Μίκης Θεοδωράκης, Δοξαστικό (Ενωθείτε)
Διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Πιάνο: Γιάννης Διδίλης
Κιθάρα: Σταύρος Πλέσσας
Τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης & χορωδία
Δίσκος: Το τραγούδι του νεκρού αδελφού (1962)
Ενωθείτε, βράχια βράχια
Ενωθείτε, χέρια χέρια
Τα βουνά και τα λαγκάδια, πιάστε το τραγούδι
Πολιτείες και λιμάνια, μπείτε στο χορό
Σήμερα παντρεύουμε τον Ήλιο
τον Ήλιο με τη νύφη τη μονάκριβη
την Πασχαλιά
Πασχαλιά μας, κοπελιά μας
κάμποι, θάλασσες, βουνά μας
μάνες, κόρες, σκοτωμένα αδέλφια, πατεράδες
ένα δέντρο με μια ρίζα, μια πηγή, μια βρύση
Σήμερα παντρεύουμε τον Ήλιο
τον Ήλιο με τη νύφη τη μονάκριβη
την Πασχαλιά
Πολυχρόνιος ημέρα
τη Υπερμάχω, τη Υπερμάχω
Ακούμε έναν κύκλο τραγουδιών από ομότιτλη θεατρική παράσταση. Τους στίχους στα 8 από τα 9 τραγούδια υπογράφει ο Μίκης Θεοδωράκης και στο άλλο 1 ο Κώστας Βίρβος. Η παράσταση ανέβηκε τον Οκτώβριο του 1962 στο Θέατρο Καλουτά από το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, με κείμενο-στίχους Μίκη Θεοδωράκη, σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη, σκηνικά Νίκου Νικολάου (που σχεδίασε και το εξώφυλλο του δίσκου) και χορογραφίες Ζουζούς Νικολούδη (η οποία ερμήνευε και τον ρόλο της μάνας). Πρωταγωνιστές ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μπέττυ Αρβανίτη, η Μαρία Κωνσταντάρου και ο Θόδωρος Έξαρχος. Τραγουδούσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Τι λέει ο Μίκης Θεοδωράκης για Το τραγούδι του νεκρού αδελφού:
[…] Έτσι το έδαφος ήταν έτοιμο για να γραφούν τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» όπως τα αποκαλώ, δηλαδή το Ένα δειλινό, Τον Παύλο και τον Νικολιό, Το όνειρο, Τα περβόλια και το Ενωθείτε. Πώς να μνημονεύσω και πώς να τιμήσω καλύτερα το λαϊκό χορό των χορών, τον ζεϊμπέκικο, από το να τον παντρέψω με τη θεματολογία των πρόσφατων παθών του ελληνικού λαού; Ο ζεϊμπέκικος για τον πολύ κόσμο σημαίνει ταβέρνα, σπάσιμο πιάτων, διασκέδαση. Για μένα όμως είχαν περάσει μόλις δέκα χρόνια απ’ τον καιρό που τον χορεύαμε στις σκηνές στο Μακρονήσι με τη σκέψη γεμάτη με άλλου είδους προσδοκίες και όνειρα. Εξ άλλου η δεκαετία του ’60 ήταν για πολύ κόσμο και προ παντός για τους νέους ένα καινούργιο ξεκίνημα. Τι καλύτερο δώρο λοιπόν να τους προσφέρω; Καλά τα ωραία τραγούδια. Όμως πιο ωραία τα καλά. Που σήμαινε τότε -και πάντα- να μην αφήσεις ποτέ να σβήσει η «μνήμη του λαού» που λέει κι ο ποιητής. […]
