που του προξένησε το πρωτότυπο κείμενο, ως αναντίρρητη πράξη συμμετοχής. Στην πραγματικότητα, καμιά απ’ αυτές τις υποθέσεις δεν δύναται να λειτουργήσει ως άλλοθι πειστικό για τη βιωματική κενότητα του μεταφραστικού εγχειρήματος. Ο έντεχνος λόγος αποτελεί, από μόνος του, τον ισχυρότερο συγκινησιακό πυρήνα, ο οποίος δεν εκφράζει αλλά ζητάει να εκφραστεί, δεν αναλώνει την έμπνευση αλλά την πυκνώνει και την αναπαράγει. Απόδειξη της ιδιότητας αυτής του λόγου είναι το γεγονός ότι ο συγγραφέας αντλεί συχνότατα την έμπνευσή του από τα έργα άλλων συγγραφέων, παλαιότερων ή συγχρόνων του, επηρεάζεται απ’ αυτά και μιμείται τα εκφραστικά τους μέσα. Η παρθενογένεση στην τέχνη είναι φαινόμενο άγνωστο, όχι γιατί οι ανθρώπινες εμπειρίες αποτελούν numerus clausus, αλλά γιατί η άρδευση των εκάστοτε νέων γενεών από τις παλαιότερες γίνεται σε επίπεδο εκφραστικών ή μορφικών δεδομένων. Η συλλογική μνήμη της λογοτεχνικής γλώσσας συνέχει το όλον οικοδόμημα ανά τους αιώνες, ως αυτόνομο σύστημα ειδικών αξιών, όπου η αλήθεια και το ψεύδος, η ειλικρίνεια και το τέχνασμα, η εμπειρία και η φαντασία καταργούν συνωμοτικά τη διπολική τους σχέση και συντίθενται αδιακρίτως στο μηχανισμό της δημιουργικής γραφής.

Μ’ αυτή την έννοια, η μεταφραστική διαδικασία βασίζεται πολύ περισσότερο στη διανοητική διεργασία και στη χρήση των τεχνικών δεξιοτήτων του μεταφραστή, και όχι στις όποιες εξωλογοτεχνικές βιωματικές ταυτίσεις που θα του επέτρεπαν μια ιδεατή υποκατάστασή του στο ρόλο του συγγραφέα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, από μιαν άλλη σκοπιά, το ότι η σημαντικότερες μεταφράσεις, σε όλες τις γλώσσες κι απ’ όλες τις γλώσσες, οφείλονται μάλλον στη παράπλευρη δραστηριότητα συγγραφέων και ποιητών –που διαθέτουν, κατά τεκμήριο, πλουσιότερο οπλοστάσιο τεχνικής– παρά στην ευσυνειδησία των συνδικαλισμένων ή περιστασιακών επαγγελματιών (και, βέβαια, δεν αναφέρομαι σ’ εκείνους που αμείβονται επειδή μεταφράζουν, αλλά σε όσους μεταφράζουν επειδή και μόνο αμείβονται). Γιατί, όσο αληθής είναι η διαπίστωση πως η μετάφραση απαιτεί ένα λεπτό μα ψύχραιμο χειρισμό λεκτικών και συντακτικών αντιστοιχιών, εξίσου αληθές είναι και το ότι, σε καμιά περίπτωση, ο μεταφραστής δε μπορεί να λειτουργήσει ως κοινός καραγωγέας Δημοσίας Χρήσεως, που εκτελεί μεταφορές απλού νοηματικού υλικού από τη μία γλώσσα στην άλλη.

Αντώνης Φωστιέρης

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «η λέξη», τεύχος 56 (Ιούλιος-Αύγουστος 1986). Το ειδικό αυτό τεύχος ήταν αφιερωμένο στη μετάφραση.

Translatum: Favourite Poetry / Αντώνης Φωστιέρης

Ορέστης Αλεξάκης, Ο ποιητής και το ποίημα

Κώστας Καρυωτάκης & Μίκης Θεοδωράκης, Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων
(τραγούδι: Βασίλης Παπακωνσταντίνου / δίσκος: Κώστας Καρυωτάκης (1985))

Ο ποιητής και το ποίημα*

Ψυχής πείρατα ουκ αν εξεύροιο πάσαν
επιπορευόμενος οδόν, ούτω βαθύν λόγον έχει.

