Δοξαστικό (Μίκης Θεοδωράκης)

Μίκης Θεοδωράκης, Δοξαστικό (Ενωθείτε)

Διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Πιάνο: Γιάννης Διδίλης
Κιθάρα: Σταύρος Πλέσσας
Τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης & χορωδία
Δίσκος: Το τραγούδι του νεκρού αδελφού (1962)

Ενωθείτε, βράχια βράχια
Ενωθείτε, χέρια χέρια
Τα βουνά και τα λαγκάδια, πιάστε το τραγούδι
Πολιτείες και λιμάνια, μπείτε στο χορό

Σήμερα παντρεύουμε τον Ήλιο
τον Ήλιο με τη νύφη τη μονάκριβη
την Πασχαλιά

Πασχαλιά μας, κοπελιά μας
κάμποι, θάλασσες, βουνά μας
μάνες, κόρες, σκοτωμένα αδέλφια, πατεράδες
ένα δέντρο με μια ρίζα, μια πηγή, μια βρύση

Σήμερα παντρεύουμε τον Ήλιο
τον Ήλιο με τη νύφη τη μονάκριβη
την Πασχαλιά

Πολυχρόνιος ημέρα
τη Υπερμάχω, τη Υπερμάχω

Ακούμε έναν κύκλο τραγουδιών από ομότιτλη θεατρική παράσταση. Τους στίχους στα 8 από τα 9 τραγούδια υπογράφει ο Μίκης Θεοδωράκης και στο άλλο 1 ο Κώστας Βίρβος. Η παράσταση ανέβηκε τον Οκτώβριο του 1962 στο Θέατρο Καλουτά από το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, με κείμενο-στίχους Μίκη Θεοδωράκη, σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη, σκηνικά Νίκου Νικολάου (που σχεδίασε και το εξώφυλλο του δίσκου) και χορογραφίες Ζουζούς Νικολούδη (η οποία ερμήνευε και τον ρόλο της μάνας). Πρωταγωνιστές ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μπέττυ Αρβανίτη, η Μαρία Κωνσταντάρου και ο Θόδωρος Έξαρχος. Τραγουδούσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Τι λέει ο Μίκης Θεοδωράκης για Το τραγούδι του νεκρού αδελφού:

[…] Έτσι το έδαφος ήταν έτοιμο για να γραφούν τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» όπως τα αποκαλώ, δηλαδή το Ένα δειλινό, Τον Παύλο και τον Νικολιό, Το όνειρο, Τα περβόλια και το Ενωθείτε. Πώς να μνημονεύσω και πώς να τιμήσω καλύτερα το λαϊκό χορό των χορών, τον ζεϊμπέκικο, από το να τον παντρέψω με τη θεματολογία των πρόσφατων παθών του ελληνικού λαού; Ο ζεϊμπέκικος για τον πολύ κόσμο σημαίνει ταβέρνα, σπάσιμο πιάτων, διασκέδαση. Για μένα όμως είχαν περάσει μόλις δέκα χρόνια απ’ τον καιρό που τον χορεύαμε στις σκηνές στο Μακρονήσι με τη σκέψη γεμάτη με άλλου είδους προσδοκίες και όνειρα. Εξ άλλου η δεκαετία του ’60 ήταν για πολύ κόσμο και προ παντός για τους νέους ένα καινούργιο ξεκίνημα. Τι καλύτερο δώρο λοιπόν να τους προσφέρω; Καλά τα ωραία τραγούδια. Όμως πιο ωραία τα καλά. Που σήμαινε τότε -και πάντα- να μην αφήσεις ποτέ να σβήσει η «μνήμη του λαού» που λέει κι ο ποιητής. […]
[…] Η θεματολογία, παρμένη από τη μυθολογία του Εμφύλιου, ήταν μοιραίο να με οδηγήσει σε σκέψεις. Ποιος ήταν ο Παύλος και ποιος ο Νικολός; Πότε έζησαν και πώς; Πότε σκοτώθηκαν και πώς; Μήπως ήρθε ο καιρός για μια ευρύτερη σύνθεση που να στηρίζεται σε μια ολοκληρωμένη ιστορία σαν κι αυτές που είχαμε ζήσει λίγο πιο πριν; Μήπως προβάλλοντας το Κακό της Εμφύλιας διαίρεσης στις πιο ακραίες του μορφές μπορούσαμε να το ξορκίσουμε ντύνοντάς το με τα ρούχα της ποίησης και της μουσικής; Να χτίσουμε πέτρα-πέτρα το δρόμο και ν’ αφήσουμε τα γεγονότα να διαδραματίσουν το ρόλο της Μοίρας που οδηγεί τις συγκρούσεις στην ύστατη συνέπεια: την προδοσία, το μίσος, το θάνατο, ώστε να μην υπάρξει άλλη λύση εξόν απ’ την Κάθαρση; Την παλλαϊκή, πανεθνική Ενότητα; […]
[…] Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Νικολάου ήσαν υπέροχα. Το ίδιο και η δουλειά του Πέλου Κατσέλη (σκηνοθεσία) και της Ζουζούς Νικολούδη (χορογραφία). Ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μαρία Κωνσταντάρου, ο Θόδωρος Έξαρχος, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη δημιούργησαν υπέροχους ρόλους. Ενώ απ’ την άλλη μεριά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μαζί με τον Κώστα Παπαδόπουλο και τον Λάκη Καρνέζη έδιναν μια νέα διάσταση σ’ ένα πρωτοφανές για την ελληνική θεατρική παράδοση ελληνικό θεατρικό έργο. Τα λαϊκά όργανα είχαν μετουσιωθεί σε ιερά εξαπτέρυγα της νέας ελληνικής θρησκείας και το παλκοσένικο με τις κρεμασμένες μάσκες, τους Τραγουδιστές και τους Μουσικούς σε έναν αόρατο Χορό που με σοφία και πάθος εξέφραζε την κοινή συνισταμένη της Πόλης, του Λαού, του Χρόνου, που όπως οι αρχαίοι Αθηναίοι με τους Πέρσες, είχαν την ίδια σχέση κι αυτοί με το έργο που έβλεπαν και άκουγαν: το είχαν κι αυτοί ζήσει, ήταν δικό τους, κατά κάποιο τρόπο είχαν συμμετάσχει στη γένεσή του.[…]
[Πηγή: ένθετο του δίσκου που κυκλοφόρησε με την εφημερίδα «Καθημερινή» την Κυριακή 17 Απριλίου 2011]

Αυτές τις μέρες, λοιπόν, θ’ ακούσουμε ένα από τα -κατά τη γνώμη μου- σπουδαιότερα έργα του Μίκη Θεοδωράκη. Γιατί μες στη Μεγάλη Βδομάδα; Γιατί διανύουμε την Εβδομάδα των Παθών και «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» αφορά τα εμφύλια πάθη, τα δικά μας μα κι όλων των εθνών του κόσμου από την αρχαιότητα ως τα σήμερα. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο Άβελ, ο Σωκράτης, ο Χριστός, ο Μακρυγιάννης, ο Μπελογιάννης, ο Λαμπράκης. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο γείτονάς μας, ο φίλος μας, ο αδελφός μας. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο καθένας μας, μπορεί να ’ναι ο καλός μας εαυτός που καθημερινά πολεμά τον άλλο, τον κακό, τον απαθή, τον καλοπερασάκια κι αδιάφορο. Γιατί όσο υπάρχουν άνθρωποι το σαρκοβόρο που κρύβουμε μέσα μας δεν θα πάψει να διψά για αίμα κι έτσι καθημερνά θα πληθαίνουν οι νεκροί αδελφοί από έναν Πόλεμο που δεν τέλειωσεν ακόμα, γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ, καταπώς λέει ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Και, τέλος, γιατί κάθε βδομάδα είναι ιδανική για τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» του Μίκη. Καλή ακρόαση!

