Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Σύνθεση:Γρηγόρης Μπιθικώτσης Στίχοι:Νίκος Μπακούτης Μπουζούκι:Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης Τραγούδι:Γρηγόρης Μπιθικώτσης & Βούλα Γκίκα Δίσκος:45 στροφών [HMV 7PG3180] του 1962 (στην άλλη πλευρά του δίσκου βρίσκεται το τραγούδι «Τα χρόνια μου περάσανε» (Γρ. Μπιθικώτση & Ν. Μπακούτη))
Αθήνα μου μποέμισσα
Πειραία μου λεβέντη
απόψε κάνω το στερνό
το τελευταίο γλέντι
Φεύγω ταξίδι μακρινό
και πίνω στην υγειά σας
γεια σου Αθήνα, γεια σου Πειραία
γεια και χαρά σας
Πρωί πρωί χαράματα
το πλοίο θα σαλπάρει
κι εμένα για την ξενιτιά
μαζί του θα με πάρει
Φεύγω ταξίδι μακρινό
και πίνω στην υγειά σας
γεια σου Αθήνα, γεια σου Πειραία
γεια και χαρά σας
Ποιος ξέρει αν θα ξαναρθώ
ποιος ξέρει αν θα γυρίσω
και κάποια μάτια π’ αγαπώ
αν θα ξαναντικρίσω
Φεύγω ταξίδι μακρινό
και πίνω στην υγειά σας
γεια σου Αθήνα, γεια σου Πειραία
γεια και χαρά σας
Σύνθεση:Γρηγόρης Μπιθικώτσης Στίχοι:Χρήστος Κολοκοτρώνης Μπουζούκι:Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης Τραγούδι:Γρηγόρης Μπιθικώτσης & Βούλα Γκίκα Δίσκος:45 στροφών [HMV 7PG3233] του 1962 (στην άλλη πλευρά του δίσκου βρίσκεται το τραγούδι «Το ξυπνητήρι» (Γρ. Μπιθικώτση & Χρ. Κολοκοτρώνη))
Αν θέλεις να χωρίσουμε
πρέπει να φύγεις τώρα
τώρα που στο ζητώ κι εγώ
τώρα αυτή την ώρα
Φύγε αφού δεν μ’ αγαπάς
φύγε πριν ξημερώσει
αύριο το πρωί μπορεί
να έχω μετανιώσει
Μια ώρα γρηγορότερα
φύγε να ησυχάσω
την κουρασμένη μου καρδιά
λίγο να ξαποστάσω
Φύγε αφού δεν μ’ αγαπάς
φύγε πριν ξημερώσει
αύριο το πρωί μπορεί
να έχω μετανιώσει
Κι αν θέλεις να χωρίσουμε
όμορφα σαν δυο φίλοι
δώσ’ μου απόψε το φιλί
του χωρισμού στα χείλη
Σύνθεση:Γρηγόρης Μπιθικώτσης Στίχοι:Χρήστος Κολοκοτρώνης Μπουζούκι:Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης Τραγούδι:Γρηγόρης Μπιθικώτσης & Βούλα Γκίκα Δίσκος:45 στροφών [HMV 7PG3233] του 1962 (στην άλλη πλευρά του δίσκου βρίσκεται το τραγούδι «Αν θέλεις να χωρίσουμε» (Γρ. Μπιθικώτση & Χρ. Κολοκοτρώνη))
Κάθε πρωί στις έξι
η μέρα πριν να φέξει
στα όμορφα φτωχόσπιτα
χτυπάει το ξυπνητήρι
και τις κοπέλες τις ξυπνά
να παν για τ’ αργαστήρι
Ξύπνα, κοπέλα μου γλυκιά
χτυπάει το ξυπνητήρι
ξύπνα, κοπέλα μου γλυκιά
να πας για τ’ αργαστήρι
σήκω να πας για τη δουλειά
σε περιμένουν τ’ αργαλειά
Ξύπνα, γλυκιά κοπέλα
τραγούδα, χαμογέλα
Το ξυπνητήρι την ξυπνά
πλένει το πρόσωπό της
και ξεκινάει για τη δουλειά
στο μεροκάματό της
Ξύπνα, κοπέλα μου γλυκιά
χτυπάει το ξυπνητήρι
ξύπνα, κοπέλα μου γλυκιά
να πας για τ’ αργαστήρι
σήκω να πας για τη δουλειά
σε περιμένουν τ’ αργαλειά
Την κάνω στ’ αργαστήρι
λες κι ήταν πανηγύρι
χαρά, τραγούδια και δουλειά
κοπέλες στην αράδα
κι ακομπανιάραν τ’ αργαλειά
στη ζήση, στην καντάδα
Γιώργος Σεφέρης & Μίκης Θεοδωράκης, Άνθη της πέτρας
Ποίηση:Γιώργος Σεφέρης (απόσπασμα από το ποίημα «[Άνθη της πέτρας…]» της ενότητας «Σχέδια για ένα καλοκαίρι» στη συλλογή Τετράδιο γυμνασμάτων (1940)) Σύνθεση, ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας:Μίκης Θεοδωράκης Μπουζούκι:Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης Ερμηνεία:Γρηγόρης Μπιθικώτσης Έργο:Επιφάνια (δίσκος 45 στροφών extended play, 1962)
Άνθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα
με φλέβες που μου θύμιζαν άλλες αγάπες
γυαλίζοντας στ’ αργό ψιχάλισμα,
άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες
που ήρθαν όταν κανένας δε μιλούσε και μου μίλησαν
που μ’ άφησαν να τις αγγίξω ύστερ’ απ’ τη σιωπή
μέσα σε πεύκα σε πικροδάφνες και σε πλατάνια. *
* Οι στίχοι που παραθέτω είναι ακριβώς όπως τους έγραψε ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης.
Γιώργος Σεφέρης & Μίκης Θεοδωράκης, Κράτησα τη ζωή μου
Ποίηση:Γιώργος Σεφέρης (απόσπασμα από το ποίημα «Επιφάνια, 1937» της ενότητας «Σχέδια για ένα καλοκαίρι» στη συλλογή Τετράδιο γυμνασμάτων (1940)) Σύνθεση, ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας:Μίκης Θεοδωράκης Μπουζούκι:Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης Ερμηνεία:Γρηγόρης Μπιθικώτσης Έργο:Επιφάνια (δίσκος 45 στροφών extended play, 1962)
Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,
καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. *
* Οι στίχοι που παραθέτω είναι ακριβώς όπως τους έγραψε ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης.
Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.
Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή. *
Πληροφορίες για το ποίημα:
Το σύντομο αυτό ποίημα του Σεφέρη, πολύ δημοφιλές στην Κύπρο, θεωρήθηκε (και θεωρείται) από πολλούς ότι έχει πηγή έμπνευσης ένα πολύ όμορφο ακρογιάλι της Κύπρου, την παραλία του Κώννου στον Πρωταρά, στις ανατολικές ακτές του νησιού μας. Σαν τέτοιο το συστήνουν οι ξεναγοί, έτσι το χρησιμοποιούν σε κείμενά τους δημοσιογράφοι και άλλοι. Δυστυχώς, παρ’ όλη την αγάπη και τους δεσμούς του ποιητή με την Κύπρο, παρ’ όλο ότι μια ολόκληρη ποιητική του συλλογή είναι εμπνευσμένη από την Κύπρο, αυτό δεν ευσταθεί. Ο Σεφέρης ήρθε για πρώτη φορά στην Κύπρο το φθινόπωρο του 1953. Το ποίημα «Άρνηση» είναι το πέμπτο της πρώτης ποιητικής συλλογής «Στροφή», που εξέδωσε ο Σεφέρης το 1931, είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια πριν από το ταξίδι του στο νησί. Τα ποιήματα της συλλογής είναι γραμμένα μετά την επιστροφή του από το Παρίσι (1924) και απηχούν απαισιόδοξα συναισθήματα και δύσκολες ψυχικές καταστάσεις αυτής της περιόδου. Τέτοιες καταστάσεις είναι, για παράδειγμα, οι ίδιες οι σπουδές του στα νομικά που δεν τις ήθελε, που τις ακολούθησε κατ’ απαίτηση του πατέρα του και που τον έκαναν συχνά πολύ δυστυχισμένο. Είναι ακόμη δυο άτυχοι έρωτές του, με την κόρη της σπιτονοικοκυράς του στο Παρίσι και λίγο αργότερα με κάποια άλλη κοπέλα, τη Jacqueline, με την οποία χώρισε γιατί γνώριζε εκ των προτέρων την αντίδραση της οικογένειάς του. Πολλές λεπτομέρειες για όλα αυτά και την ψυχολογική του κατάσταση μας δίνει το βιβλίο της αδελφής του Ιωάννας Τσάτσου, «Ο αδελφός μου Γ. Σεφέρης», καθώς και τα ημερολόγια του ποιητή (Μέρες Α). Η «Άρνηση», λοιπόν, είναι ποίημα αυτής της περιόδου, ένα ερωτικό ποίημα, αλλά και ποίημα που περικλείει ένα από τα προσφιλή θέματα του Σεφέρη, την τραγικότητα του «ανθρώπου που ξαστόχησε», του ανθρώπου που ξεκίνησε με όνειρα, με επιθυμίες, με πάθος για τη ζωή, αλλά που κάποια στιγμή συνειδητοποιεί πως η ζωή του ήταν ένα μοιραίο λάθος, πως χαράχτηκε πάνω σ’ ένα λανθασμένο δρόμο κι αποφασίζει ν’ αλλάξει ζωή.