Ηράκλειτος

Επικρατεί η άποψη πως η ποίηση είναι ένα είδος αυτοεξομολόγησης. Και ότι διά μέσου τής ποίησης μπορεί κανείς να γνωρίσει καλύτερα τον ποιητή. Η διαπίστωση είναι σωστή μόνον με την έννοια ότι η ποίηση μπορεί να φέρει στο φως ψυχικές εκτάσεις που την ύπαρξή τους αγνοεί και ο ίδιος ο δημιουργός. Το πρόβλημα είναι εάν και σε ποιο βαθμό οι «εκτάσεις» αυτές προσδιορίζουν την προσωπικότητα του ποιητή, αποτελούν δηλαδή συστατικά της χαρακτηριστικά, ή εάν εκτείνονται πέραν ή μάλλον βαθύτερα από τα όρια αυτής της συγκεκριμένης προσωπικότητας, σε χώρους δηλαδή όπου πλέον η ατομικότητα χάνει τα ειδικά χαρακτηριστικά της. Αυτό γίνεται περισσότερο κατανοητό αν σκεφθεί κανείς ότι το υλικό τής ποίησης ανασύρεται από ένα βάθος, όπου το «ατομικό» με το «γενικό» δεν οριοθετούνται πια με απόλυτη ακρίβεια και όπου τα πράγματα δεν φέρουν πια τη σφραγίδα της ακριβούς προελεύσεώς τους και δεν συνέχονται αυτονόητα και αποκλειστικά με την προσωπικότητα του συγκεκριμένου ποιητή. Τουλάχιστον με εκείνη την προσωπικότητα που ο ίδιος γνωρίζει και με την οποίαν εκδηλώνεται – στον εξωτερικό κόσμο∙ και την οποία έχουν αποτυπώσει στη δική τους συνείδηση εκείνοι που τον περιβάλλουν.

Φαίνεται πως στα ομιχλώδη βάθη του ασυνείδητου, οι άνθρωποι δεν λειτουργούν πια σαν άτομα, αλλά σαν δέκτες και πομποί μιας ζωής, που εκτείνεται πέρα από τα όρια της προσωπικής τους ιστορίας. Και που ξεπερνά όλους τους σχηματικούς τύπους μιας συμβατικής καθημερινότητας, μιας οριοθετημένης χρονικότητας και μιας «περιγεγραμμένης» ατομικότητας. Σ’ αυτά τα βάθη, ο ποιητής έχει πεθάνει άπειρες φορές, έχει πιστέψει, έχει αγαπήσει, έχει προδοθεί. Σ’ αυτά τα βάθη η ανθρωπότητα καθημερινά καταστρέφεται, ο πλανήτης ερημώνεται, πολιτισμοί και ιδανικά καταρρέουν, ο άνθρωπος αναδεικνύεται, σ’ όλο το τραγικό μεγαλείο του, ως ο ήρωας ενός δράματος, του οποίου αγνοείται ο δραματουργός μα και η τελική, η απώτατη έκβαση.

Βέβαια, ο κόσμος του συλλογικού ασυνείδητου είναι απέραντος σε βάθος και σε έκταση και, συνεπώς, οι «γεωγραφικές συντεταγμένες» απ’ όπου κάποιος ποιητής αντλεί κάθε φορά το υλικό του διαφέρουν, όπως είναι ευνόητο, από περίπτωση σε περίπτωση. Εδώ παίζει ασφαλώς κάποιο ρόλο η συγκεκριμένη προσωπικότητα, με όλες τις ιδιαιτερότητές της και όλες τις πολύπλοκες εκφάνσεις της. Έτσι εξηγείται εξ άλλου η αντιφατικότητα και η αυτοαναίρεση που χαρακτηρίζουν συχνά το έργο των ποιητών, μια και από τη σκοπιά τού συλλογικού ασυνείδητου, καθένας απ’ αυτούς δεν είναι μόνον ένας αλλά πολλοί –συχνά διαφορετικοί, κάποτε δε και εκ διαμέτρου αντίθετοι– χαρακτήρες.

