Τραβήξανε ψηλά (Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Τραβήξανε ψηλά

Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος (από τη συλλογή Αγρύπνια (1954))
Σύνθεση, ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Έργο: Ρωμιοσύνη (1966)

Τραβήξανε ψηλά, πολύ ψηλά.
Δύσκολο πια να χαμηλώσουνε.
Δύσκολο και να πουν το μπόι τους.

Μέσα στ’ αλώνια όπου δειπνήσαν μια νυχτιά
τα παλικάρια
μένουνε τα λιοκούκουτσα
και το αίμα ξερό του φεγγαριού
κι ο δεκαπεντασύλλαβος απ’ τ’ άρματά τους.

Μένουν τα κυπαρίσσια κι ο δαφνώνας.

Τι λέει ο Μίκης Θεοδωράκης για το έργο «Ρωμιοσύνη»:

Δεν ήταν μόνο η μουσική, η ποίηση, το τραγούδι…

Στα δύο κορυφαία έργα μου στον τομέα της έντεχνης λαϊκής μουσικής, τον Επιτάφιο και τη Ρωμιοσύνη, είχα την αίσθηση ότι η μελωδία ξεπήδησε σαν αρτεσιανό νερό μέσα από τους στίχους. Τι να συνέβαινε άραγες;

Νομίζω ότι αυτή η ταύτισή μου με τον ποιητή, που ξεπερνούσε τα όρια της ποίησης κι απλωνόταν σε όλο το χώρο της ζωής, της εργατικότητας, της δημιουργικότητας, της ιδεολογίας, της στάσης ζωής, της κοινής πίστης σε μια κοινή κλίμακα αξιών, στην ταυτόσημη αντιμετώπιση του χρέους, τέλος, στην κοινή μας στράτευση στο στρατόπεδο της Αριστεράς, της Εθνικής Αντίστασης, της Ελευθερίας και της αφοσίωσης στο ιδεώδες της Εθνικής Αναγέννησης, όλα αυτά δημιούργησαν μια ταυτότητα, θα έλεγα, στις δύο ευαισθησίες μας. Γίναμε συγκοινωνούντα δοχεία, απ’ όπου ποίηση και μουσική περνούσε η μια στην άλλη ώσπου να πάρουν μια τρίτη διάσταση: το τραγούδι.

Στη γιορτή των Φώτων στα 1966, κάποιο άγνωστο χέρι τοποθέτησε το χειρόγραφο του Ρίτσου πάνω στο αναλόγιο του πιάνου μου στη Νέα Σμύρνη.

Τη Ρωμιοσύνη μού την είχαν φέρει στο σπίτι γυναίκες κρατουμένων πολλά χρόνια πριν. Είχαν περάσει πρώτα απ’ τον Ρίτσο, που διάλεξε ο ίδιος τα αποσπάσματα από την Αγρύπνια για να μου τα εμπιστευθεί. Όμως τα χειρόγραφα σκεπάστηκαν από άλλα. Χάθηκαν. Ξεχάστηκαν… Ώσπου εκείνη ακριβώς τη στιγμή κάποιο χέρι (χωρίς να ξέρει κανείς το πώς και το γιατί) τα ανέσυρε και τα ακούμπησε στο πιάνο. Είχαν προηγηθεί συγκρούσεις στον Πειραιά με την Αστυνομία. Ο άγριος ξυλοδαρμός και η κακοποίησή μου, γεγονότα που με επηρέασαν βαθιά. Τόσο που, μόλις διάβασα τον πρώτο στίχο, Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό… κάθισα, όπως ήμουν λερωμένος με λάσπη και αίματα και συνέθεσα μονορούφι τη Ρωμιοσύνη.

Όταν την άλλη μέρα την άκουσε ο Ρίτσος, έμεινε άφωνος. Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο χαρούμενο, τόσο συγκλονισμένο, όσο τη μέρα που στο Κεντρικόν, που ήταν γεμάτο με αντιστασιακούς, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε τη Ρωμιοσύνη.

Θυμάμαι τον Χατζιδάκι στα παρασκήνια να του λέει: «Είσαι ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του αιώνα μας». Ήταν η μεγάλη στιγμή που αποδέχτηκε τη φωνή και ο Ρίτσος, που απ’ την εποχή του Επιτάφιου τον βασάνιζε η ιδέα πως έπρεπε να τον τραγουδήσει γυναίκα με λαϊκή φωνή. […]

Μίκης Θεοδωράκης
(Απόσπασμα από κείμενο του συνθέτη που γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1995 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελί-τροχος)

Τι λέει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης για το έργο «Ρωμιοσύνη»:

Το πιο δύσκολο έργο…

«… Από τα έργα του Μίκη Θεοδωράκη, εκείνο που με δυσκόλεψε πάρα πολύ και το θεωρώ από τα μεγαλύτερα είναι η Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου. Σ’ αυτό το έργο χάθηκα. Έκανα πρόβα δυόμισι μήνες για να μπω στο νόημα της μελωδίας και του στίχου. Τότε βρήκα τον αληθινό μου εαυτό. Ήταν αυτό που με γέμισε. Ήταν η πιο μεγάλη στιγμή της καριέρας μου και της ζωής μου» λέει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη τον Ιανουάριο του 1990.

«… Τα εννέα τραγούδια της Ρωμιοσύνης είχαν μια μελωδία που δεν την έπιανε το μυαλό μου. Μελωδία τρομερή, ασύλληπτη. Ο Θεοδωράκης στις πρώτες πρόβες μού έλεγε: «Λίγο αν προσέξεις στις πρόβες, θα τα καταφέρεις, Γρηγόρη. Το έργο αυτό απευθύνεται σε όλους τους Έλληνες. Μιλάει για το τι έχει τραβήξει η Ελλάδα. Τότε που κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι, που μπαίνανε στα σίδερα και στη φωτιά, που γέμιζαν τα κανόνια μόνο με την καρδιά τους». Και πάνω σ’ αυτή τη φοβερή ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ο Μίκης έχει γράψει μουσική για 100-200 χρόνια μπροστά. Σου το λέω υπεύθυνα εγώ, ο Γρηγόρης, που τραγούδησα τη Ρωμιοσύνη».
Γρηγόρης Μπιθικώτσης

(Αποσπάσματα από το βιβλίο «Γρηγόρης Μπιθικώτσης – Εγώ, ο Σερ…» με την επιμέλεια του Πάνου Γεραμάνη, εκδόσεις Κοχλίας, Αθήνα 2002)

Πηγή των κειμένων: ένθετο στο έργο Ρωμιοσύνη που διένειμε η εφημερίδα Καθημερινή το 2011

Συγκλονιστικά τα λόγια των δύο από τους συντελεστές του έργου και ακόμη συγκλονιστικότεροι οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου. Κάθε σχόλιο περιττεύει. Πάμε, λοιπόν, ν’ ακούσουμε τον Ρίτσο, τον Μίκη, τον Γρηγόρη, τον Κώστα και τον Λάκη, που τραγούδησαν τη Ρωμιοσύνη. Καλή ακρόαση!

Θα σημάνουν οι καμπάνες (Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Θα σημάνουν οι καμπάνες

Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος (από τη συλλογή Αγρύπνια (1954))
Σύνθεση, ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Έργο: Ρωμιοσύνη (1966)

Με τόσα φύλλα σού γνέφει ο ήλιος καλημέρα,
με τόσα φλάμπουρα λάμπει, λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο χώμα.

Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.

Κάτω απ’ το χώμα,
μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί-
προσμένουνε την ώρα,
προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση.

Τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας
δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει.

Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.