[…] Η θεματολογία, παρμένη από τη μυθολογία του Εμφύλιου, ήταν μοιραίο να με οδηγήσει σε σκέψεις. Ποιος ήταν ο Παύλος και ποιος ο Νικολός; Πότε έζησαν και πώς; Πότε σκοτώθηκαν και πώς; Μήπως ήρθε ο καιρός για μια ευρύτερη σύνθεση που να στηρίζεται σε μια ολοκληρωμένη ιστορία σαν κι αυτές που είχαμε ζήσει λίγο πιο πριν; Μήπως προβάλλοντας το Κακό της Εμφύλιας διαίρεσης στις πιο ακραίες του μορφές μπορούσαμε να το ξορκίσουμε ντύνοντάς το με τα ρούχα της ποίησης και της μουσικής; Να χτίσουμε πέτρα-πέτρα το δρόμο και ν’ αφήσουμε τα γεγονότα να διαδραματίσουν το ρόλο της Μοίρας που οδηγεί τις συγκρούσεις στην ύστατη συνέπεια: την προδοσία, το μίσος, το θάνατο, ώστε να μην υπάρξει άλλη λύση εξόν απ’ την Κάθαρση; Την παλλαϊκή, πανεθνική Ενότητα; […]
[…] Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Νικολάου ήσαν υπέροχα. Το ίδιο και η δουλειά του Πέλου Κατσέλη (σκηνοθεσία) και της Ζουζούς Νικολούδη (χορογραφία). Ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μαρία Κωνσταντάρου, ο Θόδωρος Έξαρχος, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη δημιούργησαν υπέροχους ρόλους. Ενώ απ’ την άλλη μεριά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μαζί με τον Κώστα Παπαδόπουλο και τον Λάκη Καρνέζη έδιναν μια νέα διάσταση σ’ ένα πρωτοφανές για την ελληνική θεατρική παράδοση ελληνικό θεατρικό έργο. Τα λαϊκά όργανα είχαν μετουσιωθεί σε ιερά εξαπτέρυγα της νέας ελληνικής θρησκείας και το παλκοσένικο με τις κρεμασμένες μάσκες, τους Τραγουδιστές και τους Μουσικούς σε έναν αόρατο Χορό που με σοφία και πάθος εξέφραζε την κοινή συνισταμένη της Πόλης, του Λαού, του Χρόνου, που όπως οι αρχαίοι Αθηναίοι με τους Πέρσες, είχαν την ίδια σχέση κι αυτοί με το έργο που έβλεπαν και άκουγαν: το είχαν κι αυτοί ζήσει, ήταν δικό τους, κατά κάποιο τρόπο είχαν συμμετάσχει στη γένεσή του.[…]
[Πηγή: ένθετο του δίσκου που κυκλοφόρησε με την εφημερίδα «Καθημερινή» την Κυριακή 17 Απριλίου 2011]
Αυτές τις μέρες, λοιπόν, θ’ ακούσουμε ένα από τα -κατά τη γνώμη μου- σπουδαιότερα έργα του Μίκη Θεοδωράκη. Γιατί μες στη Μεγάλη Βδομάδα; Γιατί διανύουμε την Εβδομάδα των Παθών και «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» αφορά τα εμφύλια πάθη, τα δικά μας μα κι όλων των εθνών του κόσμου από την αρχαιότητα ως τα σήμερα. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο Άβελ, ο Σωκράτης, ο Χριστός, ο Μακρυγιάννης, ο Μπελογιάννης, ο Λαμπράκης. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο γείτονάς μας, ο φίλος μας, ο αδελφός μας. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο καθένας μας, μπορεί να ’ναι ο καλός μας εαυτός που καθημερινά πολεμά τον άλλο, τον κακό, τον απαθή, τον καλοπερασάκια κι αδιάφορο. Γιατί όσο υπάρχουν άνθρωποι το σαρκοβόρο που κρύβουμε μέσα μας δεν θα πάψει να διψά για αίμα κι έτσι καθημερνά θα πληθαίνουν οι νεκροί αδελφοί από έναν Πόλεμο που δεν τέλειωσεν ακόμα, γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ, καταπώς λέει ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Και, τέλος, γιατί κάθε βδομάδα είναι ιδανική για τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» του Μίκη. Καλή ακρόαση!