Σε τέτοια απροσμέτρητα βάθη λοιπόν κυοφορείται το ποίημα. Και μόνον ύστερα από τη γέννησή του, ο ποιητής αναδύεται και πάλι στον κόσμο τής καθημερινής συμβατικής του ζωής, μέσα στον οποίο προσλαμβάνει ξανά τα στοιχεία της προσωπικότητάς του, δηλαδή μορφή, χαρακτήρα, ιστορία. Μιας προσωπικότητας που οι άλλοι καλοπροαίρετα του αποδίδουν και ο ίδιος καλοπροαίρετα αποδέχεται. Και που δεν είναι καθόλου επίπλαστη. Γιατί είναι εξίσου γνήσια και αυθεντική όσο και η προσωπικότητα κάθε άλλου ανθρώπου, όπως αυτή εκδηλώνεται στην καθημερινή του ζωή. Πίσω εν τούτοις από την οποία, όπως και πίσω από ολόκληρο το πλέγμα των φαινομένων τού επιστητού, ανεξιχνίαστο εκτείνεται το απροσπέλαστο χάος.

* Σημείωση: Το δοκίμιο «Ο ποιητής και το ποίημα» δημοσιεύτηκε σε μια πρώτη μορφή στο περιοδικό «Ευθύνη», τεύχος 223, Ιούλιος 1990. Μεταφέρεται εδώ σαν επίλογος, που διευκολύνει πιθανόν την κατανόηση ορισμένων πτυχών αυτού του βιβλίου.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Υπήρξε (1999) του Ορέστη Αλεξάκη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ορέστης Αλεξάκης

Μάρκος Μέσκος: στον Ενικό και Πληθυντικό ψίθυρο (XLI)

στον Ενικό και Πληθυντικό ψίθυρο

XLI

Πλην των ταλαντούχων δημιουργών υπάρχουν και οι ταλαντούχοι δύσκολοι αναγνώστες (ας μην το ξεχνούμε). Που κινητοποιούν το κείμενο βοηθώντας και τον δικό τους κόσμο.

Υπάρχει λοιπόν μια περίεργη και περίτεχνη σχέση ανάμεσα στην Ποίηση και τον εραστή αναγνώστη.
Σχέση διαρκούς αναφοράς εκατέρωθεν, ιερή, πολλαπλή. Αν είναι επιπόλαιη δεν μετράει.

Από το βιβλίο στον Ενικό και Πληθυντικό ψίθυρο (2009) του Μάρκου Μέσκου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Μάρκος Μέσκος

Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου: «Πήγα στην ποίηση εν αγνοία μου»

Πήγα στην ποίηση εν αγνοία μου

Κάθε φορά που ανοίγω ένα βιβλίο, οι λέξεις μού φαίνονται καινούργιες, ζωντανές, σαν να ’χουν πλυθεί λίγο πριν κάτω από ήλιους και φεγγάρια ή μέσα στα νερά του Πηλίου, τρεχάμενα ρω και ρα στ’ αυλάκια, θαρρείς ροές ρημάτων και λέξεις ρέουσες κυλούν βιαστικά και ανήσυχα ή παιχνιδιάρικα και περιπαιχτικά, σαν να φωνάζουν δυνατά: γεια σας, ρέω, έχω ροή, ριγώ, ριζώνω δέντρα, είμαι ο ρέκτης της φύσης.

Θυμάμαι ότι στην Πορταριά οι γονείς μας βάζανε μεγάλα καρπούζια μέσα στ’ αυλάκια, και με τι ορμή περνούσαν από πάνω τους τα νερά, μ’ έναν θόρυβο εκκωφαντικό κιόλας, κι όταν ερχόταν το μεσημέρι τα σήκωναν μέσ’ από κει, τ’ ασήκωτα, τα παμβάρια απ’ το ίδιο τους το βάρος κι από τα αλλεπάλληλα νερά που απ’ το πρωί τα είχαν χτυπήσει ανελέητα κι αδιάφορα μαζί∙ μπούζια μπούζια να σου πονάνε τα χέρια, τα ’βαζαν ανάμεσα στα σκέλια τους και τα ’σφαζαν μ’ ένα χοντρό μαχαίρι, κρακ και κρακ, τα ξεκοίλιαζαν στο πι και φι, κι από την κόκκινη καρδιά τους βάφονταν ρούχα, χούφτες και στόματα, σαν σε πρωτόγονη θρησκευτική τελετή, ιεροτελεστία του καλοκαιριού, να καθαριστούν, θαρρείς, από τα άσεμνα πλαταγίσματα των χειλιών, να πέσουν απ’ τα μάγουλα οι κρεμαστές καρπουζένιες σάρκες. Έπειτα, κάτω απ’ τις καστανιές που βουουου… βουουου… μας κοίμιζαν γλυκά και εφιαλτικά μαζί, στ’ αυλάκια τα νερά ρημάζαν πέτρες και πετρίτσες, φύλλα και φλούδια, μικρά κοκάλινα κουκλάκια, γυμνά, με ανοιχτά ματάκια, ενώ τα ρω και τα ρα σαν να ’χαν ραβαΐσια ατελείωτα, χάνονταν κατά τους γκρεμούς και τους καταρράχτες, εν κρυπτώ και παραβύστω.