Τι λέει ο Μίκης Θεοδωράκης για το έργο «Ρωμιοσύνη»:

Δεν ήταν μόνο η μουσική, η ποίηση, το τραγούδι…

Στα δύο κορυφαία έργα μου στον τομέα της έντεχνης λαϊκής μουσικής, τον Επιτάφιο και τη Ρωμιοσύνη, είχα την αίσθηση ότι η μελωδία ξεπήδησε σαν αρτεσιανό νερό μέσα από τους στίχους. Τι να συνέβαινε άραγες;

Νομίζω ότι αυτή η ταύτισή μου με τον ποιητή, που ξεπερνούσε τα όρια της ποίησης κι απλωνόταν σε όλο το χώρο της ζωής, της εργατικότητας, της δημιουργικότητας, της ιδεολογίας, της στάσης ζωής, της κοινής πίστης σε μια κοινή κλίμακα αξιών, στην ταυτόσημη αντιμετώπιση του χρέους, τέλος, στην κοινή μας στράτευση στο στρατόπεδο της Αριστεράς, της Εθνικής Αντίστασης, της Ελευθερίας και της αφοσίωσης στο ιδεώδες της Εθνικής Αναγέννησης, όλα αυτά δημιούργησαν μια ταυτότητα, θα έλεγα, στις δύο ευαισθησίες μας. Γίναμε συγκοινωνούντα δοχεία, απ’ όπου ποίηση και μουσική περνούσε η μια στην άλλη ώσπου να πάρουν μια τρίτη διάσταση: το τραγούδι.

Στη γιορτή των Φώτων στα 1966, κάποιο άγνωστο χέρι τοποθέτησε το χειρόγραφο του Ρίτσου πάνω στο αναλόγιο του πιάνου μου στη Νέα Σμύρνη.

Τη Ρωμιοσύνη μού την είχαν φέρει στο σπίτι γυναίκες κρατουμένων πολλά χρόνια πριν. Είχαν περάσει πρώτα απ’ τον Ρίτσο, που διάλεξε ο ίδιος τα αποσπάσματα από την Αγρύπνια για να μου τα εμπιστευθεί. Όμως τα χειρόγραφα σκεπάστηκαν από άλλα. Χάθηκαν. Ξεχάστηκαν… Ώσπου εκείνη ακριβώς τη στιγμή κάποιο χέρι (χωρίς να ξέρει κανείς το πώς και το γιατί) τα ανέσυρε και τα ακούμπησε στο πιάνο. Είχαν προηγηθεί συγκρούσεις στον Πειραιά με την Αστυνομία. Ο άγριος ξυλοδαρμός και η κακοποίησή μου, γεγονότα που με επηρέασαν βαθιά. Τόσο που, μόλις διάβασα τον πρώτο στίχο, Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό… κάθισα, όπως ήμουν λερωμένος με λάσπη και αίματα και συνέθεσα μονορούφι τη Ρωμιοσύνη.

Όταν την άλλη μέρα την άκουσε ο Ρίτσος, έμεινε άφωνος. Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο χαρούμενο, τόσο συγκλονισμένο, όσο τη μέρα που στο Κεντρικόν, που ήταν γεμάτο με αντιστασιακούς, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε τη Ρωμιοσύνη.

Θυμάμαι τον Χατζιδάκι στα παρασκήνια να του λέει: «Είσαι ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του αιώνα μας». Ήταν η μεγάλη στιγμή που αποδέχτηκε τη φωνή και ο Ρίτσος, που απ’ την εποχή του Επιτάφιου τον βασάνιζε η ιδέα πως έπρεπε να τον τραγουδήσει γυναίκα με λαϊκή φωνή. […]

Μίκης Θεοδωράκης
(Απόσπασμα από κείμενο του συνθέτη που γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1995 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελί-τροχος)

Τι λέει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης για το έργο «Ρωμιοσύνη»:

Το πιο δύσκολο έργο…

«… Από τα έργα του Μίκη Θεοδωράκη, εκείνο που με δυσκόλεψε πάρα πολύ και το θεωρώ από τα μεγαλύτερα είναι η Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου. Σ’ αυτό το έργο χάθηκα. Έκανα πρόβα δυόμισι μήνες για να μπω στο νόημα της μελωδίας και του στίχου. Τότε βρήκα τον αληθινό μου εαυτό. Ήταν αυτό που με γέμισε. Ήταν η πιο μεγάλη στιγμή της καριέρας μου και της ζωής μου» λέει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη τον Ιανουάριο του 1990.

«… Τα εννέα τραγούδια της Ρωμιοσύνης είχαν μια μελωδία που δεν την έπιανε το μυαλό μου. Μελωδία τρομερή, ασύλληπτη. Ο Θεοδωράκης στις πρώτες πρόβες μού έλεγε: «Λίγο αν προσέξεις στις πρόβες, θα τα καταφέρεις, Γρηγόρη. Το έργο αυτό απευθύνεται σε όλους τους Έλληνες. Μιλάει για το τι έχει τραβήξει η Ελλάδα. Τότε που κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι, που μπαίνανε στα σίδερα και στη φωτιά, που γέμιζαν τα κανόνια μόνο με την καρδιά τους». Και πάνω σ’ αυτή τη φοβερή ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ο Μίκης έχει γράψει μουσική για 100-200 χρόνια μπροστά. Σου το λέω υπεύθυνα εγώ, ο Γρηγόρης, που τραγούδησα τη Ρωμιοσύνη».
Γρηγόρης Μπιθικώτσης

(Αποσπάσματα από το βιβλίο «Γρηγόρης Μπιθικώτσης – Εγώ, ο Σερ…» με την επιμέλεια του Πάνου Γεραμάνη, εκδόσεις Κοχλίας, Αθήνα 2002)

Πηγή των κειμένων: ένθετο στο έργο Ρωμιοσύνη που διένειμε η εφημερίδα Καθημερινή το 2011

Συγκλονιστικά τα λόγια των δύο από τους συντελεστές του έργου και ακόμη συγκλονιστικότεροι οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου. Κάθε σχόλιο περιττεύει. Πάμε, λοιπόν, ν’ ακούσουμε τον Ρίτσο, τον Μίκη, τον Γρηγόρη, τον Κώστα και τον Λάκη, που τραγούδησαν τη Ρωμιοσύνη. Καλή ακρόαση!

Ποιος να το πει (Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Ποιος να το πει

Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος (από τη συλλογή Αγρύπνια (1954))
Σύνθεση, ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Έργο: Ρωμιοσύνη (1966)

Και τώρα, πώς κλειδώσανε την πόρτα τους
τ’ αμπέλια μας,
πώς λίγνεψε το φως πάνω στη στέγη
και τα δέντρα,

ποιος να το πει πως βρίσκονται οι μισοί
κάτω απ’ το χώμα
κ’ οι άλλοι μισοί στα σίδερα;

Τι λέει ο Μίκης Θεοδωράκης για το έργο «Ρωμιοσύνη»:

Δεν ήταν μόνο η μουσική, η ποίηση, το τραγούδι…

Στα δύο κορυφαία έργα μου στον τομέα της έντεχνης λαϊκής μουσικής, τον Επιτάφιο και τη Ρωμιοσύνη, είχα την αίσθηση ότι η μελωδία ξεπήδησε σαν αρτεσιανό νερό μέσα από τους στίχους. Τι να συνέβαινε άραγες;

Νομίζω ότι αυτή η ταύτισή μου με τον ποιητή, που ξεπερνούσε τα όρια της ποίησης κι απλωνόταν σε όλο το χώρο της ζωής, της εργατικότητας, της δημιουργικότητας, της ιδεολογίας, της στάσης ζωής, της κοινής πίστης σε μια κοινή κλίμακα αξιών, στην ταυτόσημη αντιμετώπιση του χρέους, τέλος, στην κοινή μας στράτευση στο στρατόπεδο της Αριστεράς, της Εθνικής Αντίστασης, της Ελευθερίας και της αφοσίωσης στο ιδεώδες της Εθνικής Αναγέννησης, όλα αυτά δημιούργησαν μια ταυτότητα, θα έλεγα, στις δύο ευαισθησίες μας. Γίναμε συγκοινωνούντα δοχεία, απ’ όπου ποίηση και μουσική περνούσε η μια στην άλλη ώσπου να πάρουν μια τρίτη διάσταση: το τραγούδι.

Στη γιορτή των Φώτων στα 1966, κάποιο άγνωστο χέρι τοποθέτησε το χειρόγραφο του Ρίτσου πάνω στο αναλόγιο του πιάνου μου στη Νέα Σμύρνη.

Τη Ρωμιοσύνη μού την είχαν φέρει στο σπίτι γυναίκες κρατουμένων πολλά χρόνια πριν. Είχαν περάσει πρώτα απ’ τον Ρίτσο, που διάλεξε ο ίδιος τα αποσπάσματα από την Αγρύπνια για να μου τα εμπιστευθεί. Όμως τα χειρόγραφα σκεπάστηκαν από άλλα. Χάθηκαν. Ξεχάστηκαν… Ώσπου εκείνη ακριβώς τη στιγμή κάποιο χέρι (χωρίς να ξέρει κανείς το πώς και το γιατί) τα ανέσυρε και τα ακούμπησε στο πιάνο. Είχαν προηγηθεί συγκρούσεις στον Πειραιά με την Αστυνομία. Ο άγριος ξυλοδαρμός και η κακοποίησή μου, γεγονότα που με επηρέασαν βαθιά. Τόσο που, μόλις διάβασα τον πρώτο στίχο, Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό… κάθισα, όπως ήμουν λερωμένος με λάσπη και αίματα και συνέθεσα μονορούφι τη Ρωμιοσύνη.

Όταν την άλλη μέρα την άκουσε ο Ρίτσος, έμεινε άφωνος. Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο χαρούμενο, τόσο συγκλονισμένο, όσο τη μέρα που στο Κεντρικόν, που ήταν γεμάτο με αντιστασιακούς, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε τη Ρωμιοσύνη.

Θυμάμαι τον Χατζιδάκι στα παρασκήνια να του λέει: «Είσαι ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του αιώνα μας». Ήταν η μεγάλη στιγμή που αποδέχτηκε τη φωνή και ο Ρίτσος, που απ’ την εποχή του Επιτάφιου τον βασάνιζε η ιδέα πως έπρεπε να τον τραγουδήσει γυναίκα με λαϊκή φωνή. […]

Μίκης Θεοδωράκης
(Απόσπασμα από κείμενο του συνθέτη που γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1995 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελί-τροχος)

Τι λέει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης για το έργο «Ρωμιοσύνη»:

Το πιο δύσκολο έργο…

«… Από τα έργα του Μίκη Θεοδωράκη, εκείνο που με δυσκόλεψε πάρα πολύ και το θεωρώ από τα μεγαλύτερα είναι η Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου. Σ’ αυτό το έργο χάθηκα. Έκανα πρόβα δυόμισι μήνες για να μπω στο νόημα της μελωδίας και του στίχου. Τότε βρήκα τον αληθινό μου εαυτό. Ήταν αυτό που με γέμισε. Ήταν η πιο μεγάλη στιγμή της καριέρας μου και της ζωής μου» λέει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη τον Ιανουάριο του 1990.

«… Τα εννέα τραγούδια της Ρωμιοσύνης είχαν μια μελωδία που δεν την έπιανε το μυαλό μου. Μελωδία τρομερή, ασύλληπτη. Ο Θεοδωράκης στις πρώτες πρόβες μού έλεγε: «Λίγο αν προσέξεις στις πρόβες, θα τα καταφέρεις, Γρηγόρη. Το έργο αυτό απευθύνεται σε όλους τους Έλληνες. Μιλάει για το τι έχει τραβήξει η Ελλάδα. Τότε που κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι, που μπαίνανε στα σίδερα και στη φωτιά, που γέμιζαν τα κανόνια μόνο με την καρδιά τους». Και πάνω σ’ αυτή τη φοβερή ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ο Μίκης έχει γράψει μουσική για 100-200 χρόνια μπροστά. Σου το λέω υπεύθυνα εγώ, ο Γρηγόρης, που τραγούδησα τη Ρωμιοσύνη».
Γρηγόρης Μπιθικώτσης

(Αποσπάσματα από το βιβλίο «Γρηγόρης Μπιθικώτσης – Εγώ, ο Σερ…» με την επιμέλεια του Πάνου Γεραμάνη, εκδόσεις Κοχλίας, Αθήνα 2002)

Πηγή των κειμένων: ένθετο στο έργο Ρωμιοσύνη που διένειμε η εφημερίδα Καθημερινή το 2011

Συγκλονιστικά τα λόγια των δύο από τους συντελεστές του έργου και ακόμη συγκλονιστικότεροι οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου. Κάθε σχόλιο περιττεύει. Πάμε, λοιπόν, ν’ ακούσουμε τον Ρίτσο, τον Μίκη, τον Γρηγόρη, τον Κώστα και τον Λάκη, που τραγούδησαν τη Ρωμιοσύνη. Καλή ακρόαση!

Δέντρο το δέντρο (Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Δέντρο το δέντρο

Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος (από τη συλλογή Αγρύπνια (1954))
Σύνθεση, ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Έργο: Ρωμιοσύνη (1966)

Δέντρο το δέντρο, πέτρα την πέτρα
πέρασαν τον κόσμο,
μ’ αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.

Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια
σαν ποτάμι.

Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μιαν οργιά ουρανό-
για να το δώσουν.
Κι όταν χορεύαν στην πλατεία,
μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια
και κουδουνίζανε τα γυαλικά στα ράφια.

Τι λέει ο Μίκης Θεοδωράκης για το έργο «Ρωμιοσύνη»:

Δεν ήταν μόνο η μουσική, η ποίηση, το τραγούδι…

Στα δύο κορυφαία έργα μου στον τομέα της έντεχνης λαϊκής μουσικής, τον Επιτάφιο και τη Ρωμιοσύνη, είχα την αίσθηση ότι η μελωδία ξεπήδησε σαν αρτεσιανό νερό μέσα από τους στίχους. Τι να συνέβαινε άραγες;

Νομίζω ότι αυτή η ταύτισή μου με τον ποιητή, που ξεπερνούσε τα όρια της ποίησης κι απλωνόταν σε όλο το χώρο της ζωής, της εργατικότητας, της δημιουργικότητας, της ιδεολογίας, της στάσης ζωής, της κοινής πίστης σε μια κοινή κλίμακα αξιών, στην ταυτόσημη αντιμετώπιση του χρέους, τέλος, στην κοινή μας στράτευση στο στρατόπεδο της Αριστεράς, της Εθνικής Αντίστασης, της Ελευθερίας και της αφοσίωσης στο ιδεώδες της Εθνικής Αναγέννησης, όλα αυτά δημιούργησαν μια ταυτότητα, θα έλεγα, στις δύο ευαισθησίες μας. Γίναμε συγκοινωνούντα δοχεία, απ’ όπου ποίηση και μουσική περνούσε η μια στην άλλη ώσπου να πάρουν μια τρίτη διάσταση: το τραγούδι.

Στη γιορτή των Φώτων στα 1966, κάποιο άγνωστο χέρι τοποθέτησε το χειρόγραφο του Ρίτσου πάνω στο αναλόγιο του πιάνου μου στη Νέα Σμύρνη.