Στα περβόλια (Μίκης Θεοδωράκης)

Μίκης Θεοδωράκης, Στα περβόλια

Διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Πιάνο: Γιάννης Διδίλης
Κιθάρα: Σταύρος Πλέσσας
Τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Δίσκος: Το τραγούδι του νεκρού αδελφού (1962)

Στα περβόλια
μες στους ανθισμένους κήπους
σαν άλλοτε θα στήσουμε χορό
και το Χάρο θα καλέσουμε
να πιούμε αντάμα και να τραγουδήσουμε μαζί

Κράτα το κλαρίνο και το ζουρνά
κι εγώ θα ’ρθω με τον μικρό μου τον μπαγλαμά
αχ κι εγώ θα ’ρθω
Μες στης μάχης τη φωτιά με πήρες, Χάρε
πάμε στα περβόλια για χορό

Στα περβόλια
μες στους ανθισμένους κήπους
αν σε πάρω, Χάρε, στο κρασί
αν σε πάρω στο χορό και στο τραγούδι
τότες χάρισέ μου μιας νυχτιάς ζωή

Κράτα την καρδιά σου, μάνα γλυκιά
κι εγώ είμ’ ο γιος που γύρισε για μια σου ματιά
αχ για μια ματιά
Για το μέτωπο σαν έφυγα, μανούλα, εσύ δεν ήρθες να με δεις
ξενοδούλευες και πήρα μόνος μου το τρένο
που με πήγε πέρ’ απ’ τη ζωή

Ακούμε έναν κύκλο τραγουδιών από ομότιτλη θεατρική παράσταση. Τους στίχους στα 8 από τα 9 τραγούδια υπογράφει ο Μίκης Θεοδωράκης και στο άλλο 1 ο Κώστας Βίρβος. Η παράσταση ανέβηκε τον Οκτώβριο του 1962 στο Θέατρο Καλουτά από το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, με κείμενο-στίχους Μίκη Θεοδωράκη, σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη, σκηνικά Νίκου Νικολάου (που σχεδίασε και το εξώφυλλο του δίσκου) και χορογραφίες Ζουζούς Νικολούδη (η οποία ερμήνευε και τον ρόλο της μάνας). Πρωταγωνιστές ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μπέττυ Αρβανίτη, η Μαρία Κωνσταντάρου και ο Θόδωρος Έξαρχος. Τραγουδούσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Τι λέει ο Μίκης Θεοδωράκης για Το τραγούδι του νεκρού αδελφού:

[…] Έτσι το έδαφος ήταν έτοιμο για να γραφούν τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» όπως τα αποκαλώ, δηλαδή το Ένα δειλινό, Τον Παύλο και τον Νικολιό, Το όνειρο, Τα περβόλια και το Ενωθείτε. Πώς να μνημονεύσω και πώς να τιμήσω καλύτερα το λαϊκό χορό των χορών, τον ζεϊμπέκικο, από το να τον παντρέψω με τη θεματολογία των πρόσφατων παθών του ελληνικού λαού; Ο ζεϊμπέκικος για τον πολύ κόσμο σημαίνει ταβέρνα, σπάσιμο πιάτων, διασκέδαση. Για μένα όμως είχαν περάσει μόλις δέκα χρόνια απ’ τον καιρό που τον χορεύαμε στις σκηνές στο Μακρονήσι με τη σκέψη γεμάτη με άλλου είδους προσδοκίες και όνειρα. Εξ άλλου η δεκαετία του ’60 ήταν για πολύ κόσμο και προ παντός για τους νέους ένα καινούργιο ξεκίνημα. Τι καλύτερο δώρο λοιπόν να τους προσφέρω; Καλά τα ωραία τραγούδια. Όμως πιο ωραία τα καλά. Που σήμαινε τότε -και πάντα- να μην αφήσεις ποτέ να σβήσει η «μνήμη του λαού» που λέει κι ο ποιητής. […]
[…] Η θεματολογία, παρμένη από τη μυθολογία του Εμφύλιου, ήταν μοιραίο να με οδηγήσει σε σκέψεις. Ποιος ήταν ο Παύλος και ποιος ο Νικολός; Πότε έζησαν και πώς; Πότε σκοτώθηκαν και πώς; Μήπως ήρθε ο καιρός για μια ευρύτερη σύνθεση που να στηρίζεται σε μια ολοκληρωμένη ιστορία σαν κι αυτές που είχαμε ζήσει λίγο πιο πριν; Μήπως προβάλλοντας το Κακό της Εμφύλιας διαίρεσης στις πιο ακραίες του μορφές μπορούσαμε να το ξορκίσουμε ντύνοντάς το με τα ρούχα της ποίησης και της μουσικής; Να χτίσουμε πέτρα-πέτρα το δρόμο και ν’ αφήσουμε τα γεγονότα να διαδραματίσουν το ρόλο της Μοίρας που οδηγεί τις συγκρούσεις στην ύστατη συνέπεια: την προδοσία, το μίσος, το θάνατο, ώστε να μην υπάρξει άλλη λύση εξόν απ’ την Κάθαρση; Την παλλαϊκή, πανεθνική Ενότητα; […]
[…] Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Νικολάου ήσαν υπέροχα. Το ίδιο και η δουλειά του Πέλου Κατσέλη (σκηνοθεσία) και της Ζουζούς Νικολούδη (χορογραφία). Ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μαρία Κωνσταντάρου, ο Θόδωρος Έξαρχος, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη δημιούργησαν υπέροχους ρόλους. Ενώ απ’ την άλλη μεριά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μαζί με τον Κώστα Παπαδόπουλο και τον Λάκη Καρνέζη έδιναν μια νέα διάσταση σ’ ένα πρωτοφανές για την ελληνική θεατρική παράδοση ελληνικό θεατρικό έργο. Τα λαϊκά όργανα είχαν μετουσιωθεί σε ιερά εξαπτέρυγα της νέας ελληνικής θρησκείας και το παλκοσένικο με τις κρεμασμένες μάσκες, τους Τραγουδιστές και τους Μουσικούς σε έναν αόρατο Χορό που με σοφία και πάθος εξέφραζε την κοινή συνισταμένη της Πόλης, του Λαού, του Χρόνου, που όπως οι αρχαίοι Αθηναίοι με τους Πέρσες, είχαν την ίδια σχέση κι αυτοί με το έργο που έβλεπαν και άκουγαν: το είχαν κι αυτοί ζήσει, ήταν δικό τους, κατά κάποιο τρόπο είχαν συμμετάσχει στη γένεσή του.[…]
[Πηγή: ένθετο του δίσκου που κυκλοφόρησε με την εφημερίδα «Καθημερινή» την Κυριακή 17 Απριλίου 2011]

Αυτές τις μέρες, λοιπόν, θ’ ακούσουμε ένα από τα -κατά τη γνώμη μου- σπουδαιότερα έργα του Μίκη Θεοδωράκη. Γιατί μες στη Μεγάλη Βδομάδα; Γιατί διανύουμε την Εβδομάδα των Παθών και «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» αφορά τα εμφύλια πάθη, τα δικά μας μα κι όλων των εθνών του κόσμου από την αρχαιότητα ως τα σήμερα. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο Άβελ, ο Σωκράτης, ο Χριστός, ο Μακρυγιάννης, ο Μπελογιάννης, ο Λαμπράκης. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο γείτονάς μας, ο φίλος μας, ο αδελφός μας. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο καθένας μας, μπορεί να ’ναι ο καλός μας εαυτός που καθημερινά πολεμά τον άλλο, τον κακό, τον απαθή, τον καλοπερασάκια κι αδιάφορο. Γιατί όσο υπάρχουν άνθρωποι το σαρκοβόρο που κρύβουμε μέσα μας δεν θα πάψει να διψά για αίμα κι έτσι καθημερνά θα πληθαίνουν οι νεκροί αδελφοί από έναν Πόλεμο που δεν τέλειωσεν ακόμα, γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ, καταπώς λέει ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Και, τέλος, γιατί κάθε βδομάδα είναι ιδανική για τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» του Μίκη. Καλή ακρόαση!

Τον Παύλο και τον Νικολιό (Μίκης Θεοδωράκης)

Μίκης Θεοδωράκης, Τον Παύλο και τον Νικολιό

Διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Πιάνο: Γιάννης Διδίλης
Κιθάρα: Σταύρος Πλέσσας
Τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Δίσκος: Το τραγούδι του νεκρού αδελφού (1962)

Τον Παύλο και τον Νικολιό
τους πάνε για ταξίδι
με βάρκα δίχως άρμενα
με πλοίο δίχως ξάρτια

Τ’ άρμενα τα ’καψε φωτιά
τα ξάρτια καταιγίδα
και το ταξίδι θάνατος
που γυρισμό δεν έχει

Του Παύλου και του Νικολιού
οι μάνες πάν’ αντάμα
ρωτούν το χώμα να τους πει
κι εκείνο στάζει αίμα

Δεν είναι αναστεναγμός
που βγαίνει απ’ το χώμα
μόνο πηγή λαχταριστή
να πιεις να ξεδιψάσεις

Ακούμε έναν κύκλο τραγουδιών από ομότιτλη θεατρική παράσταση. Τους στίχους στα 8 από τα 9 τραγούδια υπογράφει ο Μίκης Θεοδωράκης και στο άλλο 1 ο Κώστας Βίρβος. Η παράσταση ανέβηκε τον Οκτώβριο του 1962 στο Θέατρο Καλουτά από το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, με κείμενο-στίχους Μίκη Θεοδωράκη, σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη, σκηνικά Νίκου Νικολάου (που σχεδίασε και το εξώφυλλο του δίσκου) και χορογραφίες Ζουζούς Νικολούδη (η οποία ερμήνευε και τον ρόλο της μάνας). Πρωταγωνιστές ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μπέττυ Αρβανίτη, η Μαρία Κωνσταντάρου και ο Θόδωρος Έξαρχος. Τραγουδούσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Τι λέει ο Μίκης Θεοδωράκης για Το τραγούδι του νεκρού αδελφού:

[…] Έτσι το έδαφος ήταν έτοιμο για να γραφούν τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» όπως τα αποκαλώ, δηλαδή το Ένα δειλινό, Τον Παύλο και τον Νικολιό, Το όνειρο, Τα περβόλια και το Ενωθείτε. Πώς να μνημονεύσω και πώς να τιμήσω καλύτερα το λαϊκό χορό των χορών, τον ζεϊμπέκικο, από το να τον παντρέψω με τη θεματολογία των πρόσφατων παθών του ελληνικού λαού; Ο ζεϊμπέκικος για τον πολύ κόσμο σημαίνει ταβέρνα, σπάσιμο πιάτων, διασκέδαση. Για μένα όμως είχαν περάσει μόλις δέκα χρόνια απ’ τον καιρό που τον χορεύαμε στις σκηνές στο Μακρονήσι με τη σκέψη γεμάτη με άλλου είδους προσδοκίες και όνειρα. Εξ άλλου η δεκαετία του ’60 ήταν για πολύ κόσμο και προ παντός για τους νέους ένα καινούργιο ξεκίνημα. Τι καλύτερο δώρο λοιπόν να τους προσφέρω; Καλά τα ωραία τραγούδια. Όμως πιο ωραία τα καλά. Που σήμαινε τότε -και πάντα- να μην αφήσεις ποτέ να σβήσει η «μνήμη του λαού» που λέει κι ο ποιητής. […]
[…] Η θεματολογία, παρμένη από τη μυθολογία του Εμφύλιου, ήταν μοιραίο να με οδηγήσει σε σκέψεις. Ποιος ήταν ο Παύλος και ποιος ο Νικολός; Πότε έζησαν και πώς; Πότε σκοτώθηκαν και πώς; Μήπως ήρθε ο καιρός για μια ευρύτερη σύνθεση που να στηρίζεται σε μια ολοκληρωμένη ιστορία σαν κι αυτές που είχαμε ζήσει λίγο πιο πριν; Μήπως προβάλλοντας το Κακό της Εμφύλιας διαίρεσης στις πιο ακραίες του μορφές μπορούσαμε να το ξορκίσουμε ντύνοντάς το με τα ρούχα της ποίησης και της μουσικής; Να χτίσουμε πέτρα-πέτρα το δρόμο και ν’ αφήσουμε τα γεγονότα να διαδραματίσουν το ρόλο της Μοίρας που οδηγεί τις συγκρούσεις στην ύστατη συνέπεια: την προδοσία, το μίσος, το θάνατο, ώστε να μην υπάρξει άλλη λύση εξόν απ’ την Κάθαρση; Την παλλαϊκή, πανεθνική Ενότητα; […]
[…] Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Νικολάου ήσαν υπέροχα. Το ίδιο και η δουλειά του Πέλου Κατσέλη (σκηνοθεσία) και της Ζουζούς Νικολούδη (χορογραφία). Ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μαρία Κωνσταντάρου, ο Θόδωρος Έξαρχος, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη δημιούργησαν υπέροχους ρόλους. Ενώ απ’ την άλλη μεριά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μαζί με τον Κώστα Παπαδόπουλο και τον Λάκη Καρνέζη έδιναν μια νέα διάσταση σ’ ένα πρωτοφανές για την ελληνική θεατρική παράδοση ελληνικό θεατρικό έργο. Τα λαϊκά όργανα είχαν μετουσιωθεί σε ιερά εξαπτέρυγα της νέας ελληνικής θρησκείας και το παλκοσένικο με τις κρεμασμένες μάσκες, τους Τραγουδιστές και τους Μουσικούς σε έναν αόρατο Χορό που με σοφία και πάθος εξέφραζε την κοινή συνισταμένη της Πόλης, του Λαού, του Χρόνου, που όπως οι αρχαίοι Αθηναίοι με τους Πέρσες, είχαν την ίδια σχέση κι αυτοί με το έργο που έβλεπαν και άκουγαν: το είχαν κι αυτοί ζήσει, ήταν δικό τους, κατά κάποιο τρόπο είχαν συμμετάσχει στη γένεσή του.[…]
[Πηγή: ένθετο του δίσκου που κυκλοφόρησε με την εφημερίδα «Καθημερινή» την Κυριακή 17 Απριλίου 2011]

Αυτές τις μέρες, λοιπόν, θ’ ακούσουμε ένα από τα -κατά τη γνώμη μου- σπουδαιότερα έργα του Μίκη Θεοδωράκη. Γιατί μες στη Μεγάλη Βδομάδα; Γιατί διανύουμε την Εβδομάδα των Παθών και «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» αφορά τα εμφύλια πάθη, τα δικά μας μα κι όλων των εθνών του κόσμου από την αρχαιότητα ως τα σήμερα. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο Άβελ, ο Σωκράτης, ο Χριστός, ο Μακρυγιάννης, ο Μπελογιάννης, ο Λαμπράκης. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο γείτονάς μας, ο φίλος μας, ο αδελφός μας. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο καθένας μας, μπορεί να ’ναι ο καλός μας εαυτός που καθημερινά πολεμά τον άλλο, τον κακό, τον απαθή, τον καλοπερασάκια κι αδιάφορο. Γιατί όσο υπάρχουν άνθρωποι το σαρκοβόρο που κρύβουμε μέσα μας δεν θα πάψει να διψά για αίμα κι έτσι καθημερνά θα πληθαίνουν οι νεκροί αδελφοί από έναν Πόλεμο που δεν τέλειωσεν ακόμα, γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ, καταπώς λέει ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Και, τέλος, γιατί κάθε βδομάδα είναι ιδανική για τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» του Μίκη. Καλή ακρόαση!

Προδομένη αγάπη (Μίκης Θεοδωράκης)

Μίκης Θεοδωράκης, Προδομένη αγάπη

Διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Κλαρίνο: Γιάννης Βασιλόπουλος
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Πιάνο: Γιάννης Διδίλης
Κιθάρα: Σταύρος Πλέσσας
Τραγούδι: Βέρα Ζαβιτσιάνου
Δίσκος: Το τραγούδι του νεκρού αδελφού (1962)

Τα μεσάνυχτα που σμίγουνε οι ώρες
προδομένη μου αγάπη
τα μεσάνυχτα που σμίγουν οι καρδιές μας
προδομένη μου αγάπη

Νταν νταν νταν νταν νταν σημαίνει
νταν, το τέλος της αγάπης
Δυο πουλιά, δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια

Τα μεσάνυχτα που είναι μακριά ο ήλιος
προδομένη μου αγάπη
τα μεσάνυχτα που είναι κοντά οι ζωές μας
προδομένη μου αγάπη

Νταν νταν νταν νταν νταν σημαίνει
νταν, το τέλος της αγάπης
Δυο πουλιά, δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια

Τα μεσάνυχτα θα σε περιμένουν
προδομένη μου αγάπη
σαν θα φύγει το φεγγάρι στο σκοτάδι
προδομένη μου αγάπη

Νταν νταν νταν νταν νταν σημαίνει
νταν, το τέλος της ζωής μας
Δυο πουλιά, δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια

Ακούμε έναν κύκλο τραγουδιών από ομότιτλη θεατρική παράσταση. Τους στίχους στα 8 από τα 9 τραγούδια υπογράφει ο Μίκης Θεοδωράκης και στο άλλο 1 ο Κώστας Βίρβος. Η παράσταση ανέβηκε τον Οκτώβριο του 1962 στο Θέατρο Καλουτά από το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, με κείμενο-στίχους Μίκη Θεοδωράκη, σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη, σκηνικά Νίκου Νικολάου (που σχεδίασε και το εξώφυλλο του δίσκου) και χορογραφίες Ζουζούς Νικολούδη (η οποία ερμήνευε και τον ρόλο της μάνας). Πρωταγωνιστές ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μπέττυ Αρβανίτη, η Μαρία Κωνσταντάρου και ο Θόδωρος Έξαρχος. Τραγουδούσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Τι λέει ο Μίκης Θεοδωράκης για Το τραγούδι του νεκρού αδελφού:

[…] Έτσι το έδαφος ήταν έτοιμο για να γραφούν τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» όπως τα αποκαλώ, δηλαδή το Ένα δειλινό, Τον Παύλο και τον Νικολιό, Το όνειρο, Τα περβόλια και το Ενωθείτε. Πώς να μνημονεύσω και πώς να τιμήσω καλύτερα το λαϊκό χορό των χορών, τον ζεϊμπέκικο, από το να τον παντρέψω με τη θεματολογία των πρόσφατων παθών του ελληνικού λαού; Ο ζεϊμπέκικος για τον πολύ κόσμο σημαίνει ταβέρνα, σπάσιμο πιάτων, διασκέδαση. Για μένα όμως είχαν περάσει μόλις δέκα χρόνια απ’ τον καιρό που τον χορεύαμε στις σκηνές στο Μακρονήσι με τη σκέψη γεμάτη με άλλου είδους προσδοκίες και όνειρα. Εξ άλλου η δεκαετία του ’60 ήταν για πολύ κόσμο και προ παντός για τους νέους ένα καινούργιο ξεκίνημα. Τι καλύτερο δώρο λοιπόν να τους προσφέρω; Καλά τα ωραία τραγούδια. Όμως πιο ωραία τα καλά. Που σήμαινε τότε -και πάντα- να μην αφήσεις ποτέ να σβήσει η «μνήμη του λαού» που λέει κι ο ποιητής. […]
[…] Η θεματολογία, παρμένη από τη μυθολογία του Εμφύλιου, ήταν μοιραίο να με οδηγήσει σε σκέψεις. Ποιος ήταν ο Παύλος και ποιος ο Νικολός; Πότε έζησαν και πώς; Πότε σκοτώθηκαν και πώς; Μήπως ήρθε ο καιρός για μια ευρύτερη σύνθεση που να στηρίζεται σε μια ολοκληρωμένη ιστορία σαν κι αυτές που είχαμε ζήσει λίγο πιο πριν; Μήπως προβάλλοντας το Κακό της Εμφύλιας διαίρεσης στις πιο ακραίες του μορφές μπορούσαμε να το ξορκίσουμε ντύνοντάς το με τα ρούχα της ποίησης και της μουσικής; Να χτίσουμε πέτρα-πέτρα το δρόμο και ν’ αφήσουμε τα γεγονότα να διαδραματίσουν το ρόλο της Μοίρας που οδηγεί τις συγκρούσεις στην ύστατη συνέπεια: την προδοσία, το μίσος, το θάνατο, ώστε να μην υπάρξει άλλη λύση εξόν απ’ την Κάθαρση; Την παλλαϊκή, πανεθνική Ενότητα; […]
[…] Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Νικολάου ήσαν υπέροχα. Το ίδιο και η δουλειά του Πέλου Κατσέλη (σκηνοθεσία) και της Ζουζούς Νικολούδη (χορογραφία). Ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μαρία Κωνσταντάρου, ο Θόδωρος Έξαρχος, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη δημιούργησαν υπέροχους ρόλους. Ενώ απ’ την άλλη μεριά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μαζί με τον Κώστα Παπαδόπουλο και τον Λάκη Καρνέζη έδιναν μια νέα διάσταση σ’ ένα πρωτοφανές για την ελληνική θεατρική παράδοση ελληνικό θεατρικό έργο. Τα λαϊκά όργανα είχαν μετουσιωθεί σε ιερά εξαπτέρυγα της νέας ελληνικής θρησκείας και το παλκοσένικο με τις κρεμασμένες μάσκες, τους Τραγουδιστές και τους Μουσικούς σε έναν αόρατο Χορό που με σοφία και πάθος εξέφραζε την κοινή συνισταμένη της Πόλης, του Λαού, του Χρόνου, που όπως οι αρχαίοι Αθηναίοι με τους Πέρσες, είχαν την ίδια σχέση κι αυτοί με το έργο που έβλεπαν και άκουγαν: το είχαν κι αυτοί ζήσει, ήταν δικό τους, κατά κάποιο τρόπο είχαν συμμετάσχει στη γένεσή του.[…]
[Πηγή: ένθετο του δίσκου που κυκλοφόρησε με την εφημερίδα «Καθημερινή» την Κυριακή 17 Απριλίου 2011]

Αυτές τις μέρες, λοιπόν, θ’ ακούσουμε ένα από τα -κατά τη γνώμη μου- σπουδαιότερα έργα του Μίκη Θεοδωράκη. Γιατί μες στη Μεγάλη Βδομάδα; Γιατί διανύουμε την Εβδομάδα των Παθών και «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» αφορά τα εμφύλια πάθη, τα δικά μας μα κι όλων των εθνών του κόσμου από την αρχαιότητα ως τα σήμερα. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο Άβελ, ο Σωκράτης, ο Χριστός, ο Μακρυγιάννης, ο Μπελογιάννης, ο Λαμπράκης. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο γείτονάς μας, ο φίλος μας, ο αδελφός μας. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο καθένας μας, μπορεί να ’ναι ο καλός μας εαυτός που καθημερινά πολεμά τον άλλο, τον κακό, τον απαθή, τον καλοπερασάκια κι αδιάφορο. Γιατί όσο υπάρχουν άνθρωποι το σαρκοβόρο που κρύβουμε μέσα μας δεν θα πάψει να διψά για αίμα κι έτσι καθημερνά θα πληθαίνουν οι νεκροί αδελφοί από έναν Πόλεμο που δεν τέλειωσεν ακόμα, γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ, καταπώς λέει ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Και, τέλος, γιατί κάθε βδομάδα είναι ιδανική για τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» του Μίκη. Καλή ακρόαση!

Ένα δειλινό (Μίκης Θεοδωράκης)

Μίκης Θεοδωράκης: Ένα δειλινό

Διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Πιάνο: Γιάννης Διδίλης
Κιθάρα: Σταύρος Πλέσσας
Μπάσο: Βαγγέλης Παπαγγελίδης
Κρουστά: Εύανδρος (Παπαδόπουλος)
Τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Δίσκος: Το τραγούδι του νεκρού αδελφού (1962)

Ένα δειλινό
σε δέσαν στο σταυρό
Σου κάρφωσαν τα χέρια σου
μου κάρφωσαν τα σπλάχνα
σου δέσανε τα μάτια σου
μου δέσαν την ψυχή μου

Ένα δειλινό
με τσάκισαν στα δυο
Μου κλέψανε την όραση
μου πήραν την αφή μου
μόν’ μου ’μεινε η ακοή
να σ’ αγρικώ, παιδί μου

Ένα δειλινό
ωσάν το σταυραϊτό
χίμηξε πα στις θάλασσες
χίμηξε πα στους κάμπους
κάμε ν’ ανθίσουν τα βουνά
και να χαρούν οι ανθρώποι

Ακούμε έναν κύκλο τραγουδιών από ομότιτλη θεατρική παράσταση. Τους στίχους στα 8 από τα 9 τραγούδια υπογράφει ο Μίκης Θεοδωράκης και στο άλλο 1 ο Κώστας Βίρβος. Η παράσταση ανέβηκε τον Οκτώβριο του 1962 στο Θέατρο Καλουτά από το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, με κείμενο-στίχους Μίκη Θεοδωράκη, σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη, σκηνικά Νίκου Νικολάου (που σχεδίασε και το εξώφυλλο του δίσκου) και χορογραφίες Ζουζούς Νικολούδη (η οποία ερμήνευε και τον ρόλο της μάνας). Πρωταγωνιστές ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μπέττυ Αρβανίτη, η Μαρία Κωνσταντάρου και ο Θόδωρος Έξαρχος. Τραγουδούσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Τι λέει ο Μίκης Θεοδωράκης για Το τραγούδι του νεκρού αδελφού:

[…] Έτσι το έδαφος ήταν έτοιμο για να γραφούν τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» όπως τα αποκαλώ, δηλαδή το Ένα δειλινό, Τον Παύλο και τον Νικολιό, Το όνειρο, Τα περβόλια και το Ενωθείτε. Πώς να μνημονεύσω και πώς να τιμήσω καλύτερα το λαϊκό χορό των χορών, τον ζεϊμπέκικο, από το να τον παντρέψω με τη θεματολογία των πρόσφατων παθών του ελληνικού λαού; Ο ζεϊμπέκικος για τον πολύ κόσμο σημαίνει ταβέρνα, σπάσιμο πιάτων, διασκέδαση. Για μένα όμως είχαν περάσει μόλις δέκα χρόνια απ’ τον καιρό που τον χορεύαμε στις σκηνές στο Μακρονήσι με τη σκέψη γεμάτη με άλλου είδους προσδοκίες και όνειρα. Εξ άλλου η δεκαετία του ’60 ήταν για πολύ κόσμο και προ παντός για τους νέους ένα καινούργιο ξεκίνημα. Τι καλύτερο δώρο λοιπόν να τους προσφέρω; Καλά τα ωραία τραγούδια. Όμως πιο ωραία τα καλά. Που σήμαινε τότε -και πάντα- να μην αφήσεις ποτέ να σβήσει η «μνήμη του λαού» που λέει κι ο ποιητής. […]
[…] Η θεματολογία, παρμένη από τη μυθολογία του Εμφύλιου, ήταν μοιραίο να με οδηγήσει σε σκέψεις. Ποιος ήταν ο Παύλος και ποιος ο Νικολός; Πότε έζησαν και πώς; Πότε σκοτώθηκαν και πώς; Μήπως ήρθε ο καιρός για μια ευρύτερη σύνθεση που να στηρίζεται σε μια ολοκληρωμένη ιστορία σαν κι αυτές που είχαμε ζήσει λίγο πιο πριν; Μήπως προβάλλοντας το Κακό της Εμφύλιας διαίρεσης στις πιο ακραίες του μορφές μπορούσαμε να το ξορκίσουμε ντύνοντάς το με τα ρούχα της ποίησης και της μουσικής; Να χτίσουμε πέτρα-πέτρα το δρόμο και ν’ αφήσουμε τα γεγονότα να διαδραματίσουν το ρόλο της Μοίρας που οδηγεί τις συγκρούσεις στην ύστατη συνέπεια: την προδοσία, το μίσος, το θάνατο, ώστε να μην υπάρξει άλλη λύση εξόν απ’ την Κάθαρση; Την παλλαϊκή, πανεθνική Ενότητα; […]
[…] Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Νικολάου ήσαν υπέροχα. Το ίδιο και η δουλειά του Πέλου Κατσέλη (σκηνοθεσία) και της Ζουζούς Νικολούδη (χορογραφία). Ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μαρία Κωνσταντάρου, ο Θόδωρος Έξαρχος, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη δημιούργησαν υπέροχους ρόλους. Ενώ απ’ την άλλη μεριά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μαζί με τον Κώστα Παπαδόπουλο και τον Λάκη Καρνέζη έδιναν μια νέα διάσταση σ’ ένα πρωτοφανές για την ελληνική θεατρική παράδοση ελληνικό θεατρικό έργο. Τα λαϊκά όργανα είχαν μετουσιωθεί σε ιερά εξαπτέρυγα της νέας ελληνικής θρησκείας και το παλκοσένικο με τις κρεμασμένες μάσκες, τους Τραγουδιστές και τους Μουσικούς σε έναν αόρατο Χορό που με σοφία και πάθος εξέφραζε την κοινή συνισταμένη της Πόλης, του Λαού, του Χρόνου, που όπως οι αρχαίοι Αθηναίοι με τους Πέρσες, είχαν την ίδια σχέση κι αυτοί με το έργο που έβλεπαν και άκουγαν: το είχαν κι αυτοί ζήσει, ήταν δικό τους, κατά κάποιο τρόπο είχαν συμμετάσχει στη γένεσή του.[…]
[Πηγή: ένθετο του δίσκου που κυκλοφόρησε με την εφημερίδα «Καθημερινή» την Κυριακή 17 Απριλίου 2011]

Αυτές τις μέρες, λοιπόν, θ’ ακούσουμε ένα από τα -κατά τη γνώμη μου- σπουδαιότερα έργα του Μίκη Θεοδωράκη. Γιατί μες στη Μεγάλη Βδομάδα; Γιατί διανύουμε την Εβδομάδα των Παθών και «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» αφορά τα εμφύλια πάθη, τα δικά μας μα κι όλων των εθνών του κόσμου από την αρχαιότητα ως τα σήμερα. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο Άβελ, ο Σωκράτης, ο Χριστός, ο Μακρυγιάννης, ο Μπελογιάννης, ο Λαμπράκης. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο γείτονάς μας, ο φίλος μας, ο αδελφός μας. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο καθένας μας, μπορεί να ’ναι ο καλός μας εαυτός που καθημερινά πολεμά τον άλλο, τον κακό, τον απαθή, τον καλοπερασάκια κι αδιάφορο. Γιατί όσο υπάρχουν άνθρωποι το σαρκοβόρο που κρύβουμε μέσα μας δεν θα πάψει να διψά για αίμα κι έτσι καθημερνά θα πληθαίνουν οι νεκροί αδελφοί από έναν Πόλεμο που δεν τέλειωσεν ακόμα, γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ, καταπώς λέει ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Και, τέλος, γιατί κάθε βδομάδα είναι ιδανική για τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» του Μίκη. Καλή ακρόαση!

Κοιμήσου, αγγελούδι μου (Μίκης Θεοδωράκης & Κώστας Βίρβος)


Τραγούδι: Δέσποινα Μπεμπεδέλη


Τραγούδι: Γιώτα Λύδια

Μίκης Θεοδωράκης & Κώστας Βίρβος: Κοιμήσου, αγγελούδι μου (Νανούρισμα)

Διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Πιάνο: Γιάννης Διδίλης
Κιθάρα: Σταύρος Πλέσσας
Τραγούδι: Δέσποινα Μπεμπεδέλη [Αυτή η ηχογράφηση δεν ακούστηκε ποτέ στον αρχικό δίσκο παρότι αναφέρεται ως ερμηνεύτρια η Δέσποινα Μπεμπεδέλη. Αντιθέτως το τραγούδι ακούγεται με τη φωνή της Γιώτας Λύδια. Η συγκεκριμένη ηχογράφηση συμπεριλήφθηκε για πρώτη φορά σε δίσκο στην κασετίνα «Μίκης Θεοδωράκης» το 1988.]
Δίσκος: Το τραγούδι του νεκρού αδελφού (1962)

Κοιμήσου, αγγελούδι μου
παιδί μου, νάνι νάνι
να μεγαλώσεις γρήγορα
σαν τ’ αψηλό πλατάνι
να γίνεις άντρας στο κορμί και στο μυαλό
για να ’σαι πάντα μες στο δρόμο τον καλό
Κοιμήσου, αγγελούδι μου
γλυκά με το τραγούδι μου

Κοιμήσου, περιστέρι μου
να γίνεις σαν ατσάλι
να γίνει κι η καρδούλα σου
σαν του Χριστού μεγάλη
για να μην πεις μες στη ζωή σου «δεν μπορώ»
και αν πρέπει ακόμα να σηκώσεις και σταυρό
Κοιμήσου, αγγελούδι μου
γλυκά με το τραγούδι μου

Ακούμε έναν κύκλο τραγουδιών από ομότιτλη θεατρική παράσταση. Τους στίχους στα 8 από τα 9 τραγούδια υπογράφει ο Μίκης Θεοδωράκης και στο άλλο 1 ο Κώστας Βίρβος. Η παράσταση ανέβηκε τον Οκτώβριο του 1962 στο Θέατρο Καλουτά από το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, με κείμενο-στίχους Μίκη Θεοδωράκη, σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη, σκηνικά Νίκου Νικολάου (που σχεδίασε και το εξώφυλλο του δίσκου) και χορογραφίες Ζουζούς Νικολούδη (η οποία ερμήνευε και τον ρόλο της μάνας). Πρωταγωνιστές ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μπέττυ Αρβανίτη, η Μαρία Κωνσταντάρου και ο Θόδωρος Έξαρχος. Τραγουδούσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Τι λέει ο Μίκης Θεοδωράκης για Το τραγούδι του νεκρού αδελφού:

[…] Έτσι το έδαφος ήταν έτοιμο για να γραφούν τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» όπως τα αποκαλώ, δηλαδή το Ένα δειλινό, Τον Παύλο και τον Νικολιό, Το όνειρο, Τα περβόλια και το Ενωθείτε. Πώς να μνημονεύσω και πώς να τιμήσω καλύτερα το λαϊκό χορό των χορών, τον ζεϊμπέκικο, από το να τον παντρέψω με τη θεματολογία των πρόσφατων παθών του ελληνικού λαού; Ο ζεϊμπέκικος για τον πολύ κόσμο σημαίνει ταβέρνα, σπάσιμο πιάτων, διασκέδαση. Για μένα όμως είχαν περάσει μόλις δέκα χρόνια απ’ τον καιρό που τον χορεύαμε στις σκηνές στο Μακρονήσι με τη σκέψη γεμάτη με άλλου είδους προσδοκίες και όνειρα. Εξ άλλου η δεκαετία του ’60 ήταν για πολύ κόσμο και προ παντός για τους νέους ένα καινούργιο ξεκίνημα. Τι καλύτερο δώρο λοιπόν να τους προσφέρω; Καλά τα ωραία τραγούδια. Όμως πιο ωραία τα καλά. Που σήμαινε τότε -και πάντα- να μην αφήσεις ποτέ να σβήσει η «μνήμη του λαού» που λέει κι ο ποιητής. […]
[…] Η θεματολογία, παρμένη από τη μυθολογία του Εμφύλιου, ήταν μοιραίο να με οδηγήσει σε σκέψεις. Ποιος ήταν ο Παύλος και ποιος ο Νικολός; Πότε έζησαν και πώς; Πότε σκοτώθηκαν και πώς; Μήπως ήρθε ο καιρός για μια ευρύτερη σύνθεση που να στηρίζεται σε μια ολοκληρωμένη ιστορία σαν κι αυτές που είχαμε ζήσει λίγο πιο πριν; Μήπως προβάλλοντας το Κακό της Εμφύλιας διαίρεσης στις πιο ακραίες του μορφές μπορούσαμε να το ξορκίσουμε ντύνοντάς το με τα ρούχα της ποίησης και της μουσικής; Να χτίσουμε πέτρα-πέτρα το δρόμο και ν’ αφήσουμε τα γεγονότα να διαδραματίσουν το ρόλο της Μοίρας που οδηγεί τις συγκρούσεις στην ύστατη συνέπεια: την προδοσία, το μίσος, το θάνατο, ώστε να μην υπάρξει άλλη λύση εξόν απ’ την Κάθαρση; Την παλλαϊκή, πανεθνική Ενότητα; […]
[…] Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Νικολάου ήσαν υπέροχα. Το ίδιο και η δουλειά του Πέλου Κατσέλη (σκηνοθεσία) και της Ζουζούς Νικολούδη (χορογραφία). Ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μαρία Κωνσταντάρου, ο Θόδωρος Έξαρχος, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη δημιούργησαν υπέροχους ρόλους. Ενώ απ’ την άλλη μεριά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μαζί με τον Κώστα Παπαδόπουλο και τον Λάκη Καρνέζη έδιναν μια νέα διάσταση σ’ ένα πρωτοφανές για την ελληνική θεατρική παράδοση ελληνικό θεατρικό έργο. Τα λαϊκά όργανα είχαν μετουσιωθεί σε ιερά εξαπτέρυγα της νέας ελληνικής θρησκείας και το παλκοσένικο με τις κρεμασμένες μάσκες, τους Τραγουδιστές και τους Μουσικούς σε έναν αόρατο Χορό που με σοφία και πάθος εξέφραζε την κοινή συνισταμένη της Πόλης, του Λαού, του Χρόνου, που όπως οι αρχαίοι Αθηναίοι με τους Πέρσες, είχαν την ίδια σχέση κι αυτοί με το έργο που έβλεπαν και άκουγαν: το είχαν κι αυτοί ζήσει, ήταν δικό τους, κατά κάποιο τρόπο είχαν συμμετάσχει στη γένεσή του.[…]
[Πηγή: ένθετο του δίσκου που κυκλοφόρησε με την εφημερίδα «Καθημερινή» την Κυριακή 17 Απριλίου 2011]