Ραββί, Ραββί μου, πού πήγαιναν τόσα νερά;

Έτσι μου δίνονται λοιπόν κάθε φορά οι λέξεις, υγρές, καθαρές, μ’ ένα νερό που στραφταλίζει κάτω απ’ τα μάτια μου, μέσα στο βλέμμα μου και το αλλάζει και δεν είναι τότε δικό μου παρά ένα φως που με νουθετεί και συγχρόνως μ’ εξουσιάζει.

Δεν ξέρω όμως, ποτέ δεν είμαι σίγουρη αν αυτό το φως είναι κιόλας ένα σκοτάδι προηγμένο και καθόλου αθώο βέβαια, ή αν οι μεταμορφώσεις του έχουν να κάνουν μόνο με το απτό γεγονός των δικών μου ματιών κι όχι με του κόσμου την νοοτροπία ότι: νύχτωσε πλέον και πρέπει να κοιμηθούμε.

Πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να κοιτάζει τα γράμματα, τις λέξεις, σαν αντικείμενα που από τη μια μεριά έχουν κάτι το αναπάντεχο (με την έννοια της δική μου αντοχής στη σχέση μου μ’ αυτά, κάτω από μια δοκιμασία διπλή, η οποία ξεφεύγει από τον έλεγχό μου κι ακόμα από την κατανόησή μου όσον αφορά την ύπαρξή τους στη ζωή μου), κι από την άλλη μεριά έχουν μια γνωστή, σχεδόν οικεία φυσιογνωμία, γνώριμη από τότε που ένα άλφα άσπρο στάθηκε μπροστά μου και με κοίταξε σαν καλοκάγαθο ά-λογο κι ένα ω-μέγα θεόρατο με στόμα ολάνοιχτο, αδηφάγο, με περίμενε στη γωνία να με καταβροχθίσει.

Ίσως γι’ αυτό δεν μπόρεσα ακόμα να καταλάβω αυτή τη σχέση μου με την ανάγνωση και τη γραφή, αν δηλαδή είναι σχέση αθωότητας, ελευθερίας ή η πιο βασανιστική, η πιο δεσμευτική κατηγορία σχέσης.

Δεν φαντάστηκα καν απ’ την αρχή ότι η προσχώρησή μου, η παραχώρηση δηλαδή του εαυτού μου στην ποίηση θα ήταν μια παγίδα, κι όταν λέω παγίδα εννοώ μια αφοσίωση η οποία a priori θέτει τους δικούς της όρους, αδιαφορώντας για τους ορισμούς και όλους τους –ισμούς που πολλές φορές διαπραγματεύονται τους βηματισμούς μας με αποτέλεσμα να διανύουμε έναν δρόμο για λογαριασμό τους, χωρίς ποτέ να μας δίνουν λογαριασμό για τις καταθέσεις και τις αναλήψεις μας.

Κάποτε, σ’ ένα credo, μεταξύ άλλων είχα διατυπώσει και τα εξής: Άρχισα να γράφω ποιήματα σε μια προσπάθεια να εκφραστώ μέσα από τις αντινομίες της ζωής, μέσα από τη δραματική αντίφαση της ύπαρξης και τη βεβαιότητα του θανάτου. Σήμερα βρίσκω αυτά τα λόγια μου μεγαλόστομα και ψεύτικα, με μια λέξη μπούρδες (κάτι ξέρουν οι Γάλλοι), επειδή είναι καιρός που πιστεύω ότι τίποτε απ’ αυτά δεν είναι συνειδητό, γιατί, αν ήταν, μπορεί κιόλας να κατέστρεφε την ίδια την ποίηση.