Πηγή: «Το περιγιάλι το κρυφό…»: ένα παρεξηγημένο ποίημα
Μετά τη μελοποίηση του ποιήματος από τον Μίκη Θεοδωράκη και την έξοχη ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση, χάθηκε η άνω τελεία της τρίτης στροφής του ποιήματος του Γιώργου Σεφέρη. Η απώλεια αυτή ακόμα συζητιέται χωρίς να μειώνει, βέβαια, την αξία του τραγουδιού που δεν έχουμε πάψει να σιγοψιθυρίζουμε εδώ και 50 χρόνια. Εκτενείς πληροφορίες για το θέμα αυτό μπορούμε να διαβάσουμε στο πολύ ενδιαφέρον άρθρο Η «άρνηση» μιας άνω τελείας.
* Οι στίχοι που παραθέτω είναι ακριβώς όπως τους έγραψε ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης.
Ενωθείτε, βράχια βράχια
Ενωθείτε, χέρια χέρια
Τα βουνά και τα λαγκάδια, πιάστε το τραγούδι
Πολιτείες και λιμάνια, μπείτε στο χορό
Σήμερα παντρεύουμε τον Ήλιο
τον Ήλιο με τη νύφη τη μονάκριβη
την Πασχαλιά
Πασχαλιά μας, κοπελιά μας
κάμποι, θάλασσες, βουνά μας
μάνες, κόρες, σκοτωμένα αδέλφια, πατεράδες
ένα δέντρο με μια ρίζα, μια πηγή, μια βρύση
Σήμερα παντρεύουμε τον Ήλιο
τον Ήλιο με τη νύφη τη μονάκριβη
την Πασχαλιά
Πολυχρόνιος ημέρα
τη Υπερμάχω, τη Υπερμάχω
Ακούμε έναν κύκλο τραγουδιών από ομότιτλη θεατρική παράσταση. Τους στίχους στα 8 από τα 9 τραγούδια υπογράφει ο Μίκης Θεοδωράκης και στο άλλο 1 ο Κώστας Βίρβος. Η παράσταση ανέβηκε τον Οκτώβριο του 1962 στο Θέατρο Καλουτά από το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, με κείμενο-στίχους Μίκη Θεοδωράκη, σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη, σκηνικά Νίκου Νικολάου (που σχεδίασε και το εξώφυλλο του δίσκου) και χορογραφίες Ζουζούς Νικολούδη (η οποία ερμήνευε και τον ρόλο της μάνας). Πρωταγωνιστές ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μπέττυ Αρβανίτη, η Μαρία Κωνσταντάρου και ο Θόδωρος Έξαρχος. Τραγουδούσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Τι λέει ο Μίκης Θεοδωράκης για Το τραγούδι του νεκρού αδελφού:
[…] Έτσι το έδαφος ήταν έτοιμο για να γραφούν τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» όπως τα αποκαλώ, δηλαδή το Ένα δειλινό, Τον Παύλο και τον Νικολιό, Το όνειρο, Τα περβόλια και το Ενωθείτε. Πώς να μνημονεύσω και πώς να τιμήσω καλύτερα το λαϊκό χορό των χορών, τον ζεϊμπέκικο, από το να τον παντρέψω με τη θεματολογία των πρόσφατων παθών του ελληνικού λαού; Ο ζεϊμπέκικος για τον πολύ κόσμο σημαίνει ταβέρνα, σπάσιμο πιάτων, διασκέδαση. Για μένα όμως είχαν περάσει μόλις δέκα χρόνια απ’ τον καιρό που τον χορεύαμε στις σκηνές στο Μακρονήσι με τη σκέψη γεμάτη με άλλου είδους προσδοκίες και όνειρα. Εξ άλλου η δεκαετία του ’60 ήταν για πολύ κόσμο και προ παντός για τους νέους ένα καινούργιο ξεκίνημα. Τι καλύτερο δώρο λοιπόν να τους προσφέρω; Καλά τα ωραία τραγούδια. Όμως πιο ωραία τα καλά. Που σήμαινε τότε -και πάντα- να μην αφήσεις ποτέ να σβήσει η «μνήμη του λαού» που λέει κι ο ποιητής. […]
