Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Μουσική:Σταύρος Ξαρχάκος Στίχοι:Βασίλης Ανδρεόπουλος Τραγούδι:Νίκος Ξυλούρης Δίσκος:Διόνυσε καλοκαίρι μας (1972)
Αυτόν τον κόσμο τον καλό τον χιλιομπαλωμένο βρε, ράβε ξήλωνε δουλειά να μη σου λείπει
Αυτόν τον κόσμο τον καλό άλλοι τον είχαν πρώτα γέλα, φίλε μου δεν είναι και για λύπη
Αυτόν τον κόσμο τον καλό σ’ εμάς τον παραδώσανε τρέχα, φίλε μου και μη βαριά τον παίρνεις
Αυτόν τον κόσμο τον καλό άλλοι τον καρτεράνε σκέψου, φίλε μου την ώρα που θα φεύγεις
Το πασίγνωστο «Αυτόν τον κόσμο τον καλό» γράφτηκε για το θεατρικό έργο του Βασίλη Ανδρεόπουλου «Έι! Νοικοκυραίοι» που ανέβηκε στο θέατρο «Όρβο» από τον θίασο του Στέφανου Ληναίου και της Έλλης Φωτίου. [Πηγή: vinylmaniac.madblog.gr]
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός Τραγούδι: Νίκος Ξυλούρης (πρώτη εκτέλεση από τον Γιάννη Μαρκόπουλο) Δίσκος: Τα τραγούδια του νέου πατέρα (1972)
Την εικόνα σου σεβάστηκα
στη φλόγα δεν εκράτησα
την εικόνα την καλή
θα σου φέρω μιαν αυγή
Χρώματα χρώματα
άσε τα καμώματα
χρώματα χρώματα
χρώματα κι αρώματα
Την εικόνα σου σεβάστηκα
και κράτησα
και τα χέρια μου θα ενώσω
πριν στη ζητιανιά τη δώσω
Χρώματα χρώματα
χρώματα κι αρώματα
χρώματα χρώματα
άσε τα καμώματα
Ήτανε μια φορά
μια μάνα με δυο παιδιά
το ’να τ’ αγάπαγε ο Χριστός
και τ’ άλλο η Παναγιά
Μαύρος αϊτός περνά
και παίρνει τα δυο παιδιά
το ’να μακριά στη θάλασσα
και τ’ άλλο στα βουνά
«Μαύρε αϊτέ, πού πας;»
φωνάζουνε τα παιδιά
δρόμος μακρύς ο πόλεμος
κι η μάνα μας γερνά
«Μαύρε αϊτέ, πού πας;»
φωνάζουνε τα παιδιά
δρόμος μακρύς ο θάνατος
κι η μάνα μας πονά
Μια σκοτεινή βραδιά
χαθήκανε τα παιδιά
το ’να το πήρε ο Χριστός
και τ’ άλλο η Παναγιά
Μαύρος αϊτός περνά
τη μάνα τους προσκυνά
στο μάτι του τ’ αδάκρυτο
δάκρυ πικρό κυλά
Μαύρε αϊτέ, μην κλαις
τα δυο μου τα ορφανά
δρόμος μακρύς ο πόλεμος
και ποιος ξαναγυρνά
Μαύρε αϊτέ, μην κλαις
τα χρόνια μου τα στερνά
δρόμος μακρύς ο θάνατος
και ποιος τον λησμονά
Μια Κυριακή στη Λάρισα
τριαντάφυλλο σου χάρισα
μα πριν ακόμα μαραθεί
είχες χαθεί
Μια Κυριακή στα Τρίκαλα
άρχισ’ η μέρα να γελά
βγήκε στο δρόμο μια ψυχή
κι ήρθε βροχή
Είδες είδες είδες είδες
όλα είναι τυχερά
βάσανα καημοί κι ελπίδες
έρχονται με τη σειρά
της ζωής οι καταιγίδες
παν μαζί με την χαρά
είδες είδες είδες είδες
όλα είναι τυχερά
Είδες είδες είδες είδες
όλα είναι τυχερά
άγγελοι και σταυρωτήδες
τρέχουνε στο σιδερά
με καινούριες αλυσίδες
να μας δέσουν τα φτερά
είδες είδες είδες είδες
όλα είναι τυχερά
Μια Κυριακή στη Φλώρινα
δυο μάτια φθινοπωρινά
πριν τα γλυκάνει ο ουρανός
γίναν καπνός
Μια Κυριακή στην Καστοριά
στης λίμνης την ανηφοριά
πήγα να δέσω το κουπί
κι είχε κοπεί
Είδες είδες είδες είδες
όλα είναι τυχερά
βάσανα καημοί κι ελπίδες
έρχονται με τη σειρά
της ζωής οι καταιγίδες
παν μαζί με την χαρά
είδες είδες είδες είδες
όλα είναι τυχερά
Είδες είδες είδες είδες
όλα είναι τυχερά
άγγελοι και σταυρωτήδες
τρέχουνε στο σιδερά
με καινούριες αλυσίδες
να μας δέσουν τα φτερά
είδες είδες είδες είδες
όλα είναι τυχερά
Κάτω στο μεγάλο δρόμο
είχαμε τα νιάτα νόμο
και με το σταυρό στον ώμο
προχωρήσαμε
Ήταν δύσκολα τα χρόνια
μπόρες πυρκαγιές και χιόνια
ζήσαμε την καταφρόνια
και χωρίσαμε
Φίλος ήσουν κι αδερφός
Άι-Δημήτρης μου κρυφός
έλα κάνε τη ζωή δροσιά
μες στην κοσμοχαλασιά
κάνε τη ζωή δροσιά
μες στην κοσμοχαλασιά
φίλος ήσουν πάντα κι αδερφός
Άι-Δημήτρης μου κρυφός
Κάτω στο μεγάλο δρόμο
είχες την αγάπη νόμο
κι έστειλες με ταχυδρόμο
χαιρετίσματα
Γύρνα τώρα την ανέμη
να σου φέρουν οι ανέμοι
της καρδούλας μου που τρέμει
φτερουγίσματα
Φίλος ήσουν κι αδερφός
Άι-Δημήτρης μου κρυφός
έλα κάνε τη ζωή δροσιά
μες στην κοσμοχαλασιά
κάνε τη ζωή δροσιά
μες στην κοσμοχαλασιά
φίλος ήσουν πάντα κι αδερφός
Άι-Δημήτρης μου κρυφός
Σαράντα παλικάρια στην άκρη του γιαλού
επαίξανε στα ζάρια τη μικρή Ραλλού
σ’ ανατολή σε δύση σε κόσμο και ντουνιά
ρωτάν ποιος θα κερδίσει την ομορφονιά
Μικρό το καλοκαίρι μεγάλος ο καιρός
κανείς όμως δεν ξέρει ποιος θα ’ναι ο τυχερός
Σαράντα παλικάρια στην άκρη του γιαλού
επαίξανε στα ζάρια τη μικρή Ραλλού
Σαράντα παλικάρια με λιονταριού καρδιά
ερίξανε τα ζάρια μια τρελή βραδιά
ζηλεύει το φεγγάρι και στέλνει απ’ τα βουνά
τον μαύρο καβαλάρη που μας κυβερνά
Κι ο χάροντας σα φίδι τραβάει την κοπελιά
σ’ αγύριστο ταξίδι σ’ ανήλιαγη σπηλιά
Σαράντα παλικάρια στην άκρη του γιαλού
εχάσανε στα ζάρια τη μικρή Ραλλού