Τη Ρωμιοσύνη μού την είχαν φέρει στο σπίτι γυναίκες κρατουμένων πολλά χρόνια πριν. Είχαν περάσει πρώτα απ’ τον Ρίτσο, που διάλεξε ο ίδιος τα αποσπάσματα από την Αγρύπνια για να μου τα εμπιστευθεί. Όμως τα χειρόγραφα σκεπάστηκαν από άλλα. Χάθηκαν. Ξεχάστηκαν… Ώσπου εκείνη ακριβώς τη στιγμή κάποιο χέρι (χωρίς να ξέρει κανείς το πώς και το γιατί) τα ανέσυρε και τα ακούμπησε στο πιάνο. Είχαν προηγηθεί συγκρούσεις στον Πειραιά με την Αστυνομία. Ο άγριος ξυλοδαρμός και η κακοποίησή μου, γεγονότα που με επηρέασαν βαθιά. Τόσο που, μόλις διάβασα τον πρώτο στίχο, Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό… κάθισα, όπως ήμουν λερωμένος με λάσπη και αίματα και συνέθεσα μονορούφι τη Ρωμιοσύνη.

Όταν την άλλη μέρα την άκουσε ο Ρίτσος, έμεινε άφωνος. Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο χαρούμενο, τόσο συγκλονισμένο, όσο τη μέρα που στο Κεντρικόν, που ήταν γεμάτο με αντιστασιακούς, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε τη Ρωμιοσύνη.

Θυμάμαι τον Χατζιδάκι στα παρασκήνια να του λέει: «Είσαι ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του αιώνα μας». Ήταν η μεγάλη στιγμή που αποδέχτηκε τη φωνή και ο Ρίτσος, που απ’ την εποχή του Επιτάφιου τον βασάνιζε η ιδέα πως έπρεπε να τον τραγουδήσει γυναίκα με λαϊκή φωνή. […]

Μίκης Θεοδωράκης
(Απόσπασμα από κείμενο του συνθέτη που γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1995 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελί-τροχος)

Τι λέει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης για το έργο «Ρωμιοσύνη»:

Το πιο δύσκολο έργο…

«… Από τα έργα του Μίκη Θεοδωράκη, εκείνο που με δυσκόλεψε πάρα πολύ και το θεωρώ από τα μεγαλύτερα είναι η Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου. Σ’ αυτό το έργο χάθηκα. Έκανα πρόβα δυόμισι μήνες για να μπω στο νόημα της μελωδίας και του στίχου. Τότε βρήκα τον αληθινό μου εαυτό. Ήταν αυτό που με γέμισε. Ήταν η πιο μεγάλη στιγμή της καριέρας μου και της ζωής μου» λέει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη τον Ιανουάριο του 1990.

«… Τα εννέα τραγούδια της Ρωμιοσύνης είχαν μια μελωδία που δεν την έπιανε το μυαλό μου. Μελωδία τρομερή, ασύλληπτη. Ο Θεοδωράκης στις πρώτες πρόβες μού έλεγε: «Λίγο αν προσέξεις στις πρόβες, θα τα καταφέρεις, Γρηγόρη. Το έργο αυτό απευθύνεται σε όλους τους Έλληνες. Μιλάει για το τι έχει τραβήξει η Ελλάδα. Τότε που κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι, που μπαίνανε στα σίδερα και στη φωτιά, που γέμιζαν τα κανόνια μόνο με την καρδιά τους». Και πάνω σ’ αυτή τη φοβερή ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ο Μίκης έχει γράψει μουσική για 100-200 χρόνια μπροστά. Σου το λέω υπεύθυνα εγώ, ο Γρηγόρης, που τραγούδησα τη Ρωμιοσύνη».
Γρηγόρης Μπιθικώτσης

(Αποσπάσματα από το βιβλίο «Γρηγόρης Μπιθικώτσης – Εγώ, ο Σερ…» με την επιμέλεια του Πάνου Γεραμάνη, εκδόσεις Κοχλίας, Αθήνα 2002)

Πηγή των κειμένων: ένθετο στο έργο Ρωμιοσύνη που διένειμε η εφημερίδα Καθημερινή το 2011

Συγκλονιστικά τα λόγια των δύο από τους συντελεστές του έργου και ακόμη συγκλονιστικότεροι οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου. Κάθε σχόλιο περιττεύει. Πάμε, λοιπόν, ν’ ακούσουμε τον Ρίτσο, τον Μίκη, τον Γρηγόρη, τον Κώστα και τον Λάκη, που τραγούδησαν τη Ρωμιοσύνη. Καλή ακρόαση!

Μπήκαν στα σίδερα (Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Μπήκαν στα σίδερα

Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος (από τη συλλογή Αγρύπνια (1954))
Σύνθεση, ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Έργο: Ρωμιοσύνη (1966)

Μπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά,
κουβέντιασαν με τα λιθάρια,
κεράσανε ρακί το θάνατο
στο καύκαλο του παππουλή τους,
στ’ Αλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή
και στρώθηκαν στο δείπνο
κόβοντας τον καημό στα δυο
έτσι που κόβανε στο γόνατο
το κριθαρένιο τους καρβέλι.

Τι λέει ο Μίκης Θεοδωράκης για το έργο «Ρωμιοσύνη»:

Δεν ήταν μόνο η μουσική, η ποίηση, το τραγούδι…

Στα δύο κορυφαία έργα μου στον τομέα της έντεχνης λαϊκής μουσικής, τον Επιτάφιο και τη Ρωμιοσύνη, είχα την αίσθηση ότι η μελωδία ξεπήδησε σαν αρτεσιανό νερό μέσα από τους στίχους. Τι να συνέβαινε άραγες;

Νομίζω ότι αυτή η ταύτισή μου με τον ποιητή, που ξεπερνούσε τα όρια της ποίησης κι απλωνόταν σε όλο το χώρο της ζωής, της εργατικότητας, της δημιουργικότητας, της ιδεολογίας, της στάσης ζωής, της κοινής πίστης σε μια κοινή κλίμακα αξιών, στην ταυτόσημη αντιμετώπιση του χρέους, τέλος, στην κοινή μας στράτευση στο στρατόπεδο της Αριστεράς, της Εθνικής Αντίστασης, της Ελευθερίας και της αφοσίωσης στο ιδεώδες της Εθνικής Αναγέννησης, όλα αυτά δημιούργησαν μια ταυτότητα, θα έλεγα, στις δύο ευαισθησίες μας. Γίναμε συγκοινωνούντα δοχεία, απ’ όπου ποίηση και μουσική περνούσε η μια στην άλλη ώσπου να πάρουν μια τρίτη διάσταση: το τραγούδι.

Στη γιορτή των Φώτων στα 1966, κάποιο άγνωστο χέρι τοποθέτησε το χειρόγραφο του Ρίτσου πάνω στο αναλόγιο του πιάνου μου στη Νέα Σμύρνη.

Τη Ρωμιοσύνη μού την είχαν φέρει στο σπίτι γυναίκες κρατουμένων πολλά χρόνια πριν. Είχαν περάσει πρώτα απ’ τον Ρίτσο, που διάλεξε ο ίδιος τα αποσπάσματα από την Αγρύπνια για να μου τα εμπιστευθεί. Όμως τα χειρόγραφα σκεπάστηκαν από άλλα. Χάθηκαν. Ξεχάστηκαν… Ώσπου εκείνη ακριβώς τη στιγμή κάποιο χέρι (χωρίς να ξέρει κανείς το πώς και το γιατί) τα ανέσυρε και τα ακούμπησε στο πιάνο. Είχαν προηγηθεί συγκρούσεις στον Πειραιά με την Αστυνομία. Ο άγριος ξυλοδαρμός και η κακοποίησή μου, γεγονότα που με επηρέασαν βαθιά. Τόσο που, μόλις διάβασα τον πρώτο στίχο, Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό… κάθισα, όπως ήμουν λερωμένος με λάσπη και αίματα και συνέθεσα μονορούφι τη Ρωμιοσύνη.