[…] Η θεματολογία, παρμένη από τη μυθολογία του Εμφύλιου, ήταν μοιραίο να με οδηγήσει σε σκέψεις. Ποιος ήταν ο Παύλος και ποιος ο Νικολός; Πότε έζησαν και πώς; Πότε σκοτώθηκαν και πώς; Μήπως ήρθε ο καιρός για μια ευρύτερη σύνθεση που να στηρίζεται σε μια ολοκληρωμένη ιστορία σαν κι αυτές που είχαμε ζήσει λίγο πιο πριν; Μήπως προβάλλοντας το Κακό της Εμφύλιας διαίρεσης στις πιο ακραίες του μορφές μπορούσαμε να το ξορκίσουμε ντύνοντάς το με τα ρούχα της ποίησης και της μουσικής; Να χτίσουμε πέτρα-πέτρα το δρόμο και ν’ αφήσουμε τα γεγονότα να διαδραματίσουν το ρόλο της Μοίρας που οδηγεί τις συγκρούσεις στην ύστατη συνέπεια: την προδοσία, το μίσος, το θάνατο, ώστε να μην υπάρξει άλλη λύση εξόν απ’ την Κάθαρση; Την παλλαϊκή, πανεθνική Ενότητα; […]
[…] Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Νικολάου ήσαν υπέροχα. Το ίδιο και η δουλειά του Πέλου Κατσέλη (σκηνοθεσία) και της Ζουζούς Νικολούδη (χορογραφία). Ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μαρία Κωνσταντάρου, ο Θόδωρος Έξαρχος, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη δημιούργησαν υπέροχους ρόλους. Ενώ απ’ την άλλη μεριά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μαζί με τον Κώστα Παπαδόπουλο και τον Λάκη Καρνέζη έδιναν μια νέα διάσταση σ’ ένα πρωτοφανές για την ελληνική θεατρική παράδοση ελληνικό θεατρικό έργο. Τα λαϊκά όργανα είχαν μετουσιωθεί σε ιερά εξαπτέρυγα της νέας ελληνικής θρησκείας και το παλκοσένικο με τις κρεμασμένες μάσκες, τους Τραγουδιστές και τους Μουσικούς σε έναν αόρατο Χορό που με σοφία και πάθος εξέφραζε την κοινή συνισταμένη της Πόλης, του Λαού, του Χρόνου, που όπως οι αρχαίοι Αθηναίοι με τους Πέρσες, είχαν την ίδια σχέση κι αυτοί με το έργο που έβλεπαν και άκουγαν: το είχαν κι αυτοί ζήσει, ήταν δικό τους, κατά κάποιο τρόπο είχαν συμμετάσχει στη γένεσή του.[…]
[Πηγή: ένθετο του δίσκου που κυκλοφόρησε με την εφημερίδα «Καθημερινή» την Κυριακή 17 Απριλίου 2011]
Αυτές τις μέρες, λοιπόν, θ’ ακούσουμε ένα από τα -κατά τη γνώμη μου- σπουδαιότερα έργα του Μίκη Θεοδωράκη. Γιατί μες στη Μεγάλη Βδομάδα; Γιατί διανύουμε την Εβδομάδα των Παθών και «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» αφορά τα εμφύλια πάθη, τα δικά μας μα κι όλων των εθνών του κόσμου από την αρχαιότητα ως τα σήμερα. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο Άβελ, ο Σωκράτης, ο Χριστός, ο Μακρυγιάννης, ο Μπελογιάννης, ο Λαμπράκης. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο γείτονάς μας, ο φίλος μας, ο αδελφός μας. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο καθένας μας, μπορεί να ’ναι ο καλός μας εαυτός που καθημερινά πολεμά τον άλλο, τον κακό, τον απαθή, τον καλοπερασάκια κι αδιάφορο. Γιατί όσο υπάρχουν άνθρωποι το σαρκοβόρο που κρύβουμε μέσα μας δεν θα πάψει να διψά για αίμα κι έτσι καθημερνά θα πληθαίνουν οι νεκροί αδελφοί από έναν Πόλεμο που δεν τέλειωσεν ακόμα, γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ, καταπώς λέει ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Και, τέλος, γιατί κάθε βδομάδα είναι ιδανική για τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» του Μίκη. Καλή ακρόαση!