Είναι άραγε η ποίηση μια απόφαση ζωής;

Θα σας διηγηθώ μονάχα ένα περιστατικό απ’ τα δικά μου παθήματα. Ένα απόγευμα χτυπήσαν από κάτω το κουδούνι του σπιτιού μας οι αγαπημένες μου φιλενάδες και με ρωτήσαν αν μπορούσαν ν’ ανέβουν απάνω να με δουν. Αρνήθηκα με μασημένα λόγια που έκρυβαν και κάποια ντροπή από μέρους μου, αλλά αρνήθηκα επειδή εκείνη ακριβώς τη στιγμή έτυχε να βρίσκομαι σ’ ένα δύσκολο σημείο γραφής ως προς την ολοκλήρωση ενός ποιήματος. Αυτή την άρνησή μου ξέρω ότι δεν μου τη συγχώρησαν, επειδή αισθάνθηκαν ότι τις είχα ανταλλάξει, δηλαδή προδώσει, όχι για τριάκοντα αργύρια, αλλά για λίγες… ψωρολέξεις, ενώ εκείνες —όχι οι λέξεις— θα έκαναν για μένα το παν αν συνέτρεχε λόγος.

Όμως δεν πρόκειται εδώ για συγκρούσεις με ανθρώπινες παραμέτρους και αισθήματα, επειδή, έτσι κι αλλιώς, ο αφοσιωμένος στην ποίηση είναι ή θα όφειλε να είναι διατεθειμένος να υποστεί τους λογής κοινωνικούς μας μορφασμούς καθώς και την απροκάλυπτη ή έστω λανθάνουσα αντίδραση.

Καθώς σιγά σιγά και βαθμηδόν κατακυριεύεται το ατομικό και το προσωπικό σύμπαν του ποιητή από κείνους τους ρυθμούς οι οποίοι έχουν την ικανότητα να τον σηκώνουν και να τον μεταφέρουν πέραν της καθημερινής και άχαρης πραγματικότητας, μοιραία αντιλαμβάνεται ότι η σύγκρουσή του δεν είναι παρά μονάχα σύγκρουση με τον ίδιο τον εαυτό του και σε επίπεδο ηθικό και αισθητικό.

Πήγα στην ποίηση και στο ποίημα εν αγνοία μου∙ με τυφλά μάτια∙ όπως δηλαδή πηγαίνει κανείς στη ζωή.

Όταν συνειδητοποίησα την παθιασμένη σχέση μου με το χαρτί και το μολύβι, τη συναναστροφή μου με ό,τι ονομάζουμε καλογερίστικη εξουσία, ήτανε πια πολύ αργά αυτή η «θεία ψύχωση» να μεταστραφεί… σε μετάνοια και έκφραση συντριβής.

Κι αυτό το ποίημα ακόμη, με το οποίο θα κλείσω και την αποψινή μου κατάθεση ενώπιόν σας, δεν αποκαθαίρει τις πράξεις καμιάς δήθεν αυτοσυνείδησης.

Του λόγου το αληθές

Έμαθα να μιλάω λοιπόν;
Τότε πώς εξηγείται
Η συστολή του στόματός μου
Μπροστά στο άλφα και το ωμέγα
Η παλινδρόμηση της γλώσσας μου
Στα βρεφικά άου αγκού μα μπα
Κρόσσια φθαρμένα οι λέξεις μου
Απ’ των χειλιών μου το γκρεμό
Να καταπιώ τη γλώσσα μου
Δύσκολο διάβημα οδυνηρό
Όταν συριστικά ερπετά
Ρουφούν ασύστολα τα χειλικά
Και τα υγρά μου
Κι ο ουρανίσκος πλαταγίζει με απόγνωση
Το άδειο του στερέωμα

Το κείμενο αυτό διαβάστηκε από την Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου κατά την εκδήλωση που διοργάνωσε προς τιμήν της το περιοδικό Γράμματα και τέχνες, με την ενίσχυση του Υπουργείου Πολιτισμού, στο «Σπίτι της Κύπρου» (Αθήνα), στις 4 Δεκεμβρίου 1998.

Αργότερα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γράμματα και Τέχνες, Γ’ Περίοδος, τεύχος 85, Οκτώβριος-Φεβρουάριος 1999.

Πηγή: Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, Επιλογές και σύνολα, εκδόσεις «Νησίδες», 2001

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου