Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Μουσική & στίχοι:Παντελής Θαλασσινός Τραγούδι:Πέτρος Γαϊτάνος Δίσκος:Γυάλινος δρομέας (1992)
Στο κάστρο το παλιό σε κάποιο τοίχο σου ’χα γράψει «σ’ αγαπώ» το πιο γλυκό μου μήνυμα Το πλήρωσα κι αυτό τόσο ακριβά που να μην ξέρω αν σε μισώ είναι βαρύ το τίμημα
Είμαι εδώ και είσαι εκεί εγώ στη δύση κι εσύ στην ανατολή είμαστε στίχοι που δε χώρεσαν μαζί στη μουσική
Κουράγιο πού να βρω να ξαναγγίξω το κορμί σου το γλυκό της ομορφιάς το χάρισμα Δε θ’ ανταποκριθώ όπως εκείνο τον παλιό καλό καιρό στου φεγγαριού το κάλεσμα
Είμαι εδώ και είσαι εκεί εγώ στη δύση κι εσύ στην ανατολή είμαστε στίχοι που δε χώρεσαν μαζί στη μουσική
Στο κάστρο το παλιό σε κάποιο τοίχο σου ’χα γράψει «σ’ αγαπώ» το πιο γλυκό μου μήνυμα
Τα μάτια κλείστε
γλυκά ακουμπήστε
στην κουπαστή
Το σώμα αφήστε
φτερό στον άνεμο
να ζαλιστεί
Είναι μια νύχτα μια τρελή βραδιά
που λάμπουν τ’ άστρα λάμπει κι η καρδιά
και κάπου απέναντι είναι το νησί
που ’χει κοράλλια κι αμμουδιά χρυσή
κι αυτό τ’ αγέρι πώς, γλιστράει σαν χέρι πώς
και φέρνει σήμερα μια τέτοια χίμαιρα
ξανά στο φως
Τα μάτια κλείστε
γλυκά ακουμπήστε
στην κουπαστή
Τον χρόνο αφήστε
καινούρια ψέματα
να φανταστεί
Και τι μας νοιάζει πια
αφού κι η νύχτα πήρε τα κουπιά
τα μάτια κλείστε
και δώστε στ’ όνειρο
τρελά φιλιά
Μουσική:Μάνος Λοΐζος Στίχοι:Άκος Δασκαλόπουλος Τραγούδι:Μάνος Λοΐζος (από πρόχειρη ηχογράφηση του συνθέτη στο σπίτι του) Δίσκος:Οι μπαλάντες του Μάνου(1992)
Κι αν τα μάτια σου δεν κλαίνε
έχουν λόγο και μου λένε
για τον πόνο που πονούν
Μ’ ένα βλέμμα λυπημένο
πρωινό συννεφιασμένο
για την άνοιξη ρωτούν
Με κοιτάζουν, μου μιλούν και απορούν
αχ τα μάτια σου
για τα όνειρα που κάναμε ρωτούν
αχ τα μάτια σου
Μάτια παραπονεμένα
μάτια που είσαστε για μένα
θάλασσες υπομονής
Με κλωστούλες ασημένιες
πλέκω τις κρυφές σας έννοιες
σε τραγούδι της ζωής
Έβγαλε βρόμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε
είμαστε λέει το παρατράγουδο στα ωραία άσματα
και επιτέλους σκασμός οι ρήτορες πολύ μιλήσαμε
στο εξής θα παίζουμε σ’ αυτό το θίασο μόνο ως φαντάσματα
Κάτω οι σημαίες στις λεωφόρους που παρελάσαμε
άλλαξαν λέει τ’ ανεμολόγια και οι ορίζοντες
μας κάνουν χάρη που μας ανέχονται και που γελάσαμε
τώρα δημόσια θα έχουν μικρόφωνο μόνο οι γνωρίζοντες
Βγήκαν δελτία και επισήμως ανακοινώθηκε,
είμαστε λάθος μες στο κεφάλαιο του λάθος λήμματος
ο σάπιος κόσμος εκεί που σάπιζε ξανατονώθηκε
κι οι εξεγέρσεις μας είναι εν γένει εκτός του κλίματος
Δήλωσε η τσούλα η ιστορία ότι γεράσαμε
τις εμμονές μας περισυλλέγουνε τα σκουπιδιάρικα
όνειρα ξένα ράκη αλλότρια ζητωκραυγάσαμε
και τώρα εισπράττουμε απ’ την εξέδρα μας βροχή δεκάρικα
Ξέσκισε η πόρνη η ιστορία αρχαία οράματα
τώρα για σέρβις μας ξαποστέλνει και για χαμόμηλο
την παρθενιά της επανορθώσαμε σφιχτά με ράμματα
την κουβαλήσαμε και μας κουβάλησε στον ανεμόμυλο
Χτύπησε το κουδούνι μου
χάραμα ο Βεελζεβούλ
διάβολος φτωχοδιάβολος
κι απελπισμένος φουλ
«Κοίταξε τι μπορείς να κάνεις
γιατί είμαι ρέστος και χαρμάνης
μ’ έριξαν οι άνωθεν στη λάντζα
ψάχνω για καμιά καλή καβάτζα
δεν είναι να εμπιστεύεσαι
πια τους πολιτισμένους
κάνουν νομίμως έξωση
και στους κολασμένους»
Άλα της, διαβολάκο
τ’ αφεντικά της Κόλασης
σου σκάψανε το λάκκο
Έπεσε στο καθιστικό
τάβλα ο εξαποδώ
άθλιος ο τρισάθλιος
ντρέπομαι και να δω
«Δεν έχω πια πρεστίζ και σέβας
κι ας ήμουν γκόμενος της Εύας
δε με φοβούνται ούτε οι θρήσκοι
και με νομίζουν μπόμπα ουίσκι
δεν είναι να εμπιστεύεσαι
της αγοράς τα ήθη
έτσι που ξεφτιλίσανε
και το παραμύθι»
Άλα της, διαβολάκο
τ’ αφεντικά της κόλασης
σου σκάψανε το λάκκο
Έτρεμε στο μανδύα του
ψόφιος ο Βεελζεβούλ
δύστυχος ο πανδύστυχος
αλλά κρατιόταν κουλ
«Ξέρεις κανένα να ‘χει βίτσια
τα όργανα δίνω για σερβίτσια
στους κολλητούς σου ρίξε σύρμα
μπας και πουλήσουμε τη φίρμα
κι αν ξέρεις κάνα ακόλαστο
τι προσφορά μάς δίνει
να πάρει ένα διάολο
από ελεημοσύνη»
Άλα της, διαβολάκο
τ’ αφεντικά της κόλασης
σου σκάψανε το λάκκο