Όταν την άλλη μέρα την άκουσε ο Ρίτσος, έμεινε άφωνος. Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο χαρούμενο, τόσο συγκλονισμένο, όσο τη μέρα που στο Κεντρικόν, που ήταν γεμάτο με αντιστασιακούς, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε τη Ρωμιοσύνη.

Θυμάμαι τον Χατζιδάκι στα παρασκήνια να του λέει: «Είσαι ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του αιώνα μας». Ήταν η μεγάλη στιγμή που αποδέχτηκε τη φωνή και ο Ρίτσος, που απ’ την εποχή του Επιτάφιου τον βασάνιζε η ιδέα πως έπρεπε να τον τραγουδήσει γυναίκα με λαϊκή φωνή. […]

Μίκης Θεοδωράκης
(Απόσπασμα από κείμενο του συνθέτη που γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1995 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελί-τροχος)

Τι λέει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης για το έργο «Ρωμιοσύνη»:

Το πιο δύσκολο έργο…

«… Από τα έργα του Μίκη Θεοδωράκη, εκείνο που με δυσκόλεψε πάρα πολύ και το θεωρώ από τα μεγαλύτερα είναι η Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου. Σ’ αυτό το έργο χάθηκα. Έκανα πρόβα δυόμισι μήνες για να μπω στο νόημα της μελωδίας και του στίχου. Τότε βρήκα τον αληθινό μου εαυτό. Ήταν αυτό που με γέμισε. Ήταν η πιο μεγάλη στιγμή της καριέρας μου και της ζωής μου» λέει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη τον Ιανουάριο του 1990.

«… Τα εννέα τραγούδια της Ρωμιοσύνης είχαν μια μελωδία που δεν την έπιανε το μυαλό μου. Μελωδία τρομερή, ασύλληπτη. Ο Θεοδωράκης στις πρώτες πρόβες μού έλεγε: «Λίγο αν προσέξεις στις πρόβες, θα τα καταφέρεις, Γρηγόρη. Το έργο αυτό απευθύνεται σε όλους τους Έλληνες. Μιλάει για το τι έχει τραβήξει η Ελλάδα. Τότε που κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι, που μπαίνανε στα σίδερα και στη φωτιά, που γέμιζαν τα κανόνια μόνο με την καρδιά τους». Και πάνω σ’ αυτή τη φοβερή ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ο Μίκης έχει γράψει μουσική για 100-200 χρόνια μπροστά. Σου το λέω υπεύθυνα εγώ, ο Γρηγόρης, που τραγούδησα τη Ρωμιοσύνη».
Γρηγόρης Μπιθικώτσης

(Αποσπάσματα από το βιβλίο «Γρηγόρης Μπιθικώτσης – Εγώ, ο Σερ…» με την επιμέλεια του Πάνου Γεραμάνη, εκδόσεις Κοχλίας, Αθήνα 2002)

Πηγή των κειμένων: ένθετο στο έργο Ρωμιοσύνη που διένειμε η εφημερίδα Καθημερινή το 2011

Συγκλονιστικά τα λόγια των δύο από τους συντελεστές του έργου και ακόμη συγκλονιστικότεροι οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου. Κάθε σχόλιο περιττεύει. Πάμε, λοιπόν, ν’ ακούσουμε τον Ρίτσο, τον Μίκη, τον Γρηγόρη, τον Κώστα και τον Λάκη, που τραγούδησαν τη Ρωμιοσύνη. Καλή ακρόαση!

Τόσα χρόνια (Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Τόσα χρόνια

Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος (από τη συλλογή Αγρύπνια (1954))
Σύνθεση, ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Έργο: Ρωμιοσύνη (1966)

Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε,
όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα·

έφαγε η κάψα τα χωράφια τους
κ’ η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους,
από τις τρύπες του πανωφοριού τους
μπαινοβγαίνει ο θάνατος.

Πάνω στα καραούλια πέτρωσαν βιγλίζοντας
το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
τώρα γεμίζουν τα κανόνια τους
μόνο με την καρδιά τους.

Τι λέει ο Μίκης Θεοδωράκης για το έργο «Ρωμιοσύνη»:

Δεν ήταν μόνο η μουσική, η ποίηση, το τραγούδι…

Στα δύο κορυφαία έργα μου στον τομέα της έντεχνης λαϊκής μουσικής, τον Επιτάφιο και τη Ρωμιοσύνη, είχα την αίσθηση ότι η μελωδία ξεπήδησε σαν αρτεσιανό νερό μέσα από τους στίχους. Τι να συνέβαινε άραγες;

Νομίζω ότι αυτή η ταύτισή μου με τον ποιητή, που ξεπερνούσε τα όρια της ποίησης κι απλωνόταν σε όλο το χώρο της ζωής, της εργατικότητας, της δημιουργικότητας, της ιδεολογίας, της στάσης ζωής, της κοινής πίστης σε μια κοινή κλίμακα αξιών, στην ταυτόσημη αντιμετώπιση του χρέους, τέλος, στην κοινή μας στράτευση στο στρατόπεδο της Αριστεράς, της Εθνικής Αντίστασης, της Ελευθερίας και της αφοσίωσης στο ιδεώδες της Εθνικής Αναγέννησης, όλα αυτά δημιούργησαν μια ταυτότητα, θα έλεγα, στις δύο ευαισθησίες μας. Γίναμε συγκοινωνούντα δοχεία, απ’ όπου ποίηση και μουσική περνούσε η μια στην άλλη ώσπου να πάρουν μια τρίτη διάσταση: το τραγούδι.

Στη γιορτή των Φώτων στα 1966, κάποιο άγνωστο χέρι τοποθέτησε το χειρόγραφο του Ρίτσου πάνω στο αναλόγιο του πιάνου μου στη Νέα Σμύρνη.

Τη Ρωμιοσύνη μού την είχαν φέρει στο σπίτι γυναίκες κρατουμένων πολλά χρόνια πριν. Είχαν περάσει πρώτα απ’ τον Ρίτσο, που διάλεξε ο ίδιος τα αποσπάσματα από την Αγρύπνια για να μου τα εμπιστευθεί. Όμως τα χειρόγραφα σκεπάστηκαν από άλλα. Χάθηκαν. Ξεχάστηκαν… Ώσπου εκείνη ακριβώς τη στιγμή κάποιο χέρι (χωρίς να ξέρει κανείς το πώς και το γιατί) τα ανέσυρε και τα ακούμπησε στο πιάνο. Είχαν προηγηθεί συγκρούσεις στον Πειραιά με την Αστυνομία. Ο άγριος ξυλοδαρμός και η κακοποίησή μου, γεγονότα που με επηρέασαν βαθιά. Τόσο που, μόλις διάβασα τον πρώτο στίχο, Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό… κάθισα, όπως ήμουν λερωμένος με λάσπη και αίματα και συνέθεσα μονορούφι τη Ρωμιοσύνη.

Όταν την άλλη μέρα την άκουσε ο Ρίτσος, έμεινε άφωνος. Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο χαρούμενο, τόσο συγκλονισμένο, όσο τη μέρα που στο Κεντρικόν, που ήταν γεμάτο με αντιστασιακούς, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε τη Ρωμιοσύνη.