Αυτές τις μέρες, λοιπόν, θ’ ακούσουμε ένα από τα -κατά τη γνώμη μου- σπουδαιότερα έργα του Μίκη Θεοδωράκη. Γιατί μες στη Μεγάλη Βδομάδα; Γιατί διανύουμε την Εβδομάδα των Παθών και «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» αφορά τα εμφύλια πάθη, τα δικά μας μα κι όλων των εθνών του κόσμου από την αρχαιότητα ως τα σήμερα. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο Άβελ, ο Σωκράτης, ο Χριστός, ο Μακρυγιάννης, ο Μπελογιάννης, ο Λαμπράκης. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο γείτονάς μας, ο φίλος μας, ο αδελφός μας. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο καθένας μας, μπορεί να ’ναι ο καλός μας εαυτός που καθημερινά πολεμά τον άλλο, τον κακό, τον απαθή, τον καλοπερασάκια κι αδιάφορο. Γιατί όσο υπάρχουν άνθρωποι το σαρκοβόρο που κρύβουμε μέσα μας δεν θα πάψει να διψά για αίμα κι έτσι καθημερνά θα πληθαίνουν οι νεκροί αδελφοί από έναν Πόλεμο που δεν τέλειωσεν ακόμα, γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ, καταπώς λέει ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Και, τέλος, γιατί κάθε βδομάδα είναι ιδανική για τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» του Μίκη. Καλή ακρόαση!

Το όνειρο (Μίκης Θεοδωράκης)

Μίκης Θεοδωράκης, Το όνειρο

Διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Πιάνο: Γιάννης Διδίλης
Κιθάρα: Σταύρος Πλέσσας
Τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Δίσκος: Το τραγούδι του νεκρού αδελφού (1962)

Δυο γιους είχες, μανούλα μου
δυο δέντρα, δυο ποτάμια
δυο κάστρα βενετσιάνικα
δυο δυόσμους, δυο λαχτάρες
Ένας για την Ανατολή
κι ο άλλος για τη Δύση
κι εσύ στη μέση μοναχή
μιλάς, ρωτάς τον Ήλιο

– Ήλιε, που βλέπεις τα βουνά
που βλέπεις τα ποτάμια
οπού θωρείς τα πάθη μας
και τις φτωχές μανούλες
αν δεις τον Παύλο, φώναξε
και τον Ανδρέα, πες μου
μ’ έναν καημό τ’ ανάστησα
μ’ ένα λυγμό τα ’γένναα

Μα εκείνοι αφήνουνε βουνά
διαβαίνουνε ποτάμια
ένας τον άλλο ψάχνουνε
για ν’ αλληλοσφαγούνε
Κι εκεί στο πιο ψηλό βουνό
στην πιο ψηλή ραχούλα
σιμά κοντά πλαγιάζουνε
κι όνειρο ίδιο βλέπουν

Στης μάνας τρέχουνε κι οι δυο
το νεκρικό κρεβάτι
μαζί τα χέρια δίνουνε
της κλείνουνε τα μάτια
και τα μαχαίρια μπήγουνε
βαθιά μέσα στο χώμα
κι απέκει ανέβλυσε νερό
να πιεις, να ξεδιψάσεις

Ακούμε έναν κύκλο τραγουδιών από ομότιτλη θεατρική παράσταση. Τους στίχους στα 8 από τα 9 τραγούδια υπογράφει ο Μίκης Θεοδωράκης και στο άλλο 1 ο Κώστας Βίρβος. Η παράσταση ανέβηκε τον Οκτώβριο του 1962 στο Θέατρο Καλουτά από το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, με κείμενο-στίχους Μίκη Θεοδωράκη, σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη, σκηνικά Νίκου Νικολάου (που σχεδίασε και το εξώφυλλο του δίσκου) και χορογραφίες Ζουζούς Νικολούδη (η οποία ερμήνευε και τον ρόλο της μάνας). Πρωταγωνιστές ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μπέττυ Αρβανίτη, η Μαρία Κωνσταντάρου και ο Θόδωρος Έξαρχος. Τραγουδούσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Τι λέει ο Μίκης Θεοδωράκης για Το τραγούδι του νεκρού αδελφού:

[…] Έτσι το έδαφος ήταν έτοιμο για να γραφούν τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» όπως τα αποκαλώ, δηλαδή το Ένα δειλινό, Τον Παύλο και τον Νικολιό, Το όνειρο, Τα περβόλια και το Ενωθείτε. Πώς να μνημονεύσω και πώς να τιμήσω καλύτερα το λαϊκό χορό των χορών, τον ζεϊμπέκικο, από το να τον παντρέψω με τη θεματολογία των πρόσφατων παθών του ελληνικού λαού; Ο ζεϊμπέκικος για τον πολύ κόσμο σημαίνει ταβέρνα, σπάσιμο πιάτων, διασκέδαση. Για μένα όμως είχαν περάσει μόλις δέκα χρόνια απ’ τον καιρό που τον χορεύαμε στις σκηνές στο Μακρονήσι με τη σκέψη γεμάτη με άλλου είδους προσδοκίες και όνειρα. Εξ άλλου η δεκαετία του ’60 ήταν για πολύ κόσμο και προ παντός για τους νέους ένα καινούργιο ξεκίνημα. Τι καλύτερο δώρο λοιπόν να τους προσφέρω; Καλά τα ωραία τραγούδια. Όμως πιο ωραία τα καλά. Που σήμαινε τότε -και πάντα- να μην αφήσεις ποτέ να σβήσει η «μνήμη του λαού» που λέει κι ο ποιητής. […]
[…] Η θεματολογία, παρμένη από τη μυθολογία του Εμφύλιου, ήταν μοιραίο να με οδηγήσει σε σκέψεις. Ποιος ήταν ο Παύλος και ποιος ο Νικολός; Πότε έζησαν και πώς; Πότε σκοτώθηκαν και πώς; Μήπως ήρθε ο καιρός για μια ευρύτερη σύνθεση που να στηρίζεται σε μια ολοκληρωμένη ιστορία σαν κι αυτές που είχαμε ζήσει λίγο πιο πριν; Μήπως προβάλλοντας το Κακό της Εμφύλιας διαίρεσης στις πιο ακραίες του μορφές μπορούσαμε να το ξορκίσουμε ντύνοντάς το με τα ρούχα της ποίησης και της μουσικής; Να χτίσουμε πέτρα-πέτρα το δρόμο και ν’ αφήσουμε τα γεγονότα να διαδραματίσουν το ρόλο της Μοίρας που οδηγεί τις συγκρούσεις στην ύστατη συνέπεια: την προδοσία, το μίσος, το θάνατο, ώστε να μην υπάρξει άλλη λύση εξόν απ’ την Κάθαρση; Την παλλαϊκή, πανεθνική Ενότητα; […]
[…] Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Νικολάου ήσαν υπέροχα. Το ίδιο και η δουλειά του Πέλου Κατσέλη (σκηνοθεσία) και της Ζουζούς Νικολούδη (χορογραφία). Ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μαρία Κωνσταντάρου, ο Θόδωρος Έξαρχος, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη δημιούργησαν υπέροχους ρόλους. Ενώ απ’ την άλλη μεριά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μαζί με τον Κώστα Παπαδόπουλο και τον Λάκη Καρνέζη έδιναν μια νέα διάσταση σ’ ένα πρωτοφανές για την ελληνική θεατρική παράδοση ελληνικό θεατρικό έργο. Τα λαϊκά όργανα είχαν μετουσιωθεί σε ιερά εξαπτέρυγα της νέας ελληνικής θρησκείας και το παλκοσένικο με τις κρεμασμένες μάσκες, τους Τραγουδιστές και τους Μουσικούς σε έναν αόρατο Χορό που με σοφία και πάθος εξέφραζε την κοινή συνισταμένη της Πόλης, του Λαού, του Χρόνου, που όπως οι αρχαίοι Αθηναίοι με τους Πέρσες, είχαν την ίδια σχέση κι αυτοί με το έργο που έβλεπαν και άκουγαν: το είχαν κι αυτοί ζήσει, ήταν δικό τους, κατά κάποιο τρόπο είχαν συμμετάσχει στη γένεσή του.[…]
[Πηγή: ένθετο του δίσκου που κυκλοφόρησε με την εφημερίδα «Καθημερινή» την Κυριακή 17 Απριλίου 2011]