Διεύθυνση ορχήστρας:Μίκης Θεοδωράκης Μπουζούκι:Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης Πιάνο:Γιάννης Διδίλης Κιθάρα:Σταύρος Πλέσσας Τραγούδι:Γρηγόρης Μπιθικώτσης Δίσκος:Το τραγούδι του νεκρού αδελφού (1962)
Στα περβόλια
μες στους ανθισμένους κήπους
σαν άλλοτε θα στήσουμε χορό
και το Χάρο θα καλέσουμε
να πιούμε αντάμα και να τραγουδήσουμε μαζί
Κράτα το κλαρίνο και το ζουρνά
κι εγώ θα ’ρθω με τον μικρό μου τον μπαγλαμά
αχ κι εγώ θα ’ρθω
Μες στης μάχης τη φωτιά με πήρες, Χάρε
πάμε στα περβόλια για χορό
Στα περβόλια
μες στους ανθισμένους κήπους
αν σε πάρω, Χάρε, στο κρασί
αν σε πάρω στο χορό και στο τραγούδι
τότες χάρισέ μου μιας νυχτιάς ζωή
Κράτα την καρδιά σου, μάνα γλυκιά
κι εγώ είμ’ ο γιος που γύρισε για μια σου ματιά
αχ για μια ματιά
Για το μέτωπο σαν έφυγα, μανούλα, εσύ δεν ήρθες να με δεις
ξενοδούλευες και πήρα μόνος μου το τρένο
που με πήγε πέρ’ απ’ τη ζωή
Ακούμε έναν κύκλο τραγουδιών από ομότιτλη θεατρική παράσταση. Τους στίχους στα 8 από τα 9 τραγούδια υπογράφει ο Μίκης Θεοδωράκης και στο άλλο 1 ο Κώστας Βίρβος. Η παράσταση ανέβηκε τον Οκτώβριο του 1962 στο Θέατρο Καλουτά από το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, με κείμενο-στίχους Μίκη Θεοδωράκη, σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη, σκηνικά Νίκου Νικολάου (που σχεδίασε και το εξώφυλλο του δίσκου) και χορογραφίες Ζουζούς Νικολούδη (η οποία ερμήνευε και τον ρόλο της μάνας). Πρωταγωνιστές ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μπέττυ Αρβανίτη, η Μαρία Κωνσταντάρου και ο Θόδωρος Έξαρχος. Τραγουδούσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Τι λέει ο Μίκης Θεοδωράκης για Το τραγούδι του νεκρού αδελφού:
[…] Έτσι το έδαφος ήταν έτοιμο για να γραφούν τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» όπως τα αποκαλώ, δηλαδή το Ένα δειλινό, Τον Παύλο και τον Νικολιό, Το όνειρο, Τα περβόλια και το Ενωθείτε. Πώς να μνημονεύσω και πώς να τιμήσω καλύτερα το λαϊκό χορό των χορών, τον ζεϊμπέκικο, από το να τον παντρέψω με τη θεματολογία των πρόσφατων παθών του ελληνικού λαού; Ο ζεϊμπέκικος για τον πολύ κόσμο σημαίνει ταβέρνα, σπάσιμο πιάτων, διασκέδαση. Για μένα όμως είχαν περάσει μόλις δέκα χρόνια απ’ τον καιρό που τον χορεύαμε στις σκηνές στο Μακρονήσι με τη σκέψη γεμάτη με άλλου είδους προσδοκίες και όνειρα. Εξ άλλου η δεκαετία του ’60 ήταν για πολύ κόσμο και προ παντός για τους νέους ένα καινούργιο ξεκίνημα. Τι καλύτερο δώρο λοιπόν να τους προσφέρω; Καλά τα ωραία τραγούδια. Όμως πιο ωραία τα καλά. Που σήμαινε τότε -και πάντα- να μην αφήσεις ποτέ να σβήσει η «μνήμη του λαού» που λέει κι ο ποιητής. […]