Θυμάμαι τον Χατζιδάκι στα παρασκήνια να του λέει: «Είσαι ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του αιώνα μας». Ήταν η μεγάλη στιγμή που αποδέχτηκε τη φωνή και ο Ρίτσος, που απ’ την εποχή του Επιτάφιου τον βασάνιζε η ιδέα πως έπρεπε να τον τραγουδήσει γυναίκα με λαϊκή φωνή. […]

Μίκης Θεοδωράκης
(Απόσπασμα από κείμενο του συνθέτη που γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1995 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελί-τροχος)

Τι λέει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης για το έργο «Ρωμιοσύνη»:

Το πιο δύσκολο έργο…

«… Από τα έργα του Μίκη Θεοδωράκη, εκείνο που με δυσκόλεψε πάρα πολύ και το θεωρώ από τα μεγαλύτερα είναι η Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου. Σ’ αυτό το έργο χάθηκα. Έκανα πρόβα δυόμισι μήνες για να μπω στο νόημα της μελωδίας και του στίχου. Τότε βρήκα τον αληθινό μου εαυτό. Ήταν αυτό που με γέμισε. Ήταν η πιο μεγάλη στιγμή της καριέρας μου και της ζωής μου» λέει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη τον Ιανουάριο του 1990.

«… Τα εννέα τραγούδια της Ρωμιοσύνης είχαν μια μελωδία που δεν την έπιανε το μυαλό μου. Μελωδία τρομερή, ασύλληπτη. Ο Θεοδωράκης στις πρώτες πρόβες μού έλεγε: «Λίγο αν προσέξεις στις πρόβες, θα τα καταφέρεις, Γρηγόρη. Το έργο αυτό απευθύνεται σε όλους τους Έλληνες. Μιλάει για το τι έχει τραβήξει η Ελλάδα. Τότε που κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι, που μπαίνανε στα σίδερα και στη φωτιά, που γέμιζαν τα κανόνια μόνο με την καρδιά τους». Και πάνω σ’ αυτή τη φοβερή ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ο Μίκης έχει γράψει μουσική για 100-200 χρόνια μπροστά. Σου το λέω υπεύθυνα εγώ, ο Γρηγόρης, που τραγούδησα τη Ρωμιοσύνη».
Γρηγόρης Μπιθικώτσης

(Αποσπάσματα από το βιβλίο «Γρηγόρης Μπιθικώτσης – Εγώ, ο Σερ…» με την επιμέλεια του Πάνου Γεραμάνη, εκδόσεις Κοχλίας, Αθήνα 2002)

Πηγή των κειμένων: ένθετο στο έργο Ρωμιοσύνη που διένειμε η εφημερίδα Καθημερινή το 2011

Συγκλονιστικά τα λόγια των δύο από τους συντελεστές του έργου και ακόμη συγκλονιστικότεροι οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου. Κάθε σχόλιο περιττεύει. Πάμε, λοιπόν, ν’ ακούσουμε τον Ρίτσο, τον Μίκη, τον Γρηγόρη, τον Κώστα και τον Λάκη, που τραγούδησαν τη Ρωμιοσύνη. Καλή ακρόαση!

Όταν σφίγγουν το χέρι (Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Όταν σφίγγουν το χέρι

Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος (από τη συλλογή Αγρύπνια (1954))
Σύνθεση, ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Έργο: Ρωμιοσύνη (1966)

Όταν σφίγγουν το χέρι
ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο,
όταν χαμογελάνε
ένα μικρό χελιδόνι φεύγει
μες απ’ τ’ άγρια γένια τους,
όταν σκοτώνονται
η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες και με ταμπούρλα.

Τι λέει ο Μίκης Θεοδωράκης για το έργο «Ρωμιοσύνη»:

Δεν ήταν μόνο η μουσική, η ποίηση, το τραγούδι…

Στα δύο κορυφαία έργα μου στον τομέα της έντεχνης λαϊκής μουσικής, τον Επιτάφιο και τη Ρωμιοσύνη, είχα την αίσθηση ότι η μελωδία ξεπήδησε σαν αρτεσιανό νερό μέσα από τους στίχους. Τι να συνέβαινε άραγες;

Νομίζω ότι αυτή η ταύτισή μου με τον ποιητή, που ξεπερνούσε τα όρια της ποίησης κι απλωνόταν σε όλο το χώρο της ζωής, της εργατικότητας, της δημιουργικότητας, της ιδεολογίας, της στάσης ζωής, της κοινής πίστης σε μια κοινή κλίμακα αξιών, στην ταυτόσημη αντιμετώπιση του χρέους, τέλος, στην κοινή μας στράτευση στο στρατόπεδο της Αριστεράς, της Εθνικής Αντίστασης, της Ελευθερίας και της αφοσίωσης στο ιδεώδες της Εθνικής Αναγέννησης, όλα αυτά δημιούργησαν μια ταυτότητα, θα έλεγα, στις δύο ευαισθησίες μας. Γίναμε συγκοινωνούντα δοχεία, απ’ όπου ποίηση και μουσική περνούσε η μια στην άλλη ώσπου να πάρουν μια τρίτη διάσταση: το τραγούδι.

Στη γιορτή των Φώτων στα 1966, κάποιο άγνωστο χέρι τοποθέτησε το χειρόγραφο του Ρίτσου πάνω στο αναλόγιο του πιάνου μου στη Νέα Σμύρνη.

Τη Ρωμιοσύνη μού την είχαν φέρει στο σπίτι γυναίκες κρατουμένων πολλά χρόνια πριν. Είχαν περάσει πρώτα απ’ τον Ρίτσο, που διάλεξε ο ίδιος τα αποσπάσματα από την Αγρύπνια για να μου τα εμπιστευθεί. Όμως τα χειρόγραφα σκεπάστηκαν από άλλα. Χάθηκαν. Ξεχάστηκαν… Ώσπου εκείνη ακριβώς τη στιγμή κάποιο χέρι (χωρίς να ξέρει κανείς το πώς και το γιατί) τα ανέσυρε και τα ακούμπησε στο πιάνο. Είχαν προηγηθεί συγκρούσεις στον Πειραιά με την Αστυνομία. Ο άγριος ξυλοδαρμός και η κακοποίησή μου, γεγονότα που με επηρέασαν βαθιά. Τόσο που, μόλις διάβασα τον πρώτο στίχο, Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό… κάθισα, όπως ήμουν λερωμένος με λάσπη και αίματα και συνέθεσα μονορούφι τη Ρωμιοσύνη.

Όταν την άλλη μέρα την άκουσε ο Ρίτσος, έμεινε άφωνος. Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο χαρούμενο, τόσο συγκλονισμένο, όσο τη μέρα που στο Κεντρικόν, που ήταν γεμάτο με αντιστασιακούς, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε τη Ρωμιοσύνη.

Θυμάμαι τον Χατζιδάκι στα παρασκήνια να του λέει: «Είσαι ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του αιώνα μας». Ήταν η μεγάλη στιγμή που αποδέχτηκε τη φωνή και ο Ρίτσος, που απ’ την εποχή του Επιτάφιου τον βασάνιζε η ιδέα πως έπρεπε να τον τραγουδήσει γυναίκα με λαϊκή φωνή. […]

Μίκης Θεοδωράκης
(Απόσπασμα από κείμενο του συνθέτη που γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1995 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελί-τροχος)

Τι λέει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης για το έργο «Ρωμιοσύνη»:

Το πιο δύσκολο έργο…

«… Από τα έργα του Μίκη Θεοδωράκη, εκείνο που με δυσκόλεψε πάρα πολύ και το θεωρώ από τα μεγαλύτερα είναι η Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου. Σ’ αυτό το έργο χάθηκα. Έκανα πρόβα δυόμισι μήνες για να μπω στο νόημα της μελωδίας και του στίχου. Τότε βρήκα τον αληθινό μου εαυτό. Ήταν αυτό που με γέμισε. Ήταν η πιο μεγάλη στιγμή της καριέρας μου και της ζωής μου» λέει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη τον Ιανουάριο του 1990.