Αυτές τις μέρες, λοιπόν, θ’ ακούσουμε ένα από τα -κατά τη γνώμη μου- σπουδαιότερα έργα του Μίκη Θεοδωράκη. Γιατί μες στη Μεγάλη Βδομάδα; Γιατί διανύουμε την Εβδομάδα των Παθών και «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» αφορά τα εμφύλια πάθη, τα δικά μας μα κι όλων των εθνών του κόσμου από την αρχαιότητα ως τα σήμερα. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο Άβελ, ο Σωκράτης, ο Χριστός, ο Μακρυγιάννης, ο Μπελογιάννης, ο Λαμπράκης. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο γείτονάς μας, ο φίλος μας, ο αδελφός μας. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο καθένας μας, μπορεί να ’ναι ο καλός μας εαυτός που καθημερινά πολεμά τον άλλο, τον κακό, τον απαθή, τον καλοπερασάκια κι αδιάφορο. Γιατί όσο υπάρχουν άνθρωποι το σαρκοβόρο που κρύβουμε μέσα μας δεν θα πάψει να διψά για αίμα κι έτσι καθημερνά θα πληθαίνουν οι νεκροί αδελφοί από έναν Πόλεμο που δεν τέλειωσεν ακόμα, γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ, καταπώς λέει ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Και, τέλος, γιατί κάθε βδομάδα είναι ιδανική για τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» του Μίκη. Καλή ακρόαση!

Απρίλης (Μίκης Θεοδωράκης)

Μίκης Θεοδωράκης, Απρίλης

Διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Πιάνο: Γιάννης Διδίλης
Κιθάρα: Σταύρος Πλέσσας
Τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Δίσκος: Το τραγούδι του νεκρού αδελφού (1962)

Απρίλη μου, Απρίλη μου ξανθέ
και Μάη μυρωδάτε
καρδιά μου, πώς αντέχεις
μέσα στην τόση αγάπη
και στις τόσες ομορφιές

Γιομίζει η γειτονιά
τραγούδια και φιλιά
την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
μα το ’χω μυστικό

Αστέρι μου, αστέρι μου χλομό
του φεγγαριού αχτίδα
στο γαϊτανόφρυδό σου
κρεμάστηκε η καρδιά μου
σαν το πουλάκι στο ξόβεργο

Γιομίζει η γειτονιά
τραγούδια και φιλιά
την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
μα το ’χω μυστικό

Λουλούδι μου, λουλούδι μυριστό
και ρόδο μυρωδάτο
στη μάνα σου θα ’ρθω
να πάρω την ευχή της
και το ταίρι π’ αγαπώ

Γιομίζει η γειτονιά
τραγούδια και φιλιά
την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
μα το ’χω μυστικό

Ακούμε έναν κύκλο τραγουδιών από ομότιτλη θεατρική παράσταση. Τους στίχους στα 8 από τα 9 τραγούδια υπογράφει ο Μίκης Θεοδωράκης και στο άλλο 1 ο Κώστας Βίρβος. Η παράσταση ανέβηκε τον Οκτώβριο του 1962 στο Θέατρο Καλουτά από το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, με κείμενο-στίχους Μίκη Θεοδωράκη, σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη, σκηνικά Νίκου Νικολάου (που σχεδίασε και το εξώφυλλο του δίσκου) και χορογραφίες Ζουζούς Νικολούδη (η οποία ερμήνευε και τον ρόλο της μάνας). Πρωταγωνιστές ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μπέττυ Αρβανίτη, η Μαρία Κωνσταντάρου και ο Θόδωρος Έξαρχος. Τραγουδούσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Τι λέει ο Μίκης Θεοδωράκης για Το τραγούδι του νεκρού αδελφού:

[…] Έτσι το έδαφος ήταν έτοιμο για να γραφούν τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» όπως τα αποκαλώ, δηλαδή το Ένα δειλινό, Τον Παύλο και τον Νικολιό, Το όνειρο, Τα περβόλια και το Ενωθείτε. Πώς να μνημονεύσω και πώς να τιμήσω καλύτερα το λαϊκό χορό των χορών, τον ζεϊμπέκικο, από το να τον παντρέψω με τη θεματολογία των πρόσφατων παθών του ελληνικού λαού; Ο ζεϊμπέκικος για τον πολύ κόσμο σημαίνει ταβέρνα, σπάσιμο πιάτων, διασκέδαση. Για μένα όμως είχαν περάσει μόλις δέκα χρόνια απ’ τον καιρό που τον χορεύαμε στις σκηνές στο Μακρονήσι με τη σκέψη γεμάτη με άλλου είδους προσδοκίες και όνειρα. Εξ άλλου η δεκαετία του ’60 ήταν για πολύ κόσμο και προ παντός για τους νέους ένα καινούργιο ξεκίνημα. Τι καλύτερο δώρο λοιπόν να τους προσφέρω; Καλά τα ωραία τραγούδια. Όμως πιο ωραία τα καλά. Που σήμαινε τότε -και πάντα- να μην αφήσεις ποτέ να σβήσει η «μνήμη του λαού» που λέει κι ο ποιητής. […]
[…] Η θεματολογία, παρμένη από τη μυθολογία του Εμφύλιου, ήταν μοιραίο να με οδηγήσει σε σκέψεις. Ποιος ήταν ο Παύλος και ποιος ο Νικολός; Πότε έζησαν και πώς; Πότε σκοτώθηκαν και πώς; Μήπως ήρθε ο καιρός για μια ευρύτερη σύνθεση που να στηρίζεται σε μια ολοκληρωμένη ιστορία σαν κι αυτές που είχαμε ζήσει λίγο πιο πριν; Μήπως προβάλλοντας το Κακό της Εμφύλιας διαίρεσης στις πιο ακραίες του μορφές μπορούσαμε να το ξορκίσουμε ντύνοντάς το με τα ρούχα της ποίησης και της μουσικής; Να χτίσουμε πέτρα-πέτρα το δρόμο και ν’ αφήσουμε τα γεγονότα να διαδραματίσουν το ρόλο της Μοίρας που οδηγεί τις συγκρούσεις στην ύστατη συνέπεια: την προδοσία, το μίσος, το θάνατο, ώστε να μην υπάρξει άλλη λύση εξόν απ’ την Κάθαρση; Την παλλαϊκή, πανεθνική Ενότητα; […]
[…] Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Νικολάου ήσαν υπέροχα. Το ίδιο και η δουλειά του Πέλου Κατσέλη (σκηνοθεσία) και της Ζουζούς Νικολούδη (χορογραφία). Ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μαρία Κωνσταντάρου, ο Θόδωρος Έξαρχος, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη δημιούργησαν υπέροχους ρόλους. Ενώ απ’ την άλλη μεριά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μαζί με τον Κώστα Παπαδόπουλο και τον Λάκη Καρνέζη έδιναν μια νέα διάσταση σ’ ένα πρωτοφανές για την ελληνική θεατρική παράδοση ελληνικό θεατρικό έργο. Τα λαϊκά όργανα είχαν μετουσιωθεί σε ιερά εξαπτέρυγα της νέας ελληνικής θρησκείας και το παλκοσένικο με τις κρεμασμένες μάσκες, τους Τραγουδιστές και τους Μουσικούς σε έναν αόρατο Χορό που με σοφία και πάθος εξέφραζε την κοινή συνισταμένη της Πόλης, του Λαού, του Χρόνου, που όπως οι αρχαίοι Αθηναίοι με τους Πέρσες, είχαν την ίδια σχέση κι αυτοί με το έργο που έβλεπαν και άκουγαν: το είχαν κι αυτοί ζήσει, ήταν δικό τους, κατά κάποιο τρόπο είχαν συμμετάσχει στη γένεσή του.[…]
[Πηγή: ένθετο του δίσκου που κυκλοφόρησε με την εφημερίδα «Καθημερινή» την Κυριακή 17 Απριλίου 2011]