[…] Η θεματολογία, παρμένη από τη μυθολογία του Εμφύλιου, ήταν μοιραίο να με οδηγήσει σε σκέψεις. Ποιος ήταν ο Παύλος και ποιος ο Νικολός; Πότε έζησαν και πώς; Πότε σκοτώθηκαν και πώς; Μήπως ήρθε ο καιρός για μια ευρύτερη σύνθεση που να στηρίζεται σε μια ολοκληρωμένη ιστορία σαν κι αυτές που είχαμε ζήσει λίγο πιο πριν; Μήπως προβάλλοντας το Κακό της Εμφύλιας διαίρεσης στις πιο ακραίες του μορφές μπορούσαμε να το ξορκίσουμε ντύνοντάς το με τα ρούχα της ποίησης και της μουσικής; Να χτίσουμε πέτρα-πέτρα το δρόμο και ν’ αφήσουμε τα γεγονότα να διαδραματίσουν το ρόλο της Μοίρας που οδηγεί τις συγκρούσεις στην ύστατη συνέπεια: την προδοσία, το μίσος, το θάνατο, ώστε να μην υπάρξει άλλη λύση εξόν απ’ την Κάθαρση; Την παλλαϊκή, πανεθνική Ενότητα; […]
[…] Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Νικολάου ήσαν υπέροχα. Το ίδιο και η δουλειά του Πέλου Κατσέλη (σκηνοθεσία) και της Ζουζούς Νικολούδη (χορογραφία). Ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μαρία Κωνσταντάρου, ο Θόδωρος Έξαρχος, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη δημιούργησαν υπέροχους ρόλους. Ενώ απ’ την άλλη μεριά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μαζί με τον Κώστα Παπαδόπουλο και τον Λάκη Καρνέζη έδιναν μια νέα διάσταση σ’ ένα πρωτοφανές για την ελληνική θεατρική παράδοση ελληνικό θεατρικό έργο. Τα λαϊκά όργανα είχαν μετουσιωθεί σε ιερά εξαπτέρυγα της νέας ελληνικής θρησκείας και το παλκοσένικο με τις κρεμασμένες μάσκες, τους Τραγουδιστές και τους Μουσικούς σε έναν αόρατο Χορό που με σοφία και πάθος εξέφραζε την κοινή συνισταμένη της Πόλης, του Λαού, του Χρόνου, που όπως οι αρχαίοι Αθηναίοι με τους Πέρσες, είχαν την ίδια σχέση κι αυτοί με το έργο που έβλεπαν και άκουγαν: το είχαν κι αυτοί ζήσει, ήταν δικό τους, κατά κάποιο τρόπο είχαν συμμετάσχει στη γένεσή του.[…]
[Πηγή: ένθετο του δίσκου που κυκλοφόρησε με την εφημερίδα «Καθημερινή» την Κυριακή 17 Απριλίου 2011]
Αυτές τις μέρες, λοιπόν, θ’ ακούσουμε ένα από τα -κατά τη γνώμη μου- σπουδαιότερα έργα του Μίκη Θεοδωράκη. Γιατί μες στη Μεγάλη Βδομάδα; Γιατί διανύουμε την Εβδομάδα των Παθών και «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» αφορά τα εμφύλια πάθη, τα δικά μας μα κι όλων των εθνών του κόσμου από την αρχαιότητα ως τα σήμερα. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο Άβελ, ο Σωκράτης, ο Χριστός, ο Μακρυγιάννης, ο Μπελογιάννης, ο Λαμπράκης. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο γείτονάς μας, ο φίλος μας, ο αδελφός μας. Γιατί ο νεκρός αδελφός μπορεί να ’ναι ο καθένας μας, μπορεί να ’ναι ο καλός μας εαυτός που καθημερινά πολεμά τον άλλο, τον κακό, τον απαθή, τον καλοπερασάκια κι αδιάφορο. Γιατί όσο υπάρχουν άνθρωποι το σαρκοβόρο που κρύβουμε μέσα μας δεν θα πάψει να διψά για αίμα κι έτσι καθημερνά θα πληθαίνουν οι νεκροί αδελφοί από έναν Πόλεμο που δεν τέλειωσεν ακόμα, γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ, καταπώς λέει ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Και, τέλος, γιατί κάθε βδομάδα είναι ιδανική για τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» του Μίκη. Καλή ακρόαση!