«… Τα εννέα τραγούδια της Ρωμιοσύνης είχαν μια μελωδία που δεν την έπιανε το μυαλό μου. Μελωδία τρομερή, ασύλληπτη. Ο Θεοδωράκης στις πρώτες πρόβες μού έλεγε: «Λίγο αν προσέξεις στις πρόβες, θα τα καταφέρεις, Γρηγόρη. Το έργο αυτό απευθύνεται σε όλους τους Έλληνες. Μιλάει για το τι έχει τραβήξει η Ελλάδα. Τότε που κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι, που μπαίνανε στα σίδερα και στη φωτιά, που γέμιζαν τα κανόνια μόνο με την καρδιά τους». Και πάνω σ’ αυτή τη φοβερή ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ο Μίκης έχει γράψει μουσική για 100-200 χρόνια μπροστά. Σου το λέω υπεύθυνα εγώ, ο Γρηγόρης, που τραγούδησα τη Ρωμιοσύνη».
Γρηγόρης Μπιθικώτσης

(Αποσπάσματα από το βιβλίο «Γρηγόρης Μπιθικώτσης – Εγώ, ο Σερ…» με την επιμέλεια του Πάνου Γεραμάνη, εκδόσεις Κοχλίας, Αθήνα 2002)

Πηγή των κειμένων: ένθετο στο έργο Ρωμιοσύνη που διένειμε η εφημερίδα Καθημερινή το 2011

Συγκλονιστικά τα λόγια των δύο από τους συντελεστές του έργου και ακόμη συγκλονιστικότεροι οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου. Κάθε σχόλιο περιττεύει. Πάμε, λοιπόν, ν’ ακούσουμε τον Ρίτσο, τον Μίκη, τον Γρηγόρη, τον Κώστα και τον Λάκη, που τραγούδησαν τη Ρωμιοσύνη. Καλή ακρόαση!

Όλοι διψάνε (Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Όλοι διψάνε

Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος (από τη συλλογή Αγρύπνια (1954))
Σύνθεση, ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Έργο: Ρωμιοσύνη (1966)

Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι πεινάνε.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την αγρύπνια,
μια βαθιά χαρακιά
σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι
ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι,
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους,
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους-
κι έχουν στα χείλη τους απάνου το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Τι λέει ο Μίκης Θεοδωράκης για το έργο «Ρωμιοσύνη»:

Δεν ήταν μόνο η μουσική, η ποίηση, το τραγούδι…

Στα δύο κορυφαία έργα μου στον τομέα της έντεχνης λαϊκής μουσικής, τον Επιτάφιο και τη Ρωμιοσύνη, είχα την αίσθηση ότι η μελωδία ξεπήδησε σαν αρτεσιανό νερό μέσα από τους στίχους. Τι να συνέβαινε άραγες;

Νομίζω ότι αυτή η ταύτισή μου με τον ποιητή, που ξεπερνούσε τα όρια της ποίησης κι απλωνόταν σε όλο το χώρο της ζωής, της εργατικότητας, της δημιουργικότητας, της ιδεολογίας, της στάσης ζωής, της κοινής πίστης σε μια κοινή κλίμακα αξιών, στην ταυτόσημη αντιμετώπιση του χρέους, τέλος, στην κοινή μας στράτευση στο στρατόπεδο της Αριστεράς, της Εθνικής Αντίστασης, της Ελευθερίας και της αφοσίωσης στο ιδεώδες της Εθνικής Αναγέννησης, όλα αυτά δημιούργησαν μια ταυτότητα, θα έλεγα, στις δύο ευαισθησίες μας. Γίναμε συγκοινωνούντα δοχεία, απ’ όπου ποίηση και μουσική περνούσε η μια στην άλλη ώσπου να πάρουν μια τρίτη διάσταση: το τραγούδι.

Στη γιορτή των Φώτων στα 1966, κάποιο άγνωστο χέρι τοποθέτησε το χειρόγραφο του Ρίτσου πάνω στο αναλόγιο του πιάνου μου στη Νέα Σμύρνη.

Τη Ρωμιοσύνη μού την είχαν φέρει στο σπίτι γυναίκες κρατουμένων πολλά χρόνια πριν. Είχαν περάσει πρώτα απ’ τον Ρίτσο, που διάλεξε ο ίδιος τα αποσπάσματα από την Αγρύπνια για να μου τα εμπιστευθεί. Όμως τα χειρόγραφα σκεπάστηκαν από άλλα. Χάθηκαν. Ξεχάστηκαν… Ώσπου εκείνη ακριβώς τη στιγμή κάποιο χέρι (χωρίς να ξέρει κανείς το πώς και το γιατί) τα ανέσυρε και τα ακούμπησε στο πιάνο. Είχαν προηγηθεί συγκρούσεις στον Πειραιά με την Αστυνομία. Ο άγριος ξυλοδαρμός και η κακοποίησή μου, γεγονότα που με επηρέασαν βαθιά. Τόσο που, μόλις διάβασα τον πρώτο στίχο, Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό… κάθισα, όπως ήμουν λερωμένος με λάσπη και αίματα και συνέθεσα μονορούφι τη Ρωμιοσύνη.

Όταν την άλλη μέρα την άκουσε ο Ρίτσος, έμεινε άφωνος. Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο χαρούμενο, τόσο συγκλονισμένο, όσο τη μέρα που στο Κεντρικόν, που ήταν γεμάτο με αντιστασιακούς, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε τη Ρωμιοσύνη.

Θυμάμαι τον Χατζιδάκι στα παρασκήνια να του λέει: «Είσαι ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του αιώνα μας». Ήταν η μεγάλη στιγμή που αποδέχτηκε τη φωνή και ο Ρίτσος, που απ’ την εποχή του Επιτάφιου τον βασάνιζε η ιδέα πως έπρεπε να τον τραγουδήσει γυναίκα με λαϊκή φωνή. […]

Μίκης Θεοδωράκης
(Απόσπασμα από κείμενο του συνθέτη που γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1995 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελί-τροχος)

Τι λέει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης για το έργο «Ρωμιοσύνη»:

Το πιο δύσκολο έργο…

«… Από τα έργα του Μίκη Θεοδωράκη, εκείνο που με δυσκόλεψε πάρα πολύ και το θεωρώ από τα μεγαλύτερα είναι η Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου. Σ’ αυτό το έργο χάθηκα. Έκανα πρόβα δυόμισι μήνες για να μπω στο νόημα της μελωδίας και του στίχου. Τότε βρήκα τον αληθινό μου εαυτό. Ήταν αυτό που με γέμισε. Ήταν η πιο μεγάλη στιγμή της καριέρας μου και της ζωής μου» λέει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη τον Ιανουάριο του 1990.