Αυτές τις μέρες, λοιπόν, θ’ ακούσουμε ένα από τα -κατά τη γνώμη μου- σπουδαιότερα έργα του Μίκη Θεοδωράκη. Γιατί μες στη Μεγάλη Βδομάδα; Γιατί διανύουμε την Εβδομάδα των Παθών και «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» αφορά τα εμφύλια πάθη, τα δικά μας μα κι όλων των εθνών του κόσμου από την αρχαιότητα ως τα σήμερα. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο Άβελ, ο Σωκράτης, ο Χριστός, ο Μακρυγιάννης, ο Μπελογιάννης, ο Λαμπράκης. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο γείτονάς μας, ο φίλος μας, ο αδελφός μας. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο καθένας μας, μπορεί να ’ναι ο καλός μας εαυτός που καθημερινά πολεμά τον άλλο, τον κακό, τον απαθή, τον καλοπερασάκια κι αδιάφορο. Γιατί όσο υπάρχουν άνθρωποι το σαρκοβόρο που κρύβουμε μέσα μας δεν θα πάψει να διψά για αίμα κι έτσι καθημερνά θα πληθαίνουν οι νεκροί αδελφοί από έναν Πόλεμο που δεν τέλειωσεν ακόμα, γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ, καταπώς λέει ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Και, τέλος, γιατί κάθε βδομάδα είναι ιδανική για τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» του Μίκη. Καλή ακρόαση!

Μίκης Θεοδωράκης, Δοξαστικό (ορχηστρικό)

Μίκης Θεοδωράκης, Δοξαστικό (ορχηστρικό)

Διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Πιάνο: Γιάννης Διδίλης
Κιθάρα: Σταύρος Πλέσσας
Δίσκος: Το τραγούδι του νεκρού αδελφού (1962)

Ακούμε έναν κύκλο τραγουδιών από ομότιτλη θεατρική παράσταση. Τους στίχους στα 8 από τα 9 τραγούδια υπογράφει ο Μίκης Θεοδωράκης και στο άλλο 1 ο Κώστας Βίρβος. Η παράσταση ανέβηκε τον Οκτώβριο του 1962 στο Θέατρο Καλουτά από το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, με κείμενο-στίχους Μίκη Θεοδωράκη, σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη, σκηνικά Νίκου Νικολάου (που σχεδίασε και το εξώφυλλο του δίσκου) και χορογραφίες Ζουζούς Νικολούδη (η οποία ερμήνευε και τον ρόλο της μάνας). Πρωταγωνιστές ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μπέττυ Αρβανίτη, η Μαρία Κωνσταντάρου και ο Θόδωρος Έξαρχος. Τραγουδούσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Τι λέει ο Μίκης Θεοδωράκης για Το τραγούδι του νεκρού αδελφού:

[…] Έτσι το έδαφος ήταν έτοιμο για να γραφούν τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» όπως τα αποκαλώ, δηλαδή το Ένα δειλινό, Τον Παύλο και τον Νικολιό, Το όνειρο, Τα περβόλια και το Ενωθείτε. Πώς να μνημονεύσω και πώς να τιμήσω καλύτερα το λαϊκό χορό των χορών, τον ζεϊμπέκικο, από το να τον παντρέψω με τη θεματολογία των πρόσφατων παθών του ελληνικού λαού; Ο ζεϊμπέκικος για τον πολύ κόσμο σημαίνει ταβέρνα, σπάσιμο πιάτων, διασκέδαση. Για μένα όμως είχαν περάσει μόλις δέκα χρόνια απ’ τον καιρό που τον χορεύαμε στις σκηνές στο Μακρονήσι με τη σκέψη γεμάτη με άλλου είδους προσδοκίες και όνειρα. Εξ άλλου η δεκαετία του ’60 ήταν για πολύ κόσμο και προ παντός για τους νέους ένα καινούργιο ξεκίνημα. Τι καλύτερο δώρο λοιπόν να τους προσφέρω; Καλά τα ωραία τραγούδια. Όμως πιο ωραία τα καλά. Που σήμαινε τότε -και πάντα- να μην αφήσεις ποτέ να σβήσει η «μνήμη του λαού» που λέει κι ο ποιητής. […]
[…] Η θεματολογία, παρμένη από τη μυθολογία του Εμφύλιου, ήταν μοιραίο να με οδηγήσει σε σκέψεις. Ποιος ήταν ο Παύλος και ποιος ο Νικολός; Πότε έζησαν και πώς; Πότε σκοτώθηκαν και πώς; Μήπως ήρθε ο καιρός για μια ευρύτερη σύνθεση που να στηρίζεται σε μια ολοκληρωμένη ιστορία σαν κι αυτές που είχαμε ζήσει λίγο πιο πριν; Μήπως προβάλλοντας το Κακό της Εμφύλιας διαίρεσης στις πιο ακραίες του μορφές μπορούσαμε να το ξορκίσουμε ντύνοντάς το με τα ρούχα της ποίησης και της μουσικής; Να χτίσουμε πέτρα-πέτρα το δρόμο και ν’ αφήσουμε τα γεγονότα να διαδραματίσουν το ρόλο της Μοίρας που οδηγεί τις συγκρούσεις στην ύστατη συνέπεια: την προδοσία, το μίσος, το θάνατο, ώστε να μην υπάρξει άλλη λύση εξόν απ’ την Κάθαρση; Την παλλαϊκή, πανεθνική Ενότητα; […]
[…] Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Νικολάου ήσαν υπέροχα. Το ίδιο και η δουλειά του Πέλου Κατσέλη (σκηνοθεσία) και της Ζουζούς Νικολούδη (χορογραφία). Ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μαρία Κωνσταντάρου, ο Θόδωρος Έξαρχος, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη δημιούργησαν υπέροχους ρόλους. Ενώ απ’ την άλλη μεριά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μαζί με τον Κώστα Παπαδόπουλο και τον Λάκη Καρνέζη έδιναν μια νέα διάσταση σ’ ένα πρωτοφανές για την ελληνική θεατρική παράδοση ελληνικό θεατρικό έργο. Τα λαϊκά όργανα είχαν μετουσιωθεί σε ιερά εξαπτέρυγα της νέας ελληνικής θρησκείας και το παλκοσένικο με τις κρεμασμένες μάσκες, τους Τραγουδιστές και τους Μουσικούς σε έναν αόρατο Χορό που με σοφία και πάθος εξέφραζε την κοινή συνισταμένη της Πόλης, του Λαού, του Χρόνου, που όπως οι αρχαίοι Αθηναίοι με τους Πέρσες, είχαν την ίδια σχέση κι αυτοί με το έργο που έβλεπαν και άκουγαν: το είχαν κι αυτοί ζήσει, ήταν δικό τους, κατά κάποιο τρόπο είχαν συμμετάσχει στη γένεσή του.[…]
[Πηγή: ένθετο του δίσκου που κυκλοφόρησε με την εφημερίδα «Καθημερινή» την Κυριακή 17 Απριλίου 2011]

Αυτές τις μέρες, λοιπόν, θ’ ακούσουμε ένα από τα -κατά τη γνώμη μου- σπουδαιότερα έργα του Μίκη Θεοδωράκη. Γιατί μες στη Μεγάλη Βδομάδα; Γιατί διανύουμε την Εβδομάδα των Παθών και «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» αφορά τα εμφύλια πάθη, τα δικά μας μα κι όλων των εθνών του κόσμου από την αρχαιότητα ως τα σήμερα. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο Άβελ, ο Σωκράτης, ο Χριστός, ο Μακρυγιάννης, ο Μπελογιάννης, ο Λαμπράκης. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο γείτονάς μας, ο φίλος μας, ο αδελφός μας. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο καθένας μας, μπορεί να ’ναι ο καλός μας εαυτός που καθημερινά πολεμά τον άλλο, τον κακό, τον απαθή, τον καλοπερασάκια κι αδιάφορο. Γιατί όσο υπάρχουν άνθρωποι το σαρκοβόρο που κρύβουμε μέσα μας δεν θα πάψει να διψά για αίμα κι έτσι καθημερνά θα πληθαίνουν οι νεκροί αδελφοί από έναν Πόλεμο που δεν τέλειωσεν ακόμα, γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ, καταπώς λέει ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Και, τέλος, γιατί κάθε βδομάδα είναι ιδανική για τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» του Μίκη. Καλή ακρόαση!