«… Τα εννέα τραγούδια της Ρωμιοσύνης είχαν μια μελωδία που δεν την έπιανε το μυαλό μου. Μελωδία τρομερή, ασύλληπτη. Ο Θεοδωράκης στις πρώτες πρόβες μού έλεγε: «Λίγο αν προσέξεις στις πρόβες, θα τα καταφέρεις, Γρηγόρη. Το έργο αυτό απευθύνεται σε όλους τους Έλληνες. Μιλάει για το τι έχει τραβήξει η Ελλάδα. Τότε που κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι, που μπαίνανε στα σίδερα και στη φωτιά, που γέμιζαν τα κανόνια μόνο με την καρδιά τους». Και πάνω σ’ αυτή τη φοβερή ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ο Μίκης έχει γράψει μουσική για 100-200 χρόνια μπροστά. Σου το λέω υπεύθυνα εγώ, ο Γρηγόρης, που τραγούδησα τη Ρωμιοσύνη».
Γρηγόρης Μπιθικώτσης

(Αποσπάσματα από το βιβλίο «Γρηγόρης Μπιθικώτσης – Εγώ, ο Σερ…» με την επιμέλεια του Πάνου Γεραμάνη, εκδόσεις Κοχλίας, Αθήνα 2002)

Πηγή των κειμένων: ένθετο στο έργο Ρωμιοσύνη που διένειμε η εφημερίδα Καθημερινή το 2011

Συγκλονιστικά τα λόγια των δύο από τους συντελεστές του έργου και ακόμη συγκλονιστικότεροι οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου. Κάθε σχόλιο περιττεύει. Πάμε, λοιπόν, ν’ ακούσουμε τον Ρίτσο, τον Μίκη, τον Γρηγόρη, τον Κώστα και τον Λάκη, που τραγούδησαν τη Ρωμιοσύνη. Καλή ακρόαση!

Αυτά τα δέντρα (Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Αυτά τα δέντρα

Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος (από τη συλλογή Αγρύπνια (1954))
Σύνθεση, ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Έργο: Ρωμιοσύνη (1966)

Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται
κάτω απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται
παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται
παρά μόνο στο δίκιο.

Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
κρύβει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
κρύβει στο φως τις ορφανές ελιές του
και τ’ αμπέλια του.

Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως
κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

Τι λέει ο Μίκης Θεοδωράκης για το έργο «Ρωμιοσύνη»:

Δεν ήταν μόνο η μουσική, η ποίηση, το τραγούδι…

Στα δύο κορυφαία έργα μου στον τομέα της έντεχνης λαϊκής μουσικής, τον Επιτάφιο και τη Ρωμιοσύνη, είχα την αίσθηση ότι η μελωδία ξεπήδησε σαν αρτεσιανό νερό μέσα από τους στίχους. Τι να συνέβαινε άραγες;

Νομίζω ότι αυτή η ταύτισή μου με τον ποιητή, που ξεπερνούσε τα όρια της ποίησης κι απλωνόταν σε όλο το χώρο της ζωής, της εργατικότητας, της δημιουργικότητας, της ιδεολογίας, της στάσης ζωής, της κοινής πίστης σε μια κοινή κλίμακα αξιών, στην ταυτόσημη αντιμετώπιση του χρέους, τέλος, στην κοινή μας στράτευση στο στρατόπεδο της Αριστεράς, της Εθνικής Αντίστασης, της Ελευθερίας και της αφοσίωσης στο ιδεώδες της Εθνικής Αναγέννησης, όλα αυτά δημιούργησαν μια ταυτότητα, θα έλεγα, στις δύο ευαισθησίες μας. Γίναμε συγκοινωνούντα δοχεία, απ’ όπου ποίηση και μουσική περνούσε η μια στην άλλη ώσπου να πάρουν μια τρίτη διάσταση: το τραγούδι.

Στη γιορτή των Φώτων στα 1966, κάποιο άγνωστο χέρι τοποθέτησε το χειρόγραφο του Ρίτσου πάνω στο αναλόγιο του πιάνου μου στη Νέα Σμύρνη.

Τη Ρωμιοσύνη μού την είχαν φέρει στο σπίτι γυναίκες κρατουμένων πολλά χρόνια πριν. Είχαν περάσει πρώτα απ’ τον Ρίτσο, που διάλεξε ο ίδιος τα αποσπάσματα από την Αγρύπνια για να μου τα εμπιστευθεί. Όμως τα χειρόγραφα σκεπάστηκαν από άλλα. Χάθηκαν. Ξεχάστηκαν… Ώσπου εκείνη ακριβώς τη στιγμή κάποιο χέρι (χωρίς να ξέρει κανείς το πώς και το γιατί) τα ανέσυρε και τα ακούμπησε στο πιάνο. Είχαν προηγηθεί συγκρούσεις στον Πειραιά με την Αστυνομία. Ο άγριος ξυλοδαρμός και η κακοποίησή μου, γεγονότα που με επηρέασαν βαθιά. Τόσο που, μόλις διάβασα τον πρώτο στίχο, Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό… κάθισα, όπως ήμουν λερωμένος με λάσπη και αίματα και συνέθεσα μονορούφι τη Ρωμιοσύνη.

Όταν την άλλη μέρα την άκουσε ο Ρίτσος, έμεινε άφωνος. Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο χαρούμενο, τόσο συγκλονισμένο, όσο τη μέρα που στο Κεντρικόν, που ήταν γεμάτο με αντιστασιακούς, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε τη Ρωμιοσύνη.

Θυμάμαι τον Χατζιδάκι στα παρασκήνια να του λέει: «Είσαι ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του αιώνα μας». Ήταν η μεγάλη στιγμή που αποδέχτηκε τη φωνή και ο Ρίτσος, που απ’ την εποχή του Επιτάφιου τον βασάνιζε η ιδέα πως έπρεπε να τον τραγουδήσει γυναίκα με λαϊκή φωνή. […]

Μίκης Θεοδωράκης
(Απόσπασμα από κείμενο του συνθέτη που γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1995 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελί-τροχος)

Τι λέει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης για το έργο «Ρωμιοσύνη»:

Το πιο δύσκολο έργο…

«… Από τα έργα του Μίκη Θεοδωράκη, εκείνο που με δυσκόλεψε πάρα πολύ και το θεωρώ από τα μεγαλύτερα είναι η Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου. Σ’ αυτό το έργο χάθηκα. Έκανα πρόβα δυόμισι μήνες για να μπω στο νόημα της μελωδίας και του στίχου. Τότε βρήκα τον αληθινό μου εαυτό. Ήταν αυτό που με γέμισε. Ήταν η πιο μεγάλη στιγμή της καριέρας μου και της ζωής μου» λέει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη τον Ιανουάριο του 1990.

«… Τα εννέα τραγούδια της Ρωμιοσύνης είχαν μια μελωδία που δεν την έπιανε το μυαλό μου. Μελωδία τρομερή, ασύλληπτη. Ο Θεοδωράκης στις πρώτες πρόβες μού έλεγε: «Λίγο αν προσέξεις στις πρόβες, θα τα καταφέρεις, Γρηγόρη. Το έργο αυτό απευθύνεται σε όλους τους Έλληνες. Μιλάει για το τι έχει τραβήξει η Ελλάδα. Τότε που κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι, που μπαίνανε στα σίδερα και στη φωτιά, που γέμιζαν τα κανόνια μόνο με την καρδιά τους». Και πάνω σ’ αυτή τη φοβερή ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ο Μίκης έχει γράψει μουσική για 100-200 χρόνια μπροστά. Σου το λέω υπεύθυνα εγώ, ο Γρηγόρης, που τραγούδησα τη Ρωμιοσύνη».
Γρηγόρης Μπιθικώτσης

(Αποσπάσματα από το βιβλίο «Γρηγόρης Μπιθικώτσης – Εγώ, ο Σερ…» με την επιμέλεια του Πάνου Γεραμάνη, εκδόσεις Κοχλίας, Αθήνα 2002)

Πηγή των κειμένων: ένθετο στο έργο Ρωμιοσύνη που διένειμε η εφημερίδα Καθημερινή το 2011

Συγκλονιστικά τα λόγια των δύο από τους συντελεστές του έργου και ακόμη συγκλονιστικότεροι οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου. Κάθε σχόλιο περιττεύει. Πάμε, λοιπόν, ν’ ακούσουμε τον Ρίτσο, τον Μίκη, τον Γρηγόρη, τον Κώστα και τον Λάκη, που τραγούδησαν τη Ρωμιοσύνη. Καλή ακρόαση!